Παρασκευή, 27 Νοε 2015

Ασφάλεια-Ελευθερία στην Ευρώπη μετά τη 13η Νοεμβρίου: Διδάγματα από το παρελθόν

αρθρο του:

Το τρομοκρατικό χτύπημα στην καρδιά του Παρισιού, με άλλα λόγια στην καρδιά της Ευρώπης, φαίνεται, αν κρίνουμε από παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν, πως θα οδηγήσει σε μια επανεκτίμηση της σχέσης ισορροπίας μεταξύ ελευθερίας και ασφάλειας στον ευρωπαϊκό χώρο. Η επιλογή μάλιστα των τρομοκρατών να χτυπήσουν μέρη ευάλωτα όπως εστιατόρια, θέατρα, στάδια φαίνεται να απειλεί κάτι εξόχως σημαντικό για το δυτικό συνταγματικό πολιτισμό, τον «τρόπο ζωής μας».

Δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο ότι η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ στις δηλώσεις της μετά τις επιθέσεις μίλησε για επίθεση όχι κατά της ασφάλειας, αλλά κατά της ελευθερίας [1]. Η εμπειρία από την πολιτική αλλά και ακαδημαϊκή αντίδραση στις επιθέσεις που έλαβαν χώρα το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, αρχής γενομένης από την 11η Σεπτεμβρίου, φαίνεται πως αποδεικνύεται διδακτική. Η εικόνα της ισορροπίας μεταξύ της ελευθερίας και της ασφάλειας πρέπει άμεσα να εμπλουτιστεί με μια ανάλυση της ουσιαστικής πολυπλοκότητας της σχέσης των δύο εννοιών και να μην εγκλωβιστεί, όπως στο παρελθόν, σε μια ψευδαίσθηση «υδραυλικών» αυξομειώσεων και «zero-sum game».

Ο βασικός κίνδυνος είναι να οδηγηθούμε από ένα καθεστώς ισορροπίας ασφάλειας και ελευθερίας, σε ανασφάλεια χωρίς ελευθερία.

Όπως και μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η γενική εικόνα είναι πως η καθημερινότητα των μητροπόλεων του κόσμου θα αλλάξει. Η φυσική πρώτη αντίδραση σε ένα τέτοιο περιστατικό ήταν τότε πως κάποια τροποποίηση πρέπει να υπάρξει στο επίπεδο των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών[2], συνοδευόμενη από ένα είδος υποχωρητικότητας των ίδιων των πολιτών σε αιτήματα των αρχών που σχετίζονται με την ασφάλειά τους. Ο βασικός κίνδυνος όμως που ελλοχεύει σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι να οδηγηθούμε από ένα καθεστώς ισορροπίας ασφάλειας και ελευθερίας στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή σε ανασφάλεια χωρίς ελευθερία.

Μιλώντας για τις έννοιες αυτές πρέπει πρώτα απ’ όλα να έχουμε κατά νου τίνος η ασφάλεια και η ελευθερία διακυβεύονται. Στην πραγματικότητα, τα μέτρα ασφαλείας που ελήφθησαν τις τελευταίες δεκαετίες και ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, στόχο είχαν κατά κύριο λόγο μειονότητες, μέλη των οποίων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από τις αρχές δυνητικά ως «ύποπτοι»: μουσουλμάνοι, άνθρωποι από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, προερχόμενοι συχνά (αλλά όχι πάντα) από αυτό που στον αγγλοσαξονικό επιστημονικό διάλογο έχει ονομαστεί “rotten social background” (σαθρό κοινωνικό υπόβαθρο)[3]. Συνεπώς, όπως παρατηρεί ο Waldron[4], η εικόνα της αντιπαράθεσης ασφάλειας και ελευθερίας έχει κυρίως να κάνει με τη θυσία των ελευθεριών των ευάλωτων μειονοτήτων στο όνομα της ασφάλειας της πλειοψηφίας, στοιχείο που δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα τόσο στη δικαιολόγηση όσο και στην αποτελεσματικότητα κάθε συνολικής πολιτικής στο θέμα αυτό.

Στο σημείο αυτό αξίζει μια περαιτέρω ανάλυση της έννοιας της ασφάλειας. Ασφάλεια δε μπορεί να νοηθεί μόνο απέναντι στο έγκλημα ή την τρομοκρατία αλλά επίσης, στην κλασσική έννοιά του ο όρος περιλαμβάνει και την ασφάλεια απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Ο Locke χαρακτηριστικά ανέφερε αντικρούοντας τον Hobbes «This is to think, that men are so foolish, that they take care to avoid what mischiefs may be done them by pole-cats, or foxes; but are content, nay, think it safety, to be devoured by lions»[5]. Στην περίπτωση μας, όπως και στον παραλληλισμό του Locke, ένα ουσιαστικά απεριόριστο κράτος, αποτελεί τα «λιοντάρια» ενάντια στην ασφάλεια και την ελευθερία. Η έννοια της εξισορρόπησης, του “balancing”, όπου η αύξηση της ασφάλειας μεταφράζεται σε μείωση της ελευθερίας λειτουργεί υπεραπλουστευτικά, λαμβάνοντας υπόψη μόνο μια συγκεκριμένη μορφή της ασφάλειας και αγνοώντας την πραγματικότητα της ασφάλειας υπό την κλασσική φιλελεύθερη εκδοχή της, δηλαδή την ασφάλεια του ατόμου απέναντι στο κράτος. Συνεπώς, θυσιάζοντας την ελευθερία μας, θυσιάζουμε και την ασφάλειά μας, υπό την έννοια που μόλις αναλύσαμε.

Θυσιάζοντας την ελευθερία μας, θυσιάζουμε και την ασφάλειά μας.

Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι σε όλη την ανάλυση του θέματος αυτού, τα όρια μεταξύ του αντικειμενικού ζητήματος της ασφάλειας και αυτού που αποκαλείται «αίσθημα ασφάλειας» (Sicherheitsgefühl στα γερμανικά) ή υποκειμενική ασφάλεια είναι αρκετά δυσδιάκριτα. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις, όπως οι πρόσφατες στο Παρίσι, σαφώς πλήττουν την αντικειμενική ασφάλεια των πολιτών αλλά η επίπτωση στο αίσθημα ασφάλειας είναι –δικαιολογημένα- δυσανάλογα μεγάλη. Ένα κρίσιμο στοίχημα των πολιτικών αντιμετώπισης είναι σε ποιο βαθμό πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλήγμα στο αίσθημα ασφάλειας των πολιτών στην κατάστρωση μιας αποτελεσματικής αντιτρομοκρατικής πολιτικής.

Προχωρώντας από το επίπεδο της δεοντολογίας στο επίπεδο της αποτελεσματικότητας, πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις πολιτικές στοχοποίησης και εκμηδένισης των δικαιωμάτων των υπόπτων έχουν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Ένα από τα κεντρικά διακυβεύματα τέτοιων πολιτικών είναι η απόκτηση πληροφοριών για τα μέλη, τη δομή και τη δράση των τρομοκρατικών ομάδων με σκοπό την αποτροπή μελλοντικών επιθέσεων. Για το σκοπό αυτό εξάλλου και δεδομένων των επιπρόσθετων δυσκολιών που δημιουργεί ο οργανωμένος χαρακτήρας της εγκληματικής δραστηριότητας[6], υπάρχουν και στην ελληνική έννομη τάξη οι ειδικές ανακριτικές πράξεις του άρθρου 253A ΚΠΔ[7], κατά τα πρότυπα των “special investigation techniques”[8]. Αλλά ακραίες τακτικές, όπως αυτές που ακολουθήθηκαν στο Guantanamo και στο Abu Ghraib, αντί να οδηγήσουν σε περισσότερη ασφάλεια μέσω της συγκέντρωσης πληροφοριών, λειτούργησαν σε τελικό επίπεδο καταλυτικά προς την κατεύθυνση της στρατολόγησης τρομοκρατών από εξτρεμιστικές οργανώσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εκμετάλλευση των συμβόλων από τον ISIS, που ντύνει τα θύματά του στα βίντεο των εκτελέσεων με πορτοκαλί στολές που παραπέμπουν στο Guantanamo, παρουσιάζοντας τις ειδεχθείς του πράξεις ως δήθεν «αντίποινα» με σκοπό να εντάξει στις τάξεις του περισσότερους μαχητές. Ο David Cole[9], ένας σημαντικός Αμερικανός υπέρμαχος των ελευθεριών, θεωρεί ότι δεν υπάρχει καμία αδιαφιλονίκητη απόδειξη ότι η στέρηση κάθε ελευθερίας έχει αποτελέσματα. Αντίθετα, αυτή η πολιτική οδήγησε στο σκάνδαλο του Abu Ghraib, το οποίο προκάλεσε συναισθήματα αποτροπιασμού στη διεθνή κοινότητα, λόγω των αποκαλύψεων στοιχείων για τέλεση βασανιστηρίων.

Η στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων στο βωμό της ασφάλειας της πλειοψηφίας οδηγεί σε περιθωριοποίηση και καθιστά τα μέλη τους ευάλωτα στον εξτρεμισμό.

Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις ο υπερβάλλων ζήλος του νομοθέτη αλλά και του δικαστή μπορεί να οδηγήσει στο στιγματισμό ατόμων που δεν έχουν σχέση με την τρομοκρατία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αγγλική υπόθεση RvG όπου το αμφιλεγόμενο έγκλημα της συλλογής ή καταγραφής πληροφοριών που μπορούν να φανούν χρήσιμες σε κάποιον που διαπράττει ή προετοιμάζει τρομοκρατική πράξη, οδήγησε κατά μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση, στη «δημιουργία ενός τρομοκράτη από το τίποτα»[10]. Όπως παρατηρεί η Zedner[11], η αποξένωση εκείνων των κοινωνικών ομάδων οι οποίες στοχοποιούνται για υποθέσεις τρομοκρατίας συμβάλλει στην αναποτελεσματικότητα των αντιτρομοκρατικών μέτρων. Η ιδέα της στοχοποίησής τους και της θυσίας των ελευθεριών τους στο βωμό της ασφάλειας της πλειοψηφίας οδηγεί σε αισθήματα περιθωριοποίησης και καθιστά τα μέλη τους ευάλωτα στον εξτρεμισμό. Αυτό συμβαίνει ήδη με μουσουλμάνους κατοίκους των υποβαθμισμένων προαστίων μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Molenbeek των Βρυξελλών, και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να επαναληφθεί, αν η Ευρώπη υποκύψει έστω και κατ’ ελάχιστον στην ξενοφοβική λογική της ακροδεξιάς, βραχίονας της οποίας είναι στην Ελλάδα η άποψη του υπουργού Άμυνας Πάνου Καμμένου για τη «τζιχαντιστική απειλή»[12].

Συνοψίζοντας, η ιδέα του αφεύκτου των περαιτέρω περιορισμών της ελευθερίας στο όνομα της ασφάλειας απέκτησε πολλούς υποστηρικτές σε στιγμές μεγάλης κρίσης, ιδίως μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου. Υπήρχε τότε μια γενικευμένη αίσθηση, τόσο στην πολιτική όσο και στην ακαδημαϊκή κοινότητα ότι τα κράτη έπρεπε να λειτουργήσουν με κάθε κόστος άμεσα και δραστικά ούτως ώστε να αποκλεισθεί μια μελλοντική τρομοκρατική επίθεση. Το πρώτο μισό της προηγούμενης δεκαετίας είδε εκατοντάδες επιστημονικά άρθρα να γράφονται πάνω στο ζήτημα αυτό, μια τάση που είχε μέχρι πρότινος καταλαγιάσει. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος αυτής της ακαδημαϊκής παραγωγής φάνταζε εφήμερο[13], γραμμένο στη ζέση της στιγμής και έτοιμο να διαθέσει τα πάντα στο όνομα της ασφάλειας.

Είναι σημαντικό σε αυτή τη νέα κρίσιμη στιγμή να διδαχθούμε τόσο σε πολιτικό όσο και σε επιστημονικό επίπεδο από τα λάθη της περιόδου εκείνης. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η Ευρώπη και ο κόσμος πρέπει να είναι παρατηρητές ή να παριστάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται, δε βλέπουν όσα έχουν συμβεί και την απειλή της επανάληψής τους. Αλλά σε κάθε περίπτωση η πολιτική αντιμετώπισης της τρομοκρατίας δεν πρέπει να θέσει σε αμφισβήτηση τον συνταγματικό μας πολιτισμό και την επάρκεια του νομικού, ακαδημαϊκού και εν τέλει πολιτικού μας οπλοστασίου. Δεν χρειάζονται νομικές κινήσεις πανικού αλλά, ιδίως στο επίπεδο της πρόληψης και καταστολής της τρομοκρατίας, συντονισμένες ενέργειες βασισμένες σε μια προσέγγιση αρχών[14], που θα στηρίζεται στις δομικές και διαδικαστικές εγγυήσεις του ποινικού και του συνταγματικού δικαίου, στο πλαίσιο και του «ευρωπαϊκού συνταγματισμού». Πρέπει να είναι το δίδαγμα της περιόδου που ακολούθησε την 11η Σεπτεμβρίου ότι το δόγμα «ασφάλεια με κάθε  τρόπο και κόστος» οδηγεί σε μια ανακυκλούμενη γενικευμένη ανασφάλεια, ή, για να το θέσουμε αλλιώς, σε μια διαρκή πραγματική ή φαντασιακή επανάληψη του τραυματικού περιστατικού, όπως αυτό της 13ης Νοεμβρίου.

Η Ευρώπη να αναμετρηθεί με τον εαυτό της, δεν μπορεί να ανέχεται τη σφαγή χιλιάδων αθώων ανθρώπων στην καρδιά της αλλά ούτε και στη γειτονιά της.

