Δευτέρα, 07 Μαρ 2016

Τα κράτη του Κόλπου και το Προσφυγικό Ζήτημα

αρθρο του:

Εν μέσω μιας εκ των χειρότερων περιόδων της νεότερης Ευρωπαϊκής Ιστορίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης τίθεται το ερώτημα γιατί οι πλούσιες πετρελαϊκές χώρες του Κόλπου αρνούνται να υποδεχτούν περισσότερους Σύρους πρόσφυγες. Ακόμη και στον ίδιο τον Αραβικό κόσμο, η πεποίθηση που κυριαρχεί είναι ότι δεν πράττονται αρκετά προς αυτή την κατεύθυνση. Οι χώρες αυτές, ωστόσο, μπορεί να μην αποτελούν κατάλληλο προορισμό για τους αιτούντες άσυλο, ακριβώς λόγω της συχνά παραπλανητικής πολιτιστικής τους εγγύτητας με τους περισσότερους Σύριους που εγκαταλείπουν το πεδίο μάχης.

Τα κράτη του Κόλπου είναι τα πλουσιότερα ανάμεσα στα Αραβικά Κράτη και από τους κυριότερους χρηματοδότες άμεσης βοήθειας στους Σύρους πρόσφυγες. Όμως ισχύει κάτι σχετικά παράδοξο σε όλα τα κράτη του Κόλπου, δεν υπάρχει νομικό καθεστώς αναγνώρισης το όρου και της έννοιας πρόσφυγας καθότι οι έξι Αραβικές Μοναρχίες του Κόλπου δεν έχουν υπογράψει καμιά διεθνή συνθήκη σχετικά με τα δικαιώματα των προσφύγων μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στα κράτη του Κόλπου δεν υπάρχει νομικό καθεστώς αναγνώρισης το όρου και της έννοιας πρόσφυγας.

Αυτή η δυσθυμία φαντάζει δυσνόητη δεδομένου ότι τα Κράτη του Κόλπου είναι οι κύριοι χρηματοδότες όπως αναφέραμε μέσω Διεθνών Οργανισμών και Fora για τους Άραβες και Μουσουλμάνους πρόσφυγες ανά τον κόσμο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κουβέιτ το οποίο δίνει μέσω του ΟΗΕ το 1/3 όλης της χρηματοδοτικής βοήθειας που απαιτείται για τους Σύρους και το υψηλότερο ποσοστό στον κόσμο σε σχέση με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η Σαουδική Αραβία για παράδειγμα δεν επιτρέπει την είσοδο Σύρων ενώ τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προτιμούν να πληρώνουν για να διατηρούν κατασκηνώσεις προσφύγων σε άλλες χώρες, κοντά στα σύνορα της Συρίας.

Μια εκδοχή έχει να κάνει με τον φόβο των Κρατών του Κόλπου με τους Σύρους και Ιρακινούς πρόσφυγες. Παρότι είναι κοινό μυστικό ότι πλούσιες ΜΚΟ του Κόλπου έχουν χρηματοδοτήσει τόσο την Αλ-Κάιντα όσο και το Ισλαμικό Κράτος εναντίον του Μπασάρ Αλ Άσαντ και παρότι πολλοί εκ των προσφύγων έφυγαν λόγω της φριχτής αντιμετώπισης του Άσαντ με χημικά όπλα και πολιορκίες πείνας, τα κράτη του Κόλπου φοβούνται ότι ενδεχόμενες μαζικές ροές προσφύγων μπορεί να τις απειλήσουν πολιτικά εν αντιθέσει με τους «ελεγχόμενους» εργάτες προερχόμενους από την Νότιο Ανατολική Ασία και την Αφρική.

Πολλοί εκ των προσφύγων έφυγαν λόγω της φριχτής αντιμετώπισης του Άσαντ με χημικά όπλα.

Σεκταριστικά προβλήματα έχουν ανακύψει ήδη στις μουσουλμανικές χώρες που έχουν ανοίξει την «πόρτα» στους εκτοπισμένους Σύριους, ανατρέποντας συχνά τις εύθραυστες εθνικές και θρησκευτικές ισορροπίες. Στην Τουρκία, οι Σύροι αρχικά εγκαταστάθηκαν στην επαρχία Χατάι, η οποία διαθέτει μια αρκετά μεγάλη μειονότητα Αράβων Αλεβιτών. Οι τοπικοί Αλεβίτες δεν ήταν φιλόξενοι και η τουρκική κυβέρνηση έκανε μεγάλη προσπάθεια για την μετεγκατάσταση των προσφύγων. Αλλά και σε άλλα μέρη, οι τοπικές χριστιανικές μειονότητες φοβήθηκαν τους νεοεισερχόμενους. Οι Κούρδοι πρόσφυγες, αν και σουνίτες όπως οι περισσότεροι Τούρκοι, ενσωματώθηκαν καλύτερα σε περιοχές με μεγαλύτερο κουρδικό πληθυσμό. Γενικά, όσο περισσότερο παρέμεναν οι πρόσφυγες, τόσο περισσότερο οι ντόπιοι αγανακτούσαν και τους εκλάμβαναν ως απειλή.

