Ευάγγελος Βενιζέλος
«Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης», ένα συνέδριο του Κύκλου
- Η καμπύλη της Θεσσαλονίκης, μια στρατηγική πρόκληση για την πόλη*
Παναγιώτατε, σας ευχαριστώ πολύ για την παρουσία σας.
Καθώς πλησιάζει ένας χρόνος από την ενθρόνισή σας, στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας, θέλω να πω ότι με εντυπωσιάζει ο τρόπος με τον οποίο έχει αναπτυχθεί η σχέση σας με την πόλη και την εκκλησιαστική σας επαρχία. Έχετε φέρει έναν άλλον αέρα. Η βυζαντινή Θεσσαλονίκη έχει βεβαίως πλήρη συνείδηση της Iστορίας της, αλλά από την άλλη μεριά πρέπει να διαθέτει και την πλήρη ικανότητα να επικοινωνεί με το παρόν και το μέλλον. Χαίρομαι γιατί έχετε έρθει από τη Χαλκίδα, από την Εύβοια εδώ και αυτό μας ενώνει προσωπικά, καθώς ο πατέρας μου, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ήρθε φτωχός φοιτητής από την Εύβοια στη Θεσσαλονίκη, παρέμεινε εδώ επειδή ερωτεύτηκε και έκανε οικογένεια. Αυτό το τόξο που μας ενώνει νομίζω ότι είναι ένας οιωνός, τον οποίο μπορούμε να τον εκλάβουμε και ως οιωνό ευχάριστο για το θέμα της σημερινής μας συζήτησης.
Κύριοι υπουργοί και κυρίες και κύριοι βουλευτές και αγαπητές και αγαπητοί μου παλιοί συνάδελφοι στον πολιτικό στίβο, χωρίς την ενεργό συμμετοχή και την πρωτοβουλία του πολιτικού προσωπικού της πόλης δεν μπορεί να αποκτήσει η Θεσσαλονίκη στρατηγική και δεν μπορεί να καταλάβει τη θέση που της αξίζει. Άρα πρέπει να παρακολουθήσουμε με πολύ μεγάλη προσοχή την καμπύλη που διήνυσε αυτά τα 50 χρόνια, να δούμε αν η απόσταση από την Αθήνα μεγάλωσε ή μίκρυνε, αν η περιβόητη ιδιοσυστασία της πόλης ενδυναμώθηκε ή αποδυναμώθηκε, εάν η Θεσσαλονίκη αυτή τη στιγμή έχει τις προϋποθέσεις, ξεκινώντας από τη συσσώρευση κεφαλαίου, προκειμένου να παίξει τον ρόλο που φαντασιώνεται πολλές φορές. Ένα από τα βασικά ζητήματα που θέτει το βιβλίο και που θα θέσει και η συζήτηση σήμερα είναι ποια είναι η διαφορά μεταξύ φαντασίωσης από τη μια μεριά και στρατηγικής από την άλλη.
Η επανάληψη ευχάριστων στερεοτύπων δεν συνιστά στρατηγική, χρειάζεται κάτι παραπάνω και σε εσάς, όπως βεβαίως και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης που μας προσέφερε μία εμπνευσμένη ομιλία και δήλωσε την ετοιμότητα, τη διαθεσιμότητα και την επίγνωσή του να ασχοληθεί με το ζήτημα αυτό που λέγεται στρατηγική πρόκληση της Θεσσαλονίκης για τα επόμενα 50 χρόνια, τη δεύτερη πεντηκονταετία της Μεταπολίτευσης, και σε όλους εσάς τους πολιτικούς αντιπροσώπους και τους ηγέτες της τοπικής αυτοδιοίκησης, εναπόκειται η ευθύνη. Κουβαλάτε ένα πολύ μεγάλο βάρος για το μέλλον της πόλης αυτής που πολλές φορές καταβυθίζεται σε ένα δύσκολο παρόν και σε ένα παρελθόν το οποίο δεν μπορούμε ούτε να το αξιολογήσουμε, ούτε να το αφομοιώσουμε με τον τρόπο που πρέπει.
