Σάββατο, 07 Μαϊ 2016

H νοσταλγία των δικτατοριών της Μέσης Ανατολής και τα λάθη της Δύσης

αρθρο του:

Αν Αραβική Άνοιξη είχε τρόπον τινά εκπληρώσει τις επιθυμίες, την προοπτική και τα όνειρα των πολιτών της Μέσης Ανατολής τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Για παράδειγμα ο Ναμπίλ Σανάντ, ο ακτιβιστής του Καΐρου, ο πρώτος αρνητής του καθεστώτος Μουμπάρακ θα ήταν μέρος της πολιτικής σκηνής της Αιγύπτου και δεν θα ζητούσε άσυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι αλήθεια ότι η κατάσταση στην Συρία με τον μαινόμενο εμφύλιο, το σχεδόν υπό κατάρρευση κράτος της Λιβύης, η σπαρασσόμενη Υεμένη και η έκρηξη του Ισλαμικού Κράτους, έχει κάνει αρκετούς αναλυτές αντίθετους στην Αραβική Άνοιξη να διερωτώνται πόσο χειρότερη θα ήταν η κατάσταση αν είχαν μείνει στην εξουσία ο Καντάφι, ο Μουμπάρακ και δεν γινόταν ο πόλεμος στην Συρία.

Αναμφίβολα ο Αραβικός κόσμος περνάει περίοδο κρίσης και έντασης τις όποιες δεν είχαν προβλέψει ο Σερ Μαρκ Σαικς και ο Φρανσουα Ζορζ Πικό όταν σχεδίαζαν τα σύνορα της περιοχής πριν από περίπου 100 χρόνια. Πολλοί αναλυτές συνδέουν την συμφωνία Σαικς Πικο με την πτώση του Καντάφι, τους τριγμούς στο καθεστώς Ασσάντ επιχειρηματολογώντας όπως αναφέραμε ότι με όλα τους τα μειονεκτήματα είναι «εγγυητές σταθερότητας». Βασικά αναμασούν ένα παλαιό δίλημμα που είχε έρθει στην επιφάνεια με τα σύνορα των κρατών της Αφρικής τα οποία είναι αναντίστοιχα με τα έθνη και τις φυλές λόγω της «άγραφης» συμφωνίας ότι τα σύνορα στην Αφρική δεν αλλάζουν.

Ανάμεσα στον Άσσαντ και στους τζιχαντιστές υπάρχουν μετριοπαθείς φωνές.

Στην περίπτωση των χωρών αυτών επανέρχεται το δίλημμα περί δημοκρατίας και σταθερότητας. Αναλυτές σημειώνουν ότι η δημοκρατία στην περιοχή μπορούσε να περιμένει επισημαίνοντας το πόσο πολύτιμοι ήταν ο Μουμπάρακ, ο Καντάφι και ο Σαντάμ Χουσειν ( “How the refugee crisis is teaching us the value of Hussein, Mubarak, and Gadhafi”.) Μεταξύ άλλων οι Financial Times έγραφαν για την Αίγυπτο το πραξικόπημα του τωρινού Προέδρου Σισί έναντι του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου πρόεδρου της χώρας Μοχάμεντ Μόρσι το 2013 ότι προέχει η σταθερότητα. («calling for a restoration of democracy in Egypt now is both unrealistic and, in the short term, dangerous. […] For the moment, the restoration of stability must be a higher priority than a return to the ballot box. Political repression and the denial of freedom are horrible to behold. But civil war is even worse» ) 

