Τετάρτη, 23 Δεκ 2015

Αναλογική καταστροφή

αρθρο του:

Η καθημερινά επιτεινόμενη και, πλέον, δημοσκοπικά καταγραφόμενη αποδυνάμωση του πρώην ετερόκλητου/ανερμάτιστου/αφασικού κόμματος της καθ’ ημάς Αριστεράς –το οποίο, ως ημισχιζοφρενές, ημιπροσωποπαγές και ημιπροσαρμοζόμενο στην πραγματικότητα κόμμα του Τσίπρα, αδυνατεί να ανακόψει την πτώση του- σε συνδυασμό, βέβαια, με τη διαφαινόμενη ανάκαμψη της ΝΔ και το ενδεχόμενο αυτή να αποκτήσει μια ευπρεπή και διεισδυτική ηγεσία, ενισχύει την ανησυχία: η κυβερνητική πλειοψηφία θα θυμηθεί την παραδοσιακή ιδεοληψία της Αριστεράς και θα εισαγάγει νομοσχέδιο για τη θέσπιση ολοσχερώς αναλογικού εκλογικού συστήματος. Με δεδομένη, δε, την ψοφοδεή συμπεριφορά, τον μικροπολιτικό καιροσκοπισμό και την πολιτική μυωπία των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης, αυτό δεν αποκλείεται να υπερψηφιστεί από έναν τέτοιο αριθμό βουλευτών, ώστε να συγκεντρωθεί η κατά το Σύνταγμα προβλεπόμενη αυξημένη πλειοψηφία που θα οδηγήσει στην εφαρμογή του από τις αμέσως επόμενες -και όχι τις μεθεπόμενες, ως συνήθως- εκλογές.

Στην πραγματικότητα, μάλιστα, δεν πρόκειται καν για ανησυχία, αλλά περίπου για πεποίθηση, αφού την προοπτική υιοθέτησης «απλούστατης» αναλογικής –δηλαδή αναλογικής που παράγει πολύπλοκα πολιτικά αποτελέσματα- την επιβεβαίωσε ο, του βαθέος ΣΥΡΙΖΑ, γενικός γραμματέας του υπουργείου εσωτερικών, σε εκδήλωση που οργάνωσε πρόσφατα για το θέμα του εκλογικού συστήματος το Ποτάμι (το μόνο μικρό κόμμα το οποίο, προς τιμή του, διαφοροποιείται κάπως από ένα σύστημα που εγγυάται την ακυβερνησία).

Αν, όμως, υιοθετηθεί η πλήρης αναλογική, ειδικά στην παρούσα συγκυρία, θα είναι η μεγαλύτερη ίσως από τις συμφορές που θα έχει «συνεισφέρει» στην ελληνική κοινωνία η κυβέρνηση της πρωτοαριστεράς ή της αριστεροακροδεξιάς. Για μια σειρά από λόγους.

1. Με ένα τέτοιο σύστημα κάθε 20.000 ψήφοι θα δίνουν μια κοινοβουλευτική έδρα. Αν, δε, η φιλοσοφία της αναλογικότητας ωθηθεί στα ακρότατα όριά της, με τα αρχησιμοποίητα υπόλοιπα μπορεί να αποσπούν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση πολιτικά μορφώματα που θα μαζεύουν πανελλαδικά 7-8.000 ψήφους. Το ότι θα έχουμε πάμπολλα προσωποπαγή κόμματα –ήδη, άλλωστε, έχει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση το κόμμα του Λεβέντη-, πχ της Ζωής, του Γιάνη, ενδεχομένως του Αδώνιδος, το ότι επίσης θα πολυδιασπασθούν τα κομματικά σχήματα που προσδίδουν κάποια πολιτική σταθερότητα στον τόπο, αυτό θα είναι το μικρότερο κακό. Με ελάχιστη δόση υπερβολής θα έλεγα πως δεν αποκλείεται να εμφανισθεί, ως διεκδικητής της λαϊκής ψήφου, και …κόμμα παιδεραστών. Ας μην ξεχνάμε πως ένα εκλογικό σύστημα, πριν προσδιορίσει την κατανομή των εδρών, καθορίζει τον προσανατολισμό των ψήφων. Όσο αναλογικότερο είναι τόσο περισσότερο παρωθεί την κοινωνία σε πολυκατακερματισμό των προτιμήσεών της. Μια …τριακοντακομματική βουλή δεν θα ανήκει πια στη σφαίρα της φαντασίας. Για δε τη συγκρότηση κυβερνητικού σχήματος θα χρειάζεται η σύμπλευση ή η ανοχή εξωπραγματικά μεγάλου αριθμού κομμάτων και ο καθένας μπορεί να φαντασθεί τη συνοχή και τη σταθερότητα μιας τέτοιας κυβέρνησης. Όπως, επίσης, ο καθένας μπορεί να φαντασθεί τις επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία της αναπόφευκτης ακυβερνησίας. Εκλογές θα διεξάγονται –αν δεν καταρρεύσει και τυπικά το δημοκρατικό πολίτευμα- πιο συχνά απ’ όσο θα καταβάλλονται οι μισθοί (γιατί αυτοί είναι εξαιρετικά αμφίβολο, ακόμη και στο δημόσιο τομέα, εάν θα συνεχίσουν να καταβάλλονται ανά μήνα).

2. Για να συγκροτηθεί κυβέρνηση με κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όποτε και για όσο διάστημα θα είναι δυνατή η συγκρότησή της, θα πρέπει όχι μόνο να συγκυβερνούν πάρα πολλά κόμματα, αλλά να μετέχουν και τα μεγαλύτερα κόμματα της χώρας. Οπωσδήποτε, δε, όλα περίπου τα μη ακραία κόμματα. Που σημαίνει πως η αντιπολίτευση και η απορρόφηση της δυσαρέσκειας, την οποία θα παράγει η κυβερνητική δράση –αν δεν υπάρχει απόλυτη αδράνεια, δηλαδή αν δεν υπάρξει ντε φάκτο κατάλυση του κράτους- θα μονοπωλείται από τα πιο εξτρεμιστικά και αντισυστημικά κόμματα. Ας σκεφθούμε, βέβαια, πως ήδη έχουμε ισχυρά κόμματα με πρόσημο νεοναζιστικό, νεοσταλινικό, αριστερίστικο, «μπαχαλάκικο» κλπ, για να καταλάβουμε το προσδόκιμο ζωής της «αναλογικής δημοκρατίας.

3. Στις διεθνείς διαπραγματεύσεις ο πρωθυπουργός της χώρας θα αντιμετωπίζεται ως εξαιρετικά αδύναμος και ασφαλώς ως εξαιρετικά πρόσκαιρος, με ό,τι αυτό θα σημαίνει στη διαμόρφωση του εύρους των διαπραγματευτικών του περιθωρίων.      

Θα μπορούσα να επεκτείνω επ’ άπειρον την απαρίθμηση των δυσλειτουργιών, των παρενεργειών και των καταστροφικών συνεπειών τής ολοσχερούς αναλογικής -υπενθυμίζω πως τέτοια υποσχέθηκε  ο γενικός γραμματέας του υπουργείου εσωτερικών στην προαναφερθείσα εκδήλωση: μίλησε για τη θεσμοθέτηση του αναλογικότερου εκλογικού νόμου που είχε η χώρα μετά το 1974, είχαμε δε το 1989-90 εκλογικό νόμο που δεν παρείχε αυτοδυναμία ούτε καν σε κόμμα με ποσοστά κοντά στο 47%...-, αλλά, αν το έκανα, ούτε ένας αναγνώστης δεν θα είχε το κουράγιο να ολοκληρώσει την ανάγνωση αυτής μου της παρέμβασης.

