Τετάρτη, 23 Μαρ 2016

Τι πάει στραβά με τους νέους;

αρθρο του:

«Στις επόμενες εκλογές να κλειδώσουμε τους γέρους σπίτια τους! Δεν θα αποφασίζουν οι συνταξιούχοι για εμάς! Δεν θα υποθηκεύσουν το μέλλον των επόμενων γενεών φοβισμένοι εβδομηντάρηδες που ψήφιζαν μια ζωή ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ και δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Δεν θα καθορίσουν τη μοίρα μας οι τρομοκρατούμενοι από τα δελτία των 8». Αυτά και πολλά ακόμα δεν ήταν απόψεις κάποιων ακραίων, περιθωριακών κύκλων περιορισμένης απήχησης. Αντιθέτως! Σκιαγραφούν την κυρίαρχη στην ελληνική νεολαία αντίληψη από το 2012 και μετά.

Κι αν αυτή η ακραία συμπεριφορά μπορεί να αποδοθεί στο έντονο θυμικό της νεότητας, πώς εξηγείται η υψηλή απήχηση της Χρύσης Αυγής στη νέα γενιά, η οποία υπερβαίνει σημαντικά τον πανελλαδικό μέσο όρο; Πώς αιτιολογείται το γεγονός ότι η νέα γενιά «έχαψε» με περισσή ευκολία όλους τους μύθους και τις ψευδαισθήσεις της τελευταίας εξαετίας; Κι εν πάση περιπτώσει, πώς είναι δυνατόν η πιο μορφωμένη και πολυταξιδεμένη γενιά από συστάσεως ελληνικού Κράτους όχι απλώς να ευθυγραμμίσθηκε ενθουσιωδώς με όλες τις αυτοκαταστροφικές επιλογές της υπόλοιπης ελληνικής κοινωνίας αλλά πολλές φορές να τις αγκάλιασε και πρώτη;

Πουθενά αλλού ένα τέτοιο συνονθύλευμα συνωμοσιολογίας, κουτοπονηριάς, ιδεοληψιών, αμάθειας κι ανικανότητας δεν συνεπήρε σε τέτοιο βαθμό τη νέα γενιά όσο στην Ελλάδα.

Πού οφείλεται αλήθεια αυτό το τρομακτικό έλλειμμα πολιτικής παιδείας; Γιατί δεν μπορεί να φταίει για όλα η ανωριμότητα σε συνδυασμό με το φλογερό ταμπεραμέντο της νιότης. Εξάλλου, δεν έχουμε να κάνουμε με μια συνήθη ροπή προς ριζοσπατικές ιδέες και θέσεις, αλλά με μια αξιακή, αισθητική και πνευματική υποταγή σε μια απολύτως ανερμάτιστη αερολογία με εθνολαϊκιστικό περιτύλιγμα.

Ούτε θα ήταν δίκαιο να κατηγορήσουμε για όλα την κρίση. Βέβαια, η υψηλή ανεργία, η ανασφάλεια, οι χαμηλοί μισθοί και η ευρύτερη αποδυνάμωση της θέσης του εργαζομένου έχουν -σαφέστατα- παίξει το ρόλο τους. Διαχρονικά, άλλωστε, οι οικονομικές δυσκολίες ευνοούν τα άκρα. Μόνο που αντίστοιχες αντιξοότητες αντιμετώπισαν και άλλοι λαοί τα τελευταία χρόνια. Λαοί που διέθεταν μάλιστα παρεμφερή με τη δικιά μας, «μεσογειακή» κουλτούρα και ψυχοσύνθεση: η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Κύπρος. Και προφανώς το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα βίωσε κι εκεί κλυδωνισμούς. Και φυσικά παρουσιάσθηκε τάση ριζοσπαστικοποίησης του εκλογικού σώματος με αιχμή του δόρατος τη νεολαία.

Όμως, σε καμία από τις παραπάνω χώρες –ούτε και πουθενά αλλού στην Ευρώπη- δεν σημειώθηκε ταυτόχρονη ενδυνάμωση ακραίων φωνών εξ αριστερών και εκ δεξιών. Πουθενά αλλού δεν υπήρξε εκρηκτική άνοδος του Νεοναζισμού, αιμοδοτούμενη κατά κύριο λόγο από τους νέους. Και γενικώς: πουθενά αλλού ένα τέτοιο συνονθύλευμα συνωμοσιολογίας, «κουτοπονηριάς», ιδεοληψιών, αμάθειας κι ανικανότητας δεν συνεπήρε σε τέτοιο βαθμό τη νέα γενιά όσο στην Ελλάδα.

