Τετάρτη, 01 Μαρ 2017

Ένα αυτοβιογραφικό ταξίδι χωρίς ... ίχνος σεβασμού!

αρθρο του:

Εισαγωγική διευκρίνιση: Το κείμενο που ακολουθεί είναι «κείμενο του facebook». Και μάλιστα, για δύο λόγους: Όχι μόνο γιατί αναρτήθηκε αρχικά στο εν λόγω μέσο κοινωνικής δικτύωσης, κάτι που εξηγεί και το ανάλαφρο ύφος του, αλλά και γιατί η ίδια η αφορμή συγγραφής του προήλθε από το facebook. Από τη διαδικτυακή πλάκα των τελευταίων εβδομάδων, συγκεκριμένα, να γίνονται αναρτήσεις, στις οποίες διάφοροι χρήστες λένε ιστορίες από τα παλιά, για να καταδείξουν πόσο μεγάλη ιστορία κουβαλούν στους ώμους τους, υποτίθεται, καταλήγοντας με παιγνιώδη διάθεση στην προτροπή, με τη μορφή υπότιτλου: #να_σέβεστε!


Όσο πιο πολύ μεγαλώνεις, τόσο αποφεύγεις προτροπές του στιλ "να (με) σέβεστε!" Απεναντίας, τρομάζεις όταν άλλοι σου εκφράζουν το σεβασμό τους, έχοντας το φόβο ή την υποψία ότι αυτό συμβαίνει ίσως λόγω του προκεχωρημένου της ηλικίας σου.. Τέτοιες (διαδικτυακές) πλάκες όμως λειτουργούν ως αφορμή για νοσταλγικές αναδρομές..

#να_σέβεστε!

Ήμουν παιδί σε μια εποχή που μας κούρευαν γουλί (με την ψιλή δηλαδή) για .. να δυναμώσει το μαλλί. Έτσι εξηγείται το .. πλούσιον της κώμης μου ή, ακριβέστερα, το .. εκθαμβωτικόν της φαλάκρας μου. Έχω, μάλιστα, και σχετική φωτογραφία με τον αδερφούλη μου βγαλμένη από παραδοσιακό φωτογράφο του Λευκού Πύργου: εκείνους με τις υπέροχες τεράστιες επιδαπέδιες φωτογραφικές μηχανές με τους τρίποδες..

Στο σχολείο αγαπούσαμε και σεβόμαστε τους δασκάλους μας που κι αυτοί όμως εκτελούσαν με πάθος το λειτούργημά τους. Κι ας μας χτυπούσαν καμιά φορά με τη βέργα, τουλάχιστον στο Δημοτικό, όπου άλλωστε φορούσαμε ποδιά

Θυμάμαι αχνά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης (στη Διαγώνιο) λίγο πριν τη δικτατορία να συνωστίζονται πολλοί νεολαίοι στο δρόμο και στα μπαλκόνια (των γραφείων της Ένωσης Κέντρου) και να κραυγάζουν ρυθμικά "Παπανδρέου, Παπανδρέου!!".. Και θυμάμαι επίσης το πρωί της 21ης Απριλίου που βγήκαν τα τανκς στους δρόμους. Και μου 'κανε εντύπωση μια φράση που την άκουγες συχνά από πολλούς απλούς ανυποψίαστους ανθρώπους, πού έχοντας φάει το σανό του τότε καθεστώτος, επαναλάμβαναν: "Τα φανταράκια μας έσωσαν". Ο σανός, βλέπετε, ήταν ανέκαθεν εύγευστος..

Για να μπούμε στο Γυμνάσιο δίναμε εισαγωγικές εξετάσεις. Μετά το σχολείο παίζαμε ποδοσφαιράκι και μπιλιάρδο σε καταγώγια ενώ για να νιώσουμε πρώιμα ..άνδρες καπνίζαμε κάτι περίεργα άφιλτρα τσιγάρα όπως "κιρετσιλέρ", γλυκόπιοτα Ξάνθης, Σαντέ, γαλλικά Gauloise και φυσικά Καρέλια και Ασσο.. Επίσης καμιά φορά αγοράζαμε χύμα (!!) τσιγάρα από το περίπτερο, χρησιμοποιώντας φτηνά παιδικά τεχνάσματα, του τύπου: Ο μπαμπάς μου θέλει 2 τσιγάρα "Άρωμα" ή "Old Navy"..

Φυσικά τα γυμνάσια και τα λύκεια ήταν χωρισμένα σε αρρένων και θηλέων.. Κάτι που συνέβαλε αναμφίβολα στο να μυθοποιήσουμε τις σχέσεις μας με το άλλο φύλο και να συγκινούμαστε πάντα -αν όχι να τρέχουμε πίσω- από μια γυναικεία παρουσία ή, ενίοτε, οπτασία..

