Κυριακή, 19 Μαρ 2017

Οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας και η επίλυση του Κυπριακού ζητήματος

αρθρο του:

Η ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου παράγει περισσότερη ιστορία από αυτή που μπορεί να αντέξει και να διαχειρισθεί. Βρίθει ιστορικών αντιπαλοτήτων και συγκρούσεων, ενώ η γεωστρατηγική αστάθεια, η γεωπολιτική ρευστότητα, οι διεθνείς ενεργειακοί ανταγωνισμοί, τα αδύναμα πολιτικά κράτη και τα απολυταρχικά καθεστώτα, δημιουργούν ένα διαρκώς ευμετάβλητο και συγκρουσιακό πεδίο, που αναπαράγει διαρκώς ένοπλες συγκρούσεις και πολέμους. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την χρόνια αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, την άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού και της ριζοσπαστικοποίησης, την εμφάνιση του ΙSIS και των υπολοίπων τρομοκρατικών οργανώσεων καθώς και τα απόνερα της αραβικής άνοιξης αλλά και τη γενικευμένη συριακή κρίση, τότε ίσως πραγματικά μιλάμε για την πλέον «εύφλεκτη γωνιά» του πλανήτη μας.

Μέσα σε αυτή την ιδιόμορφη και ιδιότυπη γεωγραφική περιοχή, Ελλάδα και Κύπρος, αποτελούν οάσεις πολιτικής σταθερότητας, ευημερίας (ακόμη και εν μέσω οικονομικής κρίσης) και ασφάλειας, αν και η τουρκική προκλητικότητα που κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1974 με την στρατιωτική εισβολή και κατοχή του βόρειου κομματιού της Μεγαλονήσου, τις έχει εντάξει σ’ ένα σπιράλ συνεχόμενων εντάσεων και προκλήσεων, αναβιώνοντας με υπαιτιότητα της Άγκυρας ακόμη μια ιστορική διαμάχη. Η μη συμμόρφωση της Τουρκίας με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, με τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ροπή της χώρας σε ένα πολιτικό μοντέλο που απέχει πολύ από το να χαρακτηρισθεί δημοκρατικό, περιπλέκει ακόμα πιο πολύ την κατάσταση.

O Ερντογάν με αφορμή το δημοψήφισμα έχει έρθει σε ρήξη με μια σειρά από κράτη της ΕΕ.

Ο αυταρχισμός του Προέδρου Ερντογάν ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου καλοκαιριού, η πολιτική του συμμαχία με τους ακραίους εθνικιστές και τους «γκρίζους λύκους» στην Κυβέρνηση αλλά και στο επερχόμενο συνταγματικό δημοψήφισμα του Απριλίου τ.ε, η υιοθέτηση αντιδημοκρατικών μεθόδων εσωτερικής διακυβέρνησης, η συγκέντρωση σχεδόν όλων των εξουσιών στα χέρια του, καθώς και η προσπάθεια αναβίωσης νέο-οθωματικών οραμάτων και επιδιώξεων, απομακρύνουν την Τουρκία από την Ευρώπη και δημιουργούν ή αναβιώνουν αντιπαλότητες και έχθρες με τα κράτη τα οποία θίγονται ευθέως από τον αναθεωρητισμό της Άγκυρας. Την ίδια στιγμή ο Ερντογάν με αφορμή το δημοψήφισμα του Απριλίου έχει έρθει σε ρήξη με μια σειρά από κράτη της ΕΕ χρησιμοποιώντας ρητορική, πρακτικές και επιχειρήματα που απέχουν πολύ από τον ευρωπαϊκό πολιτικό και νομικό πολιτισμό.