Θα μου επιτρέψετε να προσφωνήσω ιδιαίτερα και τον κύριο Πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που για εμένα ήταν ο κατ’ εξοχήν χώρος της δράσης μου πριν ασχοληθώ με την ενεργό πολιτική. Επίσης τους Πρυτάνεις του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και του Διεθνούς Πανεπιστημίου. Χαίρομαι για την παρουσία τους εδώ και για την παρουσία πολλών συναδέλφων μου από το πανεπιστήμιο. Το πανεπιστήμιο, τα πανεπιστήμια πλέον και τα πέραν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είναι το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της πόλης. Με αυτά ως επίκεντρο, ως μοχλό, πρέπει να πορευτούμε και βέβαια θα μου επιτρέψετε να συμπεριλάβω στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, κυρίως το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης , το ΕΚΕΤΑ, που είχα την ευκαιρία να ιδρύσω ως Υπουργός Ανάπτυξης το 1999, με τη σύμπραξη του τότε Γενικού Γραμματέα Έρευνας και Τεχνολογίας Θανάση Τσαυτάρη, γιατί αυτά τα συγκριτικά πλεονεκτήματα πρέπει να τα φέρνουμε στην επιφάνεια. Είναι και αυτό ένα αντικείμενο της συζήτησης.
Θέλω να ευχαριστήσω τον Αστέρη Πελτέκη που μας φιλοξενεί στο φουαγιέ του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, για την ακρίβεια του Θεάτρου της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών που είναι η έδρα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Ο πολιτισμός είναι βεβαίως ένα πολύ μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της Θεσσαλονίκης, το πολιτιστικό κεκτημένο, το οποίο σε πολύ μεγάλο βαθμό οφείλεται στις υποδομές και στους θεσμούς που διαμορφώσαμε για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997 ή με αφορμή και ως ανάμνηση της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης. Είμαι πραγματικά υπερήφανος, θα έλεγα ευγνώμων καταρχάς, γιατί είχα την τύχη να είμαι Υπουργός Πολιτισμού την περίοδο εκείνη και έτσι να συνδεθώ με υποδομές και θεσμούς, με το κτίριο αυτό που ανακαινίστηκε, παρότι εξακολουθεί φυσικά να είναι ιδιοκτησία της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, με το Βασιλικό Θέατρο, με το Θέατρο και όλο το συγκρότημα της Μονής Λαζαριστών που ήταν η πιο συνειδητή προσπάθεια να διασπάσουμε την ταξική διαίρεση του χώρου στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης, με τους μεγάλους θεσμούς που διαμορφώθηκαν, με το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και τη συλλογή Κωστάκη , με το Μουσείο Κινηματογράφου και τη συλλογή Βελιμέζη, με το Μουσείο Φωτογραφίας και τη συλλογή Μπουασονά, με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, με τις δραστηριότητες που ανέπτυξε το Κρατικό Θέατρο, παράλληλα προς την αρχική του αποστολή και με τόσα άλλα, που συνιστούν ένα απόθεμα το οποίο πρέπει να ξαναφέρουμε στην επιφάνεια. Αντίστοιχο απόθεμα διαθέτει και η Θεσσαλονίκη του αθλητισμού.
Αναφέρθηκα στη Θεσσαλονίκη της εκπαίδευσης και της έρευνας, στη Θεσσαλονίκη του πολιτισμού, μας λείπει όμως η Θεσσαλονίκη της πραγματικής οικονομίας, η Θεσσαλονίκη που μπορεί να σωρεύει κεφάλαιο, όπως ανέφερα προηγουμένως. Είναι ελάχιστες, αν δεν κάνω λάθος είναι μόνον δύο οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών εταιρίες που εδρεύουν στη Θεσσαλονίκη. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι όταν έχει γίνει αυτή η μετατόπιση, όταν όλοι οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί έχουν συγκεντρώσει την παρουσία τους στην Αθήνα, όταν όλες οι καθοριστικές αποφάσεις λαμβάνονται πλέον συγκεντρωτικά, όταν το κράτος που είναι πάντα ο καθοριστικός παράγοντας για την πορεία της οικονομίας, γιατί η σχέση με το κράτος, όχι αναγκαστικά η χρηματοδοτική, αλλά και η ρυθμιστική απλώς καθορίζει τα πάντα, η απόσταση από τα λεγόμενα κέντρα λήψης αποφάσεων, τα θεσμικά, τα οποία βρίσκονται βεβαίως στην Αθήνα, είναι πάρα πολύ μεγάλη και μεγαλώνει. Μπορεί τεχνικά να μειώνεται η απόσταση ή ο χρόνος που κάνεις για να διανύσεις την απόσταση αυτή, αλλά θεσμικά η απόσταση μεγαλώνει και η Θεσσαλονίκη γίνεται μία περιφερειακή πόλη η οποία αγωνίζεται με τον ίδιο τρόπο που αγωνίζονται όλες οι άλλες πόλεις αυτού του είδους, η κάθε μια με την ιδιοσυστασία της, ανεξαρτήτως του μεγέθους της. Το ένα και κάτι εκατομμύριο πληθυσμού της Θεσσαλονίκης κατα βάθος δεν διαφέρει από την άποψη αυτή από το μέγεθος της Πάτρας ή του Ηρακλείου ή των Ιωαννίνων ή της Καλαμάτας.
Έχει βεβαίως πάρα πολύ μεγάλη σημασία το τι επιθυμείς, το τι θέλεις και είναι μία ευκαιρία να τα συζητήσουμε όλα αυτά χωρίς ψευδαισθήσεις. Αυτό το χωρίς ψευδαισθήσεις, αυτή η διάκριση μεταξύ φαντασίωσης και στρατηγικής που έκανα, είναι το αντικείμενο της συζήτησης που θα ακολουθήσει. Η αφορμή της συζήτησης είναι ο τόμος που παρουσιάζουμε, ο τόμος που εξέδωσαν οι εκδόσεις Επίκεντρο, που διευθύνει ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, και περιλαμβάνει τα πρακτικά του συνεδρίου του Μαΐου του 2024.
Καταρχάς θα μου επιτρέψετε να πω ότι είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ένα συνέδριο που έγινε 12 με 14 Μαΐου, στο τέλος Σεπτεμβρίου είχε ήδη τυπωμένα τα πρακτικά του με τη μορφή ενός καλαίσθητου τόμου, που είναι το corpus της Μεταπολίτευσης, ένας τόμος αναφοράς για τη Μεταπολίτευση. Θα μου πείτε, δεν αρκούσε το ψηφιακό υλικό; Δεν αρκούσε το οπτικοακουστικό υλικό; Βεβαίως, έχει τη δική του γοητεία το οπτικοακουστικό υλικό, αλλά το έντυπο, η γραφή έχει πάντα ένα κύρος το οποίο λειτουργεί και συμβολικά , γιατί προσδίδει βάρος σε αυτά που λέγονται, όταν αυτά που λέγονται γράφονται, γιατί αυτό μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα τη σχέση με την Ιστορία, τον μακρύ ιστορικό χρόνο - αυτό πιστεύω ότι εξακολουθεί να προσφέρει το βιβλίο. Πέραν του ότι - θα μου επιτρέψετε μία μικρή παρένθεση- το διαδίκτυο είναι και μία εκδίκηση της γραφής σε σχέση με την εικόνα, γιατί σου επιβάλει να διαβάζεις και να γράφεις, έστω με τις νέες τεχνολογικές πρακτικές, και βεβαίως σε κατακλύζει με ψευδείς πληροφορίες, με fake news, με τη μετα-αλήθειά του, αλλά πάντως είναι μία εκδίκηση της ανάγνωσης και της γραφής σε σχέση με την εικόνα, δηλαδή ανταγωνίζεται την εικόνα που το ίδιο εμπεριέχει και διακινεί.
