Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Ήθελα ν’ αναφερθώ λίγο στη σχέση μεταξύ των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα και του Ευρωπαϊκού Πλαισίου, διότι είναι σαφές νομίζω σε όλους μας, ότι κανείς δε μπορεί να πει ότι η Ελλάδα χρεοκόπησε ή έφτασε στην κατάστασή της εξαιτίας των ξένων, αλλά κανείς δε θα είχε δίκιο εάν έλεγε ότι χρεοκόπησε μόνο εξαιτίας των δικών μας λαθών.
Η επόμενη μέρα σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με το πώς σχεδιάζουμε εμείς τις δικές μας ευθύνες και την οικονομία αλλά έχει να κάνει και με τις επιλογές της Ευρωζώνης.
Η πρώτη προσπάθεια της χώρας είναι ν’ αποδείξει ότι δεν είναι μια χώρα χωρίς σωτηρία.
Θέλω να ξεκινήσω κάνοντας μια παρατήρηση για την Ευρωζώνη: Η προοπτική της Ευρώπης των πολλαπλών ταχυτήτων είναι μια πρόκληση για την Ευρώπη διότι μόνο έτσι μπορεί να προχωρήσει σε στενότερη ενοποίηση μ’ εκείνους που θέλουν και μπορούν. Παράλληλα είναι μια πρόκληση και με την έννοια του κινδύνου για μια χώρα σαν την Ελλάδα η οποία κινδυνεύει να βρεθεί στην τελευταία ταχύτητα.
Και ναι μεν η έξοδος από το ευρώ δεν είναι το πιθανότερο σενάριο για την Ελλάδα, η Ευρωζώνη ακόμα και σ’ ένα σενάριο πολλαπλών ταχυτήτων θα είναι κατά πάσα πιθανότητα η πρώτη ταχύτητα, όλοι μαζί, αλλά υπάρχει ένας σοβαρός κίνδυνος εάν η Ελλάδα μείνει πίσω και αν καταλήξει σε μια κατάσταση μοναδικότητας κι εξαιρετικότητας, οι υπόλοιποι να προχωρήσουν χωρίς εμάς ακόμα και στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, πώς με διακυβερνητικές συνθήκες και μ’ ένα πήχη υψηλό γι’ αυτούς που είναι απ’ έξω.
Άρα η στρατηγική προσπάθεια της χώρας, θεωρώ ότι θα πρέπει να οδηγείται στο να μειώσουμε αυτή την απόκλιση, να εξαλείψουμε αυτή τη θλιβερή εξαιρετικότητα της χώρας, μιας χώρας σε μνημόνιο, σε στασιμο-χρεοκοπία, μιας χώρας που στα μάτια πολλών περιγράφεται με τον εξαιρετικά θλιβερό όλο “basket case”.
Μπαίνουμε στην επόμενη μέρα και baske case είναι η περίπτωση, παραπέμπει στην εικόνα των ακρωτηριασμένων πολεμιστών που έρχονταν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έχοντας χάσει χέρια και πόδια και τους κουβαλούσαν σ’ ένα καλάθι. Στην αργκό των αγορών είναι αυτό που περιγράφει, μια κατάσταση χωρίς σωτηρία.
Λοιπόν, η πρώτη προσπάθεια της χώρας είναι ν’ αποδείξει ότι δεν είναι μια χώρα χωρίς σωτηρία, ότι είναι μια χώρα που μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, διότι μπαίνουμε στην επόμενη μέρα με μια βαριά κληρονομιά δημόσιου χρέους και μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους, αυτό βεβαίως δεν είναι μόνο πρόβλημα της Ελλάδας, το πρόβλημα δημόσιου χρέους αφήνει σε θέση αδυναμίας χώρες όπως η Ιταλία ή όπως η Πορτογαλία που μετά τον τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θ’ αντιμετωπίσουν προβλήματα και πιθανόν η Ιταλία να χρειαστεί να προσφύγει σε μηχανισμό διάσωσης για να μπορεί να τ’ αντιμετωπίσει αλλά η Ελλάδα είναι σαφώς σε μια εξαιρετικά αδύναμη θέση.