Πουθενά αλλού δεν υπήρξε εκρηκτική άνοδος του Νεοναζισμού, αιμοδοτούμενη κατά κύριο λόγο από τους νέους.

Ποιές είναι, λοιπόν, οι ιδιαιτερότητες εκείνες που μας διαφοροποιούν –αρνητικά δυστυχώς- από τους υπόλοιπους; Μα αυτό το ερώτημα, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος, αφορά στην ελληνική κοινωνία στο σύνολό της κι ως εκ τούτου είναι άστοχο να «βάζουμε στο μικροσκόπιο» τη νεολαία ξεχωριστά, σαν να πρόκειται για «ξένο σώμα». Μόνο που το παράδοξο, εν προκειμένω, έγκειται στο ότι η γενιά με το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, τα πιο άνετα παιδικά κι εφηβικά βιώματα και τις πιο δυτικότροπες προσλαμβάνουσες παραστάσεις σε όλες τις εκφάνσεις του βίου της –από την ψυχαγωγία μέχρι το επάγγελμα- εμφανίζει τις ίδιες ακριβώς παθογένειες με τις παλαιότερες γενιές και μάλιστα σε ακόμα εντονότερο βαθμό.

Κάτι πάει στραβά συνεπώς. Κι αυτό το κάτι είναι πρώτα απ’ όλα η άγνοια της νεότερης Ιστορίας μας. Είτε γιατί δεν τη διδαχθήκαμε ποτέ είτε γιατί την «παπαγαλίσαμε» χωρίς να την εμπεδώσουμε και να αντλήσουμε συμπεράσματα από αυτήν. Η σημερινή νέα γενιά, η γενιά μου, υπερέχει μεν σε τυπικά προσόντα αλλά υστερεί σημαντικά σε πραγματική πνευματική καλλιέργεια. Έρχεται σε επαφή με το παρελθόν της κατά κανόνα μέσα από την αναπαραγωγή ευνοϊκών μύθων και στερεοτύπων που «μακιγιάρουν» τα γεγονότα και «λιβανίζουν» το συλλογικό μας υποσυνείδητο. Και μπορεί ορισμένοι μύθοι να είναι χρήσιμοι για την ενδυνάμωση της εθνικής μας αυτοπεποίθησης, η σχεδόν πλήρης συσκότιση, ωστόσο, των αιτίων των συχνών εθνικών μας αποτυχιών δεν οδηγεί παρά στην αέναη επανάληψη των ίδιων σφαλμάτων.

Η σημερινή νέα γενιά, η γενιά μου, υπερέχει μεν σε τυπικά προσόντα αλλά υστερεί σημαντικά σε πραγματική πνευματική καλλιέργεια.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, επειδή η γενιά μας ούτε βίωσε δυσκολίες πριν από το ξέσπασμα της κρίσης ούτε ήλθε σε ουσιαστική επαφή με την μεταπολεμική ιστορία του τόπου, δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει το λεγόμενο μεταπολιτευτικό κεκτημένο. «Πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα;». Πόσες φορές την έχουμε ακούσει αυτήν την ερώτηση; Και είναι φυσιολογικό κάποιος που δεν ξέρει τίποτα για τη μιζέρια του παρελθόντος να πιστεύει πως η σημερινή κατάσταση είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί. Έτσι, δεν διστάζει να απαξιώσει δημοκρατικά και εθνικά επιτεύγματα με το σκεπτικό ότι δεν έχουν καμία σημασία, «αφού φτάσαμε ως εδώ»· με το «ως εδώ» να ισοδυναμεί για αυτόν με την απόλυτη κόλαση.

Παράλληλα, επί πολλά χρόνια οι εκπρόσωποι της οπισθοδρόμησης –δεξιάς και αριστερής- φρόντισαν να εκμεταλλευθούν κάθε δημόσιο βήμα με απήχηση στους νέους προκειμένου να προπαγανδίσουν τις θέσεις και τη συλλογιστική τους. Ιστοσελίδες, blogs, social media, lifestyle ένθετα εντύπων, εκπομπές σατιρικού ή «ελαφρού» περιεχομένου κατακλύσθηκαν από τους εκφραστές τους. Κι όλα αυτά ενώ οι φωνές της κοινής λογικής -μέχρι πρότινος τουλάχιστον- «σνόμπαραν» ή αντιμετώπιζαν φοβικά και νωχελικά τα παραπάνω μέσα, απεμπολώντας εν πολλοίς τη δυνατότητα επικοινωνίας με το νεανικό κοινό. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα ενδιαφέρον το πώς μια καταρχήν αδυναμία των δήθεν αντισυστημικών δυνάμεων, η μειονεκτική θέση δηλαδή που κατείχαν στα συμβατικά ΜΜΕ, εν τέλει τις ωφέλησε. Αφενός διότι συνέβαλε στην καλλιέργεια ενός επαναστατικού προφίλ αφετέρου διότι τις εξανάγκασε να στραφούν σε εναλλακτικούς πομπούς μηνυμάτων, εκσυγχρονίζοντας έτσι το επικοινωνιακό τους οπλοστάσιο.

Χρειάζονται τομές στην Παιδεία και στη διδασκαλία της Ιστορίας για να διασφαλισθεί μεσοπρόθεσμα η κατάκτηση της εθνικής μας αυτογνωσίας.

Είναι όμως και κάτι ακόμα, εξ ίσου κρίσιμο: το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ από κοινού με τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους τους σε ΑΕΙ/ΤΕΙ, οι οποίοι έρχονταν σε άμεση επαφή με τη νεολαία, αποπολιτικοποίησαν σταδιακά τη φυσιογνωμία τους. Γνωρίζοντας ότι και η ευτελέστερη παροχή είναι ελκυστικότερη από το ισχυρότερο πολιτικό επιχείρημα, εδραίωσαν την ηγεμονία τους σε εξυπηρετήσεις και κάθε λογής αντίδωρα και δεν υπερασπίσθηκαν με το απαιτούμενο πάθος τις αξίες και τις στρατηγικές επιλογές τους.

Στην αντίπερα όχθη, οι εκπρόσωποι των άκρων –αδυνατώντας να μοιράσουν χρήμα καθώς δεν μετείχαν στη νομή της εξουσίας- υποχρεώθηκαν να εστιάσουν στη διαρκή αναπαραγωγή της αντζέντας τους. Ήταν, επομένως, φυσικό μια γενιά που ανδρώθηκε πολιτικά ακούγοντας κατά κύριο λόγο τις θέσεις των ακραίων και αντικρίζοντας τους μετριοπαθείς σαν ταμειακές μηχανές, να στραφεί στους πρώτους όταν το ταμείο ξαφνικά άδειασε.

Όσοι λοιπόν επιθυμούν να επαναφέρουν τη νέα γενιά στο δρόμο της λογικής οφείλουν να προσαρμοσθούν στα δεδομένα της εποχής μας και να συνειδητοποιήσουν ότι τα τεχνολογικά επιτεύγματα του 21ου αιώνα έχουν αλλάξει τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Οφείλουν να προτείνουν τομές στην Παιδεία και ειδικά στη διδασκαλία της Ιστορίας για να διασφαλισθεί μεσοπρόθεσμα η κατάκτηση της εθνικής μας αυτογνωσίας. Και το σημαντικότερο: οφείλουν να δώσουν χαρακτήρα και ιδεολογικό πρόσημο στις αποφάσεις τους. Να αποδείξουν ότι η Πολιτική είναι κάτι παραπάνω από ωμή διαχείριση της εξουσίας.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Marc Chagall (1887 – 1985), The Fiddler

Τέλλης, Δημήτρης

Ο Δημήτρης Τέλλης γεννήθηκε το 1995 στη Θεσσαλονίκη. Είναι φοιτητής Νομικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Αρθρογραφεί στο thetoc.gr και είναι συντονιστής των PES Activists της Κομοτηνής και υπεύθυνος διασύνδεσης του PES Greece με τη νέα γενιά πανελλαδικά. Επίσης, εργάζεται ως research assistant σε ερευνητικό πρόγραμμα για τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας φαρμάκων που χρηματοδοτείται από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, ενώ είναι και μέλος της οργανωτικής ομάδας του TEDx Komotini.