Σάββατο, 25 Ιουν 2016

Σχέδιο ανασυγκρότησης: ένας τίτλος που αναζητάει περιεχόμενο (μέρος 1ο)

αρθρο του:

Πρέπει πρώτα να θέσουμε το κατάλληλο ερώτημα. Στην περίοδο της κρίσης όλοι έχουν αποδεχθεί ότι η χώρα χρειάζεται ένα σχέδιο ανασυγκρότησης. Όλοι ανεξάρτητα από πολιτικές πεποιθήσεις, Όλες οι κυβερνήσεις της κρίσης, όλα τα κόμματα, αλλά και πολιτικοί αναλυτές και επιστήμονες έχουν αναφερθεί με κάποιο τρόπο σ’ αυτή την ανάγκη. Και παρ’ όλο που όλοι συμφωνούν, αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει ένα τέτοιο σχέδιο διαθέσιμο. Έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις για το τι πρέπει να γίνει, τι πρέπει να αλλάξει, αλλά ένα ολοκληρωμένο, πειστικό και εφαρμόσιμο σχέδιο δεν έχει εμφανιστεί ακόμα. Κι ας πέρασαν ήδη έξη χρόνια από τότε που οι αγορές έπαψαν να μας δανείζουν. Κι έξη χρόνια σε κατάσταση χρεοκοπίας είναι πολλά. Μοιάζει περίεργο, από πρώτη ματιά, όλοι να επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και κανείς να μην μπορεί να μας πει πώς θα τον πετύχουμε. Μοιάζει περίεργο, αλλά τελικά δεν είναι. Για να βρούμε την αιτία αυτής της αδυναμίας, αρκεί να θέσουμε το κατάλληλο ερώτημα. Που είναι και το πιο αυτονόητο: «Γιατί ακόμα δεν έχουμε στα χέρια μας ένα σχέδιο ανασυγκρότησης;». Και μετά να ψάξουμε για απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα. 

Επικρατεί πλήρη ασυνεννοησία γύρω από το νόημα τριών βασικών λέξεων: μεταρρύθμιση, ανάπτυξη, σχέδιο.

Η συνηθισμένη απάντηση. Μια συνηθισμένη απάντηση που την συναντάμε συχνά είναι η εξής: Τα πολιτικά κόμματα δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν συντεχνίες και αποφεύγουν τις όποιες ριζικές αλλαγές. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για δύο λόγους. Είτε γιατί υποκρύπτονται άνομα συμφέροντα, είτε γιατί υπάρχει ο φόβος της απώλειας ψήφων. Το πρώτο είναι παράνομο, το δεύτερο είναι λάθος.

Όσο αξιόπιστη κι αν είναι αυτή η απάντηση, το ερώτημα παραμένει. Γιατί στον ελεύθερο δημόσιο διάλογο – εκεί όπου δεν υπάρχει κομματική πειθαρχία και πολιτικό κόστος – δεν έχει εμφανιστεί ακόμα ένα σχέδιο ανασυγκρότησης; Γιατί τόσοι αξιόλογοι συμπολίτες μας με γνώσεις και τεκμηριωμένες απόψεις δεν έκαναν το επόμενο βήμα; Γιατί ενώ προσπάθειες έγιναν και γίνονται δεν έχουμε ακόμα στα χέρια μας ένα ολοκληρωμένο, κατανοητό, πειστικό και εφαρμόσιμο σχέδιο;

Και φτάνουμε στη βασική αιτία. Δηλαδή στην πλήρη ασυνεννοησία που επικρατεί γύρω από το νόημα τριών βασικών λέξεων. Μεταρρύθμιση, ανάπτυξη, σχέδιο. Και είναι προφανές ότι αν δεν συμφωνήσουμε τι είναι μεταρρύθμιση, τι ακριβώς σημαίνει ανάπτυξη και τι εννοούμε όταν λέμε σχέδιο, τότε για πολύ καιρό ακόμα θα βολοδέρνουμε κυνηγώντας την ουρά μας.   

