Κυριακή, 03 Ιουν 2018

Πολιτική βία. Υπόσταση, όρια και τρόποι αντιμετώπισης

αρθρο του:

Το πρόσφατο περιστατικό της βάναυσης τραμπούκικης επίθεσης προς τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη φανερώνει του λόγου το αληθές. Η ελληνική κοινωνία σε μεγάλο ποσοστό είναι μια κοινωνία που αγαπά να μισεί. Προφανώς δεν πρόκειται περί ανακάλυψης του τροχού, ούτε φυσικά η κοινωνία μας είναι η μόνη αυτού του είδους.

Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός παραμένει. Και τα αίτια είναι ποικίλα, κοινωνικοπολιτικά και ανθρωπολογικά. Πρωτίστως, το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για προϊόν της οικονομικής κρίσης. Είναι πολυδιατυπωμένο και κοινός τόπος πλέον ότι η κρίση υπήρξε και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως αφορμή για την έκφραση παντός είδους «αγανάκτησης» και αγελαίας αντίδρασης.

Από τις χυδαιολογίες και τα επεισόδια μπροστά στο κοινοβούλιο, μέχρι τα γκράφιτι του μίσους σχεδόν σε κάθε τοίχο του κέντρου της Αθήνας και όχι μόνο, η φασίζουσα κουλτούρα κάνει αισθητή την παρουσία της. Δεν πρόκειται για πολιτική στάση. Πρόκειται ακριβώς για την απουσία της πολιτικής.

Εξαιρετικά εύστοχα ο Λευτέρης Κουσούλης έχει ορίσει στο «Ελάχιστο Λεξικό & 16 Αφορισμοί» του την πολιτική ως «τον θεσμικό έλεγχο της βίας» και περαιτέρω ως «τη λειτουργία που διαρρυθμίζει τη σύγκρουση με σκοπό τη συνύπαρξη». Και είναι πράγματι έτσι. Η πολιτική δεν υπάρχει μόνον χάριν μιας τεχνοκρατικής επίλυσης πρακτικών ζητημάτων. Σπανιότατα μάλιστα υπάρχει ως τέτοια. Περισσότερο συνιστά ακριβώς αυτόν τον περιορισμό της, διαφορετικά ανεξέλεγκτης, άσκησης βίας.

Επί της ουσίας, στην κρατούσα θεωρία περί Κράτους και Θεσμών γίνεται πλειοψηφικά δεκτό ότι το προνόμιο της βίας οφείλει να ανήκει στο κράτος, στο βαθμό που εκείνο πρέπει να είναι υπεύθυνο να επιβάλει τη βούλησή του ως φορέας πρωτογενούς εξουσίας, εξουσίας δηλαδή που πηγάζει από τον λαό.

Τα τελευταία χρόνια ζούμε στη χώρα μας την υποχώρηση αυτής της κρατικής λειτουργίας και την ανεπίσημη υποκατάστασή της από επί μέρους ομάδες και κοινωνικά τμήματα που δρουν χωρίς έλεγχο και μοναδική τους κοινή συνισταμένη είναι το μίσος και η βία.

Η απάντηση στην κουλτούρα της πολιτικής βίας και του αντιθεσμικού μίσους πρέπει να είναι ισχυρή.

Τα περιστατικά είναι πάμπολλα. Από τον τραμπουκισμό του Προέδρου της Δημοκρατίας, Κάρολου Παπούλια, τον Οκτώβριο του 2011 στη Θεσσαλονίκη αμέσως μετά την παρέλαση, μέχρι την «ενημέρωση» μέσω πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης για το πού βρίσκεται και τι κάνει σε δεδομένη στιγμή ένας τότε εν ενεργεία πρωθυπουργός. Περαιτέρω, επιθέσεις σε πολιτικά πρόσωπα, αλλεπάλληλες «καταδρομικές» επιχειρήσεις αναρχικών «συλλογικοτήτων» σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους και φυσικά «καθιέρωση» επεισοδίων στην περιοχή των Εξαρχείων σε εβδομαδιαία βάση.

Τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν το βάθος και το εύρος του προβλήματος. Οι άνθρωποι που μετέχουν σε αυτά δεν κινούνται τόσο με ελατήρια αγανάκτησης. Κινούνται περισσότερο με ένστικτα μίσους. Μίσους προς οτιδήποτε δεν συμφωνεί μαζί τους. Είτε ονομάζεται καθηγητής πανεπιστημίου ο οποίος έχει μη αρεστές απόψεις είτε ονομάζεται πολιτικό κόμμα που έχει λάβει μη αρεστές αποφάσεις είτε ονομάζεται διαιτητής ποδοσφαιρικού αγώνα που έχει αποφασίσει διαφορετικά από τις επιθυμίες της κερκίδας.

Το ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι προφανώς ανθρωπολογικό και εγγίζει τα όρια του υπαρξιακού για μια χώρα και μια κοινωνία σε κρίση αξιών. Για ποια «Ελλάδα Μετά» μπορούμε να μιλήσουμε, άραγε, όταν τα στοιχειώδη κεκτημένα της φιλελεύθερης δημοκρατίας τίθενται ξανά σε αμφισβήτηση. Όταν δεν «είναι ασφαλές να είσαι αντιδημοφιλής» για να παραφράσουμε ελάχιστα τον Adlai Stevenson.

