Δευτέρα, 27 Φεβ 2017

Ανυπαρξία αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας στην Ελλάδα

αρθρο του:

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που καλούνται όλες οι Μνημονιακές κυβερνήσεις να επιλύσουν τα τελευταία χρόνια, είναι το σύστημα υγείας στην χώρα μας, ο εξορθολογισμός των δαπανών περίθαλψης καθώς και των φαρμακευτικών δαπανών.

Οι απαιτήσεις που ισχύουν από το 1ο Μνημόνιο για μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, έχουν εν πολλοίς επιτευχθεί καθώς η συνολική μείωση από το 2011 έχει ξεπεράσει το 40% σε ετήσια βάση, ενώ η αντίστοιχη νοσοκομειακή δαπάνη έχει φθάσει στα όριά της μέσω του κλειστού προϋπολογισμού που ισχύει.

Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι από το 2015 και μετά έχουν εισαχθεί στο σύστημα πάνω από 30 νέες δραστικές ουσίες οι οποίες όμως δεν έχουν αξιολογηθεί καταλλήλως ούτε έχει καταρτιστεί κάποιος ειδικός προϋπολογισμός για τις νέες θεραπείες και την αντιστοίχισή τους με τα θεραπευτικά πρωτόκολλα.

Αυτό που πλέον λείπει μετ’επιτάσεως από το σύστημα υγείας της χώρας μας είναι η αξιολόγηση των τεχνολογιών υγείας όσον αφορά, τα φάρμακα, τις θεραπείες και τις τεχνικές, με στόχο την ενίσχυση της εγχώριας έρευνας και τεχνολογίας που θ’αποφέρει μεσοπρόθεσμα έσοδα στον δημόσιο προϋπολογισμό αλλά και ποιοτικότερες υπηρεσίες υγείας.

Είναι γεγονός πως για τα νέα καινοτόμα φάρμακα δεν έχει εφαρμοστεί το λεγόμενο Health Technology Assessment που είναι το διεθνές πρότυπο αξιολόγησης των υπηρεσιών υγείας. Θα έπρεπε μάλιστα κατόπιν σχετικής καταγραφής και αξιολόγησης, η αποζημίωση των συγκεκριμένων φαρμάκων να γίνεται με συνυπολογισμό της αξίας που δίνει στον ασθενή και της αποτελεσματικότητας που έχει πάνω στην βελτίωση της υγείας του, πολύ περισσότερο όταν αναφερόμαστε σε χρόνιες παθήσεις ή ανίατες ασθένειες.

Ο μόνος τρόπος για να αναβαθμίσει η χώρα μας το σύστημα και τις υπηρεσίες που προσφέρει στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, είναι η έρευνα, η καινοτομία και η αύξηση της εγχώριας παραγωγής με απώτερο στόχο και την αύξηση εξαγωγών των φαρμάκων, με κατοχύρωση συγκεκριμένων πρωτοκόλλων και πατεντών.

Μέσω της φαρμακευτικής καινοτομίας, έρευνες έχουν δείξει ότι μπορεί ν’αυξηθεί το προσδόκιμο ζωής, ιδίως στην Ελλάδα που η προσβασιμότητα σε συγκεκριμένα φάρμακα υψηλής αξίας έχει μειωθεί δραματικά.

Εκτός αυτού, τα οφέλη για την ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς για 1 ευρώ που επενδύεται σε νέα καινοτόμα φάρμακα, δραστικές ουσίες και εμβόλια, το αναμενόμενο κέρδος μπορεί να φθάσει και τα 10 ευρώ που σημαίνει σημαντική ενίσχυση για τα δημόσια έσοδα αλλά και για την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας.

Αυτή την στιγμή στην Ελλάδα οι τιμές των πρωτότυπων φαρμάκων είναι πάνω από 50% χαμηλότερες από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σημαντικό κίνητρο εισαγωγής, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται συνθήκες παράλληλων εξαγωγών που αποσκοπούν σε υψηλότερα κέρδη για τις φαρμακευτικές, δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα ελλείψεων και προσβασιμότητας των ασθενών.

