Σάββατο, 15 Απρ 2017

Ευρώπη αποδιοπομπαίος τράγος, ή αναζήτηση μιας νέας «μεγάλης συμφωνίας»; #EU60

αρθρο του:

Ομιλία Γιώργου Παγουλάτου στην ημερίδα του Κύκλου Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση «60 χρόνια μετά τη Συνθήκη της Ρώμης: Η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση ξανά σε δοκιμασία»


Ευχαριστώ τους διοργανωτές. Δεν θα είμαι ο τέταρτος καβαλάρης της αποκαλύψεως, όπως φοβάται ο πρόεδρος, αλλά ίσως να μετριάσω λίγο την αισιοδοξία του Τάκη Ιωακειμίδη, ελπίζω όχι πολύ.

Είναι προφανές ότι η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση της. Αυτό ίσως είναι η κοινοτοπία της χρονιάς. Ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος έγκειται στο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο πιο βολικός σάκος πυγμαχίας και αποδιοπομπαίος τράγος στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες.

H ΕΕ είναι ο πιο βολικός αποδιοπομπαίος τράγος στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες.

Ενώ σε εθνικό επίπεδο οι κυβερνήσεις αλλάζουν, η αντιπολίτευση κάποια στιγμή ανεβαίνει στην εξουσία, υπάρχει μια αίσθηση κύκλου, υπάρχει μια αίσθηση ικανοποίησης της πολιτικής διαμαρτυρίας. Ενώ υπάρχει αυτή η δυναμική του εκλογικού κύκλου σε εθνικό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση εκπέμπει την εντύπωση του πιο αμετακίνητου πολιτικού κατεστημένου.

Αυτή είναι μια εντύπωση που την αδικεί, αλλά προφανώς συνδέεται με το γεγονός ότι Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι ένα θεσμικό οικοδόμημα, μια πολιτεία, που φτιάχτηκε για να λειτουργεί στη βάση των ίδιων πολιτικών προτεραιοτήτων και αναγκαιοτήτων μιας εθνικής δημοκρατίας. Δεν υπάρχει πλήρης αναλογία της ευρωπαϊκής εκτελεστικής εξουσίας με την εθνική, δεν υπάρχει πλήρης αναλογία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το εθνικό Κοινοβούλιο και προφανώς δεν υπάρχει πλήρης αναλογία του εύρους των πολιτικών που έχει μια εθνική κυβέρνηση που μπορεί να διαχειρίζεται προϋπολογισμούς του 30% και 40% με τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό του 1% του ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση καθίσταται βολικό εξιλαστήριο θύμα. Τιμωρείται για τις αποτυχίες των εθνικών κυβερνήσεων και δεύτερον τιμωρείται για τις αποτυχίες της παγκοσμιοποίησης.

Στις αποτυχίες των εθνικών κυβερνήσεων η ευθύνη είναι καταφανώς πρώτα απ’ όλα εθνική και αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι αν κοιτάξουμε τον τρόπο με τον οποίο οι διαφορετικές εθνικές κυβερνήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν ανταποκριθεί στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, βλέπουμε μια πολύ μεγάλη διαφορά στις επιδόσεις.

Είναι πολύ διαφορετικές οι επιδόσεις οι αναπτυξιακές ή στο πεδίο της κοινωνικής συνοχής των σκανδιναβικών οικονομιών, ή των οικονομιών του πυρήνα της ευρωζώνης, όπως έχουμε συνηθίσει να το ονομάζουμε, και πολύ διαφορετικές αυτές της περιφέρειας του νότου.

Είναι πολύ διαφορετικές οι επιδόσεις συγκεκριμένων κυβερνήσεων στο να αποζημιώνουν τους χαμένους του οικονομικού ανταγωνισμού και της διεθνοποίησης από αυτές άλλων κυβερνήσεων.

Η Ευρώπη απλώς παρέχει το πλαίσιο της οικονομικής συνεργασίας και της διασυνοριακής οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η δουλειά όμως της αποζημίωσης των χαμένων, η δουλειά της συμβολικής πολιτικής που είναι το μεγάλο εργαλείο των εθνικών δημοκρατικών κυβερνήσεων, είναι δουλειά των εθνικών κρατών. Και όταν αποτυγχάνει η Ευρώπη στο εθνικό επίπεδο, αυτός που αποτυγχάνει στην πραγματικότητα είναι η κυβέρνηση και το εθνικό πολιτικό σύστημα της κάθε χώρας.

