Κυριακή, 16 Φεβ 2025

Ομιλία Βασίλειου Παϊπάη στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευάγγελου Βενιζέλου, «Πολιτική Θεολογία και Συνταγματική Ηθική» (εκδ. Αρμός)

άρθρο της:

Ομιλία Βασίλειου Παϊπάη στην παρουσίαση του βιβλίου του Ευάγγελου Βενιζέλου, «Πολιτική Θεολογία και Συνταγματική Ηθική» εκδ. Αρμός - (6.2.2025 ξενοδοχείο King George)

  

Θερμές ευχαριστίες στον κ. Βενιζέλο και στον Κύκλο Ιδεών για την ιδιαίτερα τιμητική πρόσκληση και την ευκαιρία να συμπεριληφθώ σε ένα εξαιρετικό πάνελ με εκλεκτούς συνομιλητές για να συζητήσουμε ένα πολύ σημαντικό τόμο.

Το βιβλίο του κ. Βενιζέλου, αυτή η συλλογή δοκιμίων και μελετών όπως την ονομάζει, καλύπτει μια ευρεία γκάμα κρίσιμων θεμάτων, όπως τη σχέση πολιτικής και θεολογίας, εκκλησίας και κράτους, χριστιανικής ηθικής και συνταγματικής ηθικής, καθώς και ζητήματα βιοηθικής και βιοπολιτικής που αποτελούν αντικείμενο ευρύτατης συζήτησης και προβληματισμού στην εποχή μας στο πλαίσιο της ραγδαίας ανόδου και διάδοσης της βιοτεχνολογίας, της βιοϊατρικής, και της Τεχνητής Νοημοσύνης. Ομολογώ ότι η συλλογή αυτή αποτέλεσε έκπληξη για μένα όταν την πρωτοδιάβασα για την ευρύτητά του οπτικού της πεδίου και την εμβρίθεια των επισημάνσεων της, αν και δεν θα έπρεπε να είχα εκπλαγεί. Είχα υπόψη μου ήδη την ικανότητα του κ. Βενιζέλου να διατρέχει στοχαστικά διάφορα επιστημονικά πεδία, να ασκεί δηλαδή έμπρακτα την διεπιστημονικότητα (μια ιδιαίτερα απαιτητική ενασχόληση που απαιτεί κόπο και ταλέντο). Εντούτοις, το θέμα και ο τίτλος του δεν συναντώνται συχνά στην ελληνική βιβλιογραφία αλλά ούτε και αυτού του είδους η πνευματική συζήτηση και ενασχόληση, εν γένει. Όταν δε διάβασα την εισαγωγή του βιβλίου αντιλήφθηκα ότι ο κ. Βενιζέλος δεν χρησιμοποιεί το πρόταγμα ‘πολιτική θεολογία’ μεταφορικά, ρητορικά ή επιδερμικά/εργαλειακά, αλλά αναμετράται με το επιστημονικό πεδίο της πολιτικής θεολογίας, και μάλιστα με αξιώσεις εξειδικευμένου μελετητή. Και για να το καταστήσω αυτό ποιο κατανοητό, επιτρέψτε μου να δώσω μια μικρή εισαγωγή πάνω στο αντικείμενο της πολιτικής θεολογίας το ποιο διακονώ για πάνω από μια δεκαετία και να το συνδέσω με το τρόπο που το προσεγγίζει ο κ Βενιζέλος στο βιβλίο.