Η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί πέραν των όποιων περιορισμών υπάρχουν λόγω του Μνημονίου που επιβάλλουν αφενός χαμηλότερες τιμές αλλά και μεγαλύτερη υποκατάσταση από τα γενόσημα με τις αντίστοιχες δραστικές ουσίες, επενδύωντας στην έρευνα και δημιουργώντας συνέργειες μεταξύ πανεπιστημίων, ιδιωτικών ερευνητικών κέντρων καθώς και εγχώριων φαρμακευτικών εταιριών.

Επίσης η χώρα οφείλει να γίνει ελκυστική και για τις ξένες εταιρίες, ώστε να εισάγονται με μεγαλύτερη ευκολία νέα καινοτόμα φάρμακα τα οποία θα εντάσσονται σε συγκεκριμένες θεραπευτικές μεθόδους.

Τα παραπάνω δεδομένα μπορούν να οδηγήσουν και σε συμπαραγωγές φαρμάκων μεταξύ εγχώριων και αλλοδαπών εταιριών, με στόχο την κάλυψη τόσο της εγχώριας ζήτησης, αλλά και της εξαγωγικής δράσης που θα υπερκαλύψει το κόστος παραγωγής.

Μάλιστα με τα νέα προγράμματα της ΕΕ αλλά και πολλών διεθνών οργανισμών, μπορούν να κινητοποιηθούν πόροι αλλά και να υπάρξει η κατάλληλη μόχλευση μέσω των τραπεζών, ώστε να στηριχθούν μεγάλα projects και επενδύσεις, χωρίς τελικά να επιβαρύνεται μονίμως ο ασθενής με την μετακύλιση του κόστους από την πολιτεία στις εταιρίες και από τις εταιρίες στον ασθενή.

Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι αν υπάρξει οργάνωση και πολιτική βούληση, τόσο ο χώρος του φαρμάκου όσο και συνολικά των τεχνολογιών υγείας, μπορεί ν’αποτελέσει για την χώρα μας μια αναπτυξιακή δυναμική που θα δώσει ώθηση στην ελληνική οικονομία, δημιουργώντας μάλιστα χιλιάδες νέες θέσεις εργασίες τόσο στην έρευνα όσο και στην Διοίκηση μονάδων υγείας.

Τώρα που οι φαρμακευτικές δαπάνες μέσω των οριζόντιων περικοπών αλλά και του ηλεκτρονικού συστήματος συνταγογράφησης, έχουν εξορθολογιστεί, αποτελεί μια ξεχωριστή ευκαιρία για την χώρα μας, να παράξει καινοτομία και όχι να μείνει προσκολλημένη στην διαρκώς μειούμενη ελληνική αγορά, που λόγω της μείωσης των εισοδημάτων αλλά και της επενδυτικής απραξίας των εταιριών, οδηγεί μαθηματικά σε νέες ελλείψεις φαρμάκων και υπηρεσιών με απρόβλεπτα αποτελέσματα για την υγεία των πολιτών.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: David Teniers the Younger (1610–1690), The Surgeon 

Ρεντούμης, Μελέτης

Ο Μελέτης Ρεντούμης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αποφοιτώντας από το τμήμα Οικονομικής Επιστήμης. Συνέχισε για μεταπτυχιακά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, με αντικείμενο τις Ευρωπαϊκές Σπουδές και εξειδίκευση στα χρηματοοικονομικά και τις χρηματοδοτήσεις. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, για περίπου ένα χρόνο, πάνω στο ερευνητικό πεδίο της ασφάλισης και τιμολόγησης των πληροφοριών μεγάλων συστημάτων. Το 2007 ως στέλεχος της Eurobank ανέλαβε υπεύθυνος για θέματα στρατηγικών συμφωνιών με μεγάλους προμηθευτές καθώς και για την διαχείριση του κόστους. Από το 2015 παραμένει στον Όμιλο της Eurobank ως επικεφαλής Συντονισμού Διεθνών Δραστηριοτήτων για θέματα Προμηθειών.