Τετάρτη, 24 Φεβ 2016

Η ανάγκη για ένα νέο μνημόνιο, αυτήν την φορά για την οικονομία μας

αρθρο του:

Ας ρίξουμε μια ματιά στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν.

Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος την περίοδο 1998-2010, η χώρα εισέπραξε 23,3 δις Ευρώ από «αποκρατικοποιήσεις», 50,8 δις από κοινοτικές μεταβιβάσεις και 213 δις από νέο (καθαρό) δανεισμό. Αυτά πέρα από τα συνήθη φορολογικά έσοδα τα οποία θεωρούνταν μονίμως (από αυτούς που τα πληρώνουν) εξαιρετικά υψηλά.

Παράλληλα σε όλη αυτήν την περίοδο, μέχρι το 2008, η χώρα ήταν προορισμός για άμεσες ξένες επενδύσεις (FDI) μέσου ύψους περίπου 1,5 δις Ευρώ ετησίως, με ετήσιο ρεκόρ το 2006 όταν αυτές έφτασαν τα 3,2 δις.

Μετά ήλθε και η κρίση και η «ισχυρή Ελλάδα» έγινε ένας σωρός από ερείπια.

Τα εισαγωγικά στις κρατικοποιήσεις χρησιμοποιούνται αφού στην πραγματικότητα αφορούν στην πλειοψηφία τους μετοχοποιήσεις (στην περίοδο αυτή μόνο ο ΟΤΕ και η Εμπορική τράπεζα ιδιωτικοποιήθηκαν πλήρως). Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι «αποκρατικοποιήσεις» που έγιναν ισοδυναμούν στην πράξη με οιονεί φορολογία.

Τα ανωτέρω στοιχεία σημαίνουν ότι το κράτος χρησιμοποίησε την 12ετία μέχρι την κρίση 24 δις εισροές ετησίως, πέραν των φορολογικών και λοιπών κρατικών εσόδων. Η δε οικονομία είχε το πρόσθετο ωφέλημα των άμεσων ξένων επενδύσεων, μέτριων σε μέγεθος σε σχέση με άλλες γειτονικές χώρες.

Έχουμε αποδεχθεί ότι η εμπειρία αυτή συνιστούσε έναν εκτροχιασμό. Εκτροχιασμό που οφείλεται στην εκρηκτική διόγκωση του κράτους σαν αποτέλεσμα μιας αχαλίνωτης πελατοκρατίας, διόγκωση που έγινε χωρίς ουσιαστικές αντιστάσεις από κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Την περίοδο αυτή καλλιεργήθηκαν στη χώρα πολύ υψηλές προσδοκίες σαν αποτέλεσμα του εθνικού στόχου συμμετοχής στην Ευρωζώνη αλλά και της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Οι προσδοκίες αυτές πυροδότησαν την εκρηκτική αύξηση του Χρηματιστηρίου, η οποία με την σειρά της ξεκίνησε έναν «ενάρετο κύκλο» περαιτέρω προσδοκιών που ακούμπησε σχεδόν κάθε αστική οικογένεια. Η συμμετοχή ακόμα στην Ευρωζώνη μετά το 2002 δημιούργησε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που τροφοδότησε μία άνευ προηγουμένου καταναλωτική ζήτηση. Όλοι τυφλώθηκαν, ιδιώτες, επιχειρήσεις και φυσικά το κομματικό κράτος που βρήκε ιδανικό περιβάλλον για να ξεσαλώσει.

Μπορεί κανείς να ψέξει την Ελληνική πολιτική τάξη, κυρίως την κυβέρνηση Σημίτη της τότε εποχής, που έθεσε το «υπόδειγμα» και την «αφήγηση», αλλά και την κυβέρνηση Καραμανλή που ακολούθησε, καθώς καθήκον των ταγών είναι κυρίως να προβλέπουν τα μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα των πράξεων τους και αν μη τι άλλο να προειδοποιούν. Ή μπορεί να της δώσει και ελαφρυντικά, καθώς η δημιουργία προοπτικών «εθνικού πρωταθλητισμού» σε μία κοινωνία που μέχρι τότε έβλεπε τον εαυτό της σαν αιωνίως αδικημένο από τους «ξένους», δημιουργεί τον δικό της «ενάρετο κύκλο» επηρεάζοντας και τους ταγούς της σε ένα ψευδεπίγραφο όραμα «ισχυρής Ελλάδας».

Για να ανατραπεί το σημερινό υπόδειγμα χρειάζεται να κινητοποιηθούν οι δυνάμεις της ιδιωτικής οικονομίας.