Ελλάδα και Κύπρος βιώνουν από πρώτο χέρι τον παραλογισμό της Τουρκίας στην εξωτερική της πολιτική. Η πρόσφατη αδιαλλαξία της Άγκυρας στις συνομιλίες της Γενεύης για την επίλυση του Κυπριακού, όπως επίσης και το πρόσφατο μπαράζ εμπρηστικών πράξεων και επιθετικών δηλώσεων αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο, αποτελούν έμπρακτες εκφάνσεις του παράνομου τουρκικού αναθεωρητισμού. Ο Ερντογάν δείχνει πλέον να μην αντιλαμβάνεται τη διεθνή νομιμότητα, την ευρωπαϊκή πραγματικότητα και οδηγεί την Τουρκία σε επικίνδυνα και αχαρτογράφητα νερά και το δόγμα Νταβούτογλου περί «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Η αμφισβήτηση της «Συνθήκης της Λωζάννης» αποτελεί την κορωνίδα του αναθεωρητισμού της Άγκυρας και ανοίγει τον ασκό του Αιόλου με απρόβλεπτες συνέπειες για την ευρύτερη περιοχή μας. Η εν λόγω Συνθήκη στο άρθρο 16 αναφέρει ότι «η Τουρκία δηλώνει πως παραιτείται κάθε τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη τα οποία βρίσκονται πέραν των προβλεπομένων από την παρούσα Συνθήκη όρια, όπως και αναφορικά με τα νησιά, εκτός εκείνων στα οποία της έχει αναγνωριστεί η κυριαρχία με την παρούσα Συνθήκη». Δηλαδή, με μια πρόταση, το άρθρο 16 διαγράφει τις αξιώσεις επί των ελληνικών νησιών, αλλά και αναφορικά με τη Δυτική Θράκη, αφού τα σύνορα της Τουρκίας με την Ελλάδα έχουν οριστεί και προκαθοριστεί. Ας μην λησμονούμε ότι με την ίδια Συνθήκη, η Τουρκία, βάσει του άρθρου 23, απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα της Τουρκίας επί της Κύπρου και παρεχώρησε τη Δωδεκάνησο στην Ιταλία. Επιπρόσθετα, αμφισβητώντας τη Λωζάννη ο Ερντογάν αποκαθηλώνει και τον Κεμάλ Ατατούρκ στη συνείδηση των Τούρκων. Στην Τουρκία, η Συνθήκη της Λωζάννης είχε κατοχυρωθεί ως το επιστέγασμα των επιδέξιων χειρισμών του Ατατούρκ, που επέτρεψαν στην καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία να μετασχηματισθεί σε εθνικό κράτος.

Το Κυπριακό επηρεάζει καθοριστικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις όπως επίσης και το επίπεδο της έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων επηρεάζει συχνά-πυκνά την πορεία των συνομιλιών και των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος. Πρόκειται για μια αμφίδρομη σχέση, μια διπλή συνεπαγωγή καθώς Ελλάδα και Κύπρος έχουν να αντιμετωπίσουν τη στείρα και αντιπαραγωγική πολιτική προσέγγιση της Άγκυρας καθώς και τις πολλαπλές προκλήσεις μιας χώρας που επιθυμεί, χωρίς αιδώ και μη σεβόμενη τη διεθνή νομιμότητα, να νομιμοποιήσει τετελεσμένα και να αναθεωρήσει κατά το δοκούν και προς όφελός της, το υπάρχον status qvo της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αντιπαραγωγική στάση (ήπιος χαρακτηρισμός) που επέδειξε η Τουρκία κατά τις τελευταίες συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού, η άκαμπτη εμμονή της για παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων στο νησί καθώς και η πλήρης μετατροπή του ψευδοκράτους του βορρά σε καθυποταγμένο πολιτικό υποχείριό της.

Την ίδια στιγμή, η Τουρκία συνεχίζει την προκλητική -και εκτός νομιμότητας- συμπεριφορά της σε Αιγαίο και Θράκη. Η προσπάθεια χειραγώγησης και σφετερισμού της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη όπως και η καθημερινή αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο με επιθετικό τρόπο και παράνομες συμπεριφορές, εξωθούν τη σχέση Αθήνας και Άγκυρας στα άκρα. Η έναρξη της πολιτικής αυτής το 1974, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο έντασης στις ιστορικά και διαχρονικά τεταμένες ελληνοτουρκικές σχέσεις, που σηματοδοτείται από την εμφάνιση των πρώτων διεκδικήσεων σε βάρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας το 1973 και της πρώτης αμφισβήτησης του ελληνικού εναερίου χώρου, το 1975. Τα πρώιμα στάδια αυτής της τουρκικής προκλητικότητας εναντίον της Ελλάδας που συνέπεσαν χρονικά με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, συνεχίζονται μέχρι και σήμερα, όπως και η κατοχή της βόρειας Κύπρου, με καθοριστικές επιπτώσεις στις σχέσεις των δύο χωρών. Έκτοτε, οι δύο χώρες έφτασαν ακόμη και στο χείλος ένοπλης σύγκρουσης (κρίση Μαρτίου 1987 και κρίση Ιμίων Ιανουαρίου 1996).