Στο Λίβανο, όπου η ισορροπία μεταξύ σουνιτών και σιιτών είναι ιδιαίτερα λεπτή, οι αρχές φοβούνται την περαιτέρω ανατροπή υπέρ των σουνιτών, δεδομένης της τάσης των παραστρατιωτικών ομάδων σιιτών της Χεζμπολάχ να αντιδρούν βίαια σε κάθε πρόκληση. Βέβαια, έχουν τεθεί πλέον σε ισχύ μεγαλύτεροι περιορισμοί στις βίζες των νεοεισερχόμενων, ενώ παράλληλα έχει καταστεί δυσκολότερη η ανανέωση της άδειας παραμονής για αυτούς που είναι ήδη στο Λίβανο.

Έτσι λοιπόν χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Κατάρ όπου με πληθυσμό περίπου 2,1 εκατομμύρια μόνο του 12% είναι γηγενείς ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού είναι Ινδοί (24%) και από το Νεπάλ (17%) οι οποίοι διαβούν σε συγκεκριμένες περιοχές με σχετικά πολύ μικρούς μισθούς και υψηλά ποσοστά θνησιμότητας λόγω των σκληρών συνθηκών εργασίας. Φανταζόμαστε λοιπόν ότι μακροπρόθεσμα μια μαζική ροή προσφύγων που θα εργάζονταν υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να προκαλούσε εξεγέρσεις.

Ένα πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι η αναζήτηση συνεργασίας από τα Κράτη του Κόλπου.

Η κρίση όμως δείχνει και την ανικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των Ηνωμένων Εθνών και άλλων περιφερειακών οργανισμών να ασκήσουν πίεση στα Κράτη του Κόλπου. Ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας και η Αραβική Λίγκα που κατά βάση έχουν διακηρυγμένο στόχο την ένωση των Μουσουλμάνων και Αράβων με την έννοια της Ούμμα δηλαδή της μιας Ισλαμικής Παγκόσμιας Ενότητας η Οντότητας. Όμως η Αραβική Λίγκα δεν έχει καταφέρει να καταστρώσει μια συγκεκριμένη στρατηγική ώστε να αντιμετωπιστεί συλλογικά το προσφυγικό, ενώ ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας είναι ναι μεν περισσότερο ενεργός στη βοήθεια των προσφύγων όμως αποφεύγει συστηματικά να καταδικάσει ή να αντιμετωπίσει τον θρησκευτικό φανατισμό που προκαλεί τους εμφύλιους σπαραγμούς.

Πολλά έχουν γραφτεί για τις ευθύνες της Ηπείρου μας. Όμως δεν είναι η ώρα για την λεγόμενη αναζήτηση της «ψυχής της Ευρώπης» αλλά για ώρα λύσεων. Η εμπειρία των Ευρωπαϊκών Κρατών μέσα από τους Δυο Παγκοσμίους Πολέμους και την επανάκαμψη τους θα πρέπει να δείχνει τον δρόμο ωστόσο η Ε.Ε ως ο κύριος αποδέκτης της προσφυγικής κρίσης μπορεί και πρέπει να δράσει-πάντα μέσα στο πλαίσιο των διεθνών fora και οργανισμών-ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ και ένα πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι η αναζήτηση συνεργασίας από τα Κράτη του Κόλπου για την άμεση (συν) χρηματοδότηση της σίτισης, στέγασης και φαρμακευτικής βοηθείας των προσφύγων. 


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι:  Paul Gauguin (1848 –1903), Arearea

Μαντζίκος, Γιάννης

Ο Γιάννης Μαντζίκος είναι διεθνολόγος, με ειδίκευση στις αφρικανικές υποθέσεις και τις ισλαμιστικές εξτρεμιστικές ομάδες.
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο University of Free State, στη Νότια Αφρική. Έχει μεταπτυχιακό στην Αφρικανική Πολιτική από το University of London, School of Oriental and African Studies – SOAS και είναι απόφοιτος των Πολιτικών Επιστημών και Δημόσια Διοίκηση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.