Σε ένα μεγάλο βαθμό όμως πολλοί δυτικοί αναλυτές, κύκλοι Ευρωσκεπτικιστών και ο Ντόναλντ Τράμπ πάσχουν από αμνησία ενδεχομένως επικαλούμενοι την σταθερότητα της περιοχής. Ξεκινώντας με την Λιβύη του Καντάφι θα δούμε ότι για πολλά χρόνια η Λιβύη ήταν ο δαίμονας της Δύσης και θεωρούνταν κεντρικός τροφοδότης τρομοκρατικών ομάδων. Η διαμάχη με την Αίγυπτο το 1977, η ενίσχυση αντικαθεστωτικών στο Τσαντ με στόχο την ανατροπή του Χισεν Χαμπρε την οποία εν τέλει κατάφερε το 1990 με τον Ιντρίς Ντεμπί, άλλωστε θεωρείται ότι η ανατίναξη της πτήσης της Pan American στο Λοκερμπι το 1988 ήταν η απάντηση για την υποστήριξη της Γαλλίας και των ΗΠΑ στον Χαμπρε. Επίσης όπλα του Καντάφι είχαν βρεθεί στα οπλαστάσια της ΕΤΑ στην χώρα των Βάσκων στην Ισπανία και του ΙΡΑ στην Βορείο Ιρλανδία και άλλων τρομοκρατικών ομάδων ανά την Ευρώπη. Αντιστοίχως στην Συρία η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Από το 1976 ως το 1982 η χώρα αντιμετώπισε εσωτερικές αναταραχές που τον Φεβρουάριο του 1982 οδήγησαν στην μαζική σφαγή 30,000 ανθρώπων στην Χάμα από τον πατέρα του τωρινού προέδρου της Συρίας Ασσάντ. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε τον ρόλο της Συρίας στον Λίβανο, όπου από το 1975 εμπλέκεται σε μια σειρά δολοφονιών, μυστικών συμφωνιών και εναλλασσόμενων συμμαχιών με αποκορύφωμα την δολοφονία του πρωθυπουργού Ραφικ Χαρίρι το 2005 και στόχο την διατήρηση της επιρροής των Ασσάντ στον Λίβανο.

Μια ρεαλιστική στρατηγική για την Δύση θα ήταν με ένα μακροπρόθεσμο στόχο να μπουν και άλλα κράτη στην Μέση Ανατολή στον δρόμο της Τυνησίας δηλαδή να φιλελευθεροποιήσουν τα καθεστώτα τους. Η μέχρι τώρα επιτυχία της Τυνησίας δείχνει ότι παρά την διαμάχη κοσμικών και Ισλαμιστών, τον φόβο των τζιχαντιστών μια δημοκρατική μεταμόρφωση δεν είναι όνειρο θερινής νυκτός ούτε μια Δυτική επιταγή που πρέπει να εφαρμοστεί ipso facto.

Εδώ ασφαλώς τίθενται αρκετά ζητήματα όπως η συμβατότητα του Ίσλαμ και των Δημοκρατικών θεσμών, οι υποδείξεις της Δύσης που λαμβάνονται ως παρέμβαση στα εσωτερικά τους από χώρες της περιοχής και άλλα θέματα που δεν μπορούν να αναλυθούν περαιτέρω εδώ όμως ο κοινός τόπος είναι ότι ανάμεσα στον Άσσαντ που χρησιμοποιεί φρικτές μεθόδους όπως πολιορκίες πείνας και ενδεχομένως χημικά και στους τζιχαντιστές υπάρχουν μετριοπαθείς φωνές και πολίτες που επιθυμούν να τους ακούσουν όμως αυτή η πολιτική δυστυχώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα απαιτεί χρόνο και υπομονή.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Paul Cummings, Arab Spring

 

Μαντζίκος, Γιάννης

Ο Γιάννης Μαντζίκος είναι διεθνολόγος, με ειδίκευση στις αφρικανικές υποθέσεις και τις ισλαμιστικές εξτρεμιστικές ομάδες.
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο University of Free State, στη Νότια Αφρική. Έχει μεταπτυχιακό στην Αφρικανική Πολιτική από το University of London, School of Oriental and African Studies – SOAS και είναι απόφοιτος των Πολιτικών Επιστημών και Δημόσια Διοίκηση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.