Κυριακή, 02 Ιουλ 2017

Τρία πεδία παρέμβασης στους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα #ElladaMeta

αρθρο του:

Θα αναφερθώ σε τρία πεδία παρέμβασης στους θεσμούς και το πολιτικό σύστημα που κατά τη γνώμη μου έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη λειτουργία του κράτους και την ανάταξη της οικονομίας: τη συνταγματική αναθεώρηση, την τροποποίηση του εκλογικού νόμου και την «εκκαθάριση»-ποιότητα της νομοθεσίας.

Ι. Συνταγματική αναθεώρηση

Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ένας από τους μύθους που αβασάνιστα αποδέχθηκαν ακόμη και γνήσιοι σκεπτικιστές ήταν αυτός του «καλού Συντάγματος», στο οποίο υποτίθεται ότι θεμελιώθηκε η πιο μακρόβια και ανέφελη περίοδος εύρυθμης λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών στη σύγχρονη ιστορία. Ενός Συντάγματος που, παρά τους κλυδωνισμούς που προκάλεσε στην εγγυητική και τη συμβολική του λειτουργία η «αναγκαστική» νομοθεσία και νομολογία της οικονομικής κρίσης μετά το 2010, δεν αμφισβητήθηκε ως προς την εσωτερική συνοχή και την ορθολογικότητά του.

Tο Σύνταγμά μας αποδεικνύεται σε αρκετές από τις σημαντικότερες ρυθμίσεις του ανορθολογικό.

Και όμως, το Σύνταγμά μας αποδεικνύεται σε αρκετές από τις σημαντικότερες ρυθμίσεις του ανορθολογικό. Στις δομικές αντινομίες και τις εσωτερικές αντιφάσεις οφείλονται ρήγματα στην ενότητα της συνταγματικής τάξης και δυσλειτουργίες των πολιτικών θεσμών, σε ένα πολιτικό περιβάλλον που ούτως ή άλλως δεν διακρίνεται για τον ορθολογισμό του (βλ. Ξ. Κοντιάδη, Το Ανορθολογικό μας Σύνταγμα. Γιατί απέτυχαν οι πολιτικοί θεσμοί;, εκδ. Παπαζήση 2015). Το Σύνταγμά μας χρήζει σήμερα αλλαγών. Σε μια χώρα όπου πλεονάζουν όσοι διεκδικούν την εκφορά συνταγματικού λόγου, οι αναθεωρητικές προτάσεις περισσεύουν.

Δεν υπάρχει άλλωστε τίποτα πιο εύκολο από την παράθεση αναθεωρητικών προτάσεων. Ωστόσο ίσως δεν υπάρχει και τίποτα δυσκολότερο από τον σχεδιασμό συνταγματικών διατάξεων με συνοχή και αποτελεσματικότητα. Το πολιτικό σύστημα πρέπει λοιπόν να απαλλαγεί από τις ανορθολογικές ρυθμίσεις, προστατεύοντας παράλληλα την ενότητα του συνταγματικού κειμένου και της ελληνικής συνταγματικής παράδοσης. Αυτή η επιδίωξη δεν μπορεί όμως να εδράζεται σε μια αυτοαναφορική συνταγματική μυθολογία, αλλά στην κριτική απομυθοποίηση των παραστάσεών μας για το Σύνταγμα.

Το γεγονός ότι η δημοκρατία και το κράτος δικαίου λειτούργησαν από το 1974 χωρίς τις μείζονες συνταγματικές κρίσεις του παρελθόντος δεν οφείλεται στην ποιότητα των συνταγματικών θεσμών, αλλά σε μια σειρά πολιτικών και οικονομικών παραμέτρων, καθώς και στη σοφία που επέδειξαν οι ερμηνευτές του. Αντίθετα, ορισμένες από τις εγγενείς αδυναμίες του ισχύοντος Συντάγματος κρίνονται (συν)υπεύθυνες για τη σημερινή κρίση του πολιτικού συστήματος και την οικονομική χρεοκοπία. Απαιτείται λοιπόν να ξεκινήσει μετά τις εκλογές η διαδικασία αναθεώρησης. 