Παρά το μεγάλο πλεονέκτημα του να μην εξαρτάται από το πολύ υψηλό κόστος χρηματοδότησης, το οποίο έχουν οι άλλες χώρες, ακόμα και υπό τις σημερινές συνθήκες του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Είναι προφανές ότι χρειάζονται κάποια άμεσα μέτρα σε ό,τι αφορά το δημόσιο χρέος και το πρώτο άμεσο που πρέπει να γίνει είναι να εξομαλυνθεί αυτό το βουνό των πληρωμών του χρέους μετά το ’22.
Η χώρα θα πρέπει να επιδιώξει να πετύχει ένα στόχο που θα είναι πιο κοντά στο 1,5% απ’ ό,τι στο 2% πρωτογενών πλεονασμάτων.
Και το δεύτερο που πρέπει να γίνει είναι αυτό που αφορά το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος. Αυτό που μπορεί η χώρα μακροπρόθεσμα να σηκώσει είναι ένα πρωτογενές πλεόνασμα που θα βρίσκεται ανάμεσα στο 1,5% που ζητά, μιλάω για μετά το ’22 και στο μέλλον, ανάμεσα στο 1,5% που ζητά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στο λίγο πάνω από 2% που ζητούν οι εταίροι και κατά προτίμηση κοντύτερα στο 1,5% παρά στο 2%.
Εδώ υπάρχουν αρκετές συζητήσεις, η σύνδεση των πληρωμών εξυπηρέτησης του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης που είναι μια συζήτηση που προωθείται από τους Γάλλους κυρίως, είναι μια εξαιρετικά σημαντική συζήτηση σ’ αυτή την κατεύθυνση, θεωρώ ότι παρέχει την αναγκαία ευελιξία και θα μπορούσε ν’ αποτελέσει μια βάση, αλλά ας μη γελιόμαστε ως προς το εξής: Το πρόβλημα χρέους της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες θα είναι κυρίως πρόβλημα παρανομαστή και λιγότερο πρόβλημα αριθμητή.
Δηλαδή θα είναι πρόβλημα που αφορά το πόσο και σε ποιο βαθμό και με τί ρυθμούς θα μπορεί ν’ αναπτύσσεται το ΑΕΠ της χώρας. Με τί ρυθμούς θα μπορεί η οικονομία ν’ αναπτύσσεται. Και εκεί το καμπανάκι που χτυπάει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι χρήσιμο σ’ ένα πράγμα: Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει λάθος θεωρώ στο ότι επιμένει ότι ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης της χώρας θα είναι 1%.
Και θα έλεγα ότι μετά από ορισμένες μεταρρυθμίσεις που έχουν μπει στην ατζέντα, είναι άτοπο αυτό. Άλλωστε κανείς δε μπορεί να κάνει προβολές τέτοιου είδους για τόσο μακριά στο μάλλον. Αλλά υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο έχει δίκιο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ότι ο μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης της χώρας θα επιβαρύνεται από συγκεκριμένους παράγοντες, τους οποίους εάν η χώρα, εάν η οικονομία και το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν αντιμετωπίσουν, θα υποσκάψουν τη δυνατότητα της χώρας να περάσει σε μια διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες; Δεν είναι μόνο η υψηλή ανεργία, είναι το χαμηλό ποσοστό απασχόλησης το οποίο είναι πλέον κοντά στο 50%, ένα τρομακτικά χαμηλό ποσοστό για οποιαδήποτε οικονομία ,είναι το μέγεθος της αποεπένδυσης που πρέπει να καλυφθεί, η χώρα πρέπει να προσθέσει περίπου 100 δις επιπλέον επενδύσεων μέσα στα επόμενα χρόνια για να καλύψει το κενό που έχει δημιουργηθεί, είναι η γενικότερη χαμηλή δεκτικότητα του πολιτικού συστήματος σε μεταρρυθμίσεις, δυστυχώς το πολιτικό σύστημα έχει δείξει ότι αντιδρά μόνο στη εξωτερική πίεση και αδυνατεί ενδογενώς ν’ αναλάβει τις πρωτοβουλίες για πράγματα που είναι αναγκαίο να γίνουν.
Και κυρίως θα έλεγα, σημαντικότερο απ’ όλα είναι η εξαιρετικά αρνητική δημογραφική δυναμική της χώρας. Εάν αυτά τα ζητήματα δεν αντιμετωπισθούν μεσοπρόθεσμα, μακροπρόθεσμα, με στοχευμένες πολιτικές, η δυνατότητα της χώρας να παράγει την ανάπτυξη που θα της επιτρέπει να μειώνει σιγά-σιγά αυτό το αφόρητο βουνό χρέους, θα είναι εξαιρετικά αμφισβητούμενη.
Η χώρα ζει μια δεύτερη κρίση από το 2015.
Αυτές τις προκλήσεις πρέπει ν’ αντιμετωπίσει η χώρα κατά προτεραιότητα. Όπως έλεγε ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος, τη μείωση χρέους θα την πάρει η κυβέρνηση εκείνη η οποία θα μπορέσει να μεταρρυθμίσει τους δημόσιους θεσμούς, τη δικαιοσύνη και την εκπαίδευση ή απλώς να εφαρμόσει πλήρως και πραγματικά τις μεταρρυθμίσεις που έχουν αναληφθεί με το 2ο και το 3ο μνημόνιο.
Με άλλα λόγια, αυτό που υπάρχει στην προοπτική είναι μια μεγάλη συμφωνία. Όχι η μεγάλη συμφωνία μόνο που θα προκύψει στην Ευρωζώνη προκειμένου να προσδιοριστούν οι όροι της αρχιτεκτονικής της για τα επόμενα χρόνια, αλλά μια συμφωνία με τους εταίρους, με τη υπόλοιπη Ευρωζώνη κατά την οποία η χώρα θα μπορεί να εγγυηθεί τις πολιτικές προϋποθέσεις της εθνικής, οικονομικής και δημοσιονομικής υπευθυνότητας, τη συνεπή υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, εκείνων που αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα και τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας και σε αντάλλαγμα η Ευρωζώνη θα δώσει στην Ελλάδα τη δυνατότητα συμμετοχής στους μηχανισμούς επιμερισμού του ρίσκου (risk sharing), μείωσης του ρίσκου που θα προκύψουν στην Ευρωζώνη και θα δώσει σε αντάλλαγμα για τις μεταρρυθμίσεις πολιτικές σταδιακής και αξιόπιστης απομείωσης του χρέους, ελάφρυνσης του χρέους.
Δηλαδή επιγραμματικά, η χώρα θα πρέπει να επιδιώξει, προκειμένου να πετύχει χαμηλότερα πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, να πετύχει δηλαδή ένα στόχο που θα είναι πιο κοντά στο 1,5% απ’ ό,τι στο 2% πρωτογενών πλεονασμάτων, να δώσει, να παραγάγει εξαιρετικά αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις.
Σε όλους αυτούς τους τομείς που βελτιώνουν την ποιότητα των θεσμών, βελτιώνουν τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και αυξάνουν τη συνολική παραγωγικότητα της χώρας. Θέλω να θυμίσω ότι ξεκινούσαμε ή θα ξεκινούσαμε από μια πολύ πλεονεκτικότερη θέση αν δεν είχε προηγηθεί η τραγική περίοδος του 2015, η χώρα θα είχε βρεθεί στις αγορές, θα βρισκόταν όχι ως θλιβερή εξαιρετικότητα απέναντι στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης αλλά θα ήταν μια από τις χώρες που ανακάμπτει η οικονομία της και που θα μετείχε στο μηχανισμό ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Δυστυχώς η χώρα ζει μια δεύτερη κρίση από το 2015. Ο κύκλος της πρώτης κρίσης θα είχε λήξει, όπως είχε αρχίσει να λήγει στο 2014, θα βρισκόμασταν ήδη με δυο ή τρία χρόνια θετικής ανάπτυξης πίσω μας. Αντί γι’ αυτό έχουμε δύο ή τρία ακόμη χρόνια ύφεσης και στασιμότητα οι οποίες αποδυναμώνουν τις κοινωνικές αντοχές και κυρίως τη δυνατότητα της οικονομίας ν’ ανακάμψει αποτελεσματικά.
