Τρίτη, 04 Ιουλ 2017

Το μαύρο κουτί της ελληνικής κοινωνίας

αρθρο του:

Οι σκέψεις που ακολουθούν προκλήθηκαν με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου των Cas Mude και Cristobal Rovira Kaltwasser «Λαϊκισμός – Μια Συνοπτική Εισαγωγή».

Η έκδοση του βιβλίου αυτού είναι ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι υπάρχει μια γενικευμένη αμφισβήτηση του ίδιου του όρου «λαϊκισμός» είτε επειδή «η έννοια του λαϊκισμού με τη χρόνια κατάχρησή της έχασε κάθε ερμηνευτική δύναμη», όπως υποστηρίζει ο Αντώνης Λιάκος, είτε επειδή, «‘λαϊκισμός’ είναι η ετικέτα την οποία οι πολιτικές ελίτ κολλάνε στις πολιτικές που υποστηρίζονται από απλούς πολίτες και οι οποίες δεν τους αρέσουν», όπως υποστηρίζει ο Φράνσις Φουκουγιάμα.

Ο λαϊκισμός είναι μια ιδεολογία χαμαιλέων.

Οι συγγραφείς δεν αρνούνται ότι ο όρος χρησιμοποιείται απλουστευτικά και λανθασμένα, πολλές φορές, ιδιαίτερα στον δημοσιογραφικό λόγο. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να επιδιώξουν να τον ορίσουν με επιστημονική αυστηρότητα χρησιμοποιώντας την ανάλογη τεκμηρίωση. Ο λαϊκισμός κατά τους συγγραφείς είναι μια ιδεολογία, αλλά μια πραγματικά παράξενη ιδεολογία. Είναι, κατά τον ορισμό τους, μια αβαθής, ισχνού πυρήνα, ιδεολογία (thin-centered ideology), που απαιτεί για την επιβίωση της μια ιδεολογία ξενιστή (host ideology) που θα την φιλοξενίσει και θα την ενεργοποιήσει. Ο λαϊκισμός επικάθεται σε αυτές τις ιδεολογίες ξενιστές όχι εξωπαρασιτικά αλλά ενδοπαρασιτικά. Συνεξελίσσεται μαζί τους, τις μεταλλάσσει. Είναι μια ιδεολογία χαμαιλέων.

Προσωπικά θεωρώ την έννοια της «αβαθούς ιδεολογίας» και συνακόλουθα της ιδεολογίας ξενιστή ως τη μέγιστη συμβολή των συγγραφέων στην επιστημονική συζήτηση για το λαϊκισμό. Μας προτρέπει να δούμε συνδυαστικά και συνολικά αυτά τα δύο φαινόμενα, προκειμένου να εξηγήσουμε την πολιτική επιτυχία (ή και αποτυχία) των λαϊκιστών.

Η ελληνική περίπτωση

Υπό το φως των ανωτέρω, ας δούμε τι ακριβώς έχει συμβεί στην Ελλάδα με την ιδεολογία ξενιστή του ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδεολογία του κόμματος αυτού, όταν ήταν ένα ασήμαντο γκρουπούσκουλο του 3%, ήταν ένα αμάλγαμα μαρξισμού (και σε πολλές περιπτώσεις λενινισμού) της παλαιότερης γενιάς, συνοδευόμενη από την ουτοπία του εξανθρωπισμού του κομμουνισμού, και ιδεών της λεγόμενης κινηματικής αριστεράς από τους νεότερους, με λίγη αντιπαγκοσμιοποίηση, λίγα κινήματα από τα κάτω και έντονη αντικαπιταλιστική ρητορεία. Όλο αυτό συμπυκνώθηκε στο πολιτικό πρόταγμα του «αντιμνημονίου» που σαγήνευσε την πλειοψηφία του λαού της κεντροαριστεράς, χωρίς να αφήσει ανεπηρέαστη και την κεντροδεξιά.

