Πέμπτη, 17 Νοε 2016

Ομιλία του Λευτέρη Κουσούλη στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών στην Σπάρτη

αρθρο του:

Το κείμενο αποτελεί την ομιλία του Λευτέρη Κουσούλη στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών στην Σπάρτη με θέμα «Ποιο μέλλον για την Ελλάδα; Μπορεί να αποφευχθεί το τέταρτο μνημόνιο;» με τον Γιάννη Κουτσομύτη και τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Τη συζήτηση συντόνιζε ο Παναγιώτης Κομνηνός. (14.11.2016)


Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, αγαπητοί συμπατριώτες. Χαίρομαι πάρα πολύ που βρίσκομαι σήμερα στη Σπάρτη. Η  Σπάρτη και η Λακωνία για μένα είναι ο τόπος μου. Έχω γεννηθεί στην Ελίκα, έχω τελειώσει το Γυμνάσιο Αρρένων Σπάρτης, το Λύκειο Μολάων Λακωνίας, έχω τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο Αστερίου Λακωνίας, έχω μεγαλώσει στα Λιρά. Ο πατέρας μου έχει ζήσει εδώ με τη  μητέρα μου, ήταν ιερέας στο μικρό ναό στο δρόμο προς το Μιστρά.

Έτσι λοιπόν για μένα η Λακωνία και η Σπάρτη, η Σπάρτη και η Λακωνία δεν είναι απλώς ένας τόπος γης, είναι και τόπος συνείδησης. Από δω άρχισα να σκέφτομαι τα πράγματα και έτσι όπως το έφερε το τυχαίο των σπουδών, συναντήθηκα με τα κοινωνικά φαινόμενα, το φαινόμενο της εξουσίας και την πολιτική λειτουργία.

Η ελληνική κοινωνία είναι μια κλειστή κοινωνία. Θέλει διαρκώς να περιορίζεται στον εαυτό της.

Το θέμα το οποίο είναι προς συζήτηση σήμερα στη συνάντησή μας, αν η Ελλάδα έχει μέλλον, είναι ένα ερώτημα το οποίο τίθεται στις κοινωνίες είτε αυτές είναι μικρές είτε μεγάλες πάντα, κυρίως όμως τίθεται πιεστικά και απαιτητικά όταν η κοινωνία, μικρή ή μεγάλη, βρίσκεται σε κρίση. Εκεί υπάρχει μια αγωνία για την απάντηση, οι άνθρωποι ήθελαν να γνωρίζουν το μέλλον τους, πώς θα συνεχιστεί ο χρόνος σε σύγκριση πάντα με το παρελθόν και αν πράγματι υπάρχουν απαντήσεις.

Σήμερα, στην Ελλάδα του 2016, το ερώτημα αυτό δε μπορεί ν’ απαντηθεί φίλες και φίλοι. Μπορεί να έχει μέλλον, μπορεί όμως και να μην έχει. Η δική μου αρθρογραφία και τα κείμενά μου έχουν μια απαισιοδοξία μέσα, αν και εγώ είμαι ένας μαχόμενος αισιόδοξος άνθρωπος, είμαι πιο κοντά στην απάντηση ότι το άμεσο μέλλον για τη χώρα είναι πιο κοντά στην εικόνα μιας αξημέρωτης νύχτας παρά μιας ελπίδας που μπορεί ν’ ανατείλει και ενός φωτός που μπορεί να έρθει.

Γι’ αυτό  το ζήτημα που τίθεται σήμερα στους Έλληνες του 2016 είναι ν’ απαντηθεί σωστά το ερώτημα: Πού βρισκόμαστε πραγματικά; Ποια είναι η κατάσταση της χώρας; Και επιτρέψτε μου τη θεωρητική περιγραφή, ποια είναι η συνείδηση του ανθρώπου, Έλληνα, το 2016 που γεννιέται εδώ, ζει εδώ, εργάζεται εδώ, μεγαλώνει εδώ και πεθαίνει εδώ;

Το ζήτημα της απάντησης είναι, θα μπορούσα να πω, απογοητευτικό. Γιατί η ελληνική κοινωνία έτσι όπως εξελίχθηκε, είναι μια κλειστή κοινωνία. Και ως κλειστή κοινωνία αγαπάει πάρα πολύ τον εαυτό της, θεωρεί ότι δεν υπάρχει κόσμος έξω από τον περίκλειστο και περιτοιχισμένο μικρό της κόσμο, άρα στην πραγματικότητα έχει εντός της μια συρρικνωτική λογική.