Η πολιτική θεολογία, με την πολιτειολογική του όρου έννοια, αποτελεί καταρχάς προνομιακό πεδίο ενασχόλησης των συνταγματολόγων και των πολιτειολόγων, εν γένει. Συνδέεται άμεσα με το ερευνητικό πρόγραμμα που εγκαινίασε ο διαβόητος Γερμανός νομικός Καρλ Σμιτ με τον περίφημο αφορισμό του που συμπεριέλαβε στο ομώνυμο έργο του Πολιτική Θεολογία: τέσσερα κεφάλαια περί κυριαρχίας (1922): ‘όλες οι μεστές έννοιες της σύγχρονης πολιτειολογίας (θεωρίας του κράτους) είναι εκκοσμικευμένες θεολογικές έννοιες’. Οι μελετητές του Σμιτ συνήθως διαιρούν τη μελέτη της πολιτικής θεολογίας σε επιστημονική και στρατευμένη. Η πρώτη αφορά στη μελέτη των δομικών αναλογιών μεταξύ κεντρικών πολιτικών εννοιών, όπως η κυριαρχία ή η κατάσταση εξαίρεσης, και θεολογικών εννοιών, όπως η φύση της θεϊκής ισχύος ή το θαύμα, και συνίσταται στην κοινωνιολογική μελέτη νομικών όρων, όπως την αντιλαμβάνεται ο Σμιτ. Η δεύτερη αφορά στη χρήση της θεολογίας ως νομιμοποιητικού υποβάθρου της πολιτικού και καταλήγει στη μυθολογική πρόσληψη της θεολογίας στην υπηρεσία της πολιτικής εξουσίας. Ο κ. Βενιζέλος, και ορθά, είναι αλλεργικός ως προς τη στρατευμένη εκδοχή της πολιτικής θεολογίας που λειτουργεί ως εργαλείο νομιμοποίησης αυταρχικών λύσεων στην πολιτική (όπως αυτές που προώθησε ο Σμιτ στο μεσοπόλεμο) αλλά συμπλέει με το επιστημονικό πρόγραμμα, ακριβώς όπως το ενστερνίστηκε και ο Ερνστ Καντόροβιτς, ένας άλλος ήρωας του βιβλίου, που επηρεάστηκε από τον Σμιτ και περιέγραψε στο μνημειώδες έργο του Τα Δυο Σώματα του Βασιλιά (1957) τη διαδικασία ιεροποίησης της εξουσίας και πολιτικοποίησης του εκκλησιαστικού γεγονότος στη Δύση κατά τον ύστερο Μεσαίωνα και την πρώιμη νεωτερικότητα.

Η δεύτερη εκδοχή πολιτικής θεολογίας είναι αυτή που αναζητά στη θεολογία εκείνα τα ηθικο-πολιτικά ερείσματα που μπορούν να μεταμορφώσουν ή να μεταρρυθμίσουν το πολιτικό προς χειραφετητικές κατευθύνσεις. Εδώ αναφερόμαστε κυρίως σε πολιτικές θεολογίες με κριτικό και απελευθερωτικό πρόσημο, όπως είναι η λεγόμενη κριτική πολιτική θεολογία των Johannes Baptist Metz και Juergen Moltmann καθώς και η θεολογία της απελευθέρωσης του Gustavo Gutierrez με λατινοαμερικανική γεωγραφική προέλευση. Θεολογικές πολιτικές όμως αυτού του τύπου ενδέχεται να εισέλθουν στην υπηρεσία της πολιτικής και με τη μορφή του πειρασμού του πολιτικού μεσσιανισμού που τροφοδοτεί κυρίως δεξιές ή αυταρχικές πολιτικές θεολογίες, αν και ιστορικά αποκαλυπτικές/μεσσιανικές φαντασιώσεις έχουν αποτελέσει το όχημα εξίσου αντιδραστικών αλλά και σοσιαλιστικών ολοκληρωτισμών και ουτοπικών παραδείσων που μετατράπηκαν σε επίγειες κολάσεις στην προσπάθεια τους να φέρουν πρόωρα τον παράδεισο στη γη. Το πεδίο εδώ είναι σύνθετο και ενίοτε νεφελώδες καθώς η θρησκευτική πίστη μπορεί να αποτελέσει καύσιμη ύλη για τη πυροδότηση ιδεολογικών φανατισμών που επιδιώκουν να ‘εμμενοποιήσουν το υπερβατικό’ (Eric Voegelin) αλλά μπορεί εξίσου να αναδειχθεί και σε εργαλείο κριτικής στην εξουσία και στην ιεροποίηση/ειδωλοποίησή της.