Αυτό μας λοιπόν το συνέδριο, ήταν ένα συνέδριο χωρίς προκαταλήψεις καταρχάς μεθοδολογικές, γιατί αντιμετώπισε τη Μεταπολίτευση όχι μόνο ως στιγμή της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, αλλά και τη Μεταπολίτευση ως περίοδο, ως κατάσταση, ως πεντηκονταετία. Καταρχάς δοκιμάσαμε αν αυτό που λέμε είναι ακριβές, αν η κοινή γνώμη, η κοινωνία προσλαμβάνει τη Μεταπολίτευση με αυτούς τους δύο τρόπους. Ξεκινήσαμε λοιπόν δίνοντας τον λόγο στην ίδια την κοινωνία, με μία μεγάλη έρευνα της Metron Analysis, που παρουσιάσαμε και συζητήσαμε στο συνέδριο και διαπιστώσαμε δημοσκοπικά ότι πράγματι η ελληνική κοινή γνώμη προσλαμβάνει τη Μεταπολίτευση και ως στιγμή και ως κατάσταση.
Αλλά βεβαίως η αυτοσυνειδησία της σε σχέση με τη Μεταπολίτευση είναι κάτι το ζητούμενο, δεν είναι ασφαλές και σταθερό. Η αποτίμηση της Μεταπολίτευσης είναι σε γενικές γραμμές θετική. Βεβαίως όλοι αντιλαμβάνονται και συνομολογούν ότι πρόκειται για την καλύτερη πεντηκονταετία των 200 ετών από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Αλλά από την άλλη μεριά, όταν μιλάει έτσι κάποιος για τους αριθμούς και τις επετείους, όταν γιορτάζει το 2024 τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, όταν έχει γιορτάσει το 2022 τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν έχει γιορτάσει το 2021 τα 200 χρόνια από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, καταλαβαίνει πόσο κοντά στην Ιστορία είμαστε, πόσο μέσα στην Ιστορία είμαστε. Ιδίως αυτά τα τελευταία 50 χρόνια δείχνουν ότι είμαστε μέρος της Ιστορίας, τουλάχιστον η δική μου γενιά και όσες και όσοι από εσάς είστε κοντά.
Αλλά μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει με τα 100 από τη Μικρασιατική Καταστροφή για μία πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, που η διαστρωμάτωσή της, η σύστασή της η κοινωνική έχει προέλθει από την ενσωμάτωση των προσφύγων; Και αυτά τα 100 χρόνια, μήπως, δεν μας φέρνουν στην αφετηρία μας ως νέο ελληνικό κράτος, γιατί όλες οι εκκρεμότητες που έχουμε, όλα τα κρίσιμα σημεία της εθνικής πολιτικής δεν έχουν να κάνουν με την ολοκλήρωση της απόσχισης αυτών των εδαφών, που συγκρότησαν την επικράτεια του νέου ελληνικού κράτους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία; Μήπως όλα αυτά που συζητάμε, η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, η έκταση των χωρικών υδάτων, τα ζητήματα που αφορούν τον εναέριο χώρο, όλα αυτά που αφορούν το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, την περιφερειακή κατάσταση στη Μεσόγειο, στα Βαλκάνια, στη μεγάλη παρευξείνια περιοχή, στην οποία κατ’ ιστορική απονομή είμαστε μέλος, δεν μας φέρνουν πολύ κοντά στα μεγάλα ζητούμενα της έναρξης της Επανάστασης; Όταν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος είπε, απευθυνόμενος προς τον Μέτερνιχ, ότι, ξέρετε, χρειάζεστε ένα νέο, δυναμικό, ολοζώντανο κράτος, έστω και μικρό, το οποίο μαζί με την παρακμάζουσα οθωμανική αυτοκρατορία θα ανακόπτει την κάθοδο της Ρωσίας στις θερμές θάλασσες, στη Μεσόγειο. Αυτό δεν ήταν το σκεπτικό της από κοινού ένταξης της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952; Μήπως αυτό δεν είναι τώρα το μεγάλο στρατηγικό διακύβευμα της Δύσης σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία; Ακόμα και σε σχέση με την οξεία κρίση στη Μέση Ανατολή; Μήπως αυτά που συμβαίνουν στη Μέση Ανατολή δεν συνδέονται με τη τόσο σημαντική για εμάς Συνθήκη της Λωζάννης που νομίζουμε ότι αφορά τις ελληνοτουρκικες σχέσεις στενά, ενώ αφορά οτιδήποτε σχετίζεται με τη Συρία, με το Ιράκ, με τις περιβόητες κουρδικές περιοχές, με τη Λιβύη, οτιδήποτε μπορεί να τεθεί στο τραπέζι μίας σύγχρονης συζήτησης, ενόψει και των αμερικανικών προεδρικών εκλογών την ερχόμενη Τρίτη, που είναι η καθοριστική στιγμή για τη στρατηγική υπόσταση της Δύσης.
Άρα βλέπετε πώς όλα αυτά πρέπει να τα εισπράττει και να τα αξιολογεί η ελληνική κοινωνία. Της δώσαμε λοιπόν πρώτη τον λόγο στο συνέδριο του Μαΐου και στη συνέχεια δώσαμε τον λόγο στους ιστορικούς, για να δούμε τις τομές και τις συνέχειες της μεταπολιτευτικής περιόδου, τα διεθνή και τα εγχώρια ορόσημα, γιατί η Μεταπολίτευση δεν είναι ένα απομονωμένο γεγονός, ούτε η δική μας περιοδολόγηση μπορεί να είναι αυθαίρετη ή πρωτότυπη. Θα μιλήσει σήμερα για αυτά ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ιστορικούς, ο καθηγητής Κώστας Κωστής, διευθυντής του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, ο συγγραφέας των «Κακομαθημένων Παιδιών της ιστορίας», ο οποίος θα έχει την ευκαιρία να αναλύσει περισσότερο τη συσχέτιση της Μεταπολίτευσης, της ελληνικής, με ανάλογες αλλαγές που έγιναν στην Ευρώπη, αλλά και αλλού, και με την περιοδολόγηση της παγκόσμιας Ιστορίας που μας φέρνει κοντά σε αυτό το διεθνές γίγνεσθαι.
Το δεύτερο θέμα μας ήταν, τον Μάιο, το ερώτημα αν ισχύει, ακόμη και σήμερα, το θεσμικό θεμέλιο της Μεταπολίτευσης. Ισχύει η καταγωγική στιγμή, η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, ως θεσμικό θεμέλιο; Έχουμε συνταγματικό πατριωτισμό; Γιορτάζουμε τον Ιούνιο τα 50 χρόνια από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975, το Σύνταγμα ψηφίστηκε στις 7 Ιουνίου, δημοσιεύτηκε στις 9 Ιουνίου και τέθηκε σε ισχύ στις 11 Ιουνίου του 1975, με την τότε αντιπολίτευση να έχει αποχωρήσει από την ψήφιση του Συντάγματος και στις 12 Ιουνίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραψε και υπέβαλε την αίτηση ένταξης της χώρας στις τότε ευρωπαϊκές κοινότητες. Ακολούθησαν οι αναθεωρήσεις του Συντάγματος. Η πρώτη του 1985-1986 προκάλεσε πολύ μεγάλες αντιθέσεις. Ακολούθησε η δεύτερη, η συναινετική, η μεγάλη του 2001, στην οποία ήμουν ο γενικός εισηγητής, η μικρή του 2008 και μία μάλλον συναινετική τελικά του 2019. Και όλες αυτές τελικά διασφάλισαν μία ορατή αλλά μη ομολογούμενη συνταγματική συναίνεση η οποία είναι πολύ βαθύτερη και πολύ μεγαλύτερη, από ότι μπορεί να υποθέσει κανείς δια γυμνού οφθαλμού. Άρα έχει πολύ μεγάλη σημασία να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό.
Ο τρίτος κύκλος αφορούσε αυτό που ήδη ανέφερα: το καταγωγικό τραύμα της Μεταπολίτευσης, που εξακολουθεί να βρίσκεται στο θεμέλιο της εθνικής στρατηγικής. Το καταγωγικό τραύμα της Μεταπολίτευσης ήταν, το πραξικόπημα της χούντας κατά του Μακαρίου στην Κύπρο, η πρόκληση της τουρκικής εισβολής, γιατί εμείς δώσαμε την αφορμή και την ευκαιρία της εισβολής του Αττίλα, και βεβαίως η στρατιωτική ήττα που υπέστη ο ελληνισμός επί του εδάφους, γιατί το βόρειο τμήμα του νησιού κατελήφθη και εξακολουθεί να είναι υπό στρατιωτική κατοχή. Αλλά αυτό δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αυτό το έβλεπε κανείς μπροστά του να έρχεται επί δέκα χρόνια, γιατί είχαν προηγηθεί τα γεγονότα του 1964-1965, είχαν διαμορφωθεί τα προγεφυρώματα και είχαν εμφανιστεί τα τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη πάνω από το νησί. Και δέκα χρόνια μετά έγινε η εισβολή του Αττίλα, αφού μεσολάβησε η απόσυρση της μεραρχίας και το πραξικόπημα που οργάνωσαν οι άφρονες προδότες της δικτατορίας.
Αυτό όμως επηρεάζει την εξωτερική πολιτική έως σήμερα. Η εξωτερική πολιτική είναι αιχμάλωτη τους συνδρόμου των συνθηκών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, του 1960. Είναι αιχμάλωτη του γεγονότος ότι έχουμε βιώσει μία εθνική στρατιωτική ήττα, το 1974, και βεβαίως αυτό δεν μας επιτρέπει να διαμορφώσουμε τις εσωτερικές προϋποθέσεις άσκησης της εξωτερικής πολιτικής. Θεωρώ ότι παρέλκει οποιαδήποτε ειδικότερη και πιο συγκεκριμένη συζήτηση για τα πολύ μεγάλα και κρίσιμα θέματα της εξωτερικής πολιτικής εάν δεν έχει προηγηθεί η διαμόρφωση στέρεων εσωτερικών προϋποθέσεων που μας επιτρέπουν να συζητήσουμε για τα θέματα αυτά και να διαμορφώσουμε και εθνική συναίνεση και εθνική στρατηγική.
Μετά ασχοληθήκαμε σε πολλές επιμέρους συνεδριάσεις με το πολιτικό γονιδίωμα της Μεταπολίτευσης: με τις μνήμες, τα σύνδρομα, τους μύθους, τα στερεότυπα και τις αλληλοεπιδράσεις.
Την επόμενη ημέρα ασχοληθήκαμε με την πρώτη και δεύτερη Μεταπολίτευση της ελληνικής οικονομίας. Εκεί ακούστηκαν πολλά πράγματα χρήσιμα και για τη Θεσσαλονίκη. Παρακολούθησα προσφάτως μια συζήτηση στη Γενική Συνέλευση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, τη μετεξέλιξη του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, με την κυρία Σαράντη την Πρόεδρο, που μας τιμά με την παρουσία της, να συζητά με τον Ευάγγελο Μυτιληναίο, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες επιχειρηματίες και διευθύνει έναν μεγάλο παραγωγικό όμιλο, ο οποίος κινείται διεθνώς. Η συζήτηση αυτή νομίζω ότι έδινε έναν τόνο εξαιρετικά χρήσιμο για την αναπτυξιακή στρατηγική και της πόλης μας και της περιοχής μας.
