Σάββατο, 03 Μαρ 2018

Το εγγενές «ρίσκο» της δημοκρατίας και οι ισορροπίες του κοινοβουλευτισμού

αρθρο του:

Η θεματική δεν είναι καινούρια. Έχει απασχολήσει τη θεωρία από πιο παλιά. Από τότε που άρχισε να αναπτύσσεται, να δίνει δείγματα γραφής και να αναλύεται το κομματικό φαινόμενο. Η πολυσχιδής και εξαιρετικά κρίσιμη για τη δημοκρατία λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Ο τρόπος οργάνωσής τους και ιδίως λήψης αποφάσεων, έχει σημαντικές συνέπειες στην ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας. Όσο πιο συγκεντρωτικός και αυταρχικός είναι, τόσο μεγαλύτερες οι συνέπειες στο πολίτευμα. Όταν αυτό ανάγεται στο επίπεδο του Κοινοβουλίου και στο βαθμό που οι βουλευτές είναι ενταγμένοι στη λογική και την πειθαρχία ενός πολιτικού κόμματος, μιλάμε για τη σύγκρουση μεταξύ κομματικής πειθαρχίας και ελεύθερης εντολής.

Οι βουλευτές δεν εκπροσωπούν μόνο τους εκλογείς τους, αλλά ολόκληρο το εκλογικό σώμα.

Ως γνωστόν οι βουλευτές, με βάση το Σύνταγμα, είναι ελεύθεροι στην άσκηση των καθηκόντων τους, με γνώμονα τη συνείδησή τους και στην υπηρεσία του συνόλου του λαού. Ως βουλευτές δεν εκπροσωπούν μόνο τους εκλογείς τους (όπως συχνά γίνεται παρανόηση) αλλά ολόκληρο το εκλογικό σώμα. Από τη μία λοιπόν έχουν την συνταγματική τους ευθύνη και από την άλλη το «αντικρουόμενο» κομματικό καθηκοντολόγιο. Όλα αυτά στη θεωρία, ως πρόσφατα, μια και οι πραγματικές συγκρούσεις δεν συνέβαιναν συχνά και η πρακτική, ιδίως σε προηγμένες θεσμικά χώρες, κάλυπτε το κενό με διάφορους τρόπους. Στη χώρα μας όμως, ιδίως το τελευταίο διάστημα, το θέμα λαμβάνει εκρηκτικό χαρακτήρα και θα το αναλύσω.

Πρώτα απ’ όλα να πούμε πως η δημοκρατία είναι και αυτή ένα πολίτευμα. Όπως έχει αποδοθεί σε ρήση του Τσώρτσιλ (αν ισχύει) είναι το «χειρότερο πολίτευμα. Μόνο που δεν έχουμε βρει ακόμα κανένα καλύτερο». Με τη ρήση αυτή απλώς αποδίδεται το κοινότυπο μα πραγματικό πως τίποτα δεν είναι τέλειο, ως ανθρώπινο δημιούργημα. Όλα έχουν ατέλειες και «απώλειες» από την ιδανική κατάσταση.

Έτσι λοιπόν και η δημοκρατία έχει τα περισσότερα πλεονεκτήματα συγκριτικά με άλλα πολιτεύματα, σε ορισμένους τομείς, κυρίως στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών και (ονομαστικά έστω) στην ισότητα, την ευρύτητα συμμετοχής στη διοίκηση αλλά και στην απόλαυση των καρπών της εκάστοτε πολιτείας. Στο βαθμό και στο μέτρο που οι επιμέρους θεσμοί της δημοκρατίας αυτής δυσλειτουργούν (δικαιοσύνη, διανομή πλούτου, πολιτικό σύστημα), εκεί ακριβώς έχουμε τις ανωτέρω «απώλειες» και επέρχεται κλονισμός της εμπιστοσύνης-νομιμοποίησης στην αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου συστήματος διακυβέρνησης.

Γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε πως τα πολιτεύματα, πέρα από ιδεολογικούς σκοπούς, κρίνονται και με βάση την αποτελεσματικότητά τους προς το λαό που υπηρετούν. Στον τόσο κρίσιμο αυτό παράγοντα, η δημοκρατία δεν υπερέχει κατά τρόπο αυτονόητο. Στην ιδεατή της λειτουργία, όπου όλα λειτουργούν άψογα, θα υπερείχε και θα προσέφερε και μέγιστα αποτελέσματα. Το σύνολο θα παρήγαγε περισσότερο από το απλό άθροισμα των μελών του, σε όλα. Αυτό όμως δεν συμβαίνει συχνά.