Δηλαδή θέλει διαρκώς να περιορίζεται στον εαυτό της, αυτοθαυμαζόμενη, αυτάρεσκα γι’ αυτό που πιστεύει στη φαντασία της ότι είναι. Η κλειστή κοινωνία ξέρετε έχει ένα χαρακτηριστικό: Εχθρεύεται τη μεταβολή αλλά και τους εκφραστές της μεταβολής. Και η ελληνική κοινωνία, αν ρίξουμε μια ματιά στις τελευταίες δεκαετίες, στη δημοκρατική της φάση, θα δούμε ότι στο βάθος παρά την εξωτερική αλλαγή που πολλοί ευαγγελίστηκαν και επιχείρησαν, παρέμεινε μια κλειστή κοινωνία στον πυρήνα της.

Ως κλειστή κοινωνία αντιμετωπίζει την κρίση, ως κλειστή κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη υποχρεωτικά, αναπόφευκτα με τον έξω κόσμο και ως κλειστή κοινωνία ηττήθηκε, ηττάται και παραμένει ηττημένη. Η κλειστή κοινωνία, ένα από τα ζητήματα τα οποία θέτει, είναι ότι ποτέ δεν ευθύνεται η ίδια γι’ αυτό το οποίο της συμβαίνει. Αυτό που είναι σημαντικό, γι’ αυτό και είναι σκοτεινό, γι’ αυτό και το ερώτημα «έχει μέλλον η Ελλάδα;» είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί, έχει σχέση με αυτή τη συνείδηση του κλειστού κόσμου, αυτή που εγώ ονομάζω συνείδηση οικισμού.

Για ν’ αντιμετωπίσει το μέλλον της η ελληνική κοινωνία πρέπει να φύγει από τον κλειστό κόσμο.

Που δεν είναι φίλες και φίλοι τα μικρά σπίτια, οι κάμποι ή τα βουνά. Είναι ένας τόπος συνείδησης. Δηλαδή είναι μια αντίληψη για τον κόσμο.  Μια ματιά στο τί συμβαίνει πέριξ ημών και η αδυναμία να δοθεί  μια απάντηση  που συνδέεται με τον έξω κόσμο. Έτσι λοιπόν, το ερώτημα το θέτει ένας οικισμός στον εαυτό του, μια μικρή χώρα στον εαυτό της λέει «μπορώ ν’ αντιμετωπίσω το μέλλον μου;».

Για ν’ αντιμετωπίσει το μέλλον της πρέπει να φύγει από τον κλειστό κόσμο, τη συνείδηση δηλαδή του οικισμού, του περίκλειστου, περιτοιχισμένου χώρου και ν’ ανοιχτεί στον κόσμο. Δηλαδή τι να κάνει; Να αναλάβει την ευθύνη αυτής της εξόδου, τις δυσκολίες αυτής της πορείας, δηλαδή να συνειδητοποιήσει ότι χωρίς μέτωπο και σύγκρουση δεν υπάρχει εξέλιξη και μεταβολή. Να αποδεχθεί τη δοκιμασία που εμπεριέχει αυτή η πορεία.

Αυτό είναι το ζήτημα σήμερα μπροστά στο οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία επιχείρησε τα τελευταία χρόνια να δώσει απαντήσεις μέσα από τις πολιτικές της επιλογές. Από το 2009 μέχρι το 2016 που βρισκόμαστε σήμερα, ο ελληνικός λαός πήρε τις αποφάσεις του, προχώρησε στην αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, επέβαλε τον κατακερματισμό στο δημόσιο χώρο και στην πολιτική αντιπροσώπευση αλλά παρά ταύτα παραμένει  σε ένα αδιέξοδο.