Μετά δώσαμε τον λόγο στους νέους, τη γενιά Ζ, να δούμε πώς αυτή εισπράττει τη Μεταπολίτευση. Και μετά ασχοληθήκαμε με τα πολιτιστικά ζητήματα: με τις αφηγήσεις της Μεταπολίτευσης, με την αισθητική της Μεταπολίτευσης, με τη σκηνή της Μεταπολίτευσης, δηλαδή τις αναπαραστατικές τέχνες και τη Μεταπολίτευση.
Εδώ παρενεβλήθη μία συζήτηση που είχαμε με τον Διονύση Σαββόπουλο, την οποία μπορείτε να διαβάσετε αλλά μπορείτε και να δείτε. Μας έκανε την πολύ μεγάλη χαρά και την πολύ μεγάλη τιμή να μας διαθέσει χρόνο και ενδιαφέρον και σε εμένα προσωπικά ένα τραγουδάκι, με το οποίο έκλεισε αυτή η συζήτηση, και όλα αυτά τα συνοψίσαμε σε μία συζήτησή μου με τον Αλέξη Παπαχελά για τα μεγάλα δίπολα της πενηντακονταετίας ώς οιωνούς για το μέλλον.
Και κλείσαμε με τον ήχο της Μεταπολίτευσης, με μια μπαλάντα, δηλαδή μια σύνθεση δημιουργιών που επιχείρησε με πολύ μεγάλη επιτυχία ο Νίκος Κυπουργός.
Αυτό όλο υπάρχει στο βιβλίο, όπως υπάρχει ακόμη και το θεατρικό προοίμιο, με τον Βασίλη Παπαβασιλείου, ο οποίος μας έκανε τη μεγάλη χαρά να ξεκινήσει το συνέδριο με ένα δικό του μικρό μονόπρακτο, γεμάτο από προβληματισμούς. Ένα στοχαστικό, θα έλεγα, μικρό μονόπρακτο.
Αυτό το βιβλίο έχουμε θέσει σε κυκλοφορία και με αφορμή αυτό το βιβλίο θα συζητήσουμε σήμερα για τη Θεσσαλονίκη. Σας ευχαριστώ λοιπόν όλες και όλους για την παρουσία σας.-
*Ομιλία Ευάγγελου Βενιζέλου την εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών, «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη» με αφορμή την κυκλοφορία από τις εκδόσεις Επίκεντρο του βιβλίου «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης 1974-2024» που περιλαμβάνει τα πρακτικά του ομότιτλου συνεδρίου, στο Φουαγιέ του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών), Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024. Έναρξη από τον Αντιπρόεδρο του Κύκλου Ιδεών καθ. Χρήστο Δερβένη. Υποδοχή από τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΚΘΒΕ Αστέριο Πελτέκη. Χαιρετισμός από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης Στέλιο Αγγελούδη
Σχολιάζουν και συζητούν: Για το ιστορικό πλαίσιο ο Κώστας Κωστής, Καθηγητής Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, Διευθυντής του ΜΙΕΤ, για τις εκλογικές αναμετρήσεις 1974-2024 στη Θεσσαλονίκη η Γεωργία Παναγιωτίδου, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης, για την ατμόσφαιρα και τον πολιτισμό της Μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκης ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Συγγραφέας και για την καμπύλη της πραγματικής οικονομίας την περίοδο αυτή στη Θεσσαλονίκη ο Γιάννης Καρατζόγλου, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης – Συγγραφέας. Συντονίζει: ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος