Τετάρτη, 10 Φεβ 2016

Το τέρας του Λαϊκισμού και της αναξιοκρατίας και η ευθύνη του προοδευτικού κέντρου

αρθρο του:

Μια από τις παθογένειες που ακολουθούν το πολιτικό σύστημα της χώρας από καταβολής του ελληνικού κράτους, είναι η μάστιγα της αναξιοκρατίας και του λαϊκισμού. Το φαινόμενο αυτό διατρέχει διαχρονικά όλες τις ιστορικές περιόδους της κοινωνίας μας και χαρακτηρίζεται από μια ανθεκτικότητα αλλά και δυναμική, ώστε να επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας. Αυτό συμβαίνει διότι πέρα από την προστασία που προσέφεραν στο τέρας της πελατοκρατίας και της δημαγωγίας, σειρά ανάξιων πολιτικών, αυτό δεν θα είχε επιβιώσει αν δεν απολάμβανε της υπέρμετρης συμπάθειας και θαλπωρής του «σοφού» ελληνικού λαού.

Όσοι πολιτικοί προσπάθησαν να εξοντώσουν το τέρας του λαϊκισμού, λοιδορήθηκαν, προπηλακίστηκαν, ήρθαν αντιμέτωποι με τον πολιτικό τους αφανισμό.

Ελάχιστοι είναι οι πολιτικοί της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας, που επιχείρησαν την εξόντωσή του, η οποία αποδείχθηκε μάταιη προσπάθεια. Το τίμημα που πλήρωσαν για αυτό τους το εγχείρημα, ήταν να λοιδορηθούν, να υβρισθούν, να προπηλακιστούν και να έρθουν αντιμέτωποι με τον πολιτικό τους αφανισμό, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις, αυτός υπήρξε και βιολογικός. Οι έννοιες της δημαγωγίας και του ρουσφετιού, αποτελούν συστατικά στοιχεία της ίδιας παγιωμένης νοοτροπίας του ωχαδερφισμού, της απαξίωσης δηλαδή του θεσμού του κράτους ως μηχανισμού στήριξης της ελληνικής κοινωνίας και μετατροπής του, ως μέσου επαγγελματικής αποκατάστασης και προσωπικής επιβίωσης, με πλήρη πάντα αδιαφορία για τις συνέπειες στον παραγωγικό ιστό αλλά και το αξιακό εποικοδόμημα. Αγγίζει τις διαστάσεις της εθνικής φυματίωσης ένα παιδί να γαλουχείται και να κοινωνικοποιείται σε επίπεδο οικογένειας και θεσμών με την προοπτική του βολέματος δια μέσω μιας πλάγιας οδού, γενικά παραδεκτής και ηθικά «άμεμπτης».

Οι επιπτώσεις αυτής της πρακτικής στο πολιτικό σύστημα της χώρας υπήρξαν πολυποίκιλες οικοδομώντας στρατιές ανθρώπων χωρίς καμία παραγωγική συμβολή, αλλά με μόνη συνεισφορά την κομματική και εκλογική στήριξη σε σχηματισμούς και σε πρόσωπα τα οποία δεν έμεινα ανεπηρέαστα από τη διάβρωση που όλη αυτή η διαδικασία προκάλεσε στα ιδεώδη του ελεύθερου και ανεξάρτητου κοινοβουλευτισμού. Η σχέση αυτή αποδείχθηκε ολέθρια σε πολλές περιόδους της ιστορίας, παρόλα αυτά αποτέλεσε πάντα το θεμέλιο λίθο στο οικοδόμημα της πυραμίδας που εκκινούσε από τον τοπικό κομματάρχη, έφθανε στον πολιτευτή και τον πολιτικό της κεντρικής πολιτικής κονίστρας. Υπό το μανδύα μια λογικοφανούς ιδεολογίας, πότε της «φιλεύσπλαχνης» αριστεράς και πότε της «πατριωτικής» δεξιάς, κατάφερνε πάντα να επιβιώνει από γενιά σε γενιά, καθιστώντας τις αρχές της αξιολόγησης, της αξιοκρατίας και του προσοντολογίου, - που κατά καιρούς εισάγονταν από λιγοστούς στο δημόσιο βίο - καινοτόμες ιδέες εχθρικές, μιας δήθεν λαϊκής εργατικής αλληλεγγύης και κοινωνικής δικαιοσύνης, που ήθελε το μισό πληθυσμό να παρασιτεί σε ένα άρρωστο δημόσιο και να απομυζεί κάθε ικμάδα ανάπτυξης από το υπόλοιπο ήμισυ, που προσπαθούσε να βρει μια θέση στον ήλιο, μέσα από την ιδιωτική πρωτοβουλία, μη διαθέτοντας τα απαραίτητα κομματικά διαβατήρια και κανάλια που οδηγούσαν στο κρατικό βόλεμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε το τέρας του λαϊκισμού κοιμώμενο και το αφύπνισε.