Η χώρα ήταν στην έρημο και η προοπτική της είναι να μπει ακόμη πιο βαθιά στην έρημο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Συμβαίνει φίλες και φίλοι, γιατί η ελληνική κοινωνία αρνείται να συζητήσει τα σημαντικά. Και ποια είναι τα σημαντικά και θεμελιώδη που κάθε κοινωνία συναντά μπροστά της είτε το θέλει είτε όχι; Αυτά πάντως υπάρχουν ενώπιόν της είτε το θέλει είτε όχι.

Επιτρέψτε μου να πω αυτά τα τρία σημαντικά για να πάμε στο τέταρτο ακόμη πιο σημαντικό. Το πρώτο σημαντικό είναι ένα δεδομένο, μαθηματικού χαρακτήρα. Όλες οι κοινωνίες, μικρές ή μεγάλες, έχουν στη διάθεσή τους περιορισμένους πόρους. Καμία κοινωνία δεν έχει απεριόριστους πόρους. Δεν πέφτουν λεφτά από τον ουρανό. Και το μάννα δεν ξέρω αν έπεσε πράγματι στην Παλαιά Διαθήκη. Πάντως ποτέ καμία κοινωνία  δε γέννησε πόρους και πλούτο.

Άρα λοιπόν οι κυβερνήσεις, οι κοινωνίες, οι κυβερνήτες, έχουν  μπροστά τους ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. Οι πόροι θα είναι πάντα περιορισμένοι. Συνακόλουθα λοιπόν και τα προβλήματα που γεννιούνται με την κατανομή, την ισότητα, την αδικία, την  ανισότητα, των διαθέσιμων πόρων ή του διαθέσιμου πλούτου.

Η λέξη «αλήθεια» στην πολιτική είναι λέξη επαναστατική.

Το δεύτερο είναι ένα ερώτημα που είπα πριν από λίγο. Η κοινωνία πρέπει ν’ απαντήσει: Θα κλειστώ στον εαυτό μου ή  θα συνδεθώ με τον έξω κόσμο;

Θα γίνω δηλαδή ένας μικρός οικισμός ή θ’ ανοιχτώ στον κόσμο και θα συνδεθώ μαζί του και μέσα από  τη σύνδεση με τον κόσμο θα προσπαθήσω, διατηρώντας την ταυτότητά μου να γίνω προοδευτικά κάτι άλλο και διαφορετικό, αλλά στην πραγματικότητα εξερχόμενος από την περίκλειστη αντίληψή μου, που με θέλει στην πραγματικότητα υπόδουλο των μικρών συνθηκών της αυταπάτης ότι είμαι αυτοτελής, ασφαλής και μοναδικός στον κόσμο;

Αυτά πρέπει ν’ απαντηθούν. Η ελληνική κοινωνία αρνείται να τα θέσει, να τα συζητήσει και να τ’ απαντήσει. Θα δούμε γιατί συμβαίνει αυτό στη συνέχεια. Και υπάρχει κι ένα τρίτο βασικό ζήτημα φίλες και φίλοι, κυρίες και κύριοι: Ότι όταν κάνουμε μια πολιτική συζήτηση, η πολιτική δε μπορεί παρά να γίνεται σε σύγκριση με τον υπαρκτό κόσμο.

Δε συγκρίνουμε, δε μελετάμε, δε συζητάμε με βάση το κριτήριο των επιθυμιών μας ότι θέλουμε κάτι άλλο απολύτως καλύτερο, παράδειγμα έναν πλούσιο κόσμο, να εργαζόμαστε λιγότεροι, ενδεχομένως να μην εργαζόμαστε και καθόλου. Αυτό δεν είναι αντικείμενο συζήτησης. Γι’ αυτό και επειδή ακριβώς τα τρία αυτά ζητήματα δεν τίθενται στη συζήτηση οργανωμένα, συνειδητά, σχεδιασμένα και επιτακτικά, από τους πολιτικούς αντιπροσώπους  της χώρας, δε δίνονται και απαντήσεις.

