Πέμπτη, 10 Δεκ 2015

«Ενωτικοί – Ανθενωτικοί» και «Μνημονιακοί – Αντιμνημονιακοί»: Διχασμοί χωρίς περιεχόμενο

αρθρο του:

Ο διχασμός των Ελλήνων σε «Μνημονιακούς» και «Αντιμνημονιακούς» τα χρόνια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης μας γυρίζει στη μοιραία για την Κύπρο δεκαετία 1964-1974 όταν είχε λάβει χώρα ένας άλλος αντίστοιχος διχασμός: «Ενωτικών» εναντίον «Ανθενωτικών». Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που οι Έλληνες διχάζονταν.

Το 1915 η Ελλάδα χωρίστηκε σε φιλοβασιλικούς και βενιζελικούς, ενώ το 1944 σε εθνικιστές και κομμουνιστές. Οι διχασμοί όμως αυτοί είχαν τουλάχιστον ένα πραγματικό αντικείμενο αντιπαράθεσης. Τον τύπο του πολιτεύματος, το στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας ή το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό καθεστώς.

Όμως τόσο ο διχασμός του 1964-74, όσο και ο πρόσφατος του 2010-15, βασίστηκαν σε μια πλάνη. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρχε ουσιαστικό αντικείμενο διαφοράς. Με εξαίρεση κάποιες μειοψηφίες τόσο οι «ενωτικοί» όσο και οι «ανθενωτικοί» ονειρεύονταν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Αντίστοιχα τόσο οι «μνημονιακοί» όσο και οι «αντιμνημονιακοί» επιδίωκαν την έξοδο από την κρίση με όσο το δυνατόν καλύτερους όρους για τα ελληνικά συμφέροντα και με λιγότερο επαχθή μέτρα για τους Έλληνες πολίτες, χωρίς να υπάρχει διαφωνία, εκτός ολίγων εξαιρέσεων, για τον προσανατολισμό της χώρας και την παραμονή της Ελλάδας στο σκληρό πυρήνα της Ευρώπης.  

Οι «ενωτικοί» της περιόδου 1964-74 όπως και οι αυτοαποκαλούμενοι «αντιμνημονιακοί» αρνούνταν να αποδεχτούν την πραγματικότητα.

Οι «ενωτικοί» της περιόδου 1964-74 όπως και οι λεγόμενοι και αυτοαποκαλούμενοι «αντιμνημονιακοί» εθελοτυφλούσαν ή αρνούνταν να αποδεχτούν την πραγματικότητα παρασυρόμενοι είτε από ένα δογματισμό, είτε από έναν αθεράπευτο ρομαντισμό, είτε από μικροπολιτικά συμφέροντα.

Οι «ενωτικοί» αρνούνταν να δεχθούν ότι η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα –την εποχή εκείνη τουλάχιστον– δεν μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς κάποιου είδους διχοτόμηση: είτε αυτή λεγόταν κυρίαρχη στρατιωτική βάση της Τουρκίας στην Κύπρο, είτε παραχώρηση ενός τμήματος της νήσου στους Τουρκοκυπρίους. Με ηγέτη τον Στρατηγό Γρίβα και μετά το 1967 συνεπικουρούμενοι από ακραίους κύκλους του στρατιωτικού καθεστώς των Αθηνών, που υπερθεμάτιζε σε πατριωτισμό, κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και των υποστηρικτών του, που λοιδορούνταν ως «ανθενωτικοί» και προδότες της Ένωσης, χωρίζοντας έτσι τους Ελληνοκυπρίους σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Ο τελευταίος παρά τα πολύ σημαντικά λάθη του στην πολιτική του έναντι των Τουρκοκυπρίων και την κωλυσιεργία του στις ενδοκοινοτικές συνομιλίες (1968-74) αντιλαμβανόταν ότι η Ένωση συνεπαγόταν ουσιαστικά τη διχοτόμηση. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εξάλλου για να αποσοβήσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο είχε αποδεχθεί το 1959 την ανεξαρτησία της Κύπρου έναντι της ανέφικτης τότε Ένωσης, δημιουργώντας έτσι μια δεύτερη μικρή κυρίαρχη Ελλάδα που ελεγχόταν ουσιαστικά –πολιτικά και οικονομικά– από τους Ελληνοκυπρίους. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επίσης πρωτοστατήσει στην απόρριψη του σχεδίου Άτσεσον το 1964 το οποίο, παρά τα πολλά πλεονεκτήματά του για τα ελληνικά συμφέροντα, επί της ουσίας θα επέφερε την παραχώρηση ενός –έστω και μικρού– τμήματος του κυπριακού εδάφους στην Τουρκία.