Κι εκεί αρχίζουν οι παρανοήσεις. Οι υποστηρικτές άλλων συστημάτων πχ θα μπορούσαν να επιχειρηματολογήσουν για τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε επιμέρους τομείς. Εκεί όπου πράγματι η μία ισχυρή γνώμη του ηγέτη, έχει κρίσιμη σημασία και η ταχύτητα είναι κρίσιμος παράγοντας. Ας μην επεκταθούμε. Το σημαντικό είναι πως η δημοκρατία έχει και αυτή ελαττώματα, τα οποία αν αφεθούν (πόσο μάλλον καλλιεργηθούν εντέχνως), μπορούν να επιφέρουν μεγάλη φθορά στην αποδοχή της, πράγμα άκρως επικίνδυνο.

Για το λόγο αυτό η δημοκρατία είναι ένα άκρως απαιτητικό πολίτευμα. Έχει απαιτήσεις τόσο από τους αξιωματούχους της, όσο όμως και από το βασικό της κύτταρο. Τον πολίτη, που αποτελεί τη βάση της, όπως έχει αναλυθεί στη θεωρία και έξοχα συνόψισε στην ιστορική του ομιλία στην Αθήνα ο πρώην Αμερικανός Πρόεδρος Μπ. Ομπάμα. Η δημοκρατία ουδόλως είναι κάτι το στατικό. Ό,τι άλλωστε δεν κινείται, αποπνέει θάνατο και σήψη. Δεν είναι κάτι που «κατακτήθηκε», σαν μια κορυφή και μετά αφήνεται στον αυτόματο να λειτουργεί από μόνο του. Όσο και αν η λειτουργία της περιγράφεται με σαφήνεια στα καταστατικά κείμενα, χρειάζεται συνεχώς την άγρυπνη φροντίδα των ενεργών μελών της. Τη δημοκρατική συμμετοχή. Την κριτική. Τη βελτίωση επιμέρους εκδηλώσεων της. Όταν αυτά ατονούν ή θεωρούνται δεδομένα, τα ανωτέρω εγγενή της ελαττώματα, που αφορούν αυτήν ακριβώς την ανθρώπινη φύση και ιδιοσυγκρασία, οξύνονται.

Τη στιγμή που τα υγιή δημοκρατικά αντανακλαστικά της πλειοψηφίας ατονούν, οι επαγρυπνούντες σφετεριστές εφορμούν. 

Τη στιγμή που τα υγιή δημοκρατικά αντανακλαστικά της πλειοψηφίας ατονούν, την ίδια στιγμή, οι επαγρυπνούντες σφετεριστές εφορμούν και κατακτούν το παραχωρηθέν έδαφος. Είναι μια φυσική αντίδραση, αφού παντού τελικά, τα κενά έχουν την τάση να καλύπτονται. Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα υψηλών απαιτήσεων. Των υψηλότερων. Είναι το πολίτευμα της ευθύνης. Κανείς εδώ δεν δικαιούται να λέει πως «δεν ήξερε» ή πως «άλλος έφταιγε», ακόμα και αν ο ισχυρισμός του θα είχε δόσεις αλήθειας. Ο πολίτης είναι ο ελεγκτής. Είναι ο αποφασίζων, έστω περιοδικά. Οφείλει να ενημερώνεται. Οφείλει να διεκδικεί. Οφείλει να ελέγχει και να ζητά απολογισμό. Αν δεν το κάνει και στο βαθμό που αμελεί, θα το κάνει άλλος. Σε άλλα πολιτεύματα, δικαιολογίες θα υπήρχαν. Εκεί, ναι, θα ήταν μόνο ευθύνη του «Ηγέτη». Για το καλό και για το κακό. Εδώ δεν είναι έτσι και ας υπάρχει καταμερισμός.