Eίναι εξαιρετικά άδικη αυτή η στοχοποίηση της Ευρώπης για τις εθνικές αποτυχίες.

Επομένως νομίζω ότι είναι εξαιρετικά άδικη αυτή η στοχοποίηση της Ευρώπης για τις εθνικές αποτυχίες και είναι και πολύ άδικη η στοχοποίηση της Ευρώπης και για τις αποτυχίες της παγκοσμιοποίησης. Διότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο παράγων εκείνος που επιτρέπει στις εθνικές κυβερνήσεις να αθροίσουν τη διαπραγματευτική τους ισχύ υπό μια κοινή στέγη και να μπορέσουν να σταθούν πολύ πιο αποτελεσματικά με πολύ μεγαλύτερη ισχύ και πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα προαγωγής των συμφερόντων τους, απέναντι στις δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομικής αλληλεξάρτησης.

Θέλω να σημειώσω ότι δεν ανήκω σε εκείνους που θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα είδος φυσικής νομοτέλειας. Είναι προφανώς το αποτέλεσμα αποφάσεων πολιτικής που ελήφθησαν σε βάθος χρόνου, δεκαετιών σταδιακά. Πολλές από αυτές είχαν τεράστιες συνέπειες και πέρασαν απαρατήρητες, ιδίως οι αποφάσεις που αφορούν την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών ροών, οι οποίες είχαν πολύ χαμηλότερο visibility από τις αποφάσεις που αφορούσαν την παγκοσμιοποίηση του εμπορίου, αλλά θα έλεγα πολύ πιο διαπεραστικές συνέπειες.

Αλλά το ουσιαστικό με την οικονομική παγκοσμιοποίηση είναι ότι από τη στιγμή που έχει οικοδομηθεί σε βάθος δεκαετιών, έχει φτιάξει τέτοιες δομές αλληλεξάρτησης που είναι λειτουργικά δυσχερέστατο, αν όχι αδύνατον, να γυρίσει κανείς πίσω.

Και αυτό το βλέπει κανείς και στην προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ στην Αμερική, που οικοδόμησε μια ευκαιριακή και δημαγωγική ατζέντα, πετώντας μερικά ψίχουλα στους θυμωμένους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης υποσχόμενος αντι-παγκοσμιοποίηση, ενώ στην πραγματικότητα γνωρίζει ότι η αντι-παγκοσμιοποίηση, η επαναφορά του προστατευτισμού (επειδή οι αλυσίδες της παραγωγής και της προστιθέμενης αξίας είναι πια βαθύτατα διεθνοποιημένες), είτε είναι αδύνατον να γίνει είτε, εάν γίνει, θα έχει τεράστιο οικονομικό κόστος και θα στοιχίσει περισσότερο σε απώλειες θέσεων εργασίας από όποιες ωφέλειες θα μπορούσε να αποσπάσει. Και επομένως αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους, πρώτον, είναι πάρα πολύ δύσκολο να γυρίσουμε πίσω και, δεύτερον, η συντριπτική πλειονότητα των οικονομολόγων θεωρούν ότι η επιστροφή στον προστατευτισμό θα ήταν ένα λάθος.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομική παγκοσμιοποίηση, ή η περιφερειακή παγκοσμιοποίηση γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι σε μεγάλο βαθμό αυτό, λειτουργεί πάντα με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Αλλά αυτή ακριβώς είναι η πρόκληση για την Ευρώπη. Να μπορεί να εξασφαλίζει μια καλύτερη προαγωγή των ευρωπαϊκών συμφερόντων σε παγκόσμιο επίπεδο, και το παγκόσμιο εμπόριο είναι εκεί κατεξοχήν όπου η Ευρώπη είναι μια οιονεί ομοσπονδία. Και δεύτερο να μπορεί να εξασφαλίζει (και αυτό είναι κυρίως θέμα των εθνικών κυβερνήσεων) μια πολύ καλύτερη προστασία και δικαιότερη αναδιανομή των συνεπειών της οικονομικής ενοποίησης σε εθνικό επίπεδο.