Τώρα θέλω να σημειώσω ένα πράγμα, ότι η αδυναμία της χώρας μπροστά στην κρίση και κατά τη διάρκεια της κρίσης, επιτάθηκε σε μεγάλο βαθμό από το πολύ μεγάλο ύψος υπερχρέωσης της χώρας. Κι όταν μιλάω για υπερχρέωσης της χώρας, εννοώ όχι το μέγεθος του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, αλλά εννοώ το μέγεθος του καθαρού εξωτερικού χρέους το οποίο είναι περίπου στο ύψος του ΑΕΠ της χώρας.
Δηλαδή η χώρα σώρευσε ένα χρέος ίσο με το ΑΕΠ της προκειμένου να χρηματοδοτήσει κατά την περίοδο πριν από την κρίση μια ανάπτυξη η οποία στηρίχθηκε στην κατανάλωση, τις εισαγωγές και το δανεισμό. Αυτό, η πολύ μεγάλη στήριξη στην τραπεζική χρηματοδότηση, παράγει πολύ μεγάλη αδυναμία.
Εάν η χρηματοδότηση είχε βασιστεί λιγότερο στο δανεισμό και περισσότερο στα επενδυτικά κεφάλαια ή στα μετοχικά κεφάλαια, η αδυναμία της χώρας στη διάρκεια της κρίσης θα ήταν πολύ μικρότερη. Διότι όταν έρχεται η κρίση, αν μια οικονομία έχει πολύ μεγάλη έκθεση σε εξωτερική χρηματοδότηση, εάν αυτή η έκθεση αφορά μετόχους κι επενδυτές, τη ζημιά της κρίσης την υφίστανται οι μέτοχοι κι οι επενδυτές.
Αν όμως την ώρα που έρχεται η κρίση, η χώρα έχει πολύ μεγάλη ύψος τραπεζικού δανεισμού, τότε τις συνέπειες της ύφεσης τις υφίσταται πολλαπλασιαστικά η ίδια η οικονομία με τη μορφή της απομόχλευσης, με τη μορφή του αποπληθωρισμού χρέους και της βαθύτατης ύφεσης. Και αυτό είναι αυτό που συνέβη.
Η χώρα ν’ αυξήσει επειγόντως το μέγεθος των άμεσων ξένων επενδύσεων.
Επομένως στρατηγική προτεραιότητα της χώρας, θα πρέπει ν’ αυξήσει επειγόντως το μέγεθος των άμεσων ξένων επενδύσεων. Και ν’ αντικαταστήσει το πολύ μεγάλο ύψος τραπεζικού δανεισμού που τώρα κι αυτό προφανώς συρρικνώνεται λόγω της απομόχλευσης με πολύ μεγαλύτερη συμμετοχή χρηματοδότησης από επενδυτικά κεφάλαια και χρηματοδότηση με equity, με συμμετοχή σε επιχειρήσεις.
Αυτό μαζί με τον εξαγωγικό προσανατολισμό θα πρέπει να είναι οι δυο πυλώνες ανάκαμψης, μακροπρόθεσμα ανάπτυξης της οικονομίας. και γι’ αυτό το λόγο μεταξύ άλλων, είναι πολύ σημαντικές οι αποκρατικοποιήσεις. Από την Cosco στα περιφερειακά αεροδρόμια, στο Ελληνικό, στην είσοδο στρατηγικού επενδυτή στον ΑΔΜΗΕ και στη ΔΕΗ, στο Real Estate Development υψηλής προστιθέμενης αξίας, όλα αυτά είναι κομβικής σημασίας διότι αυξάνουν το μέγεθος εισροών κεφαλαίων στην οικονομία, κεφάλαια που δε θα εξαρτώνται άμεσα από τραπεζικό δανεισμό.