Τα τελευταία χρόνια οι «αντιμνημονιακοί» αρνούνταν πεισματικά να αποδεχτούν ότι οποιαδήποτε δανειακή σύμβαση συνεπαγόταν την υπογραφή ενός είδους συμβολαίου με τους δανειστές και εταίρους της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι για τους δικούς τους πολιτικούς και οικονομικούς λόγους να χρηματοδοτούν άνευ όρων με τα χρήματα των φορολογουμένων τους μια χώρα που παράγει διαρκώς ελλείμματα παραβιάζοντας τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Η συνεχιζόμενη άρνηση της σκληρής πραγματικότητας, η ακατάσχετη δημαγωγία, αλλά κυρίως η υπονόμευση και η διαπόμπευση όσων υποστήριξαν την αναγκαιότητα των συμφωνιών με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το Δ.Ν.Τ., οι οποίες θα εξασφάλιζαν την επιβίωση της χώρας και την παραμονή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οδήγησαν την Ελλάδα στα πρόθυρα ενός νέου ιδιότυπου εμφυλίου. Η επίκληση της εθνικής υπερηφάνειας και του θυμικού των Ελλήνων, ανασύροντας μάλιστα και τις μνήμες της γερμανικής κατοχής, έγινε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι «Ενωτικοί» κινητοποίησαν την κοινή γνώμη χειραγωγώντας τα πατριωτικά αισθήματα ενός μέρους των Ελληνοκυπρίων, αποσιωπώντας βέβαια το ανέφικτο των επιδιώξεών τους. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας αποδόθηκε έτσι στην «τρόικα», στην καγκελάριο Μέρκελ και στο «μνημόνιο» και όχι στις χρόνιες παθογένειές της. Κατ’ αντιστοιχία το εμπόδιο στην «Ένωση» ήταν ο Μακάριος και όχι η Τουρκία.

Τον περασμένο Ιούλιο, 41 ακριβώς χρόνια αργότερα, ένα διχαστικό δημοψήφισμα οδήγησε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού.

Η σύγκρουση «ενωτικών» - «ανθενωτικών» υπονόμευσε την ενότητα των Ελληνοκυπρίων και διευκόλυνε το πραξικόπημα των άφρονων δικτατόρων της χούντας Ιωαννίδη το 1974 που επέφερε την εισβολή της Τουρκίας τον τραγικό εκείνο Ιούλιο, με τελικό αποτέλεσμα αυτό που και τα δύο στρατόπεδα τελικά απεύχονταν: τη διχοτόμηση της Κύπρου και την απώλεια 37% του εδάφους της Μεγαλονήσου.

Κατά τραγική σύμπτωση τον περασμένο Ιούλιο, 41 ακριβώς χρόνια αργότερα, ένα διχαστικό και άνευ περιεχομένου δημοψήφισμα, που αποτέλεσε το αποκορύφωμα της πενταετούς ψευδεπίγραφης αντιπαράθεσης «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», οδήγησε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Ο άμεσος κίνδυνος βαλκανοποίησης της Ελλάδας, της απομάκρυνσης από την Ευρωπαϊκή Οικογένεια και της απόλυτης φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης των πιο αδύνατων στρωμάτων της κοινωνίας οδήγησαν στη ριζική μεταστροφή της έως τότε ακολουθούμενης κυβερνητικής πολιτικής και στην κατάρρευση του πενταετούς αντιμνημονιακού αφηγήματος μέσα σε διάστημα ολίγων ημερών.

Η απόλυτη καταστροφή, όπως συνέβη τον Ιούλιο του 1974 στην Κύπρο, μπορεί να απεφεύχθει.

Η απόλυτη καταστροφή, όπως συνέβη τον Ιούλιο του 1974 στην Κύπρο, μπορεί να απεφεύχθει την τελευταία στιγμή, το τίμημα όμως της διαίρεσης και του διχασμού ήταν βαρύ. Ενώ όλες οι άλλες χώρες που εντάχθηκαν σε αντίστοιχα προγράμματα, σήμερα βγαίνουν στις αγορές αποκτώντας και πάλι την οικονομική τους ανεξαρτησία, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς αβεβαιότητας και ατέρμονης προσαρμογής με σοβαρές συνέπειες για την κοινωνική συνοχή και τη σταθερότητα σε μια περίοδο μεγάλης αστάθειας, ανακατατάξεων και συγκρούσεων στην ευρύτερη γειτονιά της.


 * Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι:  Φώτης Κόντογλου (1895 – 1965) Λαοκόων

Θωμάκος, Δημήτρης

Ο Δημήτρης Θωμάκος είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Είναι απόφοιτος της Σχολής Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts της Βοστώνης. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στο Μάντσεστερ και στο Λονδίνο (UCL) και εργάστηκε ως Τεχνικός Εμπειρογνώμονας στο Αεροναυτικό Τμήμα του Δορυφορικού Οργανισμού Inmarsat. Είναι μέλος του Τ.Ε.Ε..