Ζούμε στην περίοδο της φενάκης της εθνικής κυριαρχίας.

Το άλλο που θέλω να πω είναι ότι ζούμε στην περίοδο της φενάκης της εθνικής κυριαρχίας. Η φενάκη της εθνικής κυριαρχίας λέει ότι μπορείς να ασκείς μια εθνικά κυρίαρχη οικονομική πολιτική εάν αφαιρέσεις αρμοδιότητες από την Ευρώπη και τις μεταφέρεις σε εθνικό επίπεδο. Λες και δεν υπάρχει η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών που προσδιορίζει τους βαθμούς ελευθερίας μιας οποιασδήποτε κυβέρνησης. Λες και δεν υπάρχουν οι διεθνοποιημένες αγορές χρήματος και κεφαλαίου που επιβάλουν ως μονόδρομο την ίδια πειθαρχία στις κυβερνήσεις με εκείνη που επιβάλλουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες. Και χωρίς τη δυνατότητα συνδιαμόρφωσης των ευρωπαϊκών κανόνων που διαθέτει μια χώρα-μέλος. Και χωρίς την αλληλεγγύη και τη συμμετοχή στο ισχυρό κλαμπ και παγκόσμιο υποκείμενο διαμόρφωσης πολιτικής που είναι η Ενωμένη Ευρώπη.

Η ρητορική πολλών κυβερνήσεων οικοδομείται στη λογική του επαναπατρισμού αρμοδιοτήτων. Ως ένα βαθμό η λογική του επαναπατρισμού εθνικών αρμοδιοτήτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να είναι βάσιμη. Υπάρχουν τομείς στους οποίους πράγματι δεν υπάρχουν σημαντικά πλεονεκτήματα άσκησης πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Μπορεί κανείς να αναφέρει τομείς που θα μας ήταν εξαιρετικά δυσάρεστοι, όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική. Δεν υπάρχει ισχυρό οικονομικό επιχείρημα, γιατί η κοινή αγροτική πολιτική θα έπρεπε να ασκείται σε κοινό ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπάρχουν όμως πολύ ισχυρά επιχειρήματα γιατί άλλες πολιτικές πρέπει να ασκούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αυτό που λέω στους φοιτητές μου συχνά, θέτοντας το ερώτημα ποια είναι η δικαιολογητική βάση για να ενοποιήσουμε πολιτικές, είναι όταν έχουμε πλεονεκτήματα οικονομιών κλίμακος και όταν θέλουμε να αποτρέψουμε τις αρνητικές εξωτερικότητες. Δηλαδή τις αρνητικές επιπτώσεις.

Στο πρώτο παράδειγμα είναι οικονομικά ορθολογικό να έχουμε μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική σε όλους τους τομείς στους οποίους η Ευρώπη μπορεί να είναι πιο ισχυρή, ασκώντας μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, και στις οποίες μπορεί να αντλήσει πλεονεκτήματα οικονομιών κλίμακος.

Για παράδειγμα, θα ήταν απόλυτα ορθολογικό να έχουμε μια κοινή πολιτική εξωτερικού εμπορίου για όλη την Ευρώπη και την έχουμε. Θα ήταν και είναι απόλυτα ορθολογικό να έχουμε ένα κοινό σύστημα κανόνων στην ενιαία αγορά και το έχουμε. Θα ήταν απόλυτα ορθολογικό να είχαμε μια πραγματική κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και δεν την έχουμε. Και ο λόγος για τον οποίο δεν την έχουμε, δεν είναι ότι η Ευρώπη δεν το θέλει αρκετά, ή ότι η κυρία Μογκερίνι δεν προσπαθεί αρκετά. Είναι ότι οι εθνικές κυβερνήσεις είναι εξαιρετικά απρόθυμες να δεχτούν αυτή την παραχώρηση, το διαμοιρασμό κυριαρχίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κι αυτό μας φέρνει στην ουσία του προβλήματος που είναι ότι η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αδυναμίες της στο να διαχειριστεί τα κοινά προβλήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων προκύπτουν από την πραγματικότητα της αλληλεξάρτησης, βαθιάς αλληλεξάρτησης που είναι και η παγκοσμιοποίηση, αλλά και η Ευρωπαϊκή ενοποίηση, είναι προβλήματα που απορρέουν από την απροθυμία των εθνικών κυβερνήσεων να δεχτούν μια πραγματικά ευρωπαϊκή πολιτική σε αυτούς τους τομείς.