Ο λαϊκισμός, ως αβαθής ιδεολογία, ήταν το τέλειο συμπλήρωμα της ριζοσπαστικής αριστερής ιδεολογίας. Μπορεί κανείς εύκολα να διαγνώσει το πόσο ανάγλυφη είναι η όσμωση των δύο ιδεολογιών. Το μείγμα αυτό διαμορφώνει ένα νέο υβρίδιο, τον αντιφιλελευθερισμό, που φαίνεται να είναι ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής των λαϊκιστών απανταχού της γης, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι παρόμοια φαινόμενα συναντώνται τόσο στους δεξιούς λαϊκιστές που, υπό τον Όρμπαν, κυβερνούν την Ουγγαρία όσο και στους αριστερούς λαϊκιστές της Βενεζουέλας, υπό τον Τσάβες αρχικά και στη συνέχεια τον Μαδούρο.

Ο λαϊκισμός, ως αβαθής ιδεολογία, ήταν το τέλειο συμπλήρωμα της ριζοσπαστικής αριστερής ιδεολογίας.

Δύο χρόνια μετά την κατάληψη της εξουσίας, το αντιμνημόνιο ως πολιτικό πρόταγμα έχει καταρρεύσει. Συνακόλουθα, παρατηρούμε το φαινόμενο της αποσάθρωσης της ιδεολογίας αυτής, όπως πολύ εύστοχα το έχει εντοπίσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος:

«Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ρευστοποιηθεί αξιακά και πολιτικά, δεν είναι σε στερεά κατάσταση. Προσλαμβάνει το σχήμα του δοχείου, στο οποίο κάθε φορά εισέρχεται. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις, καλές-κακές, είχαν στερεά κατάσταση. Μπορεί να είχαν χτυπήματα, ξυσίματα, ακρωτηριασμούς, να ήταν στρογγυλές ή να είχαν γωνίες, αλλά ήταν στέρεες. Τώρα μιλάμε για την πολιτική των ρευστών».

Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ σε πολιτική και ιδεολογική σχιζοφρένεια. Υπογράφει το 4ο Μνημόνιο και ταυτόχρονα καταγγέλλει την Ευρώπη και τους δανειστές. Τις μονές ημέρες καταγγέλλει το ΔΝΤ και τις ζυγές το επαινεί. Πολύ συχνά καταγγέλλει τον εαυτό του, ή το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ απεργεί διαμαρτυρόμενο για τις αποφάσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδεολογία ξενιστής έχει γίνει ένα πουκάμισο αδειανό, μια καρικατούρα. Οι θεωρητικοί του, σε πλήρη απόγνωση, το μόνο που βρίσκουν να επικαλεστούν είναι ότι πρόκειται για μια προσωρινή υποχώρηση, έναντι υπερτέρου εχθρού, ακριβώς όπως έκανε ο Λένιν με τη Συνθήκη του Μπερστ Λιτόφσκ, όπου παραχώρησε έδαφος στη Γερμανία για να κερδίσει χρόνο και να εδραιωθεί στην εξουσία.

Υπάρχει όμως κάτι που μένει σταθερό μέσα σε όλες τις παλινωδίες. Είναι η πελατειακή κατάληψη του κράτους. Πολλά τα παραδείγματα, όπως η συνταγματική αναθεώρηση, η εκμηδένιση των ανεξάρτητων αρχών, ο έλεγχος του τύπου και η δημιουργία προσκομμάτων στις ραδιοτηλεοπτικές αδειοδοτήσεις, ο έλεγχος της Δικαιοσύνης, οι φορολογικές επιδρομές σε αντιφρονούντες. Είναι η επίθεση στα όποια checks and balances υπάρχουν στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Ο ηθικολογικός μονισμός της λαϊκιστικής ιδεολογίας επελαύνει στο κράτος έχοντας ως υποστύλωμα την πολιτικά ισχυρή αντιφιλελεύθερη παράδοση των μαρξιστογενών ιδεολογιών, την αντίληψη ότι το κράτος (και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κατά Αλτουσέρ) δεν είναι τίποτα άλλο από ένα όργανο, ένα εργαλείο στα χέρια της άρχουσας τάξης, το οποίο πρέπει να καταλάβουμε.

Μπορεί αυτή η κατάληψη του κράτους να δώσει εξουσιαστική ανάσα στον ΣΥΡΙΖΑ; Οι συγγραφείς στον πρόλογό τους στην ελληνική έκδοση απαντούν αρνητικά, προβλέποντας ότι πολύ σύντομα ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι παρελθόν. Διατυπώνουν όμως και μια άλλη, δυσοίωνη πρόβλεψη, ότι ο λαϊκισμός θα είναι για πολλά χρόνια ισχυρός στην ελληνική κοινωνία.