Κι αφού ειπώθηκαν αυτά, επιστρέφουμε στην κυρίως προβληματική. Η δημοκρατία υπηρετείται και προχωρά μέσα από θεσμούς. Σκοπός η υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος, όλων εμάς δηλαδή. Ταυτόχρονα, για να μην υπάρχει ανισορροπία και εκτροπή, οι θεσμοί αυτοί έχουν κι έναν ρόλο αμοιβαίου ελέγχου. Έτσι υπάρχει ισορροπία και ο δημοκρατικός έλεγχος εκτείνεται σε όλους. Τα περίφημα “checks and balances” που βλέπουμε στη διεθνή θεωρία. Βλέπουμε παντού, να προβλέπονται έλεγχοι και σημεία λογοδοσίας για κάθε εξουσία, ώστε να μην είναι ανεξέλεγκτη. Στης ΗΠΑ πχ ο πανίσχυρός της Πρόεδρος, βλέπει μεγάλους περιορισμούς της ισχύος του από τη λειτουργία του Κογκρέσου (ιδίως της Γερουσίας). Στην Ελλάδα παλαιότερα είχαμε τις αυξημένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατία να επιτελούν έναν παρόμοιο ρόλο. Στην πορεία βέβαια αυτό άλλαξε, λόγω παρατηρούμενων ανισορροπιών αλλά και ωρίμανσης της δημοκρατίας μας. Ίσως όμως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αυτό πρέπει να το ξαναδούμε (θεσμοί εξισορρόπησης, δικαιώματα μειοψηφίας κλπ).

Σε όλη τη μεταπολίτευση, που τη χαρακτηρίζει η ομαλή λειτουργία, το πολίτευμα ακολουθούσε τους γενικούς του κανόνες. Ναι, υπήρχαν θεσμικές ακροβασίες, αλλά περισσότερο ως εξαίρεση του κανόνα. Η αναθεώρηση του 1986, με όλα της τα θετικά, είχε και μια βασική παρενέργεια. Την υπερ-ενίσχυση του ρόλου του Πρωθυπουργού και της εξουσίας του. Οι αποφάσεις του, μέσω της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της κομματικής πειθαρχίας, καθίστανται κρατική πολιτική. Έως πρόσφατα, αυτό παρατηρούνταν, αλλά λόγω της λειτουργίας άλλων διαδικασιών, παρέμενε δημοκρατικά ελεγχόμενο.

Αυτό που παρατηρούμε όμως το τελευταίο διάστημα είναι άνευ ιστορικού προηγουμένου. Πάντοτε στο παρελθόν, κάθε Πρωθυπουργός και κάθε Κυβέρνηση στις αποφάσεις τους, λάμβαναν υπόψη τους σειρά παραγόντων. Την κοινωνία, το κόμμα τους, τελικά τους βουλευτές τους. Είχαν επίγνωση πως η παραβίαση ρητών ή όχι «γραμμών» θα οδηγούσε σε διαφοροποιήσεις και τελικά σε καταψήφιση στη Βουλή. Γι’ αυτό και το πολίτευμα καλείται κοινοβουλευτικό. Ο βουλευτής είναι στο επίκεντρο. Έχει ρόλο και πρέπει να τον διεκδικεί. Και όπου διαφωνεί, να προσπαθεί για αλλαγές, να παραιτείται ή να καταψηφίζει. Ας δούμε τι συμβαίνει και σε άλλες χώρες.

Σε κάθε δύσκολη συγκυρία και απόφαση, υπήρχαν στη Βουλή διαφοροποιήσεις, βάση της ελεύθερης εντολής. Αυτό περιόριζε την Πρωθυπουργική/Κυβερνητική εξουσία ή και αυθαιρεσία. Ακόμα και στη δύσκολη μνημονιακή εποχή, εποχή κρίσης με αναγκαιότητα άμεσων αποφάσεων, οι διαφοροποιήσεις υπήρξαν συχνές, κάτι που είχε συνέπειες. Την τελευταία Κυβερνητική περίοδο, μετά το εσωτερικό «ξεκαθάρισμα» στο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, παρατηρούμε τι μπορεί να συμβεί όταν οι θεσμοί υπολειτουργούν. Όταν ο κυνισμός ή ο καθαρά προσωπικός υπολογισμός του στενού συμφέροντος έχει τον πρώτο ρόλο. Στην περίοδο αυτή, η Κυβέρνηση, δηλαδή ο Πρωθυπουργός, κάνει απολύτως ό,τι θέλει δίχως την παραμικρή αντίσταση ή φίλτρο.

Η εργαλειοποίηση της Βουλής έχει ολέθριες συνέπειες.

Η Βουλή έχει μετατραπεί σε παθητικό δέκτη ρυθμίσεων κάθε είδους και ο ρόλος της είναι καθαρά διεκπεραιωτικός. Η εργαλειοποίηση της Βουλής, την ώρα που δεν υπάρχει άλλος θεσμός σε επίπεδο εκτελεστικής/νομοθετική εξουσίας να εξισορροπεί, έχει ολέθριες συνέπειες. Μόνο η Δικαιοσύνη, εκ των υστέρων και όπου προλάβει ή έχει αρμοδιότητα (κι εφόσον αφήνεται), προβαίνει σε διορθωτικές κινήσεις, που δεν αρκούν.

