Σάββατο, 30 Ιαν 2016

Υγειονομική Μεταρρύθμιση: Ένα Εθνικό Ζήτημα

άρθρο της:

Το τελευταίο διάστημα, παρά τα όσα ανησυχητικά και παράλογα συμβαίνουν στο χώρο της Υγείας, η συζήτηση επικεντρώνεται συνήθως σε επιμέρους θέματα της επικαιρότητας, όπως αυτό της αλλαγής των Νοσοκομειακών Διοικήσεων και όσων ευτράπελων τη συνόδευσαν, ή των ελλείψεων σε φάρμακα και όσων τραγικών πρόκειται να ακολουθήσουν.

Το υπερτροφικό Νοσοκομειακό Σύστημα παραπαίει, με κυρίως θύματα τους χιλιάδες ασθενείς των μεγάλων τριτοβάθμιων Νοσοκομείων, τα οποία ουσιαστικά επωμίζονται και το μεγαλύτερο βάρος της πρωτοβάθμιας φροντίδας, λόγω υπολειτουργίας των αντίστοιχων δομών.

Ο ΕΟΠΥΥ καρκινοβατεί, αδυνατώντας να εξορθολογίσει τις λειτουργικές και οικονομικές του ανάγκες, με υπέρμετρες χρόνιες οφειλές προς δημόσιους και ιδιωτικούς παρόχους Υγείας, χωρίς ικανότητα αξιολόγησης των υπηρεσιών που παράγει, των στόχων παραγωγής τους και των κενών που αφήνει στην Υγειονομική κάλυψη του πληθυσμού.

Οι ανισότητες στην πρόσβαση των πολιτών στις Υπηρεσίες Υγείας διευρύνονται.

Οι κάθε είδους ανισότητες, κοινωνικοοικονομικές, πολιτισμικές και γεωγραφικές στην πρόσβαση των πολιτών στις Υπηρεσίες Υγείας διευρύνονται. Η ιδιωτική δαπάνη για φάρμακα και άλλες υπηρεσίες γιγαντώνεται, ενώ η ποιότητα συστηματικά υποβαθμίζεται.

Φαινόμενα προκλητής ζήτησης και παραοικονομίας εξακολουθούν να υφίστανται, όταν οι ιδιαίτερες ανάγκες μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, όπως οι ηλικιωμένοι, οι χρόνια πάσχοντες και τα παιδιά περιθωριοποιούνται. Κρίσιμα θέματα Δημόσιας Υγείας είτε αγνοούνται, είτε ανατίθενται σε φορείς μη «κυβερνητικής» και δημόσιας ευθύνης.

Εάν, όμως, όλα τα παραπάνω «παθολογικά συμπτώματα», όπως και πολλά άλλα δεν ενταχθούν μέσα στο ενιαίο «puzzle» ενός ευρύτερου «θεραπευτικού» μεταρρυθμιστικού σχεδιασμού, είναι αμφίβολο κατά πόσο το σημερινό ευάλωτο ΕΣΥ μπορεί να επιβιώσει.

Η κυβέρνηση, αλλά και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου, παγιδευμένες είτε σε παρωχημένες εμμονές του παρελθόντος, είτε σε μια αδικαιολόγητα ενοχική αμηχανία και χωρίς ουσιαστική επαφή με τη σύγχρονη Ευρωπαϊκή πραγματικότητα, εμφανίζονται απρόθυμοι ν' αξιολογήσουν το μέγεθος του προβλήματος και τις συνέπειές του στο ανθρώπινο δυναμικό και στο μέλλον της χώρας.

Είναι αναγκαίο να αντιληφθούμε, ότι η περιστασιακή ανατροφοδότηση των Νοσοκομείων με λίγα εκατ. ευρώ παραπάνω, ή με μερικές εκατοντάδες προσλήψεις, εάν δε συνοδευτεί από μια ριζική αναδιάταξη των δομών, από αξιολόγηση των υπηρεσιών και αναθεώρηση του μοντέλου διοίκησης και λειτουργίας, απλώς θα παρατείνει και θα ανακυκλώνει τη μόνιμη απειλή κατάρρευσης, χωρίς όμως και να την αποτρέπει.

Το Σύστημα Υγείας δεν διαθέτει πια περιθώρια καθήλωσης στη σημερινή κατάσταση οργανωτικής στασιμότητας, δυσλειτουργιών και στρεβλώσεων, που δεν δημιουργήθηκαν μόνο από τους αναπόφευκτους δημοσιονομικούς περιορισμούς της πρόσφατης κρίσης.

Όλες οι θεσμικές, θετικές μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, που πραγματοποιήθηκαν δεν ολοκληρώθηκαν, ούτε αξιοποιήθηκαν κατάλληλα.

Όλες οι θεσμικές, θετικές μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις, που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία πενταετία, και όχι μόνο κάτω από την πίεση μνημονιακών υποχρεώσεων, δεν ολοκληρώθηκαν, ούτε αξιοποιήθηκαν κατάλληλα, ώστε να τελεσφορήσουν προς όφελος της βελτίωσης του Συστήματος και της σταδιακής μετάβασής του στη νέα εποχή.

Άλλωστε, κανείς δεν διανοείται πλέον, να αμφισβητήσει αυτές τις αλλαγές, ακόμη και εκείνοι, που επιπόλαια, αλλά λυσσωδώς αντιτάχθηκαν στην εφαρμογή τους.

Η ίδρυση του ΕΟΠΥΥ, με τα όποια προβλήματά του, ο εντυπωσιακός εξορθολογισμός της φαρμακευτικής δαπάνης στα πλαίσια μιας νέας πολιτικής για το φάρμακο και μέσω της ανάπτυξης ψηφιακών τεχνολογιών, η περιορισμένης έκτασης νοσοκομειακή αναδιάρθρωση, αλλά και η ατελής συγκρότηση του νέου δικτύου περιφερειακής πρωτοβάθμιας Υγείας (ΠΕΔΥ), ενίσχυσαν σημαντικά τη βιωσιμότητα του Συστήματος, μέσα σε συνθήκες ακραίων μνημονιακών και δημοσιονομικών πιέσεων.

Δεν βρισκόμαστε, όμως, σήμερα, στην αφετηρία της κρίσης, όπου και απαιτήθηκαν δραστικές παρεμβάσεις εξορθολογισμού των δημοσίων προϋπολογισμών, για ν' αντιμετωπιστούν τα μείζονα και χρόνια φαινόμενα σπατάλης, προκλητής ζήτησης και κακοδιαχείρισης, που ταλαιπωρούν τον τομέα της Υγείας. Το Υγειονομικό Σύστημα διαθέτει, πλέον, αρκετά σύγχρονα θεσμικά, μεθοδολογικά και κυρίως ψηφιακά εργαλεία, που θα μπορούσαν να οικοδομήσουν τις νέες του άμυνες, μπροστά στην προοπτική της παρατεινόμενης ύφεσης και των δραματικών της επιπτώσεων.

Είναι προφανές, ότι η προϊούσα φτωχοποίηση των νοικοκυριών, η διόγκωση του αριθμού των ανέργων και ανασφάλιστων, η αύξηση των μεταναστευτικών ροών, αλλά και ο κίνδυνος περαιτέρω μειώσεων στα εισοδήματα ηλικιωμένων και συνταξιούχων, θα μεγιστοποιήσουν τις πιέσεις προς το Δημόσιο Σύστημα Υγείας.

Στη χώρα μας, όλοι οι παράγοντες πιέσεων που επιβαρύνουν τη λειτουργία των Ευρωπαϊκών Συστημάτων Υγείας και εν πολλοίς καθόρισαν και την κεντρική στρατηγική επιλογή της Ε.Ε. για διασφάλιση βιωσιμότητας, είναι παρόντες σε υπερθετικό βαθμό.    

Οι αυξημένες προσδοκίες με τη ψευδαίσθηση της δωρεάν παροχής «των πάντων στους πάντες», συγκρούονται σήμερα με τη σκληρή πραγματικότητα.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει υποστεί τη μεγαλύτερη μείωση, προϋπολογισμών Υγείας την τελευταία εξαετία, μεταξύ των έντεκα, από τις τριαντατέσσερες Ευρωπαϊκές χώρες που σημειώθηκαν μειώσεις. Το δημογραφικό πρόβλημα, εκτός από την εκρηκτική αύξηση των δεικτών πληθυσμιακής γήρανσης και την μείωση των γεννήσεων, εμπλέκεται και με τη δραματική μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, λόγω των αυξημένων ποσοστών ανεργίας και υποαπασχόλησης.

Η αύξηση των χρόνιων και εκφυλιστικών νοσημάτων, που συνοδεύουν συνήθως τις μεγάλες ηλικιακά ομάδες, αλλά και τις ελλείψεις πολιτικών πρόληψης και πρώιμης διάγνωσης, απαιτεί μακροχρόνιες νοσηλείες, ειδικές φροντίδες αποκατάστασης και χρόνιες δαπανηρές θεραπείες, που προκαλούν ανυπέρβλητες οικονομικές επιβαρύνσεις.

Τα προϊόντα από την ανάπτυξη της σύγχρονης βιοιατρικής τεχνολογίας, που προέρχονται συνήθως από υψηλού κόστους επενδύσεις, είτε ως υπερεξειδικευμένες ιατρικές υπηρεσίες, είτε ως καινοτόμα φάρμακα, δεν επιβαρύνουν μόνο με το υπερβολικό τους κόστος δημόσιους και ιδιωτικούς προϋπολογισμούς. Αναδεικνύουν και σοβαρά βιοηθικά και κοινωνικά προβλήματα ανισοτήτων στην πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες, αλλά και στο επιθυμητό επίπεδο ποιότητας ζωής.

Οι αυξημένες προσδοκίες των πολιτών, που όλα τα προηγούμενα χρόνια της σπάταλης και ανορθολογικής διαχείρισης του Συστήματος καλλιεργήθηκαν με τη ψευδαίσθηση της δωρεάν παροχής «των πάντων στους πάντες», έρχονται σήμερα να συγκρουστούν με μία άλλη πολύ σκληρή πραγματικότητα.

Μέσα στο τοπίο των νέων, κοινών για την Ευρωπαϊκή πραγματικότητα προκλήσεων, η Ευρωπαϊκή πολιτική Υγείας υιοθετεί υποχρεωτικά μια ρεαλιστική, αλλά παράλληλα και αναπτυξιακή στρατηγική, που στοχεύει στην ισχυροποίηση της προσαρμοστικότητας, της ευελιξίας και της αποδοτικότητας των Υγειονομικών Συστημάτων, στη βάση τεκμηριωμένων προτεραιοτήτων και μετρήσιμων δεικτών ωφέλειας. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση της ισότητας πρόσβασης των πολιτών σε ασφαλείς, ποιοτικές και ολοκληρωμένες Φροντίδες Υγείας, με συνέχεια και συνεκτικότητα, ανεξάρτητα από το επίπεδο παραγωγής και παροχής τους (integrated care)

Εισάγει πολιτικές και εργαλεία καινοτομίας για την υποστήριξη κατά προτεραιότητα των Πρωτοβάθμιων υπηρεσιών και σύγχρονες στρατηγικές για την πρόληψη, την πρόγνωση και την πρώιμη διάγνωση των παραγόντων κινδύνου που απειλούν την Υγεία, αλλά και για την προαγωγή υγειϊνών τρόπων ζωής.

Η νέα αντίληψη στον τρόπο παραγωγής και παροχής Υπηρεσιών Υγείας, που βασίζεται στην ενδυνάμωση της λειτουργικής διασύνδεσης μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων των μονάδων Υγείας και στη σύγκλιση των Υπηρεσιών Υγείας με αυτές της Κοινωνικής Φροντίδας και Πρόνοιας, τροφοδοτεί πολλαπλές αλλαγές έως και ανατροπές, τόσο στο παραδοσιακό μοντέλο λειτουργίας των Υγειονομικών Συστημάτων, όσο και στο μοντέλο διαχείρισης της Υγείας και της ασθένειας. Οι οριζόντιες πολιτικές, που αναπτύσσονται για τη διαχείριση των μεγάλων προβλημάτων του σύγχρονου επιδημιολογικού χάρτη, όπως τα χρόνια νοσήματα, η πολυνοσηρότητα και η πληθυσμιακή γήρανση, προκαλούν σοβαρές ανακατατάξεις και διαφοροποιήσεις στη λειτουργία του νοσοκομειακού συστήματος, αλλά και στο νέο κρίσιμο ρόλο που καλούνται να αναλάβουν οι επαγγελματίες Υγείας.

Το Ευρωπαϊκό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων τοποθετεί τον χρήστη υπηρεσιών Υγείας και τις ανάγκες του στο επίκεντρο όλων των αλλαγών.

Οι περιορισμένοι πόροι κατευθύνονται πλέον στοχευμένα στην εξυπηρέτηση των μεταρρυθμιστικών αναγκών και στην είσοδο νέων τεχνολογιών, μετά από την καθιέρωση αυστηρής και επιστημονικά τεκμηριωμένης μεθοδολογίας αξιολόγησης (HTA-Health technology assessment). Η διεύρυνση της χρήσης ψηφιακών εργαλείων και εφαρμογών σε ολόκληρο το φάσμα παραγωγής και παροχής Φροντίδων Υγείας, από τις Πρωτοβάθμιες και τις Νοσοκομειακές υπηρεσίες, έως την εξωνοσοκομειακή συμβουλευτική παρακολούθηση, και τις υπηρεσίες αποκατάστασης και υποστήριξης της ανεξάρτητης διαβίωσης, μειώνει σημαντικά τα διοικητικά και λειτουργικά κόστη των Συστημάτων Υγείας, αυξάνοντας τις επιδόσεις και την αποτελεσματικότητά τους προς όφελος των χρηστών.

Το Ευρωπαϊκό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων τοποθετεί τον χρήστη υπηρεσιών Υγείας και τις ανάγκες του στο επίκεντρο όλων των αλλαγών. Κατοχυρώνει θεσμικά τα δικαιώματα των ασθενών, σε ότι αφορά την ιδιοκτησία, τη χρήση και την προστασία των προσωπικών δεδομένων του ιατρικού φακέλου και υποστηρίζει τις ενημερωμένες επιλογές συμμετοχής του ασθενούς στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την υγεία και την ποιότητα ζωής του.                          

Την τελευταία δεκαετία οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν πραγματοποιήσει μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης μεταρρυθμίσεις, ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες αναδιάρθρωσης ή αναβάθμισης των Υγειονομικών τους Συστημάτων, συνήθως πολύ λιγότερο προβληματικών απ’ ότι το δικό μας, και χωρίς να υφίσταται μια κεντρικά νομοθετημένη Ευρωπαϊκή υποχρέωση «εναρμόνισης» σε ένα ενιαίο λειτουργικό μοντέλο. Η Ευρωπαϊκή στρατηγική για την Υγεία εμπεριέχει, ωστόσο, και δύο εξαιρετικά χρήσιμα και κρίσιμα χαρακτηριστικά:

  1. Την αναπυξιακή δυναμική που μπορούν να τροφοδοτήσουν οι μεταρρυθμίσεις στην Υγεία, με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών και την ενοποίηση κυρίως της ψηφιακής αγοράς Ιατρικών εφαρμογών.
  1. Την προώθηση της κοινωνικής Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μέσω κοινών κανόνων προστασίας των διασυνοριακών δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών σε ασφαλή και ποιοτική περίθαλψη, που μπορεί ν΄ απαιτηθεί στις μετακινήσεις τους μέσα στον ενιαίο Ευρωπαϊκό χώρο. Πολυάριθμοι κοινωνικοί και κρατικοί φορείς, αξιοποιώντας αυτή τη νέα πολιτική, αλλά και τις μεγάλες ευκαιρίες χρηματοδότησης που προσφέρονται από Ευρωπαϊκά πλαίσια στήριξης, διαμορφώνουν και διαχέουν «βέλτιστες πρακτικές» και πρωτότυπες εφαρμογές, για να υποστηρίξουν τις ιδιαίτερες ανάγκες υγείας και ποιότητας ζωής μεγαλύτερων ή μικρότερων ομάδων ασθενών ή ηλικιωμένων. Η «ώσμωση» και οι συνεργατικές δράσεις που αναπτύσσονται από τη συγκρότηση πολυκεντρικών δικτύων σε τοπικό, περιφερειακό και διασυνοριακό επίπεδο, μεταξύ ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, επιστημονικών, αυτοδιοικητικών, επιχειρηματικών και άλλων κοινωνικών φορέων, δημιουργούν ένα φιλικό για ανάπτυξη μικροπεριβάλλον, που μπορεί να ωθήσει στην παραγωγή και διάδοση νέων τεχνολογικών προϊόντων Υγείας από μικρότερου ή μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρηματικές μονάδες και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η αναπτυξιακή διάσταση της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας του Υγειονομικού τομέα και οι μεγάλες δυνατότητες χρηματοδοτικής και τεχνικής του υποστήριξης από τις Ευρωπαϊκές Αρχές μπορεί και θα πρέπει να αποτελέσει μια σοβαρή διέξοδο για τα μεγάλα προβλήματα του Συστήματος Υγείας και στη χώρα μας.

Το Ελληνικό Υγειονομικό Σύστημα να αξιοποιήσει την εμπειρία, τις ευκαιρίες και τα κεκτημένα της Ευρωπαϊκής πολιτικής και πρακτικής.

Το Ελληνικό Υγειονομικό Σύστημα, που διανύει σήμερα μια από τις δυσκολότερες και πιο επικίνδυνες φάσεις για την επιβίωσή του, είναι όσο ποτέ άλλωστε αναγκαίο να αξιοποιήσει όλη την εμπειρία, τις ευκαιρίες και τα κεκτημένα της Ευρωπαϊκής πολιτικής και πρακτικής. Μέσα στο σημερινό, εξαιρετικά δυσχερές και ασταθές οικονομικό περιβάλλον, απαιτείται επειγόντως ένα ρεαλιστικό σχέδιο διάσωσης του Συστήματος, που θα διασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή και στοχευμένη αποδοτικότητα των πολύ περιορισμένων διαθέσιμων πόρων, για την κάλυψη των βασικών, «ανελαστικών» αναγκών Υγείας του πληθυσμού και την προστασία της Δημόσιας Υγείας.

Άλλωστε, μόνο ένα σχέδιο σοβαρών διαρθρωτικών αλλαγών, που θα αξιοποιεί και θα ολοκληρώνει τις ήδη δρομολογημένες μεταρρυθμίσεις, μπορεί να αποτελέσει ισχυρό διαπραγματευτικό «ισοδύναμο» και να αποτρέψει την χωρίς αντίλογο αποδοχή μέτρων αποκλειστικά δημοσιονομικού χαρακτήρα, αλλά και την επικίνδυνη κατάχρηση εργαλείων που έχουν ήδη εξαντλήσει την αποτελεσματικότητά τους, όπως οι συστηματικές μειώσεις των τιμών στα φάρμακα.

Ανέξοδες και αφελείς εξαγγελίες, για την εκ του μηδενός συγκρότηση πρωτοβάθμιων μονάδων «της γειτονιάς» και την έκδοση «κάρτας ανασφαλίστων» χωρίς αντίκρυσμα, οδηγούν μόνο στην παθητική παρακολούθηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών να μετατρέπεται σε υγειονομικά ανασφάλιστους.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: L.S.Lowry (1887 – 1976), Ancoats Hospital Outpatients' Hall

                                        

Παπανικολάου, Χριστίνα

Γιατρός με ειδικότητα Βιοπαθολογίας, απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια Παρισίων V και VII στον τομέα της Αιματολογίας, της Ανθρώπινης Βιολογίας και της Καρκινολογίας, και εξειδίκευση στην εργαστηριακή αιματολογία και τη Δημόσια Υγεία. 
Υπηρέτησε την ιατρική ως ειδικευόμενη γιατρός, εσωτερική βοηθός και επιστημονική συνεργάτης στα νοσοκομεία της Assistance Publique στο Παρίσι St. Joseph, Necker enfants malades και Pitie-Salpetriere και ως γιατρός του ΕΣΥ στη Μονάδα Μεσογειακής Αναιμίας-Κληρονομικών Αιμοσφαιρινοπαθειών του “Λαϊκού” Νοσοκομείου Αθηνών, όπου εργάζεται και σήμερα,ως Διευθύντρια ΕΣΥ.
Ανέλαβε, μεταξύ άλλων, μια σειρά θέσεων δημόσιας ευθύνης, και συγκεκριμένα διετέλεσε Γενική Γραμματέας Καταναλωτή στο Υπουργείο Ανάπτυξης (1998-2000), Πρόεδρος του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (2000-2004) και Διοικήτρια της 2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Νήσων Αιγαίου (2010-2012).
Από τον Αύγουστο του 2012 έως το Μάρτιο του 2015 διετέλεσε Γενική Γραμματέας Δημόσιας Υγείας στο Υπουργείο Υγείας