Επειδή, όμως, πολλοί μου ζητούν να μην περιορίζομαι μόνο σε καταγγελίες και να κάνω και θετικές προτάσεις, αναπαράγω τμήμα πρόσφατης συνέντευξής μου στην εφημερίδα  Free Sunday και ειδικά την απάντησή μου –συνιστά ένα πολύ γενικό, σχεδόν αφαιρετικό περίγραμμα- στο ερώτημα ποιο εκλογικό σύστημα θεωρώ προτιμητέο για τη χώρα μας:

«Γενικώς μιλώντας δεν υπάρχουν, για την αντιμετώπιση της κακοδαιμονίας μιας κοινωνίας και ενός πολιτικού συστήματος, ιδανικά «θεσμικά φάρμακα», χωρίς παρενέργειες ή αδυναμίες. Στην παρούσα συγκυρία, ωστόσο, ως προτιμητέα λύση θα θεωρούσα ένα εκλογικό σύστημα που να συνδυάζει την ανάδειξη των περισσότερων βουλευτών σε μονοεδρικές περιφέρειες, τον προσδιορισμό όμως της συνολικής κοινοβουλευτικής δύναμης κάθε κόμματος μόνον από το εθνικό του ποσοστό (και όχι από τον αριθμό των μονοεδρικών που κερδίζει), την ήπια υπερεκπροσώπηση των ισχυρών κομμάτων, την ύπαρξη ορίου εκπροσώπησης που να αποκλείει από το κοινοβούλιο τα τελείως περιθωριακά πολιτικά ρεύματα ή μορφώματα, καθώς και τη διευκόλυνση/επιβράβευση της εκλογικής και κυβερνητικής συνεργασίας ιδεολογικά συγγενών κομμάτων. Για το τελευταίο θα μπορούσε, πχ, να θεσμοθετηθεί η δυνατότητα των κομματικών υποψηφίων σε κάθε μονοεδρική περιφέρεια να κάνουν δήλωση «πολιτικής συγγένειας» ή συγκρότησης κοινής ομάδας με άλλους κομματικούς υποψηφίους, να εκλέγεται δε ο σχετικά πλειοψηφών της σχετικά πλειοψηφούσης ομάδας. Για παράδειγμα, εάν σε μια μονοεδρική έχουν κάνει δήλωση πολιτικής συγγένειας οι υποψήφιοι της ΝΔ, του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ και το αρθροιστικό ποσοστό τους είναι 45%, να εκλέγεται ο πρώτος αυτής της ομάδας, εάν η αθροιστική δύναμη των υποψηφίων κάποιας άλλης ομάδας (πχ του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και της ΛΑΕ) είναι 43%, έστω και ο πρώτος της μειοψηφούσης ομάδας υπερβαίνει σε ψήφους τον πρώτο της πλειοψηφούσης ομάδας. Η περαιτέρω τεχνική ανάλυση/εκλαϊκευση  ενός τέτοιου συστήματος είναι δυνατή, θα απαιτούσε ωστόσο μια ειδική συνέντευξη. Πάντως τα πλεονεκτήματα των μονοεδρικών περιφερειών είναι πολύ περισσότερα από τα εκ πρώτης όψεως προφανή, όπως η καταπολέμηση της διαπλοκής, της ρουσφετολογίας και των ενδοκομματικών εμφυλίων».


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: Max Beckmann (1884-1950), Sinking of the Titanic

Διαμαντόπουλος, Θανάσης

Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1951. Πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών (αρχικά του νομικού, μετέπειτα του «πολιτικού» τμήματος) καθώς και της Φιλοσοφικής Αθηνών (τμήματος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής - Ψυχολογίας, κατεύθυνσης Ψυχολογίας), μεταπτυχιακός διπλωματούχος (D.Ε.Α.) και διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Paris I - Σορβόννης (στα Συγκριτικά Πολιτικά Συστήματα), διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και, ως προσκεκλημένος καθηγητής, στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Λίλλης. Ειδικεύεται στη θεωρία των πολιτικών κομμάτων-κομματικών συστημάτων, όπως επίσης στην ελληνική πολιτική ζωή του 20ού αιώνα και στα εκλογικά συστήματα. Έχει συνεργασθεί επί χρόνια, ως πολιτικός σχολιαστής-αναλυτής, με την "Καθημερινή", τον "Οικονομικό Ταχυδρόμο", τον "Τύπο της Κυριακής" και το ραδιοσταθμό "Αθήνα-9.84". Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων με θέμα την εξουσία, τα πολιτικά κόμματα και τη σύγχρονη ελληνική πολιτική.