Κυριακή, 26 Ιουν 2016

Brexit και αγγλική συνταγματική ιδιαιτερότητα

αρθρο του:

Η καμπάνια του leave αλλά και πριν από αυτή η ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα των Συντηρητικών παρουσίαζαν για μήνες τώρα το ζήτημα της διατήρησης της «αγγλικής συνταγματικής ιδιαιτερότητας» ως κομβικής σημασίας επιχείρημα για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρέμεινε όμως για την αγγλική κοινή γνώμη θολό και απολύτως ασαφές όλον αυτόν τον καρό σε τι συνίσταται αυτή η ιδιαιτερότητα. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό την περίοδο πριν το δημοψήφισμα, εντασσόμενο μάλλον σε μια προσπάθεια «τοτεμισμού», μια mystification του συντάγματος ως εκφραστή της μακραίωνης παράδοσης και διαδρομής του Ηνωμένου Βασιλείου μέσα στο χρόνο.

Το Κοινοβούλιο στο αγγλικό σύνταγμα, μπορεί να ψηφίσει ή να καταργήσει οποιοδήποτε νόμο.

Αν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε το κυρίαρχο στοιχείο αυτής της ιδιαιτερότητας, πέρα από το προφανές σημείο της έλλειψης ενός κωδικοποιημένου συνταγματικού κειμένου, θα στεκόμασταν σαφώς στην κυριαρχία του κοινοβουλίου, την parliamentary sovereignty. Αυτή, με την παραδοσιακή της μορφή, μπορεί να συνοψιστεί στον πολύ απλό κανόνα ότι δεν υπάρχει κανένας νομικός περιορισμός στη νομοθετική εξουσία του κοινοβουλίου. Όπως το έθεσε ο γενάρχης του αγγλικού συνταγματικού δικαίου Albert Venn Dicey, το Κοινοβούλιο «στο αγγλικό σύνταγμα, μπορεί να ψηφίσει ή να καταργήσει οποιοδήποτε νόμο».[1]

Η προσχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στην τότε ΕΟΚ το 1973 και -να υπενθυμίσουμε- η επικύρωση της παραμονής του σε αυτή στο δημοψήφισμα που έλαβε χώρα το 1975 με το Bremain να σαρώνει με 67%, έθεσαν το ζήτημα της σύγκρουσης της κυριαρχίας και άρα υπεροχής του αγγλικού Κοινοβουλίου από τη μία και της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου από την άλλη. Έγινε με άλλα λόγια γρήγορα σαφές ότι η αντίληψη πως δεν υπάρχουν νομικοί περιορισμοί στο νομοθετικό έργο του κοινοβουλίου δύσκολα θα επεβίωνε ή μάλλον θα συμβίωνε με τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Καθώς εξάλλου η κυριαρχία του κοινοβουλίου κατά την κλασική της σύλληψη είναι διαρκής, άρα «κανένα κοινοβούλιο δε μπορεί να δεσμεύσει τους διαδόχους του», έμοιαζε εξαιρετικά δύσκολο να ισχυριστεί κανείς πως το Κοινοβούλιο του 1972 με την European Communities Act που ψήφισε και διά της οποίας ενσωματώθηκε το ενωσιακό δίκαιο στη βρετανική έννομη τάξη, δέσμευε και εξακολουθεί να δεσμεύει μέχρι την αποχώρηση από την Ένωση τα «κοινοβούλια» που το διαδέχονται.

Οι Άγγλοι δικαστές προσπάθησαν επί χρόνια να αποφύγουν το ζήτημα. Όμως εν τέλει, φάνηκε ότι έπρεπε να δώσουν μιαν απάντηση στην υπόθεση Factortame. Εκεί ο Λόρδος Bridge, δικαστής του τότε House of Lords παρατήρησε πως «δεν υπάρχει τίποτα το καινούργιο στην υπεροχή των κανόνων του ενωσιακού δικαίου στους τομείς που αυτό εφαρμόζεται…». Όμως μια τέτοια θέση, βασισμένη σε λειτουργικά, λογικά και συμβατικής φύσης επιχειρήματα,[2] ακόμα και αν έταμε το θέμα σε νομικό επίπεδο, κάθε άλλο παρά σίγασε τη συζήτηση σε πολιτικό.

Το δημοψήφισμα κινείται στο πλαίσιο μιας διαφορετικής συνταγματικής λογικής από αυτή στην οποία θεμελιώνεται η κυριαρχία του κοινοβουλίου.

Ο περιορισμός της κυριαρχίας του αγγλικού κοινοβουλίου θεωρήθηκε ο θεμέλιος λίθος της «απώλειας της εθνικής κυριαρχίας» από το στρατόπεδο των ευρωσκεπτικιστών. Με μια πιο προσεκτική ματιά όμως -που δυστυχώς δεν υπήρξε από την πλειοψηφία των Άγγλων που ψήφισε leave στο δημοψήφισμα- θα εντόπιζε κανείς σε μια τέτοια άποψη λογικές ανακολουθίες αλλά και αντιφάσεις. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η αγγλική συνταγματική ιδιαιτερότητα τείνει ούτως ή άλλως εδώ και καιρό να προσαρμοσθεί στις προκλήσεις της εποχής. Το devolution, η παραχώρηση με άλλα λόγια εξουσιών στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Βορείου Ιρλανδίας σίγουρα άλλαξε την εικόνα, τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο,[3] με συνέπειες που είδαμε από την πρώτη ήδη στιγμή της ανακοίνωσης των τελικών αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος την περασμένη Παρασκευή. Από την άλλη, στο πλαίσιο της συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στο Συμβούλιο της Ευρώπης, η Human Rights Act του 1998 που ενσωματώνει σε μεγάλο βαθμό την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην αγγλική έννομη τάξη, παρά την προσεκτική της διατύπωση, θέτει νέες προκλήσεις για την παραδοσιακή θεώρηση του αγγλικού συνταγματικού δικαίου και συνακόλουθα για την κυριαρχία του κοινοβουλίου.

Όμως τι είναι εν τέλει αυτή η κυριαρχία; Ποια είναι η δικαιολογητική της βάση; Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς πως θεμέλιο της όλης σύλληψης είναι οι έννοιες της αντιπροσώπευσης και της εθνικής κυριαρχίας. Οι δύο αυτές έννοιες στην ουσία τους συμπλέκονται, καθώς το Κοινοβούλιο είναι ο κύριος φορέας της εσωτερικής κυριαρχίας -της άλλης όψης της εξωτερικής κυριαρχίας, της κυριαρχίας δηλαδή του ΗΒ ως κράτους στα πλαίσια του διεθνούς δικαίου- λόγω της αντιπροσωπευτικότητάς του κυρίαρχου μέρους του, του House of Commons.

Το δημοψήφισμα, ως ένα στοιχείο άμεσης δημοκρατίας, είναι ασύμβατο με την παραδοσιακή αντίληψη της αγγλικής συνταγματικής τάξης.

Αν όμως η κυριαρχία του κοινοβουλίου είναι ο θεμέλιος λίθος του αγγλικού συντάγματος, η διενέργεια ενός δημοψηφίσματος με σκοπό την επαναφορά στις συνταγματικές ρίζες όπως και η ψήφος υπέρ του leave φαίνονται ελαφρώς οξύμωρες για δύο λόγους, από πλευράς συνταγματικής τάξης. Πρώτον, το δημοψήφισμα κινείται στο πλαίσιο μιας διαφορετικής συνταγματικής λογικής από αυτή στην οποία θεμελιώνεται η κυριαρχία του κοινοβουλίου. Από τη μια μεριά έχουμε την αντιπροσωπευτική, κοινοβουλευτική δημοκρατία, πατρίδα της οποίας είναι το Ηνωμένο Βασίλειο και κύρια έκφρασή της στο πλαίσιο του αγγλικού συντάγματος η υπεροχή του κυρίου αντιπροσωπευτικού θεσμού, του Κοινοβουλίου. Από την άλλη, το δημοψήφισμα, ως ένα στοιχείο άμεσης δημοκρατίας, ασύμβατο εν πολλοίς με την παραδοσιακή αντίληψη της αγγλικής συνταγματικής τάξης. Όπως παρατηρεί ο Vernon Bogdanor, καθηγητής του David Cameron στα φοιτητικά του χρόνια, η κυριαρχία του κοινοβουλίου «θεωρείται ευρέως πως αποκλείει το δημοψήφισμα».[4]

Την 23η Ιουνίου, συνεπώς, οι υποστηρικτές του leave ζήτησαν από τον αγγλικό λαό να αποκαταστήσει την ακεραιότητα της κυριαρχίας του κοινοβουλίου στην απόλυτή της μορφή μέσω μιας διαδικασίας, του δημοψηφίσματος, η οποία βρίσκεται στην ακριβώς αντίθετη λογική. Όμως η αντίφαση δε σταματά εδώ. Επεκτείνεται και στις συνέπειες του δημοψηφίσματος, η δεσμευτικότητα του οποίου τείνει να γίνει το κυρίαρχο θέμα της συζήτησης στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και παγκοσμίως: το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου δεν ήταν νομικά δεσμευτικό αλλά συμβουλευτικό. Εξάλλου καμία συνθήκη του πολιτεύματος δεν επιτάσσει το Κοινοβούλιο να ακολουθεί πάντα την άποψη που εκφράστηκε μέσω της λαϊκής ετυμηγορίας σε ένα δημοψήφισμα. Η θέση λοιπόν των οπαδών του leave -και όχι μόνο- πως ένα κοινοβούλιο με συντριπτική πλειοψηφία ευρωπαϊστών οφείλει να αποφασίσει υπέρ της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ επειδή έτσι αποφασίστηκε σε δημοψήφισμα είναι η επιτομή της άρνησης της κυριαρχίας του αγγλικού κοινοβουλίου.

Για άλλη μια φορά ο συνταγματικός λαϊκισμός βγήκε νικητής.

Με άλλα λόγια, η κατάσταση μπορεί να συνοψισθεί ως εξής: αν το κοινοβούλιο θεωρήσει τον εαυτό του δεσμευμένο από το δημοψήφισμα, τότε προχωρά σε μια οιονεί απέκδυση της κυριαρχίας του με απώτερο σκοπό -και εδώ τα πράγματα γίνονται σουρεαλιστικά- την επαναφορά της στην απόλυτη και διαρκή της μορφή με την αποχώρηση από την ΕΕ. Αν όμως το κοινοβούλιο, συναισθανόμενο την πλήρη μορφή της κυριαρχίας του ως εσωτερικής κυριαρχίας αποφασίσει να αγνοήσει την απόφαση του δημοψηφίσματος και θεωρήσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να παραμείνει στην ΕΕ, τότε προβαίνει σε μια απόλυτη έκφραση της “parliamentary sovereignty” αποφασίζοντας ταυτόχρονα μια in perpetuo περιστολή της -τουλάχιστον κατά την άποψη των οπαδών του leave- στα πλαίσια της συμμετοχής στην ΕΕ.

Η μικρή ανάλυση που προηγήθηκε δε θέλει σε καμία περίπτωση να περιπλέξει τα πράγματα ή να διατυπώσει μια σοφιστεία, ένα παράδοξο. Αντιθέτως, θέλει να τονίσει πως η απόλυτη καθαγίαση και ο τοτεμισμός της παράδοσης του αγγλικού συνταγματισμού από το στρατόπεδο του leave, δε βασίζεται λιγότερο σε ψεύδη και λογικά άτοπα από ό,τι οι θέσεις του πχ στο ζήτημα της μετανάστευσης. Κάθε πτυχή αυτής της καμπάνιας στηρίχθηκε σε στρογγυλέματα και ανάλυση βασισμένη στην παραμορφωτική δύναμη του εθνικισμού. Για άλλη μια φορά ο συνταγματικός λαϊκισμός βγήκε λοιπόν νικητής. Αν θέλουμε όμως να αντλήσουμε κάποιο παράδειγμα στην Ελλάδα ενόψει και των συζητήσεων για σημαντικές συνταγματικές αλλαγές, αυτό είναι πως στα μεγάλα θεσμικά θέματα, εθνική στάση δεν είναι η αποθέωση της ιδιαιτερότητας αλλά ένας νέος δυναμικός συνταγματισμός της αλήθειας. Αλλιώς, η λογική θα ηττάται και παράδοξα όπως τα παραπάνω θα περιπλέκουν περαιτέρω την κατάσταση. 


[1] Dicey, Albert Venn, Introduction to the study of the law of the constitution (7th εκδ. Λονδίνο 1908) 38.

[2] Paul Craig, ‘Britain in the European Union’ σε Jeffrey Jowell και Dawn Oliver, The changing constitution (7η εκδ. OUP 2011) 102, 116.

[3] Antony Bradley, ‘The sovereignty of Parliament-Form or substance’ σε Jeffrey Jowell και Dawn Oliver, The changing constitution (7η εκδ. OUP 2011) 35, 60.

[4] Vernon Bogdanor, ‘Western Europe’ σε David Butler και Austin Ranney (επιμ.), Referendums around the world: The growing use of direct democracy (Basingstoke 1994) 24, 34.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Piet Mondrian (1872 – 1944), The red tree

 

 

Δουδωνής, Παναγιώτης

Ο Παναγιώτης Δουδωνής γεννήθηκε το 1990, σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Οξφορδης, όπου και πραγματοποίησε επίσης μεταπτυχιακές σπουδές (MJur, MPhil). 

Είναι δικηγόρος από το 2015, με εξειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο, ενώ από το 2018 είναι λέκτορας Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Κολλέγιο Oriel του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Διδάσκει Συνταγματικό, Κοινοβουλευτικό Δίκαιο και Δίκαιο Πολιτικών Κομμάτων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Το βιβλίο του «Το πολιτευμα της συνύπαρξης» κυκλοφόρησε το 2021 από τις Εκδόσεις Αρμός.