Μετά ήλθε και η κρίση και η «ισχυρή Ελλάδα» έγινε ένας σωρός από ερείπια. Τα μνημόνια υποτίθεται ότι καταρτίστηκαν σαν ένας συνδυασμός βοήθειας και αλλαγών προκειμένου η χώρα να διαχειριστεί την αποτυχία της και τη μοιραία μείωση της οικονομικής της θέσης ώστε να δημιουργήσει προϋποθέσεις ενός νέου κύκλου ενδογενούς οικονομικής ανάπτυξης.

Τι είδαμε μέχρι τώρα; Ας χρησιμοποιήσουμε πάλι μερικούς αριθμούς. Την πενταετία των πρώτων μνημονίων 2010 – 2015 η χώρα ανακύκλωσε το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού της, εξοικονομώντας 110 δις μέσω του PSI, αλλά παράλληλα δανείστηκε μέσω των προγραμμάτων στήριξης άλλα 97 δις Ευρώ, νέες υποχρεώσεις. Τα 48 από αυτά ήταν για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που υποτίθεται ότι θα επέστρεφαν όταν οι τράπεζες θα επέστρεφαν στην κανονικότητα, και τα οποία ξέρουμε πλέον ότι δεν θα επιστρέψουν και ότι έχουν απλά προστεθεί στο χρέος. Την ίδια περίοδο η Ελλάδα εισέπραξε περίπου 15 δις Ευρώ κοινοτικά χρήματα επιδοτήσεων, μέσω των προγραμμάτων ΕΣΠΑ.

Άμεσες ξένες επενδύσεις δεν υπήρξαν αξιόλογες αυτήν την περίοδο, ενώ συνέβη μία μεγάλης έκτασης απόσυρση χρημάτων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, της τάξεως των 100 δις Ευρώ.

Με άλλα λόγια την περίοδο 2010 -2015, την περίοδο της υποτιθέμενης προσαρμογής, το κράτος εξακολούθησε να απορροφά 23 δις Ευρώ κατά μέσον όρο ξένων εισροών πέρα από τα φορολογικά έσοδα τα οποία έγινε μεγάλη προσπάθεια να τονωθούν μέσα από μία άνευ προηγουμένου φορολογική επιδρομή. Δηλαδή το κράτος εξακολουθεί να χρειάζεται όσα και πριν, την εποχή της αστακομακαρονάδας. Την ίδια στιγμή που η ιδιωτική οικονομία είδε μία δραματική συρρίκωνση όπως δείχνουν όλα τα στατιστικά στοιχεία αλλά και η τρέχουσα αγοραία εμπειρία μας.

Το ειδικό βάρος του κράτους στην οικονομία, αυτού του κράτους που χρεοκόπησε, έχει αυξηθεί στην περίοδο της κρίσης.

Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε κάνουμε βήματα σημειωτόν. Καμία προσαρμογή δεν συνέβη, ίσα ίσα η ανισορροπία είναι μεγαλύτερη, αφού συντηρούμε ένα επίπεδο κρατικών δαπανών ίδιο με την εποχή που το ΑΕΠ ήταν 25% μεγαλύτερο.

Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίσουμε το νέο μνημόνιο, το Συριζα, τη νέα μεγίστη ανασφάλεια που φέρνει μία κυβέρνηση αμαθών και απλοϊκών, ιδεόληπτων ανθρώπων.

Δεν πρόκειται να κινητοποιηθούμε όσο πιστεύουμε ότι είμαστε πλούσιοι και ισχυροί και ότι ο υπόλοιπος κόσμος «μας χρωστάει».

Μπορεί να βγει μια τέτοια «πασιέντζα»; Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι θα βρίσκουμε εσαεί 23-24 δις Ευρώ ετησίως σε ξένες, κοινοτικές και κρατικές, εισροές μέσα από αενάως δημιουργούμενα νέα μνημόνια; Αν πιστεύει κανείς στα θαύματα, ή σε θεωρίες (θετικής) συνομωσίας, ότι θα μας πληρώνουν εις τον αιώνα τον άπαντα γιατί είμαστε, τάχα μου, καλό «οικόπεδο» και μας χρειάζονται για γεωστρατηγικούς λόγους, ίσως τότε να είναι έτσι. Αλλά μάλλον δεν είναι.

Το πράγμα δεν βγαίνει με τη σημερινή φιλοσοφία προσαρμογής. Για να ανατραπεί το σημερινό υπόδειγμα χρειάζεται να κινητοποιηθούν οι δυνάμεις της ιδιωτικής οικονομίας και να βοηθηθούν από ισχυρές άμεσες ξένες επενδύσεις. Άλλωστε και η σημερινή κυβέρνηση βάζει τέτοιους στόχους όταν μιλάει για ανάγκη 80 δις Ευρώ τα επόμενα 5 χρόνια. Δηλαδή, παραδεχόμαστε ότι χρειαζόμαστε 4πλάσιες άμεσες ξένες επενδύσεις από όσες είχαμε τα τελευταία 18 χρόνια!

Η κλίμακα των αναγκών αυτών επιβάλλει μία πλήρη ανατροπή του σημερινού μίγματος πολιτικής, με δραστική μείωση των φόρων προκειμένου να προσελκυστούν οι επενδύσεις αυτές και να κινητοποιηθούν οι αδρανοποιημένες δυνάμεις της παραγωγικής Ελλάδας.

Για να συμβεί αυτό είναι αναγκαίο ένα πρόγραμμα δραστικής μείωσης των κρατικών δαπανών.

Αυτό είναι το κομβικό ζήτημα, στο οποίο μέχρι σήμερα όλες οι πολιτικές δυνάμεις σιωπούν εξαιτίας του πολιτικού κόστους που αυτό συνεπάγεται. Από εκεί θα έπρεπε να αρχίσουμε.

Θα ήταν ευχή να επιτευχθεί κάτι τέτοιο μέσα στο σημερινό περιβάλλον, της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Γιατί αν η Ελλάδα δεν τα καταφέρει και επιστρέψει σε ένα εθνικό νόμισμα, τότε η προσαρμογή των κρατικών δαπανών στο σημείο ισορροπίας που επιβάλλουν οι δυνάμεις της οικονομίας θα γίνει βίαια και άμεσα μέσα από τον μηχανισμό της αγοράς, της υποτίμησης του νομίσματος.

Χρειαζόμαστε ένα νέο μνημόνιο όχι για τη διάσωση του κράτους αλλά για την οικονομία μας.

Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος μείωσης των κρατικών δαπανών προϋποθέτει μία ψυχολογική προσαρμογή της κοινωνίας μας. Ψυχολογική προσαρμογή σε ένα επίπεδο κινδύνου που δεν είναι ακόμη ορατό και αντιληπτό. Δεν πρόκειται να κινητοποιηθούμε όσο πιστεύουμε ότι είμαστε πλούσιοι και ισχυροί και ότι ο υπόλοιπος κόσμος «μας χρωστάει».

Ίσως αυτήν την αναγκαία ψυχολογική προσαρμογή να μας χαρίσει το προσφυγικό και μετανατευτικό κύμα και η μεγίστη ανασφάλεια που παράγει η διαχείριση του στην κοινωνία μας, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μας δείχνει χειροπιαστά τι ορίζει την λέξη «ανθρωπιστική κρίση» και ανεβάζει την αίσθηση του επιπέδου κινδύνου στο κοινωνικό σώμα.

Είναι μία πιθανή παράπλευρη συνέπεια.

Χρειαζόμαστε ένα νέο μνημόνιο. Ένα μνημόνιο όχι για τη διάσωση του κράτους και των δαπανών του, όπως αυτά που γνωρίσαμε και εκτελούμε μέχρι σήμερα, αλλά ένα μνημόνιο για την οικονομία μας και την μελλοντική μας πρόοδο.


* O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Paul Cezanne (1839 – 1906), Card Players

Αϊβαλιώτης, Αριστοτέλης

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953 και κατοικεί στην Βούλα. Με στενή σχέση αγάπης του τόπου καταγωγής, της Ικαρίας. Παντρεμένος με την Άννα Αϊβαλιώτη με την οποία έχει δύο παιδιά.
Χημικός Μηχανικός του ΕΜΠ. Ασχολείται με επιχειρήσεις  και σήμερα  είναι Πρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΛΤΑ ΧΗΜΙΚΗ, εταιρεία διανομής χημικών προϊόντων και πρώτων υλών σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Παράλληλα με την επαγγελματική του δραστηριότητα έχει αναπτύξει στο παρελθόν ποικίλη πολιτική δραστηριότητα, πάντα προσπαθώντας να υπάρξει μία νέα πρόταση στο πολιτικό σύστημα.
Υποψήφιος με το Ποτάμι στις  βουλευτικές εκλογές του 2015 στην Περιφέρεια Αττικής, μέλος της Επιτροπής Διαλόγου του.
Συμμετέχει σε διάφορα επαγγελματικά και πολιτιστικά σωματεία, ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος της «Δράσης».