Σύγχυση με τις μεταρρυθμίσεις. Πρώτα απ’ όλα δεν έχει γίνει ο σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στα δημοσιονομικά μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις. Για πολλούς είναι το ίδιο, ενώ πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές κατηγορίες. Κατά δεύτερον θεωρούμε λανθασμένα ότι για να έχουμε μεταρρυθμίσεις αρκεί να νομοθετήσουμε. Ότι αρκεί ένας νέος νόμος για να προκύψει μια μεταρρύθμιση. Σκεφτόμαστε δηλαδή ανάποδα. Γιατί πρώτα πρέπει να διατυπώσουμε με σαφήνεια τη μεταρρύθμιση και μετά να ασχοληθούμε με τη νομοθετική της εφαρμογή. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι κάθε νομοθετική αλλαγή που την εκλαμβάνουμε ως μεταρρύθμιση, σχεδόν αμέσως ανακαλύπτουμε ότι χρειάζεται καινούριες επιδιορθώσεις. Αλλά η μεταρρύθμιση που χρειάζεται αμέσως καινούρια μεταρρύθμιση, απλά δεν είναι μεταρρύθμιση. Και η τρίτη παρεξήγηση είναι το να θεωρούμε ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι δουλειά της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας. Δηλαδή της εκάστοτε κυβέρνησης. Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι κάθε υπουργός να παίζει το ρόλο του μεταρρυθμιστή. Θεωρεί ότι οι προκάτοχοι του τα έχουν κάνει όλα λάθος και είναι πλέον δική του ευθύνη να κάνει τις αλλαγές. Κάπως έτσι έχουμε μπλέξει στις συμπληγάδες της πολυνομίας και των συναρμοδιοτήτων. Αυτό όμως δε θα συνέβαινε αν είχαμε συμφωνήσει ότι ένας νόμος για να λάβει τον τίτλο της «μεταρρύθμισης» οφείλει να είναι μελετημένος, λειτουργικός και αποδεκτός από όλους για μια δεκαετία τουλάχιστον.

Ένας νόμος για να είναι «μεταρρύθμιση» οφείλει να είναι μελετημένος, λειτουργικός και αποδεκτός από όλους για μια δεκαετία τουλάχιστον.

Σύγχυση με την ανάπτυξη. Εδώ τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Τσακωνόμαστε για το αν η ανάπτυξη θα έρθει από τις ιδιωτικοποιήσεις ή από τη δραστηριότητα του κράτους, ενώ η σύγχρονη οικονομία το έχει λύσει αυτό το θέμα, προάγοντας τη συνύπαρξη, αλλά και τη συνεργασία του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Κριτήριο για το αν μια πρωτοβουλία οδηγεί σε ανάπτυξη είναι αν θα δημιουργήσει καινούριο πλούτο. Αν μια χρηματοδότηση δεν δημιουργήσει καινούριο χρήμα, τότε δεν είναι αναπτυξιακή. Το αποτέλεσμα μετράει κι όχι ο φορέας της επένδυσης. Προέκυψε καινούριο χρήμα; Τότε έχουμε ανάπτυξη. Αν όμως απλά ξοδεύτηκε η χρηματοδότηση, με πρόσκαιρα και πενιχρά οφέλη, τότε έχουμε αποτυχία. Αυτός ο απλός συλλογισμός είναι δυστυχώς εκτός ατζέντας, εκτός συζήτησης. Προτιμάμε να αντιδικούμε για τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, ενώ όλοι ξέρουμε καλά ότι στη χώρα μας έχουμε δει, για διαφορετικούς λόγους, να αποτυγχάνει και ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας. Παγιδευμένοι στη λάθος συζήτηση, δε μένει παρά να περιμένουμε από κάθε κυβέρνηση να προωθήσει τον δικό της αναπτυξιακό νόμο. Νομίζοντας ότι οι εξαγγελίες κινήτρων θα οδηγήσουν απ’ ευθείας στην ανάπτυξη. Αλλά δυστυχώς οι αναπτυξιακοί νόμοι είναι συγκεχυμένοι, δαιδαλώδεις, με άπειρες υποσημειώσεις, που στη συνέχεια αποδεικνύονται τελείως αναποτελεσματικοί. Το μόνο που καταφέρνουν με τις διατυπώσεις τους είναι να συμβάλλουν στην αύξηση της γραφειοκρατίας. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα ότι από το 2010 ισχύει νόμος για fast track επενδύσεις (Ν. 3894/2010). Αλλά ποτέ δεν αναρωτηθήκαμε γιατί παραμένει ανεφάρμοστος.   

Σύγχυση με το νόημα της λέξης «σχέδιο». Μέχρι στιγμής φαίνεται ότι θεωρούμε σχέδιο έναν κατάλογο, όπου απαριθμούνται επιθυμητές αλλαγές. Πολλοί τέτοιοι κατάλογοι έχουν δει το φως της δημοσιότητας, με αφορμή τα αδιέξοδα που έφεραν τα χρόνια της κρίσης. Και πάντα έχουμε την ψευδαίσθηση ότι κρατάμε στα χέρια μας ένα σχέδιο ανασυγκρότησης, ενώ στην πραγματικότητα κρατάμε έναν απλό κατάλογο. Και συνήθως οι δημιουργοί των καταλόγων ολοκληρώνουν τη συνεισφορά τους με το τέλος της συγγραφής. Αλλά έτσι οι κατάλογοι ποτέ δεν συνομιλούν μεταξύ τους, δεν συνδιαλέγονται, δεν επιδιώκουν συνθέσεις. Επίσης κατά τη διαδικασία της συγγραφής κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να ελέγξει αν οι αλλαγές που προτείνονται είναι εφαρμόσιμες. Όλοι θεωρούν ότι κάποιοι ανώνυμοι τεχνοκράτες θα κάνουν αργότερα τη βρώμικη δουλειά της εξειδίκευσης. Συμπερασματικά για να κάνουμε το επόμενο βήμα θα πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε ότι ένας κατάλογος, όσο προσεκτικά γραμμένος κι αν είναι, μπορεί να αποτελέσει συνεισφορά σε ένα σχέδιο, αλλά με κανένα τρόπο δε μπορεί να είναι ένα σχέδιο από μόνος του.

Αν μιλάμε για σχέδιο ανασυγκρότησης θα πρέπει να συμφωνήσουμε πρώτα τι είδους ανασυγκρότηση εννοούμε.

Ας συμφωνήσουμε λοιπόν τι είναι σχέδιο. Αυτή είναι η πρώτη συζήτηση που οφείλουμε να ανοίξουμε. Στο τέλος όμως της συζήτησης, μέσα από τη σύνθεση των διαφόρων προσεγγίσεων, θα πρέπει να συμφωνήσουμε. Γιατί όσο θα παραμένει η ασυμφωνία, τόσο θα βλέπουμε τη κατάρτιση ενός κοινά αποδεκτού σχεδίου ανασυγκρότησης να αναβάλλεται συνεχώς.

Κατά τη γνώμη μου για να διατυπώσουμε ένα σχέδιο οφείλουμε να περάσουμε από τέσσερα βασικά στάδια:

  • Δημιουργία ενός καταλόγου αλλαγών. Αυτό δηλαδή που ήδη έχει γίνει από όσους ενδιαφέρονται για την ανασυγκρότηση. Σ’ αυτό το στάδιο (brainstorming) συγκεντρώνονται ιδέες και προτάσεις σε μια βάση δεδομένων. Χωρίς να μας ενδιαφέρει αν είναι εφαρμόσιμες ή αποτελεσματικές. Τα πάντα είναι αποδεκτά και κανένα εμπόδιο δε μπαίνει στη φαντασία και στην ευρηματικότητα.
  • Η αξιολόγηση του υλικού. Εδώ περνάμε στις διαδικασίες ενός think tank. Η ανταλλαγή απόψεων επί του καταλόγου, που καταλήγει σε τροποποιήσεις, απορρίψεις και ακόμα και σε νέες ιδέες ή άλλου είδους συνθέσεις. Σ’ αυτό το στάδιο ελέγχεται αν οι προτεινόμενες αλλαγές θα είναι εφαρμόσιμες και αποτελεσματικές. Γιατί φυσικά δεν αρκεί μια ιδέα να είναι απλώς ελκυστική.
  • Αφού ξεκαθαρίσει και λάβει την τελική του μορφή ο κατάλογος, τότε χρειάζεται να ορίσουμε τις προτεραιότητες. Επειδή είναι αδύνατο να εφαρμόσει κανείς όλες τις επιλεγμένες αλλαγές δια μιας, είναι απολύτως απαραίτητη αυτή η διαδικασία. Προτεραιότητα όμως δε σημαίνει απλά να ορίσω τι θα κάνω πρώτα και τι έπειτα. Είναι μια πιο σύνθετη διαδικασία. Το κλειδί είναι η διαμόρφωση ενός αρχικού συστήματος αλλαγών (ας το ονομάσουμε ατμομηχανή), το οποίο θα πρέπει να έχει τρία χαρακτηριστικά. Να είναι άμεσα εφαρμόσιμο, με την εφαρμογή του να προκαλεί αυτόματα κι άλλες επιθυμητές αλλαγές και τέλος να γίνει αμέσως αποδεκτό από μεγάλες πλειοψηφίες πολιτών. Είναι σαφές ότι αυτό το τρίτο στάδιο είναι και το πιο κρίσιμο.
  • Το τελευταίο στάδιο είναι τα χρονοδιαγράμματα. Δηλαδή η κατανομή του σχεδίου μέσα στο χρόνο. Κανένα σχέδιο δεν έχει νόημα και περιεχόμενο αν δεν οργανώνεται σε ημερομηνίες και σε εφικτά dead lines. Όρια χρόνου που δεν θα επιδέχονται αναβολές.