O σεβασμός της αρχής της καλής γειτονίας είναι κομβικής σημασίας για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Με άλλα λόγια, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό έχουν έναν ελάχιστο κοινό παρανομαστή. Την τουρκική προκλητικότητα και αδιαλλαξία καθώς και τον διαρκή αναθεωρητισμό που επιδεικνύει η Άγκυρα. Πόσο μάλλον τώρα, που στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου έχουν εντοπισθεί, εντός της κυπριακής και της ελληνικής ΑΟΖ, πλούσια προς εκμετάλλευση ενεργειακά κοιτάσματα. Η Τουρκία, μ’ έναν εντελώς θρασύ και προκλητικό τρόπο προσπαθεί να νομιμοποιήσει παράνομα τετελεσμένα και να εγγράψει υποθήκες για το μέλλον, τόσο σ’ Ελλάδα όσο και σε Κύπρο, ακόμα κι αν αυτές στερούνται νομιμότητας. Οι απειλές εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας σε περίπτωση που προχωρήσει στις διαδικασίες εξόρυξης στα οικόπεδα της κυπριακής ΑΟΖ αποδεικνύει την αμετροέπεια, το μη σεβασμό του δικαίου και τη νέο-οθωμανική ονείρωξη της Άγκυρας. Οι παραβιάσεις των θαλασσίων ζωνών κυριαρχίας Ελλάδας και Κύπρου από πλοία (πολεμικά ή ερευνητικά) του τουρκικού πολεμικού ναυτικού έχουν ως στόχο τη δημιουργία τεχνητών εντάσεων, κλίματος αμφισβήτησης και δήλωσης παρουσίας από πλευράς Άγκυρας. Μόνο που σε αυτές τις προκλήσεις η Τουρκία αγνοεί δύο βασικούς παράγοντες: Τη διεθνή νομιμότητα και την ενότητα του ελληνισμού.

Για την Ελλάδα, το Κυπριακό, αποτελεί κύρια και βασική παράμετρο της εξωτερικής της πολιτικής, ένα εθνικό θέμα, και η χώρα μας έχει δεσμευθεί -σε όλα τα επίπεδα- ότι θα σταθεί αλληλέγγυα στο πλευρό της Λευκωσίας και του κυπριακού ελληνισμού μέχρι την οριστική άρση των συνεπειών και των τετελεσμένων της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής του 1974 και την εξεύρεση μόνιμης, βιώσιμης και κοινά αποδεκτής λύσης. Πέρα και ανεξάρτητα από το ιστορικό βάθος του Κυπριακού, η Τουρκία,  εδώ και 43 χρόνια, αρνούμενη να αποσύρει τις παράνομες -από κάθε άποψη δικαίου- στρατιωτικές της δυνάμεις από το βόρειο μέρος της Κύπρου, υποσκάπτει και υπονομεύει την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, την ίδια στιγμή που δεν θέλει να αντιληφθεί ότι πέρα από έδαφος της Κύπρου κατέχει και έδαφος κράτους μέλους της ΕΕ στην οποία επιθυμεί να μακροπρόθεσμα να ενταχθεί. Το Κυπριακό, συνιστά, επίσης, χαρακτηριστική περίπτωση συνεχούς και μαζικής παραβίασης των πλέον βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η Τουρκία παραβιάζει τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, των αγνοουμένων και των συγγενών τους, καθώς και των εγκλωβισμένων στα κατεχόμενα, ενώ συνεχίζει με συστηματικό τρόπο τον παράνομο εποικισμό και την καταστροφή ή την μετάλλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου.

Από το καλοκαίρι λοιπόν του 1974 και μετά, Αθήνα και Λευκωσία, βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωπες τόσο με τα έκνομα τετελεσμένα της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής, με την συνεχή προσπάθεια της Άγκυρας να αμφισβητήσει την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας καθώς και με τη διαρκή υπονόμευση των συνομιλιών για εξεύρεση λύσης, όσο και με τη διαρκώς αυξανόμενη προκλητικότητα της Άγκυρας που συνεχώς αμφισβητεί, προκαλεί με στρατιωτικά μέσα, δημιουργεί κρίσεις και εγείρει παράλογες απαιτήσεις -πέρα και έξω από κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου- στο Αιγαίο, την ίδια στιγμή που προσπαθεί να χειραγωγήσει και να προσεταιρισθεί με δόλια μέσα, μέρος της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ανοίγοντας άλλο ένα μέτωπο αντιπαράθεσης με την Ελλάδα.