Έτσι έχουμε γίνει μάρτυρες απίστευτων ως χθες συμβάντων. Ο κάθε Υπουργός, με κάλυψη άνωθεν, φέρνει προς ψήφιση το οτιδήποτε. Από προκλητικές αυξήσεις θέσεων μετακλητών (και των αποδοχών τους), έως χαριστικές ρυθμίσεις και από άχρηστες δημιουργίες νέων υπηρεσιών, έως αναχρονιστικές ιδεοληψίες. Και όλα με την αλαζονική βεβαιότητα της μονιμότητας της εξουσίας τους και του απολύτως ανεξέλεγκτου. Ακόμα και σε περιπτώσεις που υπάρχει βάσιμη υποψία, αρκετή για να δικαιολογήσει έλεγχο (εξεταστικές) και εκεί υπάρχει κυνική κάλυψη. Όλα καλύπτονται και κανείς δεν έχει την παραμικρή ανησυχία ή διάθεση για οποιαδήποτε απολογία.

Πράγματα που παλιότερα δεν θα διανοείτο το πολιτικό σύστημα να περάσει στη Βουλή ή είχε την ευθιξία να αποσύρει αν αποκαλύπτονταν, τώρα έρχονται με ρυθμό ρουτίνας. Η πρωτοφανώς αρραγής κυβερνητική πλειοψηφία, που έχει καταργήσει τον έλεγχο ή την έλλογη αντιπαράθεση και έχει μετατραπεί σε χειροκροτητή και μηχανικό «επικυρωτή» αποφάσεων που έρχονται «άνωθεν», φέρνει στην επιφάνεια την ανωτέρω θεσμική ανισορροπία της χώρας μας. Κάμπτει κρίσιμα τη διάκριση των εξουσιών και τελικά νοθεύει τη δημοκρατική αρχή και τον κοινοβουλευτισμό.

Κάποιος ίσως αντέτεινε πως ο τρόπος αυτός συμπαγούς λειτουργίας είναι ιδανικός για ένα σχηματισμό. Χωρίς να εξετάζουμε τα κίνητρά του και αν εκπηγάζει από πραγματική πεποίθηση (άρα και κομματική υγεία) ή από συνδυασμό συμφέροντος και φόβου, το επιχείρημα ενισχύει την προβληματική μας. Διότι η «ιδανική» αυτή συμπεριφορά, είναι τέτοια μόνο από πλευράς κομματικού συμφέροντος και ισχύος. Δεν είναι για το πολίτευμα και τη λειτουργία του.

Εκεί, για πρώτη φορά τόσο έντονα, βλέπουμε τις πιθανές παρενέργειες από έναν θεσμικά ανεξέλεγκτο Πρωθυπουργό, που δε διστάζει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του, η διαιώνιση στην εξουσία. Έναν Πρωθυπουργό που, με την κατά τα άλλα νόμιμη και προβλεπόμενη κάλυψη της Βουλής, αλλοιώνει θεσμούς, αδιαφορεί για την αλήθεια, μετέρχεται κάθε μέσου ακόμα και προπαγάνδας για να πείσει, επενδύει στο διχασμό τορπιλίζοντας την αναγκαία συναίνεση, ταυτίζοντας το δικό του συμφέρον, με αυτό της χώρας. Η θεσμική αυτή κερκόπορτα μας έδειξε τα δόντια της και οφείλουμε, πολιτικά και επιστημονικά να τη δούμε. Στο πλαίσιο της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος, όταν αυτή γίνει σοβαρά, θα έχουμε μια ευκαιρία.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: J.M.W. Turner, The Burning of the Houses of Parliament

 

Κασκαβέλης, Νίκος

Ο Νίκος Κασκαβέλης είναι Δικηγόρος Αθηνών. Έχει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο "Ευρωπαϊκή Διοίκηση και Πολιτική" και στο ALBA Business School "Business for Lawyers". Είναι ενεργός πολιτικά, έχει κατέλθει ως υποψήφιος στις Περιφερειακές Εκλογές στην Αττική, ενώ έχει εργαστεί στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και στην κεντρική κυβέρνηση. Έχει συμμετάσχει σε Κινήσεις Πολιτών, ενώ αρθρογραφεί τακτικά στο διαδίκτυο. Είναι μέλος του ΠΑΣΟΚ και μετέχει στην «Επιτροπή Θέσεων για τη Θεσμική και Πολιτική Μεταρρύθμιση» του κόμματος.