Ας υποθέσουμε ότι οι ενδιαφερόμενοι, μετά από συζήτηση, θα συμφωνήσουν, ώστε όλοι να εννοούν το ίδιο πράγμα με τη λέξη «σχέδιο». Αυτό όμως δεν αρκεί. Γιατί για να καταρτίσουμε ένα σχέδιο, πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε τι θέλουμε να πετύχουμε με την εφαρμογή του. Οπότε αν μιλάμε για σχέδιο ανασυγκρότησης θα πρέπει να συμφωνήσουμε πρώτα τι είδους ανασυγκρότηση εννοούμε. Και φυσικά ούτε εδώ χωρούν γενικολογίες. Το να πούμε ότι «το σχέδιο ανασυγκρότησης θα αναμορφώσει τη χώρα» στην ουσία δε λέμε απολύτως τίποτα. Για τους στόχους ενός τέτοιου σχεδίου θα πρέπει να είμαστε πιο σαφείς και πιο συγκεκριμένοι.

Στο πρώτο μέρος αυτού του κειμένου έγινε μια προσπάθεια να ανοίξει η συζήτηση για το τι εννοούμε όταν λέμε «μεταρρύθμιση» ή «ανάπτυξη». Αλλά πάνω απ’ όλα τι εννοούμε όταν λέμε «σχέδιο». Το δεύτερο μέρος που θα ακολουθήσει ελπίζει να διερευνήσει τι ακριβώς ζητάμε απ’ την ανασυγκρότηση και πώς μπορούμε να δούμε αποτελέσματα αμέσως τώρα κι όχι αργότερα, στο απώτερο μέλλον. Και πώς αυτή η ανασυγκρότηση μπορεί να ενταχθεί σε ένα σχέδιο.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Robert "Rob" Gonsalves (born in 1959), The Sun Sets Sail

 

Καραχισαρίδης, Γιάννης

O Γιάννης Καραχισαρίδης γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1955. Απόφοιτος του Κολεγίου Αθηνών (τάξη ΄74). Πτυχιούχος του Οικονομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής Αθηνών. Σπούδασε θέατρο στις σχολές του Πέλου Κατσέλη και του Λεωνίδα Τριβιζά. Μέχρι σήμερα σκηνοθέτησε περίπου 70 θεατρικές παραστάσεις και 6 όπερες, στις κρατικές σκηνές, στα περισσότερα ΔΗΠΕΘΕ και στο ελεύθερο θέατρο. Ειδικεύτηκε στο πολιτιστικό μάνατζμεντ. Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ (2001-2006), Καλλιτεχνικός Διευθυντής των ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας (1993-2002) και Κοζάνης (2007-2014), Εκτελεστικός Διευθυντής των Παγκόσμιων Αγώνων Special Olympics (2010). Συμμετέχει στο δημόσιο διάλογο από το 2014, διατηρώντας τη στήλη «Επίκαιρα-Ανεπίκαιρα» στο διαδικτυακό περιοδικό www.iporta.gr.