Τα τρία αυτά δεδομένα, δηλαδή το πρώτο «έχουμε περιορισμένους πάντα πόρους», το δεύτερο «κλειστοί ή ανοιχτοί στον κόσμο, κλειστή ή ανοιχτή κοινωνία» και το τρίτο «συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τον υπαρκτό κόσμο και  όχι της επιθυμίας μας», δεν τίθενται ως ζητήματα, δηλαδή δεν γίνεται ένα βήμα κατανόησης των συνθηκών της ζωής μας ώστε με αυτογνωσία, άρα και ελευθερία, να προχωρήσουμε.

Προκύπτει, φίλες και φίλοι όπως σε όλες τις καθυστερημένες κοινωνίες, η μαγεία του ψεύδους. Δηλαδή στη χώρα αυτή το ψεύδος ασκεί μια φοβερή γοητεία. Οι  άνθρωποι αποδέχονται αθεμελίωτα δεδομένα ωσάν να είναι νήπια στη σκέψη και στη συνείδηση. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Μια κοινωνία που έχει τεχνολογική  πάντως εξέλιξη, δηλαδή υποδομές, αυτοκίνητα, καλά σπίτια, πολλά κινητά τηλέφωνα, συνδέεται δηλαδή τεχνολογικά με την εποχή της, γιατί αρνείται να παρακολουθεί το δρόμο του ορθού λόγου, δηλαδή ότι το 1 και 1 κάνει 2, και δεν κάνει 6;

Αλήθεια στην πολιτική, είναι η αναγνώριση και αποδοχή των ορίων της πραγματικότητα.

Δηλαδή, γιατί αποδέχεται τους πολιτικούς ψευδοπροφήτες οι οποίοι λένε ότι πίσω από τον πρώτο αμμόλοφο υπάρχει μια φοβερή όαση, διαθέσιμο νερό, συνεπώς μπορούμε να καταναλώσουμε το νερό που διαθέτουμε τώρα, ενώ γνωρίζει ότι δεν υπάρχει όαση πίσω από τον αμμόλοφο;

Γιατί, φίλες και φίλοι, προηγούνται τα άλλα. Η κοινωνία αρνείται τη συζήτηση που οδηγεί στην αυτογνωσία. Ότι οι πόροι είναι πάντα περιορισμένοι και πρέπει να παραχθούν οι πόροι. Ότι είμαστε μια κλειστή κοινωνία και αν δεν ανοιχτούμε στον κόσμο θα πεθάνουμε στο μικρόκοσμο τον περιτοιχισμένο και τον περίκλειστο. Και το τρίτο, ότι αυτός είναι ο υπαρκτός κόσμος. Υπάρχουμε  στα πραγματικά δεδομένα της ζωής μας. Δεν υπάρχουμε στον κόσμο που κατασκευάζουμε στη φαντασία μας.               

Επιτρέψτε μου να πω, αποφεύγω ν’ αναφέρομαι στα κείμενά μου,  αν κάποιος ενδιαφέρεται, έχω πριν από καιρό γράψει ένα κείμενο το οποίο θεωρώ  ότι αν κανείς αναζητά την αυτογνωσία θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο. Ένα κείμενο με τίτλο «Η ψευδής συνείδηση». Δηλαδή πώς κατασκευάζεται ο κόσμος ψευδώς εντός μας.

Αυτός ο κατασκευασμένος κόσμος εντός μας, δηλαδή ο μη πραγματικός κόσμος, είναι αυτός που οδηγεί τη χώρα. Και αυτή η πράξη, αυτός ο οδηγός, αντί να βγάζει τη χώρα από την έρημο, την οδηγεί ακόμη πιο βαθιά στην έρημο. Και δε γίνεται η σύγκρουση πάνω σε αυτό.              

Ποιος είναι ο μεγάλος υπεύθυνος, οι μεγάλοι υπεύθυνοι αυτής της πορείας και ποιος είναι σήμερα ο μεγάλος εχθρός της χώρας; Μακρηγορώ λίγο αλλά σιγά σιγά θα πάω προς το τέλος και θα τα συζητήσουμε  στη συνέχεια. Ο μεγάλος υπεύθυνος αυτής της πορείας, είναι ότι στη χώρα δεν υπήρξε ουσιαστική πολιτική σύγκρουση.