Μέσα από την παραπάνω σύντομη περιγραφή, που σκιαγραφεί όμως με τον καλύτερο τρόπο, τις διαχρονικά τεταμένες σχέσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας με την Άγκυρα, αντιλαμβάνεται και ο πλέον αδαής παρατηρητής, ότι στην περίπτωση αυτή έχουμε ένα ιδιαιτέρως επικίνδυνο συγκρουσιακό τρίγωνο εξωτερικής πολιτικής σε μια γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά ευαίσθητη και ασταθή γωνιά του πλανήτη. 

Ένα τρίγωνο σχέσεων το οποίο δυσκολεύεται να ισορροπήσει καθώς η Άγκυρα επιδεικνύει μια διαρκή και εκτός διεθνούς δικαίου αναθεωρητική διάθεση και έξαρση. Αν σε όλα τα παραπάνω αναδείξουμε και τον παράγοντα της ιστορίας που πάντοτε είναι σημαντικός στις διεθνείς σχέσεις, τότε ευκόλως αντιλαμβανόμαστε γιατί αυτό το πάζλ των σχέσεων είναι ιδιόμορφο και δισεπίλυτο. Τυχόν εξομάλυνση -πόσο μάλλον επίλυση- των προβλημάτων που ταλανίζουν διαχρονικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις καθώς και τυχόν επίλυση του Κυπριακού, πέραν της ιδιαίτερης σημασίας που θα έχουν στο διμερές διακρατικό επίπεδο, θα επηρεάσουν και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας ή τη συνεργασία της τελευταίας με την ΕΕ, ενώ θα ενισχύσουν τη σταθερότητα και προπάντων την ασφάλεια στην ευαίσθητη περιοχή της Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου.

Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου, είναι, η άρση όλων των αναθεωρητικών επεκτατικών σχεδίων και βλέψεων της Άγκυρας, η οριστική επίλυση του Κυπριακού προβλήματος στη βάση της εξεύρεσης μιας βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων, ο σεβασμός των προνοιών του διεθνούς δικαίου και του διεθνούς δικαίου της θάλασσας καθώς και ο σεβασμός της αρχής της καλής γειτονίας.

Για την Ελλάδα, ο σεβασμός της αρχής της καλής γειτονίας -που σημειωτέον αποτελεί και θεμελιώδη αρχή της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης-, είναι κομβικής σημασίας για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η Ελλάδα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποδοχή της από την Άγκυρα. Βέβαια, αρχή καλής γειτονίας με κατοχή και κατοχικά στρατεύματα, με παραβιάσεις και παραβάσεις, με αναθεωρητικές διαθέσεις του υπάρχοντος status qvo, με δημιουργία τεχνητών κρίσεων και συνεχών προκλήσεων δεν νοείται.

Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να μείνουν προσηλωμένες στην αρχή της διεθνούς νομιμότητας

Η Ελλάδα και η Κύπρος οφείλουν να μείνουν προσηλωμένες στην αρχή της διεθνούς νομιμότητας και της επίλυσης των διαφορών τους επί τη βάσει των αρχών του διεθνούς δικαίου. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στις σχέσεις Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας θα διαδραματίσει το εγγύς μέλλον της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Αν δηλαδή η Άγκυρα θα παραμείνει σε ευρωπαϊκή τροχιά ή αν θα απομακρυνθεί από τις αρχές και τις αξίες της ενωμένης Ευρώπης με απρόβλεπτες συνέπειες. Θεμελιώδης όμως προϋπόθεση για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ είναι η εκπλήρωση όλων των ενταξιακών κριτηρίων και προαπαιτούμενων, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο σεβασμός της αρχής της καλής γειτονίας που προαναφέραμε. Ένταξη στην ΕΕ με άλλο τρόπο δεν νοείται.

Το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι καθοριστικό. Η προσπάθεια αυταρχικής επιβολής των μεταρρυθμίσεων έστω και με προκήρυξη δημοψηφίσματος, η προεκλογική εκστρατεία του οποίου είναι μονοδιάστατα προσανατολισμένη στο ΝΑΙ, μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία σε βαθύ πολιτικό διχασμό ή ακόμα και να αναδείξει διαλυτικές τάσεις στη χώρα. Η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στα χέρια του Ερντογάν ενέχει πολλαπλούς κινδύνους καθώς το κυβερνών κόμμα (AKP), από το 2002 που ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας, ανέδειξε και εξέθρεψε τον λαϊκισμό, τον εθνικισμό και τη θρησκεία σε κινητήριες δυνάμεις της τουρκικής πολιτικής σκηνής, με τις προσωπικές επιλογές του Ερντογάν, να σφραγίζουν τις κεντρικές πολιτικές της χώρας. Η προσωποπαγής πολιτική του ενός ηγέτη-αρχηγού που θυμίζει άλλες σκοτεινές εποχές, η εκμηδένιση των αντιπάλων, ο λαϊκισμός, ο εθνικισμός, ο περιορισμός της ελευθεροτυπίας και της ελευθερίας της έκφρασης καθώς και η χειραγώγηση της δικαιοσύνης, δεν αποτελούν καλά δείγματα γραφής για το μέλλον της Τουρκίας.