Η Ελλάδα στο επέκεινα της κρίσης φαίνεται ότι δεν αργήσει μονάχα να ανακτήσει τη χαμένη της ευημερία και οικονομική ανάπτυξη. Το 2060 έχει τεθεί ως έτος μέχρι το οποίο υφίστανται καίριες δημοσιονομικές δεσμεύσεις σε βαθμό ασφυξίας. Πώς όμως θα είναι τότε η χώρα μας από κοινωνιολογικής απόψεως;

Σε αυτό το ερώτημα καλείται να απαντήσει το πολιτικό προσωπικό και προφανώς η κοινωνική πλειοψηφία στα αμέσως επόμενα χρόνια. Μια σειρά κοινωνικο-θεσμικών ζητημάτων χρήζουν άμεσης και οριστικής επίλυσης-διαχείρισης. Αν μπορούσαμε να δώσουμε έναν τίτλο στο ζητούμενο των πολιτικών που πρέπει να ασκηθούν για να βγει η χώρα από το πνευματικό σκότος, αυτός θα μπορούσε να είναι «Ισορροπία παντού».

Εξισορρόπηση της προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της προστασίας της ακεραιότητας και ασφάλειας διδασκόντων και διδασκομένων έναντι κάθε πράξης βίας.

Εξισορρόπηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης, στο πλαίσιο του νόμου, κάθε ατόμου ή ομάδας με το δικαίωμα άλλων ατόμων και ομάδων να πράττουν το ίδιο σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας.

Αυστηρός διαχωρισμός των ορίων μεταξύ πολιτικής αντιπαράθεσης και άσκησης βίας κάθε μορφής, χρώματος και κατεύθυνσης.

Είναι εύλογο ότι τα προτάγματα αυτά δεν αποτελούν απλώς μια ατζέντα πολιτικών επιλογών. Αποτελούν οδοδείκτες ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, που μάλλον έχει ανάγκη η χώρα αυτή. Ο πιθανολογικός χαρακτήρας της προηγούμενης πρότασης έγκειται στο γεγονός ότι καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι η σημερινή κοινωνική πλειοψηφία συναισθάνεται το πρόβλημα ως τέτοιο, πολλώ δε μάλλον το «κοινωνικό συμβόλαιο» αυτό ως αναγκαία μέθοδο επίλυσής του.

Είναι επίσης προφανές ότι εκείνο που ελλείπει τραγικά από τη σημερινή εποχή είναι η ίδια η πολιτική. Η ουσία αυτής, ήτοι η θετική εμμονή στη διαδικασία έλλογης αντιπαράθεσης με σκοπό την πειθώ, χωρίς καταφυγή στη βία. Και το πρόβλημα αυτό υφίσταται με ευθύνη όλων, κυβερνώντων και κυβερνωμένων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σημερινό σύστημα εξουσίας αποτελείται στη συντριπτική του πλειοψηφία από ανθρώπους εμφορούμενος από αμοραλισμό, μισαλλοδοξία και τυχοδιωκτισμό. Με μια φράση, από ανθρώπους που «δεν ορρωδούν προ ουδενός» προκειμένου να επιτύχουν τον εκάστοτε σκοπό τους.

Και είναι πολύ δύσκολο, πράγματι, να αντιπαρατεθεί κανείς στην κουλτούρα της πολιτικής αγυρτίας με λογικά επιχειρήματα, εμμένοντας στην επιλογή της ορθόδοξης πολιτικής επικοινωνίας. Τη στιγμή μάλιστα που ένας ολόκληρος κόσμος α-πολίτικης αντιπαράθεσης αναπτύσσεται και γιγαντώνεται καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένας πόλεμος ενός κόσμου που πάντα υπήρχε, πάντα ζούσε, πάντα παθιαζόταν, πάντα ήταν έτοιμος να κατασπαράξει όποιον διαφωνούσε μαζί του. Με μια διαφορά. Ντρεπόταν να το πράξει δημοσίως υπό τον φόβο του χλευασμού. Η σύγχρονη τεχνολογία του δίνει πλέον αυτή τη δυνατότητα με το αζημείωτο.

Η απάντηση, λοιπόν, στην κουλτούρα της πολιτικής βίας και του αντιθεσμικού μίσους πρέπει να είναι ισχυρή και μη βίαιη. Αυτή η ισορροπία διεισδυτικότητας και ήπιας ισχύος είναι το αναγκαίο μείγμα επικοινωνίας που οφείλουν να προσδιορίσουν κόμματα, φορείς, ενεργοί πολίτες που θέλουν να θεωρούν εαυτούς γνήσιους παράγοντες της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας ενός κράτους μέλους του πολιτισμένου κόσμου.

Το στοίχημα δεν είναι απλώς μεγάλο και «κρίσιμο». Είναι υπαρξιακό και ταυτοποιητικό της Ελλάδας στα χρόνια μετά την πιο ισοπεδωτική κοινωνική κρίση που έχει γνωρίσει σε οποιαδήποτε περίοδο ειρήνης στη διάρκεια του βίου της ως ανεξάρτητου κράτους. 


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Hieronymus Bosch: Detail from "The Garden of Earthly Delights" 

 

Θεοδωρίδης, Γιώργος

Ο Γιώργος Θεοδωρίδης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1993. Είναι διοικητικός-πολιτικός επιστήμονας. Έχει σπουδάσει Δημόσια Διοίκηση στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στην εθνική και ενωσιακή διοίκηση και από το 2017 είναι υποψήφιος διδάκτωρ Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης του Παντείου Πανεπιστημίου. Η διδακτορική του διατριβή μελετά την τουριστική διάσταση στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται σε ζητήματα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ενωσιακές πολιτικές που επηρεάζουν τον τουρισμό, την προστασία του καταναλωτή, τις μεταφορές και τον πολιτισμό.
Αρθρογραφεί τακτικά στον ηλεκτρονικό τύπο σχετικά με ζητήματα επικαιρότητας που αφορούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την εκπαίδευση και τα δημόσια πράγματα εν γένει.