Για δεκαετίες το πολιτικό μας προσωπικό, - ευτυχώς όχι στο σύνολό του - έθρεψε το θηρίο της πελατειακής εξάρτησης, ταΐζοντας το λαϊκισμό και ανέξοδους φαινομενικά διορισμούς στον πληγωμένο και απαξιωμένο μηχανισμό του δημοσίου. Ολόκληρες γεωγραφικές περιοχές όντας και εκλογικές περιφέρειες, βρήκαν διέξοδο αποκατάστασης στο ΑΕΠ της χώρας, σε έναν προϋπολογισμό και ένα φουσκωμένο λογαριασμό, που συνέχιζαν να πληρώνουν τα συνήθη υποζύγια.

Εταιρείες που φτιάχτηκαν για να υπηρετούν την κοινή ωφέλεια, μετατράπηκαν στα χέρια επιτήδειων αρχι- συνδικαλιστών και με τις ευλογίες μερίδας ανάξιων πολιτικών όλων των αποχρώσεων, σε οργανισμούς συντεχνιακού συμφέροντος. Οι ελάχιστες φωνές που υψώνονταν για τη διόγκωση των κινδύνων αυτής της παρελκυστικής πολιτικής ή δεν ακουγόταν, ή ακόμη και όταν επιχειρούσαν να ορθώσουν το ανάστημα τους διαμέσου μεταρρυθμίσεων και μιας εκσυγχρονιστικής πλατφόρμας, καταπνίγονταν ως απειλές των δικαιωμάτων του περιούσιου λαού στις θάλασσες των διαδηλώσεων, των συνδικάτων των εργατοπατέρων, που είχαν μάθει να σκυλεύουν στο κουφάρι μιας οικονομικά υπερχρεωμένης και κατεστραμμένης χώρας. Ένα μη ισοσκελισμένο σισύφειο ισοζύγιο, στο οποίο συνεχώς προσθέτονταν κατακτήσεις και δικαιώματα και αφαιρούνταν υποχρεώσεις, σε μια επικίνδυνη ισορροπία

Ο ΣΥΡΙΖΑ απλά βρήκε αυτό το τέρας λόγω της συγκυρίας κοιμώμενο και το μόνο που έκανε ήταν να το αφυπνίσει, τα υπόλοιπα ήταν εύκολη δουλειά. Σήμερα ακόμη η κυβέρνηση εν μέσω άθλιας οικονομικής κατάστασης, ακολουθεί την ίδια λογική, αν και στο παρελθόν είχε ορκισθεί ενώπιων του λαού να την εξαλείψει.  

Η προσέγγιση του φαινομένου υπήρξε πάντα με ιδεολογική πρόφαση, είτε από τη σκοπιά μιας αριστεράς που είχε μάθει να ζητά και να επιζητά την ηθική και κοινωνική δικαίωση των αγώνων της και δεν εννοούσε να εκχωρήσει, τα κεκτημένα με αγώνες προνόμια στην εργασία και την παραγωγική ραστώνη, είτε από την οπτική μια νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, που έβλεπε στην οριζόντια καρατόμηση απολαβών και θέσεων απασχόλησης, τη λύση στην εκρίζωση του καρκινώματος.

Η ιδεολογικοπολιτική αντιμετώπιση ζητημάτων κοινής λογικής, αποτέλεσε την αιτία να μην επιλυθούν ποτέ στρεβλώσεις δεκαετιών.

Σε κάθε περίπτωση, η ιδεολογικοπολιτική αντιμετώπιση ζητημάτων κοινής λογικής, αποτέλεσε την αιτία να μην επιλυθούν και να μην διορθωθούν ποτέ στρεβλώσεις δεκαετιών. Η γιγάντωση του προβλήματος, σε συνδυασμό με έναν εντεινόμενο νόμιμο συντεχνιασμό κλειστών παραγωγικών πεδίων, έφερε την ασφυξία σε μια κοινωνία που στέρεψε από εφευρετικότητα και ιδέες. Η κρίση ήταν η αφορμή, το πολιτικό σύστημα της χώρας να έρθει αντιμέτωπο με τα φαντάσματα και τις ερινύες που δημιούργησε, αλλά και τις αμαρτίες που διαχρονικά συσσώρευσε, ενώ ο λαός για πρώτη φορά τόσο αμείλικτα ήρθε κατά πρόσωπο με τη συνείδηση του, που είχε έμαθε να κρύβει στην ανάγκη και τον πόθο για εύκολη διαβίωση και ακόμη ευκολότερη αναρρίχηση στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό.

Τα αδιέξοδα της περιδίνησης που χτύπησε τη χώρα, έφεραν πανικό και θυμό γιατί δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες αποδοχής του ρεαλισμού, και δεν είχαν γίνει ποτέ προσπάθειες εκπαίδευσης των πολιτών για την περίπτωση της καταστροφής, που τα χρόνια της επίπλαστης ευμάρειας, ένα τέτοιο ενδεχόμενο έμοιαζε τόσο μακρινό.

Ως έθνος έχουμε υποστεί ανείπωτες καταστροφές και η αντίδραση μας τα τελευταία έξι εφτά χρόνια δημιουργεί ερωτηματικά αν και κατά πόσο έχουμε διδαχθεί από τα λάθη και τις συμφορές που μας βρήκαν.

Το χρέος του προοδευτικού κέντρου σήμερα είναι να προσφέρει προτάσεις ανόρθωσης για την κοινωνία, που σαστισμένη πελαγοδρομεί.

Η αλήθεια δεν είναι ποτέ θελκτική, τουλάχιστον από τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, το θέμα είναι ότι η αυταπάτη που δημιουργεί το ψέμα, ακόμη και όταν διαρκεί πολύ, κάποια στιγμή εξαφανίζεται και τότε η αναμέτρηση με τη σκληρή καθημερινότητα είναι αναπόφευκτη. Το χρέος του προοδευτικού κέντρου σήμερα είναι μακριά από ιδεοληψίες και ιδεολογικές αγκυλώσεις παρωχημένης αριστεροφροσύνης, να προσφέρει λύσεις και προτάσεις ανόρθωσης, για την κοινωνία, που σαστισμένη πελαγοδρομεί μεταξύ οδυνηρής πραγματικότητας και ενός θεάτρου σκιών μιας παροχολογίας του ΣΥΡΙΖΑ που τόσο σύντομα και τόσα οικτρά διαψεύστηκε.

Ο ρόλος που αρμόζει στις προοδευτικές δυνάμεις, δεν είναι αυτός της προσκόλλησης σε ποσοστά επιβίωσης για χάρη μιας αριστερής δήθεν επαναστατικής ρητορικής που δεν είναι καν επίκαιρη. Χρέος όλων εκείνων που πιστεύουν στις έννοιες του υγιή φιλελευθερισμού της σοσιαλδημοκρατίας και διαθέτουν το ηθικό πλεονέκτημα ότι σε εποχές δύσκολες ύψωσαν ανάστημα και επέλεξαν το δύσκολο και ανηφορικό μονοπάτι, είναι τώρα που το πολιτικό κόστος ξεπέρασε κατά πολύ ακόμη και τα μεγέθη της οικονομικής ύφεσης, να μιλήσουν από την αρχή τη γλώσσα της αλήθειας και της υπευθυνότητας. Μπορεί να είναι η λύτρωση, σε έναν αποπροσανατολισμένο λαό, ο οποίος έχει απαξιώσει τους ηγέτες του και έχει πετάξει στο περιθώριο του γνήσιου εργατικού κινήματος, τους εργατοπατέρες της εύφορης κοιλάδας του συνδικαλισμού της πολιτικής σκοπιμότητας.

Χρέος όσων πιστεύουν στις έννοιες του υγιή φιλελευθερισμού της σοσιαλδημοκρατίας είναι να μιλήσουν με τη γλώσσα της αλήθειας και της υπευθυνότητας.

Τη στιγμή λοιπόν που οι δυνάμεις της δεξιάς προσπαθούν να διεμβολίσουν για ψηφοθηρικούς και μόνο λόγους το μεταρρυθμιστικό κέντρο, με «ανοίγματα» όψιμης αγάπης, ενώ ο ψευδεπίγραφα αριστερός ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να λεηλατήσει τις εναπομείνασες καθαρές φωνές του μεσαίου χώρου, απευθύνοντας πλαγίως καλέσματα συμπόρευσης, δεν κατανοώ το όφελος της πολιτικής στροφής στην αριστερή κληρονομιά και παρακαταθήκη. Οι αξίες και τα οράματα διαφυλάττονται και παραμένουν ζωντανά, όταν ο πολιτικός χώρος που τα εκφράζει, έχει το θάρρος να κάνει βήματα στο μέλλον, παρά να μοιρολογεί στα λείψανα μιας εποχής, στην οποία η κρίση, οι ανάγκες των συνανθρώπων μας και τα μεγάλα διλήμματα, έκλεισαν ερμητικά την πόρτα.

Δεν αρκεί λοιπόν να ενθυμούμαστε μόνο και να απαριθμούμε την πληθώρα των έργων και των καινοτόμων παρεμβάσεων, από τα σαράντα χρόνια της πολιτικής ηγεμονίας του Κινήματος, αυτό είναι δουλειά της ιστορίας. Είναι η ώρα απενοχοποιημένα, όχι απλά να παραδεχθούμε λάθη και παραλείψεις που έγιναν, αλλά να τολμήσουμε στο δρόμο της ευθύνης τη διατύπωση εναλλακτικού δρόμου διεξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα. Δύσκολου μεν, ορθού και ειλικρινούς δε.

Η μετεξέλιξη της πολιτικής μας στέγης σε έναν ενιαίο χώρο της εκσυγχρονιστικής σοσιαλδημοκρατίας, είναι το δεύτερο στάδιο και η κατάληξη μιας δημιουργικής πορείας ενός διαλόγου και τολμηρών αποφάσεων, απαλλαγμένων από φαντασιώσεις και εμμονές. Δεν προσδίδει καμία αξία η αναπόληση με όρους παρελθοντολογίας, που αγγίζει τα όρια μιας νοσταλγικής προγονοπληξίας με ισχυρές δόσεις αναμνήσεων και μεγαλείου. Είναι ανεδαφική και δεν απαντά στις προκλήσεις της κοινωνίας και τις αγωνίες της. Η αποστολή και η υποχρέωση του προοδευτικού κέντρου, είναι να οικοδομήσει στέρεο βήμα έκφρασης σ’ αυτές τις αγωνίες, είναι να προσδώσει οντότητα και ύπαρξη, στο καινούργιο που πρέπει να γεννηθεί.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: Salvador Dali (1904 – 1989), Invention of the Monsters

 

Τσολακίδης, Νίκος

Γεννήθηκε στις 19 Μαΐου 1972 στην Αλεξανδρούπολη. Φοίτησε στη σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου στο τμήμα  Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Αργότερα ξεκίνησε την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με θέμα: «Η διαμόρφωση της εθνική συνείδησης στους μουσουλμάνους της Δ. Θράκης και οι διαδικασίες συγκρότησης,  της πολιτισμικής τους ταυτότητας», την οποία όμως δεν ολοκλήρωσε. Σπούδασε Χρηματοοικονομικά και Διοίκηση Επιχειρήσεων – ΜΒΑ στο  Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου και συνεχίζει σπουδές στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Διοίκησης τουριστικών επιχειρήσεων» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδας. Στις ευρωεκλογές του Μάιου 2014 ήταν υποψήφιος ευρωβουλευτής με την Ελιά – Δημοκρατική Παράταξη. Ενώ στις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 2015,  ήταν υποψήφιος βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ στον Έβρο. Εργάστηκε   στον ιδιωτικό τομέα ως σύμβουλος στο σχεδιασμό και την εφαρμογή δράσεων καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανεργίας ευάλωτων ομάδων, ενίσχυσης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και  στην εκπόνηση επενδυτικών σχεδίων. Από το 2003 είναι στέλεχος στη Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης αναπτυξιακών προγραμμάτων  (ΜΟΔ Α.Ε.) και συγχρηματοδοτούμενων έργων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.