Τα πολλά ανοικτά μέτωπα στην εξωτερική πολιτική καθώς και η πολυχρησιμοποιημένη συνταγή της προσπάθειας εξαγωγής των αδιεξόδων και των εντάσεων της εσωτερικής πολιτικής σκηνής σε Αιγαίο και Κύπρο με την γνωστή αναπαραγωγή του στερεότυπου της ιστορικής αντιπαλότητας με Ελλάδα και Κύπρο, ίσως μας απασχολήσει το επόμενο διάστημα αν η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας ξεφύγει προς το χειρότερο ή αν επικρατήσουν διαλυτικές τάσεις. Η απειλή της τρομοκρατίας αλλά και η εύνοια ΗΠΑ και πολλών Ευρωπαϊκών κρατών στη δημιουργία αυτόνομων κουρδικών κρατιδίων στα σύνορα της Συρίας και του Ιράκ με την Τουρκία, ωθούν την Άγκυρα σε γεωπολιτική περιχαράκωση και μεγαλώνουν την καχυποψία της απέναντι στη Δύση. Αποτέλεσμα του ανωτέρω αισθήματος καχυποψίας είναι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στα εδάφη της Συρίας και η ενώ ερωτηματικό ακόμα αποτελεί το αν θα στεριώσει και η πολυδιαφημισμένη στην Τουρκία συμμαχία με την Ρωσία.

Σε κάθε περίπτωση Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να είναι προετοιμασμένες για όλα τα ενδεχόμενα. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός σε συνδυασμό με την αδιάλλακτη φύση του Ερντογάν μπορεί να βρει διέξοδο στο Αιγαίο, τη Θράκη και την Κύπρο στην περίπτωση που τα εσωτερικά προβλήματα της γείτονος μεγαλώσουν ασφυκτικά ή σε περίπτωση που ο λαϊκισμός και ο εθνικισμός προκριθούν ως επιλογές εξωτερικής πολιτικής σε μια κρίση επίδειξης ισχύος.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Alex Alemany (1943)

Χάλαρης, Μιχάλης

Ο Μιχάλης Χάλαρης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1970. Πτυχιούχος Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών (BSc, 1993), Διδάκτορας Χημείας του ΕΚΠΑ (PhD, 1999). Πτυχιούχος Πυροσβεστικής Ακαδημίας (2nd BSc, 1996) και Αξιωματικός του Πυροσβεστικού Σώματος σε επιτελικές & επιχειρησιακές θέσεις. Σήμερα υπηρετεί ως Κοσμήτορας στη Σχολή Ανθυποπυραγών της Πυροσβεστικής Ακαδημίας. Για τρία έτη (2009-2012) υπήρξε Επικεφαλής του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, καθώς επιλέχτηκε μέσω της διαδικασίας opengov για τη θέση του Ειδικού Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, από όπου ανέδειξε τη σημασία της ασφαλούς εργασίας και αγωνίστηκε για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Χημικών(ΕΕΧ) (2004 -2005) και από το 1994 έως και σήμερα είμαι ενεργό μέλος της συμμετέχοντας σε όλα τα όργανά της, εκλεγμένος από συναδέλφους του. Έντονη διδακτική, ερευνητική και μελετητική δραστηριότητα με πλήθος δημοσιευμένων εργασιών. Συμμετοχή σε αρκετά ερευνητικά προγράμματα ως κύριος ερευνητής ή επιστημονικός υπεύθυνος. Μέλος σε διεθνείς οργανισμούς ως επιστήμονας και εμπειρογνώμονας. Έχει διατελέσει Γενικός Γραμματέας της Ελληνικής Ομοσπονδίας Φιλάθλων Πάλης (Ε.Ο.Φ.Π.) (2010-2011) και Γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας των Ενώσεων Πυροσβεστικού Σώματος (Π.Ο.Ε.Υ.Π.Σ.)(2000-2002). Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής του Ελληνικού δικτύου Πράσινης Χημείας. Είναι μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής των «Νέων Μεταρρυθμιστών» και των «Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία» και μέλος της «Επιτροπής Ανασυγκρότησης της Σοσιαλδημοκρατίας».