Το μαύρο κουτί

Η άποψή τους αυτή μοιάζει να επιβεβαιώνεται από τα εμπειρικά δεδομένα. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις, στην ερώτηση για την πρόθεση ψήφου, υπάρχει ένα περίπου 20% που δηλώνει αναποφάσιστο ή ότι έχει αποφασίσει να απέχει από τις εκλογές. Σε πολλές μετρήσεις το ποσοστό αυτό αγγίζει το 30%.

Οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ τον καταγγέλλουν όχι επειδή είπε ψέματα, αλλά επειδή δεν υλοποίησε τα ψέματα.

Στην πλειοψηφία του, συγκροτείται από απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Διαισθητικά, υποστηρίζω ότι οι περισσότεροι από αυτούς καταγγέλλουν τον ΣΥΡΙΖΑ για τους λάθος λόγους. Όχι επειδή είπε ψέματα, αλλά επειδή δεν υλοποίησε τα ψέματα. Αρκεί να διαβάσει κανείς δηλώσεις μεταμεληθέντων καλλιτεχνών που υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τους πρόδωσε, για να καταλάβει ότι αυτοί οι ψηφοφόροι είναι ένας απρόβλεπτος παράγων, ένα μαύρο κουτί, που δυνητικά μπορεί να εξελιχθεί σε ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της δημοκρατίας.

Το μαύρο κουτί αναζητάει μια νέα ιδεολογία ξενιστή για να προσκολληθεί και να εξουσιάσει και πάλι τη χώρα. Δεν εννοεί να βάλει μυαλό και συνεχίζει να επιζητά σωτήρες. Πολύ δύσκολα θα δείξει ξανά εμπιστοσύνη στο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι στις επικείμενες εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρησιμοποιήσει και πάλι τον διχαστικό και εμφυλιοπολεμικό λόγο. 

Μετά την απογοήτευση από τα αριστερά, το μαύρο κουτί μπορεί να αναζητήσει την τύχη του στην ακροδεξιά. Αυτό θα είναι το χειρότερο σενάριο για τη χώρα, που χωρίς ριζική αλλαγή νοοτροπιών δεν έχει οποιαδήποτε ελπίδα να ανακάμψει. Όσοι πιστεύουν ότι οι πολιτικές εξελίξεις θα είναι γραμμικές, κατά πάσα πιθανότητα, θα διαψευστούν.


* Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία του Τύπου, στις 2 Ιουλίου 2017. Τα κύρια σημεία του περιλαμβάνονται στην εισήγηση του συγγραφέα στην παρουσίαση του βιβλίου «Λαϊκισμός – Μια Συνοπτική Εισαγωγή» των Cristobal Rovira Kaltwasser και Cas Mudde στην Αθήνα, στις 26 Μαΐου 2017. Στην ίδια εκδήλωση μίλησαν για το βιβλίο οι Ευάγγελος Βενιζέλος, Τάκης Ιωακειμίδης, Παναγής Παναγιωτόπουλος και ο Cas Mudde. Τη συζήτηση συντόνισε η Τζίνα Μοσχολιού.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Kazimir Malevich (1878 - 1935) Black Square

Παπασαραντόπουλος, Πέτρος

Ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος γεννήθηκε το 1955 στην Καλαμάτα. Χημικός μηχανικός της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου του "Ρήγα Φεραίου" και της συντακτικής επιτροπής του "Θούριου" στη μεταπολίτευση του 1974. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες "Αυγή", "Εγνατία", "Θεσσαλονίκη" και στο περιοδικό "Αντί". Ιδρυτής και διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού της Θεσσαλονίκης "Ράδιο Παρατηρητής" και του λογοτεχνικού περιοδικού "Παρατηρητής". Υπεύθυνος εκδόσεων στους εκδοτικούς οίκους "Παρατηρητής" και "Επίκεντρο". Διευθυντής σύνταξης στο περιοδικό "Balkan Horizons". Ιδρυτικό μέλος του Κέντρου για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (CDRSEE) και γενικός γραμματέας της "Ένωσης για τη Δημοκρατία στα Βαλκάνια".