Οι κοινωνίες έχουν μέλλον αν μπορούν να το δημιουργήσουν.

Δηλαδή από το ’74 και μετά, όταν έχουμε μια τομή στο χρόνο και έχουμε μια δημοκρατική φάση, τα πολιτικά κόμματα αντί να λειτουργήσουν επαναστατικά, δηλαδή να λειτουργήσουν ως οδηγοί για τη συνείδηση, να περιγράψουν τα πράγματα όπως είναι, άρα να βοηθήσουν τον Έλληνα  να κάνει βήματα αυτογνωσίας άρα και δικαιωμάτων και ελευθερίας, έγιναν φεουδαρχικού τύπου πολιτικοί Οργανισμοί με σκοπό την αδράνεια και την αυτοσυντήρηση.

Τα πολιτικά κόμματα στη χώρα φίλες και φίλοι, είναι οι μεγάλοι υπεύθυνοι  λόγω του τρόπου της λειτουργίας τους. Απουσία εσωκομματικής δημοκρατίας, απουσία εσωκομματικής σύγκρουσης, άρνηση της μεταβολής, εχθρότητα σε κάθε πρόταση ουσιαστικής αλλαγής.

Έτσι λοιπόν αυτό που συνηθίζουμε και λένε οι δημοσιογράφοι, πολιτικό σύστημα στη χώρα δεν έχει καμία σχέση με σύστημα φίλες και φίλοι. Είναι ένα μόρφωμα φεουδαρχικού τύπου, το οποίο αν η κοινωνία δεν ανατινάξει θα πάει ακόμη πιο βαθιά στην έρημο.

Τί σημαίνει σύστημα; Σύστημα είναι  ένα σύνολο στοιχείων που βρίσκεται σε τέτοια μεταξύ τους σχέση, ώστε η αλλαγή του ενός να φέρνει αλλαγή σε όλο το υπόλοιπο μέρος και η αλλαγή του μέρους να παρασύρει το επιμέρους. Αυτό δε συνέβη στη χώρα. Τα κόμματα  στην πραγματικότητα προχώρησαν σε μια αρπαγή της εξουσίας και ποια είναι αυτή η αρπαγή της εξουσίας κάθε φορά: Πρόκειται  για την αρπαγή του κράτους.

Ο μεγάλος εχθρός ο οποίος τελικά είναι ο παράγοντας της καθίζησης και το μεγάλο  εμπόδιο στην εξέλιξη στην ελληνική κοινωνία φίλες και φίλοι, υπήρξε το κράτος. Και σήμερα το κράτος και οι κρατικές λειτουργίες. Στην Ελλάδα δεν έχουμε κράτος δικαίου, όχι με την έννοια που θα το έλεγε ένας νομικός όπως ο κ. Βενιζέλος, δεν έχουμε κράτος δικαίου με την έννοια ότι αυτή η θεσμική συνάθροιση κανόνων δεν είναι σύστημα υπεράσπισης των δικαιωμάτων των ανθρώπων αλλά είναι ένα σύστημα απαγορεύσεων.

Όπου το κράτος είναι υπερασπιστής των απαγορεύσεων και παραγωγός απαγορεύσεων, γίνεται δουλοκτητικό κράτος με την έννοια της παλαιάς μεσαιωνικής δουλοκτησίας. Δηλαδή οι άνθρωποι γίνονται εξαρτήματα της κεντρικής λειτουργίας, πιεστικά και ανελεύθερα. Το αντίθετο ποιο θα ήταν; Θα ήταν ένα κράτος εγγυητής των δικαιωμάτων και της ελευθερίας.

Μπορεί να διανοιχθεί ένας δρόμος, να ανασταλεί αυτή η πορεία που είναι μια πορεία προς την αξημέρωτη νύχτα.