Η Ευρώπη να μεγάλη στα μικρά και μικρή στα μεγάλα.

Και έτσι καταλήγει η Ευρώπη να είναι μεγάλη στα μικρά και μικρή στα μεγάλα. Να έχει άποψη για το πώς πρέπει το λάδι και το ξύδι να συσκευάζονται αλλά δεν έχει άποψη για το τι πρέπει να γίνει στη Συρία, ή τουλάχιστον δεν έχει τη δυνατότητα να την εκφράσει με ένα τρόπο που να έχει πραγματικό βάρος και βάρος και επιρροή αντίστοιχη με αυτή που θα έπρεπε να είναι το άθροισμα της επιρροής και της ισχύος του συνόλου των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και γι’ αυτό πολύ σωστά η διακήρυξη της Ρώμης λέει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να ξαναγίνει μεγάλη στα μεγάλα και μικρή στα μικρά. Να αρχίσει να αποσύρεται από εκείνα στα οποία δεν έχει τόση μεγάλη σημασία να έχουμε κοινές πολιτικές, αλλά να τονώσει και να τονίσει την παρουσία της στους τομείς εκείνους που έχουν πραγματικά βαρύτητα και στους οποίους μπορεί να κάνει τη διαφορά. Στους οποίους δηλαδή υπάρχουν σαφή πλεονεκτήματα προστιθέμενης αξίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Υπάρχουν πλεονεκτήματα προστιθέμενης αξίας σε μια σειρά τομέων τους οποίους η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ακόμα προχωρήσει επαρκώς και δεν είναι μόνο η κοινή εξωτερική πολιτική και η πολιτική άμυνας, είναι επίσης ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει κάνει όσα θα έπρεπε να κάνει στον τομέα της καταδίωξης των φορολογικών παραδείσων και των τραπεζικών παραδείσων, της οργανωμένης διασυνοριακής υψηλής φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής.

Δεν έχει κάνει όσα θα έπρεπε να κάνει στην πολιτική διαχείριση της μετανάστευσης, όπου υπάρχουν σαφή πλεονεκτήματα οικονομιών κλίμακος και διασυνοριακών αρνητικών εξωτερικοτήτων. Και προφανώς δεν έχει κάνει όσα θα έπρεπε να κάνει στην Ευρωζώνη και θα πω και δυο πράγματα γι’ αυτό λίγο αργότερα.

Το πρόβλημά μας επομένως είναι ότι ενώ είναι σαφές ότι υπάρχουν μια σειρά τομείς στους οποίους είναι οικονομικά ορθολογικό, λειτουργικά ορθολογικό, η Ευρωπαϊκή Ένωση να συνεχίσει να εμβαθύνει και να ολοκληρώνεται, το πρόβλημά μας είναι της κατηγορίας Γιουνκέρ. Όπως είχε πει ο Πρόεδρος Γιουνκέρ το πρόβλημα στην Ευρώπη δεν είναι ότι δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, είναι ότι δεν ξέρουμε πώς, αφού το κάνουμε, θα μπορέσουμε να επανεκλεγούμε. Και μιλούσε βέβαια όχι για τους Ευρωπαίους ηγέτες, αλλά για τους εθνικούς ηγέτες των κρατών μελών της ΕΕ.

Και αυτό είναι ένας από τους παράγοντες για τους οποίους η μόνη οδός ενοποίησης και εδώ συμφωνώ με τον Τάκη Ιωακειμίδη, είναι η ενοποίηση σε επίπεδο πολλαπλών ταχυτήτων, διότι υπάρχουν διαφορετικές πολιτικές βουλήσεις και διαφορετική στάθμιση συμφερόντων στο επίπεδο των εθνικών κοινωνιών. Αλλά αυτός είναι επίσης και ένας λόγος για τον οποίο ο μόνος δρόμος εμπρός προκύπτει από αυτό πολύ συχνά λέει ο Λουκάς Τσούκαλης, και θα του πάρω την ατάκα αλλά αποδίδοντας τα εύσημα, μια μεγάλη συμφωνία, ένα grand bargain.

Τα μεγάλα άλματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παρελθόν έγιναν όταν η Ευρώπη είχε τη φαντασία να προχωρήσει την ενοποίηση σε διαφορετικούς τομείς ζητημάτων, που είχαν τη δυνατότητα να παραγάγουν οφέλη για όλους (αν και όχι απαραίτητα ισόβαθμα ή συμμετρικά). Να λειτουργήσουν ως παίγνια θετικού αθροίσματος. Ως win – win, που λέμε στο χωριό μου.

Αυτό έγινε για παράδειγμα όταν η ενιαία αγορά η οποία θα είχε κατ’ εξοχήν οφέλη για τις πιο αναπτυγμένες οικονομίες συνδυάστηκε με τα διαρθρωτικά ταμεία, με τις περιφερειακές πολιτικές, οι οποίες θα είχαν κατ΄ εξοχήν οφέλη για τις περιφερειακές οικονομίες, και έτσι προέκυψε ένα πακέτο από το οποίο μπορούσαν όλοι να ωφεληθούν.

Η μεγάλη πρόκληση είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η μεγάλη πρόκληση είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και θα έλεγα πλέον σε μια λογική πολλαπλών ταχυτήτων να μπορεί να επινοήσει τέτοιου είδους μεγάλα grand bargains. Και το γεγονός ότι έχουμε διαφορετικά ζητήματα στην ατζέντα τα οποία είναι εξαιρετικά επείγοντα και κρίσιμα, εκτός από την κρίση της ευρωζώνης, εκτός από ζητήματα περαιτέρω ενοποίησης στην ενιαία αγορά, έχουμε το μεταναστευτικό, το προσφυγικό και έχουμε την ανάγκη για μια ισχυρότερη παρουσία της Ευρώπης στο πεδίο της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και στο πεδίο κυρίως της ασφάλειας, της εσωτερικής ασφάλειας, αυτό δίνει τη δυνατότητα για τέτοιου είδους μεγάλες συμφωνίες πακέτα που θα μπορούν να ενσωματώσουν όλους, ή να ενσωματώσουν όσο γίνεται περισσότερους έχοντας κάποια ωφέλεια για τον καθένα εάν και διαφορετικής σημασίας και διαφορετικού είδους.

Θέλω να πω δυο πράγματα για το ευρώ, γιατί η Ευρωζώνη είναι ένα λαμπρό ιστορικό επίτευγμα. Κατ’ αρχήν ας θυμηθούμε όποτε μιλάμε, όποτε κάνουμε κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κριτική στις ατέλειες της Ευρωζώνης ας θυμηθούμε λίγο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής χρειάστηκαν πάνω από ένα αιώνα και ένα εμφύλιο πόλεμο για να μπορέσουν να γίνουν ομοσπονδία και ότι ακόμα υπάρχουν στην Αμερική πολίτες οι οποίοι ανεβάζουν στα μπαλκόνια και στα δημόσια κτίρια τη σημαία της συνομοσπονδίας και congressmen οι οποίοι εκλέγονται με την ατζέντα του επαναπατρισμού αρμοδιοτήτων από την Washington DC στις πολιτείες.

Το γεγονός ότι η Ευρωζώνη έχει πετύχει αυτά που έχει πετύχει μέσα σε τόσο συμπυκνωμένο ιστορικό χρόνο, νομίζω ότι είναι επίτευγμα. Έχοντας όμως πει αυτό συμφωνώ επίσης και νομίζω ότι το είπε ο Πάνος Τσακλόγλου ότι η αδυναμία της Ευρωζώνης να προχωρήσει στα στενότερα βήματα ενοποίησης την καθιστά εξαιρετικά ευάλωτη. Την καθιστά ευάλωτη διότι στην επόμενη κρίση θα υπάρχει μια τάση κεφαλαίων να φύγουν από την περιφέρεια, την καθιστά ευάλωτη διότι όταν τελειώσει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χώρες όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία θα μείνουν με ένα δημόσιο χρέος το οποίο θα είναι δύσκολα διαχειρίσιμο. Δύσκολα βιώσιμο όταν τα επιτόκια θα αρχίσουν να ανεβαίνουν σε πραγματικά επίπεδα αγοράς.

Την καθιστά ευάλωτη διότι υπάρχει στην Ευρωζώνη ένα βάρος κακών δανείων ύψους περίπου 900 δισεκατομμυρίων, τα οποία θα επιβάλουν πολύ μεγάλα βάρη ανακεφαλαιοποίησης στις τράπεζες και θα τείνουν να λειτουργούν αντιαναπτυξιακά.

Ποιος είναι ο δρόμος προς τα εμπρός; Ο δρόμος είναι ακριβώς η στρατηγική που ανέφερα πριν, της αναζήτησης των πολιτικών εκείνων στις οποίες έχουμε και δυνατότητα να αξιοποιήσουμε τις οικονομίες κλίμακος, δηλαδή να παραγάγουμε προστιθέμενη αξία στην ευρωζώνη, μέσα από περισσότερη συγκέντρωση πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δεύτερον, έχουμε τη δυνατότητα να ελαχιστοποιήσουμε τις αρνητικές εξωτερικότητες και να ενσωματώσουμε, να απορροφήσουμε τις αρνητικές εξωτερικότητες, δηλαδή τις επιπτώσεις τις διασυνοριακές.

Και είναι σαφές ότι η διαρκής αδυναμία, το ευάλωτο των οικονομιών της περιφέρειας, το οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία έχει διαρθρωτικές ρίζες, δομικές ρίζες και όχι μόνο συστημικές, είναι κάτι το οποίο λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στο μέλλον για το σύνολο της ευρωζώνης. Και δεν μπορούμε να θεωρούμε ότι μπορεί η ευρωζώνη να συνεχίσει επ’ αόριστο να λειτουργεί στη βάση του ότι το κόστος της διάλυσής της θα είναι πάντοτε αποτρεπτικό.

Δυο πράγματα λοιπόν. Ο επιμερισμός κινδύνων, το risk sharing, είναι κάτι το οποίο θα μπορέσει να αποτρέψει την ανάδειξη τέτοιων κινδύνων. Ο επιμερισμός κινδύνων δεν έρχεται μόνο με δημοσιονομικά εργαλεία, έρχεται και μέσα από το χρηματοπιστωτικό τομέα. Η πραγματικότητα είναι ότι και στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία, που είναι ομοσπονδιακά κράτη, το μεγαλύτερο μέρος του risk sharing γίνεται μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος αποτρέπει τη μετάδοση του κινδύνου από το τραπεζικό τομέα στον κρατικό τομέα.

Χρειαζόμαστε τολμηρότερα βήματα προς τα εκεί, τα οποία θα υποκαταστήσουν την έλλειψη τόλμης για στενότερη ενοποίηση στο δημοσιονομικό τομέα, διότι στο δημοσιονομικό τομέα έχουμε προτιμήσεις που είναι εξαιρετικά αντικρουόμενες.

Η Γαλλία θέλει προϋπολογισμό Ευρωζώνης, fiscal capacity, αλλά δεν θέλει να παραχωρήσει έδαφος στην οικονομική και δημοσιονομική πολιτική. Η Γερμανία θέλει δημοσιονομική ένωση ως αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία χωρίς fiscal capacity και χωρίς αμοιβαιοποίηση χρέους. Και η Ιταλία θέλει αμοιβαιοποίηση χρέους και τραπεζική ένωση και fiscal capacity χωρίς όμως να δέχεται να θέσει όρια στο ποσοστό επενδύσεων των ιταλικών τραπεζών σε κρατικά ομόλογα που είναι θεμελιώδες κομμάτι της τραπεζικής ενοποίησης.

Πρέπει να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, και κλείνω με αυτό, να επινοήσει αυτές τις μεγάλες συμφωνίες, αυτά τα μεγάλα grand bargains για να επιλύσει αυτή την πολύ μεγάλη απόκλιση διακρατικών συμφερόντων. Και ελπίζω να μην υποχρεωθεί να το κάνει υπό το απειλητικό φάσμα της επόμενης σφοδρής κρίσης στην Ευρωζώνη. Σας ευχαριστώ πολύ.

 

Ομιλία Γιώργου Παγουλάτου #EU60 from e-kyklos on Vimeo.


Παγουλάτος, Γιώργος

Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών