Παρασκευή, 14 Ιουλ 2017

Στην «Ελλάδα Μετά» με ένα Πανεπιστήμιο χωρίς αγκυλώσεις

αρθρο του:

Για άλλη μια φορά, μέσα σε λίγες δεκαετίες, κεντρικό θέμα συζήτησης αποτελεί η οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας. Η παιδεία φυσικά πρέπει πάντα να βρίσκεται στις βασικές προτεραιότητες ενός κράτους που επιθυμεί να θεωρείται πολιτισμένο, δημοκρατικό, κοινωνικά δίκαιο και οικονομικά ανεπτυγμένο. Όμως η παρούσα συγκυρία δεν σχετίζεται με αυτό το ζήτημα. Σχετίζεται με το γεγονός της απο-διοργάνωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως αυτή επιχειρείται με το προς συζήτηση και ψήφιση νομοσχέδιο. Το γεγονός και μόνο ότι το περιεχόμενο του νομοσχεδίου αναγκάζει τους διαφωνούντες με αυτό να προβούν ξανά και ξανά στη διατύπωση απόψεων που τείνουν να καταστούν μια «γραφική» υπενθύμιση του αυτονόητου, καταδεικνύει το βάθος του προβλήματος.

Πυλώνες της σύγχρονης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης: Εξορθολογισμός - Διεπιστημονικότητα - Εξωστρέφεια.

Για το ζήτημα της οργάνωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα έχουν χυθεί μέχρι σήμερα τόνοι μελανιού. Αναμένεται να χυθούν και άλλοι και αυτό δεν είναι απαραιτήτως αρνητικό. Αρνητικό είναι, όμως, το να ζει κανείς στη φούσκα μιας τεράστιας και διαρκούς ιδεοληψίας.

Η μεταρρύθμιση του 1982 απαντούσε στα τότε προτάγματα, με τον τρόπο που η τότε κοινωνική αναγκαιότητα επέτασσε και η τότε πολιτική συγκυρία μπόρεσε να εκφράσει. Εν τέλει, ύστερα από τρεις δεκαετίες, το πλαίσιο εκείνο προσέφερε όσα ευεργετήματα μπορούσε να προσφέρει (άσυλο, εκδημοκρατισμός, δικαιότερο σύστημα εξέλιξης διδασκόντων) και φόρτωσε κράτος και πολίτες με διάφορες παθογένειες (κομματοκρατία, αιώνιοι φοιτητές, φαινόμενα βίας και ανομίας με πρόσχημα το άσυλο κ.ά.). Έκλεισε όμως προ πολλού τον κύκλο ζωής του. Το 2011 διαμορφώθηκε μία πρωτοφανής κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία, με θάρρος και αίσθηση ευθύνης όλων, θεσμοθέτησε ένα νόμο-πλαίσιο που έθετε την Ελλάδα στην ίδια ταχύτητα με όλα τα προηγμένα κράτη του δυτικού κόσμου. Ανεξαρτησία, διαχείριση περιουσίας, ορισμένος κύκλος σπουδών και όχι αιώνια φοίτηση, συμμετοχή των πλέον διακεκριμένων Ελλήνων και ξένων πανεπιστημιακών στα Συμβούλια Διοίκησης, αξιολόγηση και άλλα. Δεν ήταν βεβαίως ένας νόμος τέλειος. Τα αποτελέσματά του όμως δεν μπόρεσαν να φανούν πλήρως, αφού από την πρώτη στιγμή συγκεκριμένα άτομα και συλλογικότητες έκαναν το παν για να μην εφαρμοστεί.

Φέτος, έξι χρόνια μετά τη ψήφιση εκείνου του νόμου, οι συλλογικότητες εκείνες έχουν γίνει εξουσία και προχωρούν γοργά στην ολοκληρωτική αλλαγή του πλαισίου με επαναφορά της κατάστασης, εν πολλοίς, στα εν έτει 1982 ψηφισθέντα. Είναι προφανές ότι από την παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι διαφορετικό, πέραν της προσκόλλησης στο παρελθόν και της διάθεσης απορρύθμισης του όλου συστήματος. Ωστόσο, είναι σημαντικό και εξαιρετικά ζωτικό να καταδειχθούν τώρα και με σαφήνεια τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει το ελληνικό πανεπιστήμιο σε μια εποχή που τα πάντα κινούνται με απίστευτη ταχύτητα, που η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση καθιστά την τεχνολογική εξέλιξη πρωταγωνιστή και ρυθμιστή των ζωών ανθρώπων, κρατών και επιχειρήσεων. Και είναι σημαντικό όσες πολιτικές δυνάμεις επιθυμούν να περιβάλλονται με τον μανδύα του «φιλοευρωπαίου μεταρρυθμιστή» να συμφωνήσουν χωρίς περιστροφές και υποσημειώσεις στα χαρακτηριστικά αυτά.

Εξορθολογισμός - Διεπιστημονικότητα - Εξωστρέφεια

Επιχειρώντας να προσδιορίσω ποια, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσαν να είναι τα τρία βασικά προτάγματα – «πυλώνες» της σύγχρονης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα συνοψίζω στο τρίπτυχο: Εξορθολογισμός - Διεπιστημονικότητα - Εξωστρέφεια.

Εξορθολογισμός: Το αυτονόητο ως κανόνας και όχι ως εξαίρεση

Εξορθολογισμός παντού και κυρίως στη νοοτροπία. Είναι απόλυτη ανάγκη τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ να αποφασίζουν εντελώς αυτόνομα για το πόσους φοιτητές θα δεχτούν σε ένα δεδομένο ακαδημαϊκό έτος. Ο καλύτερος τρόπος για να συμβεί αυτό είναι να διενεργούν τα ίδια τις εισαγωγικές εξετάσεις, σε μαθήματα και ύλη που τα ίδια θα καθορίζουν (όπως ακριβώς συμβαίνει με τις κατατακτήριες εξετάσεις). Σήμερα ένας μαθητής εξετάζεται σε 6 ή 7 πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, προκειμένου να εισέλθει σε ένα οποιοδήποτε τμήμα, ανάλογα με τα μόρια που θα συγκεντρώσει. Στην πραγματικότητα το ισχύον σύστημα – αδιάβλητο κατά τα άλλα – δίνει μια σιωπηλή υπόσχεση στον μαθητή του τύπου «κάπου θα μπεις κι εσύ», αφού από τους περίπου 110.000 συμμετέχοντες, εισέρχονται στο σύστημα περίπου 77.000. Φυσικά, η αντίληψη αυτή αδιαφορεί για το αν ο νέος αυτός που τώρα «κάπου θα μπει», μετά από 4, 5, 6 ή περισσότερα χρόνια ενδέχεται να είναι λειτουργικά αναλφάβητος, επαγγελματικά ανεπαρκής ή απλώς γνωστικά δυσπροσάρμοστος στις ανάγκες της εποχής και άρα θα καταλήξει άνεργος ή απασχολούμενος σε έναν τομέα που ουδέποτε είχε επιθυμήσει να εργαστεί και που φυσικά δεν σχετίζεται με το αντικείμενο των σπουδών του.

Η «Ελλάδα Μετά» να είναι μια χώρα εκτός κρίσης.

Είναι αυτονόητο ότι ο ρόλος του σχολείου πρέπει να ολοκληρώνεται με τη διενέργεια εξετάσεων για την απόκτηση απολυτηρίου. Εξετάσεων που δεν θα έχουν καμία σχέση με την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και που, κατά συνέπεια, θα καθιστούν το εθνικό απολυτήριο ένα προσόν με αυθύπαρκτη αξία και αναγνώριση ισοτιμίας με τα αντίστοιχα απολυτήρια των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διεπιστημονικότητα: Σχολές - «Ομπρέλες» και Υποχρεωτικά Μαθήματα Εκτός Τμήματος (ΜΕΤ)

Η διεπιστημονικότητα μιας σχολής και ενός τμήματος είναι, κατά τη γνώμη μου, το κλειδί της ακαδημαϊκής επιτυχίας, της κοινωνικής χρησιμότητας και της προσωπικής επάρκειας ενός πτυχιούχου. Είναι κρίσιμο, επομένως, ο υποψήφιος φοιτητής να εισέρχεται αρχικά σε σχολή και όχι σε τμήμα. Ήτοι, να μπορεί, για ένα τουλάχιστον ακαδημαϊκό έτος, να διδαχθεί μαθήματα κορμού μιας σχολής, η οποία μπορεί να αποτελείται τουλάχιστον από δύο τμήματα συγγενών κλάδων (π.χ. διοίκηση και οικονομία, διαφήμηση και μάρκετινγκ, νομική και πολιτική επιστήμη). Αλλά και περαιτέρω, η επιλογή του τμήματος της αρεσκείας του, η οποία μπορεί να γίνει λ.χ. κατά το δεύτερο έτος σπουδών, δεν πρέπει να συνιστά ταυτόχρονα μονοδιάστατη ακαδημαϊκή κατεύθυνση.

Καθίσταται απαραίτητη, λοιπόν, η υποχρεωτικότητα διδασκαλίας ικανού αριθμού «μαθημάτων εκτός τμήματος», δηλαδή μαθημάτων τα οποία να βρίσκονται σε μια διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη των μαθημάτων κορμού του τμήματος, γεγονός που θα καταστήσει το πτυχίο πιο ισχυρό και τον κάτοχό του περισσότερο ευέλικτο γνωστικά και ανταγωνιστικό επαγγελματικά. Αυτή, άλλωστε, είναι και η έννοια του «Παν-επιστημίου», με την αυστηρή ετυμολογική του προσέγγιση: η πολυεπιστημονικότητα και όχι η πνευματική περιχαράκωση.

Εξωστρέφεια: Ακαδημαϊκή κινητικότητα και κοινωνική διασύνδεση

Τρίτος βασικός πυλώνας μιας πραγματικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, που συμβαδίζει με τις ανάγκες του 21ου και όχι του 20ού αιώνα, είναι η εξωστρέφεια. Στο ακαδημαϊκό της σκέλος απαντάται, ως γνωστόν, κυρίως με συμπράξεις με ξένα ιδρύματα του ενωσιακού και του διεθνούς χώρου. Αυτό συμβαίνει ήδη και αποδίδει καρπούς μέσω των προγραμμάτων ανταλλαγής (βλ.Erasmus+) προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών, υποψηφίων διδακτόρων, μελών ΔΕΠ και μελών του διοικητικού προσωπικού. Είναι, όμως, σημαντικό τα προγράμματα αυτά να καταστούν υποχρεωτικά τμήματα του κύκλου φοίτησης και όχι προαιρετικές επιλογές των φοιτητών. Φυσικά, πάντα υφίσταται ως πρόβλημα η χρηματοδότηση, που όταν ελλείπει, προφανώς ένα μεγάλο μέρος του φοιτητικού πληθυσμού χάνει αυτομάτως τη δυνατότητα να ταξιδέψει για ένα ακαδημαϊκό εξάμηνο στο εξωτερικό.

Η παιδεία θα είναι πάντα η αιχμή του δόρατος μιας τέτοιας αναπτυξιακής φιλοδοξίας.

Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η αρχή του δεύτερου σκέλους της εξωστρέφειας: Κοινωνική διασύνδεση και επιχειρήσεις. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν είναι απλώς ανάγκη να βρίσκονται σε μόνιμη σύνδεση με τις επιχειρήσεις και το κοινωνικό γίγνεσθαι, προκειμένου να τροφοδοτούν την αγορά εργασίας με καταρτισμένους αποφοίτους. Είναι απαραίτητο οι επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης τους, να χρηματοδοτούν ευθέως προγράμματα και δράσεις εξωστρέφειας των πανεπιστημίων. Ανταλλαγές φοιτητών, επιμόρφωση ακαδημαϊκών, ανακαίνιση/ενίσχυση υποδομών και κάθε άλλης μορφής αναγκαιότητες της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι καιρός η λέξη «επιχείρηση» να παύσει να αποτελεί ταμπού την ώρα που τα ιδρύματα υποχρηματοδοτούνται, το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να τα στηρίξει επαρκώς και η δυνατότητα εξεύρεσης άλλων πόρων (βλ. ΕΕ) δεν είναι πάντα εύκολη, ούτε και δεδομένη. 

Συμπερασματικά

Για να συμβούν τα ανωτέρω δεν απαιτείται τίποτα περισσότερο πέρα από πολιτική βούληση. Το τρίπτυχο κοινωνικές επιθυμίες – ακαδημαϊκή αποδοχή – πολιτική βούληση, αν μπορεί να υπάρξει σχηματικά, είναι προφανές ότι σήμερα συμπληρούται κατά τα πρώτα 2/3.

Ελλείπει προφανέστατα η πολιτική βούληση. Βούληση που θα αποτελεί αναντίρρητο απότοκο της κοινωνικής επιθυμίας για αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που θα φανερώνουν μια πραγματική ανταποδοτικότητα ως προς τους φόρους που πληρώνουν στο κράτος οι Έλληνες πολίτες για υπηρεσίες εκπαίδευσης και επιστημονικής κατάρτισης στα παιδιά τους. Αλλά και βούληση που θα λαμβάνει υπόψιν της πρωτίστως και κυρίως τις επιθυμίες της μεγάλης πλειοψηφίας του φοιτητικού πληθυσμού και του ακαδημαϊκού προσωπικού της χώρας. Του μεν πρώτου, το οποίο επιθυμεί να σπουδάζει, να μαθητεύει επαγγελματικά και να καταρτίζεται επιστημονικά στη χώρα του, απολαμβάνοντας ποιότητα εκπαίδευσης και αξία πτυχίου ανάλογη όλων των κρατών του προηγμένου κόσμου και να μην αναγκάζεται να μεταναστεύσει στο εξωτερικό για να βρει δουλειά. Του δε δεύτερου, του ακαδημαϊκού προσωπικού, το οποίο στην πλειονότητά του επιθυμεί να συνεχίσει να επιτελεί το δύσκολο έργο του σε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον, με καλύτερες υποδομές και περισσότερες δυνατότητες εξωστρέφειας, η οποία σε τελική ανάλυση, αποτελεί τον κρίσιμο μοχλό έκφρασης της προστιθέμενης αξίας που έχει η επιστημονική γνώση.

Η «Ελλάδα Μετά» ευελπιστούμε όλοι να είναι μια χώρα που διακόσια χρόνια μετά την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας θα είναι μια χώρα εκτός κρίσης, εκτός ασφυκτικής επιτροπείας και εντός κάθε προηγμένου ευρωπαϊκού αναπτυξιακού πλαισίου. Η παιδεία προφανώς θα είναι πάντα η αιχμή του δόρατος μιας τέτοιας αναπτυξιακής φιλοδοξίας. Φτάνει όσοι σχετικοί και αρμόδιοι κληθούν να δώσουν τότε τις κρίσιμες απαντήσεις, να έχουν καταλάβει ήδη προ πολλού τις μεγάλες ερωτήσεις.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Pablo Picasso (1881 – 1973), Reclining woman reading

Θεοδωρίδης, Γιώργος

Ο Γιώργος Θεοδωρίδης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1993. Είναι διοικητικός-πολιτικός επιστήμονας. Έχει σπουδάσει Δημόσια Διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στην εθνική και ενωσιακή διοίκηση και από το 2017 είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου. Η διδακτορική του διατριβή μελετά την τουριστική διάσταση στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται σε ζητήματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ενωσιακές πολιτικές που επηρεάζουν τον τουρισμό, την προστασία του καταναλωτή, τις μεταφορές και τον πολιτισμό.
Αρθρογραφεί τακτικά στον ηλεκτρονικό τύπο σχετικά με ζητήματα επικαιρότητας που αφορούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την εκπαίδευση και τα δημόσια πράγματα εν γένει.