Θα ήθελα να συμπληρώσω ότι υπάρχει το μεγάλο ζήτημα της συσσώρευσης ιδιωτικού χρέους και μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο θα μπορούσε ν’ αναληφθεί πιο αποτελεσματικά μέσα, εκτός από τις εθνικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τα κόκκινα δάνεια, μέσα από έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό, μια ευρωπαϊκή εταιρεία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, η οποία θα συνέβαλλε στη δημιουργία μιας πραγματικά πανευρωπαϊκής και διεθνούς αγοράς τίτλων αυτού του είδους, το οποίο θα μπορούσε ν πετύχει καλύτερες τιμές στους τίτλους που προέρχονται από ελληνικά κόκκινα δάνεια, υπάρχουν ανεπτυγμένες προτάσεις, δε θα μπω σε λεπτομέρεια σ’ αυτό.
Θέλω να σημειώσω ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό για την επόμενη μέρα το είδος της αρχιτεκτονικής που θα έχουμε στην Ευρωζώνη και πολλές από αυτές τις προτάσεις αναφέρονται ήδη, περιέχονται στις προτάσεις των πέντε Προέδρων ή στο πρόσφατο reflection paper, την πρόσφατη εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Είναι ουσιαστικά οι προτάσεις εκείνες που κατατείνουν στη δημιουργία μιας πραγματικής χρηματοπιστωτικής Ένωσης στην Ευρωζώνη και μιας πραγματική δημοσιονομικής Ένωσης στην Ευρωζώνη. Για να σημειώσω τη σημασία του πρώτου, για να γίνει σαφές τί εννοώ. Από την αρχή της κρίσης η ελληνική οικονομία βρίσκεται παγιδευμένη σ’ ένα πλαίσιο χρηματοπιστωτικού κατακερματισμού, στον οποίο ακόμα και οι καλύτερες και ανταγωνιστικότερες ελληνικές επιχειρήσεις, αναγκάζονται να χρηματοδοτούνται με πολύ υψηλότερα επιτόκια, πολύ υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης διότι στο μέτωπό τους έχουν γραμμένη τη λέξη «Ελλάδα». Αυτό που λέμε με άλλα λόγια, το country risk, ο κίνδυνος χώρας.
Η κρίση, ακριβώς επειδή δεν έχουμε μια ανεπτυγμένη χρηματοπιστωτική Ένωση, μεταδίδεται πάρα πολύ εύκολα από τις Τράπεζες στο κράτος, από το κράτος στις Τράπεζες. Για να σπάσει αυτό, χρειαζόμαστε μια πραγματική χρηματοπιστωτική Ένωση πρώτον.
Και δεύτερον, χρειαζόμαστε μια Ένωση χρηματοπιστωτική η οποία θα στηρίζεται πολύ λιγότερο στον τραπεζικό δανεισμό απ’ ό,τι στηρίζεται σήμερα και πολύ περισσότερο σε μια πανευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίων, έτσι ώστε να μπορούν οι επιχειρήσεις να χρηματοδοτούνται όχι μόνο από τραπεζικά δάνεια, αλλά να μπορούν να προσφεύγουν σ’ επενδυτές και σε μια πραγματικά πανευρωπαϊκή αγορά κεφαλαίων η οποία θα ξεπερνά τους εθνικούς περιορισμούς και τα εθνικά σύνορα που λειτουργούν αντιαναπτυξιακά.
Να χρηματοδοτηθεί ένα ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης καταθέσεων για την Ελλάδα.
Κι εδώ υπάρχουν αρκετές προτάσεις, δε θα μπω σε λεπτομέρεια αλλά βασικός πυλώνας αυτής της στρατηγικής είναι η ολοκλήρωση της τραπεζικής Ένωσης. Αυτό σημαίνει ένα πραγματικά Ενιαίο Ταμείο εξυγίανσης Τραπεζών που θα μπορεί να στηρίζεται σε ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ως τελευταία προσφυγή, αυτή θα μπορούσε να προέρχεται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Σταθερότητας, το ESM και κυρίως θα έλεγα εξαιρετικά σημαντικό για μας, ο 3ος πυλώνας της Τραπεζικής Ένωσης, ένα πανευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης καταθέσεων που θα δίνει την αίσθηση στον Ευρωπαίο καταθέτη ότι το κομμάτι των καταθέσεων που είναι ασφαλισμένο, αυτό που λέμε κάτω από 100.000, έχει ως εγγυητή το Ευρωπαϊκό Σύστημα και όχι απλώς την εθνική κυβέρνηση.
Κι εδώ ο Βαγγέλης Βενιζέλος έχει καταθέσει μια ενδιαφέρουσα πρόταση, επειδή η μετάβαση σ’ αυτό τον 3ο πυλώνα θ’ αργήσει διότι υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ κρατών μελών της Ευρωζώνης, να χρηματοδοτηθεί για την Ελλάδα αρχικά χρησιμοποιώντας ως εγγύηση τουλάχιστον τ’ αδιάθετα κεφάλαια που υπάρχουν, που περισσεύουν από τη χρηματοδότηση του 3ου μνημονίου .
Να χρηματοδοτηθεί δηλαδή ένα ευρωπαϊκό σύστημα εγγύησης καταθέσεων για την Ελλάδα αλλά με ευρωπαϊκή εγγύηση ώστε να μπορεί να παρέχει πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια. Θέλω να σταθώ και ολοκληρώνω, στην ανάγκη της δημοσιονομικής ενοποίησης εντοπίζοντας δυο πράγματα. Το ένα είναι η προστασία των επενδύσεων απέναντι στη δημοσιονομική περιστολή.
Ένα από τα χειρότερα πράγματα που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια ήταν ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι, οι εξαιρετικά φιλόδοξοι που τέθηκαν από το 2010 κι έπειτα, επιτυγχάνονταν στον κομμάτι της περιστολής των δαπανών με διαρκή περιστολή των επενδυτικών δαπανών.
Θα πρέπει οι επενδυτικές δαπάνες να μπορούν να εξαιρούνται από προγράμματα δημοσιονομικής περιστολής. Όχι άνευ όρων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, υπό ορισμένους όρους, αλλά πάντως να υπάρχει αυτή η λογική.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πρόσφατο paper της, προτείνει ένα ευρωπαϊκό σύστημα προστασίας των επενδύσεων, το οποίο έχει μια παρόμοια λογική. Προστασίας των επενδύσεων από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής έτσι ώστε να μην περικόπτονται αυτόματα, όποτε υπάρχει ύφεση και να μην περικόπτονται διότι υπάρχει πάντα μια έφεση των κυβερνήσεων να κόβουν τις επενδύσεις αντί να κόψουν καταναλωτικές δαπάνες.
Να μην κόβονται κατά προτεραιότητα όταν η χώρα πρέπει να βάλει σε τάξη τα δημοσιονομικά της ή να πετύχει φιλόδοξους όρους πρωτογενούς πλεονάσματος.
Κλείνω λέγοντας ότι η εμπειρία της κρίσης για την ελληνική οικονομία θα ήταν λιγότερο επώδυνη, εάν η Ευρωζώνη είχε τη δυνατότητα να στηριχθεί σ’ ένα εργαλείο σταθεροποίησης σ’ έναν ευρωπαϊκό προϋπολογισμό της Ευρωζώνης.
Τί θα μπορούσε να κάνει αυτό; Να χρηματοδοτεί τις οικονομίες που βρίσκονται σε ύφεση μόνες τους, όταν η υπόλοιπη Ευρωζώνη βρίσκεται σε ανάκαμψη, να χρηματοδοτεί, να κατευθύνει πόρους σ’ αυτές τις οικονομίες, επενδυτικούς πόρους ή με τη μορφή για παράδειγμα χρηματοδότησης επιδομάτων ανεργίας, έτσι ώστε να μπορεί να στηρίζει την προσπάθεια αυτών των οικονομιών ν’ ανακάμψουν και να κερδίσουν ανταγωνιστικότητα μέσα από μεταρρυθμίσεις και εσωτερική προσαρμογή.
Αυτό δεν έγινε και αυτό πρέπει επειγόντως να γίνει έτσι ώστε να θωρακιστεί η Ευρωζώνη απέναντι στην επόμενη κρίση και να μπορεί να βοηθήσει την προσαρμογή οικονομιών σαν την Ελλάδα ή οποιασδήποτε οικονομίας βρεθεί στο επίκεντρο μιας τέτοιας κρίσης στο μέλλον.
Υπάρχουν αρκετά λεπτομερείς προτάσεις για το πώς μπορεί ν’ αναπτυχθεί ένας προϋπολογισμός Ευρωζώνης, η λεγόμενη δημοσιονομική ικανότητα της Ευρωζώνης, πώς μπορούμε να φτάσουμε κοντύτερα σε μια δημοσιονομική Ένωση με κοινή έκδοση ομολόγου που θα χρηματοδοτεί αυτό τον προϋπολογισμό, που θα χρηματοδοτεί αυτά τα κοινά projects των επενδύσεων.
Κι εδώ υπάρχουν αρκετές τεχνικές προτάσεις, δε θα μπω σε λεπτομέρεια, είναι πάντως εξαιρετικά σημαντικό, η χώρα να κερδίσει τη συμμετοχή της στον πυρήνα αυτών των εγχειρημάτων μετά τις γερμανικές εκλογές θ’ απελευθερωθεί και μετά το εξαιρετικά σημαντικό γεγονός της πολύ μεγάλης νίκης του Μακρόν στη Γαλλία, θ’ απελευθερωθούν δυνάμεις μεταρρύθμισης στην Ευρωζώνη.
Ελπίζουμε ότι η κυβέρνηση Μέρκελ που θ’ αναδειχθεί από τις γερμανικές εκλογές δε θα έχει ως εταίρο το FDP που είναι ένα κόμμα που δεν αισθάνεται με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και δεν το έχει κρύψει και θα μπορεί να στηριχθεί είτε σ’ έναν μεγάλο συνασπισμό με το SPD είτε με τους Πράσινους ή έστω μόνο του αλλά πάντως χωρίς το FDP.
Η επόμενη πάντως γερμανική κυβέρνηση θα μπορεί να εργαστεί μαζί με τις άλλες κυβερνήσεις στη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Είναι εξαιρετικά σημαντικό η χώρα να έχει κερδίσει μέχρι τότε τη συμμετοχή της στον πυρήνα του εγχειρήματος κι ο μόνος τρόπος να το κάνει είναι να παραμείνει αγκιστρωμένη στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων προκειμένου να μπορεί να παράγει το μέγεθος της ανάπτυξης που θα μπορεί να την κρατά όχι μόνο σε μια δυνατότητα ν’ αποπληρώνει το χρέος, αλλά κυρίως στη δυνατότητα του να παρέχει θέσεις εργασίας και να μπορεί να λειτουργεί ως μια χώρα με πραγματικά ευρωπαϊκές προδιαγραφές και σε ό,τι αφορά την ποιότητα της οικονομίας, την εξωστρέφεια αλλά και το βαθμό κοινωνικής προστασίας. Σας ευχαριστώ.
* Ομιλία του Γιώργου Παγουλάτου στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, Η Ελλάδα Μετά, στον Κύκλο 2: Τα εκ των ων ουκ άνευ – Δημοσιονομικές και Χρηματοπιστωτικές Προϋποθέσεις
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Pablo Picasso (1881 – 1973), Mediterranean Landscape
Η Ελλάδα Μετά | Κύκλος 2: Τα εκ των ων ουκ άνευ – Δημοσιονομικές και Χρηματοπιστωτικές Προϋποθέσεις from Evangelos Venizelos on Vimeo.