Θυμάμαι τον εαυτό μου να βλέπει αρκετούς ποδοσφαιρικούς αγώνες και ιδίως τα ευρωπαϊκά ματς του Παναθηναϊκού της εποχής του Γουέμπλεϊ μαζί με παιδιά της γειτονιάς στο πεζοδρόμιο: στις βιτρίνες μαγαζιών που πουλούσαν τηλεοράσεις. Ανεξίτηλα στη μνήμη μου χαράχθηκε το γκολ του Αντωνιάδη με την Έβερτον στο εκτός έδρας 1-1. Όπως, βέβαια, και ο τελικός Παγκοσμίου Κυπέλλου Βραζιλία-Ιταλία 4-1 με αρχηγούς τον Πελέ και τον Ματσόλα.. Και πάντα τη θλίψη του βραδινού της Κυριακής, ιδίως μετά το τέλος της «Αθλητικής Κυριακής» με τον Διακογιάννη και/ή τον Φουντουκίδη..

Στη Θεσσαλονίκη είχε πολλά καραβάκια που μας πήγαιναν για μπάνιο στην Περαία-Μπαξέ-Πλαζ-Αγία Τριάδα. Θυμάμαι το πιο αργό: την «Ευδοκία» και τα δύο πιο γρήγορα: την «Καμέλια» και «Θεσσαλονίκη ΙΙ». Ο κόσμος δεν ήταν ακόμη αρκετά εξοικειωμένος με την κολύμβηση. Συχνά έβλεπες όχι μόνο παιδάκια αλλά και μεγάλους ανθρώπους να πλατσουρίζουν μέσα σε τεράστιες μαύρες "σαμπρέλες" (από ρόδες τρακτέρ;), ενώ γιαγιάδες να σηκώνουν τα φουστάνια και να βουτούν μόνο τα πόδια τους στο νερό, ενώ φαίνονταν οι βράκες τους που έφθαναν έως τα γόνατα.

Στα μέρη αυτά που πήγαινε ο κόσμος για μπάνιο αρκετές οικογένειες, λόγω στενών οικονομικών, άνοιγαν στις ταβέρνες τάπερ με φαγητό από το σπίτι και έκαναν απλώς συμπληρωματική παραγγελία στο σερβιτόρο: μπίρες, πατάτες, φέτα, καμιά μύδια. Ενώ πολλοί άλλοι, έστρωναν κιλίμι κάτω από δένδρα όπου καθόταν ή ξάπλωνε και έτρωγε όλη η οικογένεια για τις πολλές ώρες που διαρκούσαν τα θαλασσινά λουτρά: μπάνιο πρωινό, μπάνιο απογευματινό..

Οι γονείς μας, βλέπετε, έχοντας ζήσει κατοχή ως παιδιά και μετά εμφύλιο, αλλά και κουβαλώντας στο DNA τους τις μνήμες της Ψωροκώσταινας, ήταν ιδιαιτέρως ολιγαρκείς και με πνεύμα ακραίας προσφοράς προς την οικογένεια, σε αντίθεση με τις γενιές μετά το '80. Θυμάμαι τον πατέρα μου, όπως άλλωστε και πολλούς άλλους της γενιάς του, που έλεγαν όλο καμάρι: "Εγώ, ατομικά έξοδα μηδέν: δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν πάω καφενείο!". Τι βίαιη αλλαγή προτύπων, αλήθεια, επισυνέβη! Μέσα σε λίγα χρόνια καμαρώναμε σχεδόν αποκλειστικά μόνο για το τι καταναλώναμε: τι αυτοκίνητο οδηγούμε και εάν το ουίσκι που πίνουμε είναι παλαιωμένο ή malt. Από το ένα άκρο στο άλλο..

Και, βέβαια, να μη μιλήσουμε για τους παππούδες μας.. Σκεφθείτε ο δικός μου είχε πολεμήσει από το 1912 μέχρι το 1922: Είχε λάβει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α' Παγκόσμιο, μετά τους έστειλαν στην Ουκρανία να πολεμήσουν τον Λένιν(!) και μετά στη Μικρασιατική Εκστρατεία.. Ευκολάκι! Τόση φτώχεια υπήρχε όμως στην Ελλάδα, που η στρατιωτική θητεία σε προφύλασσε τουλάχιστον από την πείνα, ενώ συχνά μάθαινες και κάποια "τέχνη".. Παιδί τις Κυριακές άκουγα "πολεμικές" ιστορίες από τον παππού μου, που κάθε άλλο, παρά πολεμοχαρείς ήταν! Όλες είχαν δύο κοινά στοιχεία: πόσο πλούσιος ήταν ο κάμπος της Μικράς Ασίας σε σύγκριση με τη Δυτική Μακεδονία και πόσο ωραίες (και προφανώς περιποιημένες και, ως εκ τούτου, σαγηνευτικές) ήταν οι Σμυρνιές..