Στην Ελλάδα λοιπόν του 2016, επιβιώνει ακόμη αυτό το δουλοκτητικό κράτος που είναι εργαλείο εξάρτησης, καταπάτησης των δικαιωμάτων και καταπάτησης της ελευθερίας. Στη χώρα φίλες και φίλοι, υπάρχει η ανάγκη μιας πολιτικής επανάστασης. Αυτή η πολιτική επανάσταση έχει σχέση με μία λέξη και συνδέεται μόνο με έναν τόπο: Με τον τόπο της συνείδησης των ανθρώπων. Η λέξη είναι  η λέξη «αλήθεια».

Και η λέξη «αλήθεια» στην πολιτική φίλες και φίλοι δεν έχει ηθικοπλαστική έννοια. Δεν είναι λέξη του κατηχητικού. Είναι λέξη επαναστατική γιατί οδηγεί τη συνείδηση πιο κοντά στην πραγματικότητα. Αλήθεια στην πολιτική, είναι η αναγνώριση και αποδοχή των ορίων της πραγματικότητα.

Όταν κανείς γνωρίζει ποιος είναι, πού πάει, σε ποιον κόσμο  ζει, τί θέλει να κάνει, τον πραγματικό κόσμο, κι όχι τον κατασκευασμένο της ψευδούς συνείδησης, τότε σηκώνεται όρθιος, πολεμάει, δίνει τη μάχη και πορεύεται νικηφόρα ακόμα και στην έρημο.

Αν δε γίνει αυτό, τότε η χώρα δεν έχει μέλλον και θα υπάρχει ανάγκη όχι μόνο για 4ο, και για 5ο μνημόνιο το οποίο όμως θα πάρει τότε το χαρακτήρα της δημόσιας επαιτείας μιας ήδη ηττημένης χώρας, η οποία για να σηκωθεί όρθια, πρέπει πρώτα να διεκδικήσει ο καθένας ξεχωριστά, η ατομική συνείδηση ξεχωριστά, το δικαίωμα στην αλήθεια και από τον εαυτό  της και από τους άλλους.

Μέσα από αυτές τις σκέψεις περνά η αναζήτηση της απάντησης αν έχει σήμερα μέλλον η Ελλάδα. Οι κοινωνίες έχουν μέλλον αν μπορούν να το δημιουργήσουν. Δε λέω να το  κατασκευάσουν. Να το δημιουργήσουν. Δηλαδή  αν μπορούν οι άνθρωποι ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της εποχής τους. Αν δε μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της εποχής τους, δε μπορούν δηλαδή ν’ απαντήσουν  στα κεντρικά ερωτήματα και υποκύπτουν στη μαγεία και τη γοητεία του ψεύδους, δεν έχουν κανένα μέλλον.

Σήμερα, ό,τι είναι ορατό μπροστά μας, μας δείχνει ότι  μάλλον η χώρα μας δεν έχει μέλλον και ότι θα μπει ακόμη πιο βαθιά  στην έρημο. Αλλά επειδή εγώ, ως Έλληνας, πιστεύω και στον κάθε συνάνθρωπό μου, αλλά και στην Ελλάδα, μπορεί αυτό ν’ ακούγεται λίγο ουτοπικό, αλλά εμπιστεύομαι  πραγματικά αυτό που οι Έλληνες μπορούν να δημιουργήσουν, αν συναισθανθούν την ανάγκη να δημιουργήσουν πράγματι κάτι.

Μπορεί να βρεθεί, να διανοιχθεί ένας δρόμος και, ακόμη και μέσα από την έρημο, να ανασταλεί αυτή η πορεία που είναι μια πορεία προς την αξημέρωτη νύχτα.

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.


 * Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Francisco de Goya (1746 –1828), Sabat das bruxas


* Για το κείμενο του Γιάννη Κουτσομύτη, δείτε εδώ: http://ekyklos.gr/sb/331-omilia-gianni-koutsomyti-stin-sparti.html

* Για το κείμενο του Ευάγγελου Βενιζέλου, δείτε εδώ: http://www.evenizelos.gr/407-speeches/conferencespeech/conferencespeech2016/5486-2016-11-16-15-53-05.html
 

 

Σπάρτη | Ομιλία Λευτέρη Κουσούλη from Evangelos Venizelos on Vimeo.

Κουσούλης, Λευτέρης

Πολιτικός Επιστήμονας