Ο εξαγιασμός του ιστορικού ρόλου του κράτους στον οποίο αυτή η θεολογία αντιτίθεται μπορεί να εκφραστεί και μέσα από την ανάληψη από την πολιτική εξουσία του ρόλου του κατέχοντος (ο όρος που χρησιμοποιεί ο Απόστολος Παύλος στη Δεύτερη Επιστολή προς Θεσσαλονικείς για να περιγράψει μια νεφελώδη λειτουργία που έχει γίνει αντικείμενο ιδιοποίησης από επίγειες αρχές και εξουσίες). Σε αυτή την περίπτωση η κοσμική εξουσία καθυστερεί την Αποκάλυψη και λειτουργεί ανασχετικά ως προς την έλευση και εξάπλωση του κακού στην ιστορία υπό τη μορφή του υιού της ανομίας (Αντίχριστος). Την ίδια στιγμή όμως, και παραδόξως, η ίδια λειτουργία καθυστερεί την δεύτερη έλευση του Μεσσία και του εσχατολογικού πληρώματος της Ιστορίας. Υπό αυτή την έννοια, ο κατέχων ή το κατέχον έχει συνδεθεί με την πολιτική του Ντοστογεφσκικού Μεγάλου Ιεροεξεταστή που οικειοποιείται την ιερή αποστολή του Χριστού και επιζητεί να τον αντικαταστήσει επί γης αναβάλλοντας επ’ αόριστον το σωτηριολογικό γεγονός. Αυτή η αποπολιτικοποίηση της θεολογίας έρχεται σε οξεία αντίθεση με την ίδια την εγγενή πολιτικότητα του χριστιανικού μηνύματος που επιζητεί να μεταμορφώσει τον όλο άνθρωπο, όχι σε μια άλλη μεταθανάτια διάσταση, αλλά μέσα στην Ιστορία μετουσιώνοντας το παρόν σε καινή κτίση. Απέναντι στην κυνικότητα της εξουσίας και στον σφετερισμό του ιερού της ρόλου, η θεολογία μετατρέπεται σε μια αέναη κριτική της ειδωλολατρίας που αποτελεί μια ουσιώδη έκφραση της Ιουδαίο-χριστιανικής θρησκευτικότητας (‘Εγώ ειμί ο Κύριος ο Θεός σου, ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού’).

Με δεδομένη τη δυσκολία να οριοθετηθεί με ακρίβεια το πεδίο της πολιτικής θεολογίας, ο κ. Βενιζέλος επιλέγει με σύνεση τις ερμηνευτικές του προτεραιότητες και κατευθύνσεις. Αυτές συνίστανται στην υπεράσπιση μιας ερμηνείας του Συντάγματος και της συνταγματικής ηθικής που ερείδεται στον νομικό θετικισμό και σε ένα Κελσενικής έμπνευσης, θα έλεγα, ηθικό σχετικισμό που θεμελιώνει τον πλουραλισμό και την πολυφωνία ως αναπόσπαστες εκφάνσεις των σύγχρονων φιλελεύθερων δημοκρατιών.  Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική θεολογία στη δεύτερη εκδοχή της έχει ουσιαστικό ρόλο να παίξει, και υπάρχουν κείμενα στο βιβλίο όπου αυτός ο ρόλος εξετάζεται με σεβασμό στην ιδιαιτερότητα το θεολογικού στοχασμού (αν και δεν είναι θεολόγος, ο κ. Βενιζέλος χειρίζεται και συζητά με εξαιρετική δεξιοτεχνία λεπτές θεολογικές έννοιες όπως η εσχατολογία, η μοναστική αρετή της διάκρισης, η ποιμαντική πρακτική της οικονομίας κοκ).

Το όριο, φυσικά, της δημιουργικής του συνομιλίας με τη θεολογία είναι πάντοτε οι προκείμενες του νομικού θετικισμού κα οι νομικο-πολιτικές κατακτήσεις της νεωτερικότητας (στην προοδευτική τους εκδοχή). Ο κ. Βενιζέλος δεν διαγιγνώσκει κατ’ ανάγκη, και ορθώς, μια εγγενή σύγκρουση ανάμεσα στη θεολογία και τη νεωτερικότητα. Σημειώνει ότι πολλές από τις κατακτήσεις της νεωτερικότητας, όπως οι ατομικές ελευθερίες, το κοινωνικό κράτος, τα ανθρώπινα δικαιώματα, και η δημοκρατική αρχή βρίσκουν τις γενεαλογικές τους απαρχές σε θεολογικές αντιλήψεις περί της ιερότητας του ανθρωπίνου προσώπου, στις πρακτικές του χριστιανικού ήθους της φιλανθρωπίας και της αγαπητικής κοινότητας, και στην εκκλησιαστική πρακτική της συνοδικότητας. Όντως, στο έργο επιφανών θεολόγων του 20αιωνα, όπως π.χ. ο Ζακ Μαριταίν, βρίσκουμε ήδη αυτές τις διασυνδέσεις. Στο βιβλίο, επίσης, ο κ. Βενιζέλος δείχνει εξαιρετικά επιτυχημένα πως πτυχές τις Ορθόδοξης θεολογίας και πράξης ενισχύουν τη σύμπλευση χριστιανικής πίστης και φιλελεύθερου δημοκρατικού ήθους (ειδικά στην περίπτωση των πρωτοβουλιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε ζητήματα βιοηθικής και οικολογικής ευαισθησίας), μια σύμπλευση που στην ιστορική πορεία της Ορθοδοξίας με τη νεωτερικότητα δεν υπήρξε καθόλου δεδομένη και, επομένως, πρέπει συνεχώς να επιβεβαιώνεται.

Το ζήτημα, πάντως, που παραμένει εκκρεμές ενδεχομένως στο βιβλίο, και ίσως θα ήθελα απλά να το εγείρω εδώ για να έχουμε τη δυνατότητα να το συζητήσουμε αργότερα, είναι η σχέση θεολογίας και νεωτερικότητας ή αλλιώς η σχέση θεολογίας και ιστορικότητας. Είναι γεγονός ότι η θεολογία δεν κατόρθωσε πάντοτε να απαλλαγεί από τον πειρασμό μιας απολιθωμένης σχέσης με την παράδοση, αν και κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα στα πλαίσια του οικουμενικού κινήματος, η χριστιανική θεολογία σχεδόν όλων των ομολογιών έκανε τεράστια βήματα προς την κατεύθυνση μιας πιο ουσιαστικής πραγμάτευσης του προβλήματος που εγείρει για την θεολογία ο ορίζοντας του μηδενισμού και η καταστατική δέσμευση της νεωτερικότητας σε μια οντολογία της εμμένειας.  Όμως το πρόβλημα της ιστορικότητας δεν είναι μόνο πρόβλημα για τη θεολογία, γιατί ίσως και η νεωτερικότητα θα πρέπει να αναμετρηθεί με την ιστορικότητα της και να αντικρύσει κατάματα τη σχετική ιστορική της αξία (αν δεν θέλουμε να οπισθοδρομήσουμε σε πεπερασμένα ιδεολογικά σχήματα, όπως αυτό του φιλελευθερισμού ως τέλους της ιστορίας). Ειδάλλως, και αυτή η ίδια η νεωτερικότητα μπορεί να μετατραπεί σε μετα-ιστορικό ή υπεριστορικό ιερό τοτέμ (και βλέπουμε ήδη πως όταν η κυρίαρχη φιλελεύθερη εκδοχή της νεωτερικότητας μετατρέπεται σε ιερό θέσφατο μπορεί να χάσει την επαφή με τον παλμό των ιστορικών εξελίξεων. Αρκεί μόνο να εξετάσει κανείς τις πολλαπλές πτυχές αυτού που ονομάζεται η κρίση της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων ή της φιλελεύθερης δημοκρατίας).

Αν λοιπόν και η φιλελεύθερη νεωτερικότητα δεν θέλει να χάσει το τρένο της ιστορικότητας, ούτως ειπείν, όπως κατά καιρούς και για μεγάλα χρονικά διαστήματα το έχασε η θεολογία και η θεσμική της έκφραση, η Εκκλησία, θα πρέπει και αυτή να συντονιστεί με την ιστορικότητά της, να αναζητήσει τρόπους να ξανασκεφτεί το ηθικό και οντολογικό της περιεχόμενο, ενδεχομένως και να αναστοχαστεί πάνω στο νόημα του πλουραλισμού και της πολυφωνίας πέρα από τον φετιχισμό του δικαιωματισμού και τον μετα-νεωτερικό σχετικισμό. Έτσι ίσως θα μπορέσει να αντιμετωπίσει πιο πειστικά την κριτική που δέχεται από την πλευρά ενός διαρκώς διογκούμενου ρεύματος συντηρητικού ρεπουμπλικανισμού ή μετα-φιλελεύθερου συντηρητισμού (βλ. π.χ. την κριτική του Patrick Deneen στο Γιατί Απέτυχε ο Φιλελευθερισμός) που εγκαλούν την φιλελεύθερη νεωτερικότητα για έλλειψη ενδιαφέροντος περί του κοινού καλού, δηλαδή για το κομμάτι αυτό που αφορά στις ηθικές υποχρεώσεις προς την πολιτική κοινότητα, τους ιστορικούς και πολιτισμικούς δεσμούς που την διέπουν, και γενικότερα τους παράγοντες εκείνους που ενισχύουν την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.

Στον βαθμό που η πίστη του κ. Βενιζέλου στη φιλελεύθερη νεωτερικότητα εμφορείται από παρόμοιες ευγενείς αξίες και στοχεύσεις, η υπεράσπιση του νεωτερικού ηθικού σχετικισμού δεν μπορεί πλέον να διενεργείται από το απυρόβλητο της νεωτερικότητας ως ιστορικού κεκτημένου, ούτε μπορεί η ίδια η φιλελεύθερη νεωτερικότητα να προσεγγίζεται αυτάρεσκα ως συμπαγής πολιτισμική κατάκτηση απαλλαγμένη από εσωτερικές αντιφάσεις, ανεπίλυτα παράδοξα, και ιδεολογικές αγκυλώσεις. Υπό αύτη την έννοια, θεολογία και νεωτερικότητα μοιράζονται το ίδιο ανοικτό στοίχημα της αναμέτρησης με την ιστορική τους συνάφεια και με αυτό που τις υπερβαίνει. -

 

* Η εκδήλωση διοργανώθηκε απο τον Κύκλο Ιδεών, στην Αθήνα, ξενοδοχείο King George, 6.2.2025,  με τη συμμετοχή επίσης του Μητροπολίτη Περιστερίου Γρηγορίου ( Παπαθωμά ), του κ. Παντελή Καλαϊτζίδη, του κ. Φίλιππου Σπυρόπουλου και τον συντονισμό της Λαμπρινής Ρόρη.

Φωτογραφικό υλικό: https://www.flickr.com/photos/ekyklos/albums/72177720323669759

YouTube: https://www.youtube.com/live/zBN1n8mkzW8?si=Dk_lj5FJ3ie5kyV-

 

 

 

Συντακτική Ομάδα

Κύκλος Ιδεών