Κατά τα λοιπά, από τους παππούδες, τους γονείς και τους δασκάλους μας ακούγαμε ως παιδιά λόγια που σήμερα ηχούν ως .."περίεργα", ως συντηρητικά, υποτίθεται, αν όχι …ως νεοφιλελεύθερα: Εξήραν την εργατικότητα, την ολιγάρκεια και, προ πάντων, την ανάγκη για αποταμίευση: "Άμα βγάζεις 10, να αποταμιεύεις 2!", μας νουθετούσαν με κουραστικά επαναλαμβανόμενο τρόπο. Και φυσικά, αυτά που «έβγαζαν» ούτε πολλά ήταν ούτε εύκολα «έβγαιναν». Απλά με τη νοοτροπία αυτή πέτυχαν να δημιουργήσουν κινητές και ακίνητες οικονομικές αξίες, που ακόμη και σήμερα λειτουργούν υπέρ των απογόνων τους. Όλοι σχεδόν, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξεως, ακόμη και οι εργάτες αποταμίευαν και αγόραζαν ένα διαμέρισμα τουλάχιστον "για τα παιδιά". Οι έξοδοι περιορισμένες και συχνά γίνονταν στα πάρκα ή περιορίζονταν σε βόλτες στην παραλία με πασατέμπο. Τα παγκάκια ήταν πάντα γεμάτα..

Εναλλακτικά, μπορούσες να πας για "καλό" μπάνιο με το ΚΤΕΛ (όχι με τον ΟΑΣΘ) στην απέναντι όχθη του Θερμαϊκού. Το "φθηνό" μπάνιο -αλλά, ιδίω κινδύνω, για τυχόν δυσάρεστα ινσταντανέ- γινόταν στην περιοχή Αλλατίνη (συμβολή Γ. Παπανδρέου με Σοφούλη), στην περιοχή "Παπαρούνα" (εκεί που σήμερα είναι το "Shark") ή, κάπως καλύτερα, στην Πλαζ της Αρετσούς (Καλαμαριά). Με το ΚΤΕΛ πήγαινες τότε και στο Αρσακλί (Πανόραμα) ή στο Ασβεστοχώρι και το Σανατόριο (Εξοχή)!

Στα λεωφορεία της αστικής συγκοινωνίας είχε εισπράκτορες, που επαναλάμβαναν βαρετά τον πλεονασμό: "Παρακαλώ προχωρείτε μπροστά!.." (ή στον διάδρομο). Η ύπαρξη των εισπρακτόρων του ΟΑΣΘ, άλλωστε, εδωσε αφορμή και για το γνωστό ..σεξιστικό ανέκδοτο των εφηβικών μας χρόνων: "Στάση Καμάρα! Άνοιξε μπρος-πίσω"!..

Πρόλαβα επίσης τα τζουκ μποξ στα σουβλατζίδικα (snack bars): Θυμάμαι το "να 'τανε το 21" με τον Νταλάρα (του βγάζω το καπέλο: τόσα χρόνια αδιάκοπης ποιοτικής παρουσίας: αυτός και η Μαρινέλλα), το "στην επάνω γειτονιά", το "δελφίνι" του Καλατζή κι δύο πολύ βαριά λαϊκά που δεν μου άρεσαν τότε ως μικρό παιδί: Το ένα πρέπει να' ταν του Καζαντζίδη και λεγόταν "την Παρασκευή το βράδυ" ενώ το άλλο, όλο παράπονο, έθετε το κρίσιμο ερώτημα : "Γιατί καλέ γειτόνισσα, αφού σου τηλεφώνησα, δεν άφησες στην πόρτα το κλειδί;..". Απαιτητικός ο αοιδός, δεν λέω..

Και φυσικά η Τσιμισκή δεν είχε ακόμη μονοδρομηθεί, ενώ στην αρχή της Μπότσαρη (πριν γίνει η Νέα Παραλία) είχε ψαροταβέρνες πάνω στη θάλασσα σε ξύλινη πλατφόρμα που μου φαίνονταν μαγικές..

Κάπου εδώ βάζω άνω τελεία, μη σας κουράζω! Οι ιστορίες, άλλωστε, δεν τελειώνουν ποτέ. Στόχος μου ήταν απλώς να δώσω ένα εικονογραφημένο αποτύπωμα μιας εποχής που τυπικά έφυγε, «υπάρχει» όμως ακόμη μέσα μας και ναι μεν δεν προσφέρεται για «αντιγραφή», έχει όμως πολλά διδακτικά και αισιόδοξα, κατά βάση, μηνύματα και για τους σημερινούς νέους, τηρουμένων πάντα των αναλογιών..


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Πάνος Παπανάκος (1930-1999), Μνήμη καλοκαιρινή

Τέλλης, Νίκος

Ο Νίκος Τέλλης είναι καθηγητής εμπορικού δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ από το 2008. Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Αμβούργου (1987) με συγγραφικό έργο στην ελληνική, γερμανική και αγγλική γλώσσα, που εστιάζεται κυρίως σε θέματα εμπορικών εταιρειών, συστημάτων διανομής και δικαίου ανταγωνισμού. Συμμετέχει σε πολλές επιστημονικές εταιρείες της ημεδαπής και της αλλοδαπής. Διετέλεσε Αναπλ. Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού, μέλος στην Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, καθώς και Πρόεδρος (μη εκτελεστικός) της ΕΡΤ το διάστημα 2012-13. Στις βουλευτικές εκλογές του 2015 ήταν υποψήφιος με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη στην Α' Θεσσαλονίκης.