Τέλος, το να εκφράσουμε τη θλίψη, την οργή, την αγανάκτησή μας για όσα έγιναν στην καρδιά της κοινής πατρίδας μας, της Ευρώπης είναι το αυτονόητο και δε χωρά συζήτηση, ούτε βέβαια και διαβάθμιση σε σχέση με άλλες τραγωδίες, όπως αυτή της 12ης Νοεμβρίου στον Λίβανο. Αυτό όμως για το οποίο απαιτείται σοβαρή ανάλυση είναι ο ρόλος της διεθνούς κοινότητας και κυρίως της Ευρώπης στην αντιμετώπιση της παρούσας κατάστασης. Είναι η Ευρώπη σε θέση να αποκτήσει ενιαία οντότητα ικανή να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά δύο σημαντικές προκλήσεις χωρίς να διολισθήσει στην ακροδεξιά ρητορική, τον βερμπαλιστικό μιλιταρισμό και την ισλαμοφοβία: από τη μία τη στήριξη των προσφύγων και από την άλλη την αποτροπή των φρικαλεοτήτων που απειλούν την ίδια της την ύπαρξη αλλά και τα ιδεώδη πάνω στα οποία οικοδομήθηκε (ελευθερίες, δικαιώματα); Η ρίζα του προβλήματος είναι η ίδια, η τραγωδία που λαμβάνει χώρα αυτή τη στιγμή στη Συρία, στη Μέση Ανατολή. Αλλά για να γίνει μια αποτελεσματική παρέμβαση στο πρόβλημα αυτό, η Ευρώπη θα πρέπει να αναμετρηθεί με τον εαυτό της, να συνειδητοποιήσει τι είναι, όχι μια υπερδύναμη, αλλά μέσα από τη βαθύτερη ένωσή της, μια ισχυρή περιφερειακή οντότητα που δε μπορεί να ανέχεται τη σφαγή χιλιάδων αθώων ανθρώπων στην καρδιά της αλλά ούτε και στη γειτονιά της.


[1] http://www.focus.de/politik/videos/tv-auftritt-zum-terror-in-paris-merkels-botschaft-an-die-franzosen-wir-weinen-mit-ihnen_id_5087678.html

[2] Jeremy Waldron, “Security and Liberty: The Image of Balance” (2003) The Journal of Political Philosophy σελ.191

[3] Για τη σχετική προβληματική στη νομική επιστήμη βλ. ενδεικτικά Richard Delgado “'Rotten Social Background': Should the Criminal Law Recognize a Defense of Severe Environmental Deprivation?” (1985) Law and inequality

[4]Waldron, βλ. υποσημ. 2

[5] John Locke, Two Treatises of Civil Government, Λονδίνο 1924 (1690) σελ. 163

[6] Νίκος Λίβος, Οργανωμένο έγκλημα και ειδικές ανακριτικές πράξεις Τόμος 1ος: Δογματική του οργανωμένου εγκλήματος/Τεύχος A: Ο εγκληματολογικο-δογματικός φαινότυπος του οργανωμένου εγκλήματος  (Π.Ν.Σάκκουλας 2007)

[7] Ε.Συμεωνίδου – Καστανίδου, Οργανωμένο έγκλημα και τρομοκρατία, Σύγχρονες εξελίξεις στην ευρωπαϊκή και ελληνική έννομη τάξη, 2η έκδοση, Σάκκουλας 2007, σελ. 91 και εξής

[8] http://www.coe.int/t/dlapil/codexter/specInvestigation_en.asp

[9] David Cole, Securing Liberty (International Debate Education Association 2011) σελ. 11

[10] Jacqueline Hodgson-Victor Tadros “How to Make a Terrorist Out of Nothing” (2009) Modern Law Review σελ. 984-1015

[11] Lucia Zedner, “Terrorizing Criminal Law” (2014) Criminal Law and Philosophy σελ. 104

[12] http://www.tanea.gr/news/politics/article/5226839/dhlwsh-sok-kammenoy-an-berolino-kai-brykselles-synexisoyn-na-mas-kanoyn-mpoylingk-h-eyrwph-tha-gemisei-tzixantistes/

[13] Zedner όπως πριν σελ. 100

[14] Lucia Zedner, “Securing Liberty in the Face of Terror: Reflections from Criminal Justice” (2005) Journal of Law and Society σελ. 507


 * O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο: Eugène Delacroix (1798 – 1863), La Liberté guidant le peuple

Δουδωνής, Παναγιώτης

Ο Παναγιώτης Δουδωνής γεννήθηκε το 1990, σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Οξφορδης, όπου και πραγματοποίησε επίσης μεταπτυχιακές σπουδές (MJur, MPhil). 

Είναι δικηγόρος από το 2015, με εξειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο, ενώ από το 2018 είναι λέκτορας Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Κολλέγιο Oriel του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Διδάσκει Συνταγματικό, Κοινοβουλευτικό Δίκαιο και Δίκαιο Πολιτικών Κομμάτων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Το βιβλίο του «Το πολιτευμα της συνύπαρξης» κυκλοφόρησε το 2021 από τις Εκδόσεις Αρμός.