Σάββατο, 29 Δεκ 2018

Κίνα και Ευρωπαϊκή Βιομηχανία

αρθρο του:

Είναι αλήθεια ότι οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και της αλληλεξάρτησης των αγορών είναι πολλές και ποικίλες, αλλά και απρόβλεπτες πολλές φορές, όταν κάποιος από τους μεγάλους παγκόσμιους παίκτες τείνει να αποκλίνει από την ισορροπία που έχει επιτευχθεί στο διεθνές εμπόριο τις τελευταίες δεκαετίες.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τις ΗΠΑ, που με την εφαρμογή της πολιτικής Τραμπ θέλησε να ακολουθήσει μία πολιτική προστατευτισμού κυρίως απέναντι στην Κίνα, που είναι ο μεγάλος της αντίπαλος ως μέγεθος οικονομίας.

Βέβαια κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις συνέπειες για τις δύο μεγάλες χώρες όσον αφορά την κατεύθυνση του ισοζυγίου πληρωμών και των δυνητικών εμπορικών πλεονασμάτων, αλλά λόγω της ισχυρής εξάρτησης των αγορών, φαίνεται πως ο μεγάλος ασθενής είναι τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι η δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ δεν έπληξε όλους τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, η Ένωση και κυρίως η Ευρωζώνη, φαίνεται να πατάει φρένο όσον αφορά την ανάπτυξη αλλά και την ανεργία, που δείχνει να μην αποκλιμακώνεται με ταχείς ρυθμούς.

Οι μεγάλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες, κυρίως των αυτοκινήτων, αλλά και οι μεγάλοι οίκοι ειδών πολυτελείας, από κοσμήματα, μέχρι ένδυση και υπόδηση, δημιουργούσαν κέρδη τα τελευταία χρόνια, που ξεπερνούσαν το 20% του ετήσιου τζίρου τους από τις εξαγωγές στην Κίνα, κάτι που φαίνεται να πλήττεται σημαντικά από την έντονη προστατευτική πολιτική των ΗΠΑ.

Οι καιροί είναι επικίνδυνοι και ασύμμετροι. Απαιτούνται συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και μακροχρόνιες συμμαχίες, ώστε η ΕΕ να βρει ξανά τον δρόμο της. 

Η επιβράδυνση της ανάπτυξης της Κίνας, αρχίζει να γίνεται εμφανής, καθώς μειώνεται σταδιακά η ζήτηση για πρώτες ύλες από τις ευρωπαϊκές αγορές, με αποτέλεσμα να μειώνεται η οικονομική δραστηριότητα τόσο στην βιομηχανία αυτοκινήτων, όσο και στην οικοδομική δραστηριότητα που στηρίζεται στο τσιμέντο και τον χάλυβα.

Επίσης και τα πολυτελή αγαθά που εξάγονται στην Κίνα αρχίζουν σταδιακά να μειώνονται, επηρεάζοντας τα κέρδη των ευρωπαϊκών εταιριών, καθώς πλέον η μείωση των εταιρικών κερδών και η σταδιακή πτώση των διαθέσιμων εισοδημάτων, οδηγεί σε μία επιβραδυνόμενη αύξηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης στην Κίνα, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, που κατείχαν και το μεγαλύτερο μερίδιο εισαγωγών τέτοιου είδους αγαθών.

Εκτός αυτού, όταν η πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ καθίσταται όλο και πιο δυσχερής, η ανάπτυξη ευρωπαϊκών εταιριών και ίδρυση υποκαταστημάτων στην Κίνα, γίνεται από δύσκολη έως αδύνατη για εταιρίες χαμηλής κεφαλαιοποίησης.

Τόσο οι αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας και της Γαλλίας, όσο και οι διεθνείς οίκοι μόδας της Ιταλίας, αντιμετωπίζουν ήδη σημαντικά πλήγματα στην εξωστρέφεια που τις συντηρούσε τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της διαφαινόμενης επιβράδυνσης της Κίνας και της αδυναμίας εύρεσης προς το παρόν ενός έντιμου συμβιβασμού όσον αφορά τους δασμούς ανάμεσα στους δύο μεγαλύτερους παγκόσμιους παίκτες.

Αυτό που ήταν πλεονέκτημα για την ΕΕ τις προηγούμενες περιόδους, το ενιαίο και δυνατό ευρώ, σε συνδυασμό με μία κοινή εμπορική πολιτική και τα κίνητρα εξαγωγών, έκανε την ανοικτότητα ευάλωτη σε εξωγενείς παράγοντες, όπως η παγκόσμια πολιτική και οικονομική αστάθεια, χωρίς να έχει προς το παρόν εφαρμόσει κάποιους ικανοποιητικούς μηχανισμούς αντιστάθμισης κινδύνου.

Κανείς δεν φαίνεται να βγαίνει κερδισμένος από μία πορεία μείωσης και συρρίκνωσης του διεθνούς εμπορίου, χάριν μίας προστατευτικής πολιτικής η οποία βραχυπρόθεσμα μόνο προστατεύει την εγχώρια οικονομία.

Ο συνδυασμός των αυξημένων εταιρικών χρεών στην Ένωση, θα αυξήσει τα επιτόκια, θα προκαλέσει νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, με αποτέλεσμα μέρος των χρεών στα πλαίσια επιδοτήσεων να μετατραπεί σε δημόσιο χρέος, με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες για τους Ευρωπαίους πολίτες.

Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε, πως η ΕΕ κυρίως με τη νέα της διακυβέρνηση μετά τις ευρωεκλογές, οφείλει να σχεδιάσει μία νέα στρατηγική άμυνας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε σχέση με το συνολικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, ώστε να υπάρχουν ειδικά αναπτυξιακά ταμεία αλληλεγγύης για επιχειρήσεις που πλήττονται και εγκυμονούν σοβαρές οικονομικές συνέπειες σε σχέση με τον μακροπρόθεσμο δανεισμό τους. 

Οι καιροί είναι σίγουρα επικίνδυνοι, αλλά και ασύμμετροι, ενώ απαιτούνται συνετές δημοσιονομικές πολιτικές, καθώς και μακροχρόνιες συμμαχίες, ώστε το εγχείρημα της ΕΕ, να βρει ξανά τον δρόμο του απέναντι στις εξωτερικές μακροχρόνιες απειλές.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Jean Baptiste Armand Guillaumin, The Seine At Rouen

 

Ρεντούμης, Μελέτης

Ο Μελέτης Ρεντούμης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αποφοιτώντας από το τμήμα Οικονομικής Επιστήμης. Συνέχισε για μεταπτυχιακά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, με αντικείμενο τις Ευρωπαϊκές Σπουδές και εξειδίκευση στα χρηματοοικονομικά και τις χρηματοδοτήσεις. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, για περίπου ένα χρόνο, πάνω στο ερευνητικό πεδίο της ασφάλισης και τιμολόγησης των πληροφοριών μεγάλων συστημάτων. Το 2007 ως στέλεχος της Eurobank ανέλαβε υπεύθυνος για θέματα στρατηγικών συμφωνιών με μεγάλους προμηθευτές καθώς και για την διαχείριση του κόστους. Από το 2015 παραμένει στον Όμιλο της Eurobank ως επικεφαλής Συντονισμού Διεθνών Δραστηριοτήτων για θέματα Προμηθειών.