ΙΙ. Εκλογικός νόμος

Το δεύτερο πεδίο μεταρρύθμισης αφορά το εκλογικό σύστημα, που ανήκει σε μια άλλη εποχή της πολιτικής ιστορίας και χρήζει τροποποίησης. Το bonus 50 εδρών στο πρώτο κόμμα αποσκοπούσε στην αυτοδυναμία κομμάτων τα οποία είχαν συγκεντρώσει στις εκλογές ποσοστό που ανερχόταν κοντά στο 40%. Δεν είναι συνεπώς παράλογη η πρόβλεψη του bonus υπό συνθήκες πολωμένου δικομματισμού, όπως αυτές που επικράτησαν καθ’ όλη σχεδόν την περίοδο της Μεταπολίτευσης, όταν η κυβερνησιμότητα της χώρας προϋπέθετε τη σχετικοποίηση της αναλογικότητας του συστήματος. 

Tο εκλογικό σύστημα αποτέλεσε εργαλείο της εκάστοτε πλειοψηφίας.

Όμως το πολιτικό σκηνικό μεταβλήθηκε άρδην μετά την κρίση. Οι δίδυμες εκλογές του 2012 ανέδειξαν ένα κατακερματισμένο κομματικό τοπίο, με τα δύο πρώτα κόμματα να συγκεντρώνουν ποσοστά κάτω του 30%. Την εξέλιξη αυτή επιβεβαίωσαν τόσο οι ευρωεκλογές όσο και όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων τριών ετών. Έτσι το bonus των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα όχι μόνο δεν οδηγεί σε αυτοδύναμη, μονοκομματική κυβέρνηση, αλλά ενδέχεται να δυσχεράνει την κυβερνησιμότητα της χώρας, μειώνοντας τις πιθανές κομματικές συμπράξεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας.

Στην Ελλάδα το εκλογικό σύστημα αποτέλεσε εργαλείο της εκάστοτε πλειοψηφίας, που το προσάρμοζε κατά βούληση για να εξυπηρετήσει κομματικούς σχεδιασμούς. Αυτό αποκλείστηκε μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, αφού τροποποίηση του εκλογικού νόμου επιτρέπεται να ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός εάν συγκεντρωθεί αυξημένη πλειοψηφία 200 βουλευτών, οπότε εφαρμόζεται από τις ερχόμενες.

Ό,τι κρίνεται πολιτικά ατελέσφορο δεν είναι κατ' ανάγκην αντισυνταγματικό. Όμως θα αποτελούσε πολιτικό και θεσμικό λάθος να μην προχωρήσει αμέσως μετά τις εκλογές η μεταρρύθμιση του εκλογικού συστήματος. Όπως το bonus 50 εδρών, έτσι και η ισχύουσα απλή αναλογική παρουσιάζουν σημαντικά μειονεκτήματα. Μακροπρόθεσμα η χώρα μόνο οφέλη μπορεί να αποκομίσει από ένα σύστημα που θα αποτυπώνει στο Κοινοβούλιο τη βούληση του εκλογικού σώματος με αναλογικό τρόπο, διευκολύνοντας όμως και την κυβερνησιμότητα. 

ΙΙΙ. Ποιότητα της νομοθεσίας

Το τρίτο σημείο παρέμβασης αφορά την ποιότητα της νομοθεσίας. Πολυάριθμα είναι τα παραδείγματα κρατών που ύστερα από σοβαρές οικονομικές κρίσεις αντιλήφθηκαν τη σημασία της αναμόρφωσης του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις κρατικές λειτουργίες, τις οικονομικές σχέσεις και την επιχειρηματική δραστηριότητα. Στη χώρα μας έχουν επανειλημμένα επισημανθεί τα φαινόμενα πολυνομίας, κακονομίας και περιττών διοικητικών επιβαρύνσεων, που εμποδίζουν το επιχειρείν, ταλαιπωρούν τους πολίτες και καθιστούν τον διοικητικό μηχανισμό αναποτελεσματικό, πολυδάπανο και αδιαφανή. 

Σήμερα, ακόμη και ο πιο έμπειρος νομικός της θεωρίας και της πράξης αδυνατεί έστω να εντοπίσει τι ισχύει μέσα στον δαιδαλώδη νομοθετικό λαβύρινθο, καταφεύγοντας σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, των οποίων ένα απλό λάθος συνεπάγεται την αδυναμία υλοποίησης βασικών διαδικασιών κάθε ευνομούμενης πολιτείας.

Τα οφέλη της ρυθμιστικής γκιλοτίνας είναι τεράστια.

Το εργαλείο που θεωρείται, σύμφωνα με διεθνή πρότυπα, ενδεδειγμένο σε χώρες με ογκώδες, περίπλοκο και χαμηλής ποιότητας ρυθμιστικό πλαίσιο έχει ονομαστεί στην επιστημονική βιβλιογραφία «ρυθμιστική γκιλοτίνα». Αποσκοπεί στην ταχεία, φθηνή και δραστική αποκάθαρση, απλούστευση και βελτίωση του κανονιστικού περιβάλλοντος, με κατάργηση άχρηστων, επικαλυπτόμενων ή αντιφατικών διατάξεων, κωδικοποίηση των υπόλοιπων ρυθμίσεων και εγκαθίδρυση ενός μόνιμου μηχανισμού αξιολόγησης της ποιότητας της νομοθεσίας.

Τα οφέλη της ρυθμιστικής γκιλοτίνας είναι τεράστια: μείωση της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας, ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των επενδύσεων χάρη στην αναβάθμιση της κρατικής αξιοπιστίας, ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών, μείωση του κόστους συναλλαγής με το κράτος.

Εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί δεν προχώρησε στην Ελλάδα η εφαρμογή της γκιλοτίνας ή κάποιας παρεμφερούς μεθοδολογίας που έχουν εφαρμόσει δεκάδες χώρες, με πρωτοπόρους την Ολλανδία και τη Βρετανία. Μήπως είναι δύσκολο ή δαπανηρό; Μήπως στερείται η Ελλάδα την τεχνογνωσία; Τίποτα από όλα αυτά. Κάποια βήματα έγιναν ως προς το άνοιγμα και τη λειτουργία επιχειρήσεων, αλλά αυτό αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό. Η επόμενη κυβέρνηση, όποιο πολιτικό πρόσημο και αν έχει, οφείλει να προχωρήσει και να ολοκληρώσει το έργο αυτό.


* Ομιλία του Ξ. Κοντιάδη στο Συνέδριο του Κύκλου Ιδεών, Η Ελλάδα Μετά, στον Κύκλο 3: Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό – Οι θεσμικές προϋποθέσεις


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Louis S. Glanzman (1922-2013), Signing of the Constitution

 

Η Ελλάδα Μετά | Κύκλος 3: Ένα άλλο κράτος είναι εφικτό – Οι θεσμικές προϋποθέσεις from Evangelos Venizelos on Vimeo.

Κοντιάδης, Ξενοφών

Ο Ξενοφών Κοντιάδης γεννήθηκε το 1967 στη Χαϊδελβέργη. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Μόναχο. Δικηγόρος Αθηνών από το 1992. Δίδαξε στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (ως επίκουρος και εν συνεχεία αναπληρωτής Καθηγητής) από το 1998 και στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου από το 2004, όπου εκλέχθηκε το 2006 πρωτοβάθμιος Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας. Διευθυντής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (2008-2010) και Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών (2010-2014). 
Από το 1995 Επιστημονικός Διευθυντής και από το 2006 Πρόεδρος Δ.Σ. του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου – Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, θέση στην οποία διαδέχθηκε τον δάσκαλό του, συνταγματολόγο Δημήτρη Θ. Τσάτσο. 
Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Institute forEuropean Constitutional Sciences (Hagen-Γερμανία) από το 2008. Συντονιστής του «Research Group on Constitution-Making and Constitutional Change» της Διεθνούς Ένωσης Συνταγματικού Δικαίου (IACL) από το 2013. Αντιπρόεδρος του European Institute for Social Security (2008-2011). Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΙνστιτούτουΤοπικής Αυτοδιοίκησης (2005-2011). Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Δι.Κ.Ε.Τε/ΟΤΟΕ.
Συγγραφέας 20 βιβλίων και περισσότερων από 130 μελετών στα ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά. Κριτής πολλών διεθνών επιστημονικών περιοδικών και διευθυντής επιστημονικών σειρών. Προσκεκλημένος ομιλητής σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Τακτικός αρθρογράφος στον ημερήσιο τύπο, με περισσότερα από 400 άρθρα. Μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (2000-2006), μέλος Δ.Σ. του Α΄ ΠΕΣΥΠ Αθηνών (2003-2004), εμπειρογνώμονας της ΟΚΕ, Πρόεδρος τη Νομικής Επιτροπής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, διδάσκων στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.