Πέμπτη, 01 Δεκ 2016

Η πρόκληση του εθνικισμού και η συντηρητική ρήξη

αρθρο του:

Μία πρώτη προσέγγιση των πολιτικών εξελίξεων και των ιδεολογικών ρευμάτων στην Γαλλία με αφορμή τους δύο γύρους των προκριματικών εκλογών στην κεντροδεξιά*


Ορισμένοι αναλυτές, όχι αναγκαστικά προερχόμενοι από την δεξιά, άρχισαν να το πιστεύουν. Με την απρόβλεπτη κοινωνική και πολιτική τάση που αναδείχθηκε την προηγούμενη Κυριακή (20/11/2016) στον πρώτο γύρο των προκριματικών εκλογών της γαλλικής κεντροδεξιάς για το χρίσμα του προεδρικού υποψηφίου, με την νίκη του Φρανσουά Φιγιόν, και επιβεβαιώθηκε με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο στον δεύτερο γύρο (με τελικό ποσοστό στο 66,6%), βρέθηκε ίσως η «μαγική φόρμουλα» μιας επιτυχημένης αντιπαράθεσης με την εθνικολαϊκιστική ακροδεξιά της Μαρίν Λε Πεν για τις προεδρικές εκλογές του 2017. Ο αριστερός κοινωνιολόγος Μισέλ Βιεβιορκά, που δεν φημίζεται για τις συμπάθειές του προς τον συντηρητισμό, είναι επ’ αυτού κατηγορηματικός: η νίκη του Φιγιόν «αποδεικνύει ότι ο κλασικός συντηρητισμός μπορεί να αντισταθεί στον λαϊκισμό» [1]. Ο Βιεβιορκά θα απορρίψει όλες τις ερμηνείες που βλέπουν τον Φιγιόν ως «δεύτερο/η Λε Πεν» και θα υποστηρίξει ότι δεν πρέπει να συγχέουμε την φόρμουλα Φιγιόν με «αυταρχικούς, εξτρεμιστικούς, αντιδημοκρατικούς πειρασμούς, ή με την ταυτοτική ριζοσπαστικοποίηση» (τάσεις που τις βλέπει να αναπτύσσονται, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, στην Τουρκία του Ερντογάν, την Μ. Βρετανία του Brexit, ή στις ΗΠΑ, με την εκλογή του Ντ. Τραμπ [2]  ). Για τον επίσης αριστερό ιστορικό Ζαν-Υβ Καμύ, που ασχολείται με την γαλλική και ευρωπαϊκή ακροδεξιά, ο Φιγιόν είναι «οτιδήποτε εκτός από λαϊκιστής» [3] . Το κοινωνικο-οικονομικό του πρόγραμμα, αλλά και οι αξιακές του διαστάσεις, σε μεγάλο βαθμό εντοπισμένο να κατασιγάσει τους φόβους της μεσαίας τάξης, ουσιαστικά είναι ένα πρόγραμμα που διαπνέεται από την αρχή της «σταθερότητας», πυρηνικό στοιχείο της συντηρητικής ιδεολογίας. Για τον Φιγιόν, για παράδειγμα, η υπεράσπιση των «οικογενειακών αξιών» δεν ισοδυναμεί με μία ριζοσπαστική «αντίδραση» στις προοδευτικές κοινωνιακές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών (απότοκες της «επιτρεπτικότητας» που αποδέσμευσε ο προοδευτικός άνεμος του 68), όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που αυτός θα υιοθετούσε μία αντιδραστική πολιτική και κοινωνική ατζέντα [4] . Συνεπώς, τόσο το πρόγραμμά του, όσο και ο πολιτικός του λόγος δεν έχουν σχέση με τον «λαϊκισμό», στην όποια τυπική παραλλαγή του, λεπενικό ή και «πουζαντικό». Μια τέτοια βέβαια συντηρητική προοπτική, ειδικά στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, δεν μπορεί να θεωρείται «στεγανοποιημένη» από ενδεχόμενες εκτροπές, εκούσιες ή ακούσιες, προς αυταρχικές πρακτικές, προερχόμενες όχι τόσο από τις πολιτικές ελίτ (στην περίπτωσή μας τον Φρ. Φιγιόν), όσο από την κοινωνική δυναμική που ένας «εφάμιλλος» προγραμματικός λόγος, και το αξιακό του φορτίο, μπορούν να αποδεσμεύσουν.

Το πρόγραμμα και ο πολιτικός λόγος του Φιγιόν δεν έχουν σχέση με τον «λαϊκισμό»

Γι’ αυτούς τους λόγους, ο ισχυρισμός περί της δυνατότητας του «συντηρητισμού» να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον ακροδεξιό εθνικολαϊκισμό μπορεί να είναι πρόωρος, αλλά αξίζει να γίνει αντικείμενο συζήτησης. Αυτή η σύνθεση «θατσερικού φιλελευθερισμού με ηθικό και πολιτισμικό συντηρητισμό», που εκπροσωπεί ο Φρ. Φιγιόν, φαίνεται να πετυχαίνει, σύμφωνα με τον αριστερό πολιτικό επιστήμονα Στεφάν Ροζές, γιατί η ευρύτητα του σχεδίου του απαντά ικανοποιητικά στην ακροδεξιά δημαγωγία, κλέβοντάς της, θα έλεγε κανείς, κεντρικές θεματικές της. Αν θέλεις να αντιμετωπίσεις την Λε Πεν πρέπει να βρίσκεσαι σε διαρκή «κίνηση» [5] , όπως και αυτή. Να απαντάς στις «θέσεις» της με έναν δικό σου «πόλεμο θέσεων». Σε τι συνίσταται η «σύνθεση Φιγιόν»; Καταρχάς, αναφέρεται πρωτίστως στην «δεξιά», την δημοκρατική δεξιά, τις αξίες της οποίας θέλει να ενσαρκώσει, χωρίς να κλείνει το μάτι στην ακροδεξιά (περίπτωση Σαρκοζύ), αλλά ούτε και στην κεντροαριστερά (περίπτωση Ζυππέ). Δεύτερον, όπως επισημαίνουν άλλοι αναλυτές, η σαφής αντίθεση στην «αμερικανική ηγεμονία» δεν τον οδηγεί στην υιοθέτηση μιας ρητορικής κατά της παγκοσμιοποίησης, ούτε η εθνικο-κυριαρχική του προτίμηση εκβάλλει σε αντιευρωπαϊσμό ή αντιγερμανισμό. Ο δεξιός Φιγιόν, που έχει διατελέσει για πέντε χρόνια πρωθυπουργός (άρα, είναι μέρος του «παλιού» πολιτικού συστήματος), και που είχε καταψηφίσει την συμφωνία του Μάαστριχτ, σήμερα ενσαρκώνει το παράδειγμα ενός ηθικά «ακέραιου» πολιτικού, δεν καταριέται, δεν στιγματίζει τις πολιτικές ελίτ. Το ακροατήριό του, γεωγραφικά ομοιόμορφα κατανεμημένο (πράγμα που επιβεβαιώθηκε και με τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου), έχει ιδιαίτερες αναφορές στην «επαρχιακή συντηρητική μπουρζουαζία», όπως ειρωνικά και περιφρονητικά ορισμένοι το απεικονίζουν. Όπως θα σημειώσει σχετικά ο πολιτικός επιστήμονας Λωράν Μπουβέ, η αριστερά βρίσκεται για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό αντιμέτωπη με ένα πραγματικά δεξιό υποψήφιο, παρά την γελοιογράφησή του δείχνει ότι αυτή η αριστερά είναι σε πανικό. Ο καθολικός στο θρήσκευμα Φιγιόν, ενσαρκώνοντας μια «παραδοσιακή δεξιά» με δεσπόζουσα συγκρουσιακή λογική που τελικά θα καταλήξει σε συμβιβασμούς, σύμφωνα με τον Νανιέλ Κον-Μπεντίτ [6] , αντιπροσωπεύει την «ήρεμη δύναμη της κλασικής δεξιάς», σύμφωνα με τα λόγια ενός ευρωβουλευτή του σοσιαλιστικού κόμματος [7] . Ο Φιγιόν απευθύνεται στην «βαθιά Γαλλία» (που «εκδικείται» το πολιτικό σύστημα για το έλλειμμα πολιτικής αντιπροσώπευσης, σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Πασκάλ Περρινώ [8] ), αν και είναι ένας πεπεισμένος ρεπουμπλικανός, οπαδός της «κοσμικότητας».

Ο Φιγιόν απευθύνεται στην «βαθιά Γαλλία».

Ταυτόχρονα, όμως, ο φιλο-πουτινισμός του και οι σχετικές θέσεις του για την Συρία φαίνονται να ρίχνουν μία πρώτη σκιά στο προφίλ ενός αουτσάϊντερ που διεκδικεί την υποψηφιότητα του ύψιστου αξιώματος της χώρας του. Αλλά και ο «νεοφιλελευθερισμός» του (π.χ. το προγραμματικό μέτρο για απόλυση πεντακοσίων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, επιμήκυνση του χρόνου εργασίας), σε μία χώρα με βαθιά παράδοση κρατικής προστασίας. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και η «απορία» του ιστορικού Πιέρ Νορά, ο οποίος, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, θα υποστηρίξει ότι θεωρεί πολύ δύσκολο να εφαρμοσθούν οι προτάσεις του Φιγιόν. Είναι αυτή η αντικειμενική δυσκολία που θέτει ο κοινωνικός βραχίονας του προγράμματός του, που το καθιστά εύθραυστο και ίσως για τον λόγο αυτό θα πρέπει να το αναπροσαρμόσει, χωρίς, ταυτόχρονα, να μεταμορφωθεί σε έναν, α λα Ζυππέ, «κεντροαριστερό» [9] .

«Το να είναι κανείς μοντέρνος», θα δηλώσει σε τηλεοπτική του συνέντευξη, μετά την οριστική νίκη του Φιγιόν, ένας από τους σοσιαλιστές υποψήφιους για την προεδρία, ο Εμμανουέλ Μακρόν, «δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να ακολουθεί όλες τις μόδες», εννοώντας το νεοφιλελευθερισμό, και διαπιστώνοντας ότι οι προκριματικές εκλογές στην γαλλική κεντροδεξιά ανέδειξαν την ύπαρξη ενός ρήγματος ανάμεσα στον αξιακά φιλελεύθερο Ζυππέ και τον συντηρητικό Φιγιόν. Για τον Εμ. Μακρόν, η αριστερά οφείλει να αναδείξει και να εκμεταλλευθεί αυτό το ρήγμα, απευθυνόμενη στους φιλελεύθερους πολίτες, στους προοδευτικούς της δεξιάς, συνδυάζοντας τις φιλελεύθερες αξίες με την κοινωνική δικαιοσύνη. Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, εκπρόσωποι του εθνικολαϊκιστικού «Εθνικού Μετώπου» θα δηλώσουν ότι το πρόγραμμα του Φιγιόν σημαίνει «θάνατος για τους φτωχούς», παλινδρόμηση στον θατσερισμό και υποχωρήσεις στον «ισλαμικό κοινοτισμό». Η εμφανής τάση της γαλλικής ακροδεξιάς, μετά την ανακοίνωση των τελικών αποτελεσμάτων των προκριματικών εκλογών, φαίνεται να είναι μία «από τα αριστερά» κριτική του κοινωνικού προγράμματος του Φιγιόν.          

Ίσως αυτή η πρώτη επιτυχία του Φρ. Φιγιόν, που επετεύχθη στο όνομα μιας δεξιάς «σιωπηλής πλειοψηφίας», του «δεξιού λαού», είναι που θα μπορούσε να ωθήσει τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς, ο οποίος βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τον Φρανσουά Ολάντ, σε κάθοδό του στις προεδρικές εκλογές. Σε άρθρο του, που φέρει χαρακτηριστικά «διακήρυξης», δημοσιευμένο τρεις ημέρες μετά την νίκη (στον πρώτο γύρο) του Φιγιόν, ο Μ. Βαλς θα υιοθετήσει μία κριτική θέση έναντι της παγκοσμιοποίησης: «η παγκοσμιοποίηση δεν έκανε μόνον καλό! Προξένησε και ζημιές. Πιέζει τους εργαζόμενους και παίζει με τα σύνορα που είναι αναγκαία αναφορά για τα Έθνη μας μέσα σε μια ανοιχτή οικονομία» [10] . Η παγκοσμιοποίηση δεν κράτησε την υπόσχεσή της για ευημερία και αύξηση της απασχόλησης, πράγμα που για μία μεγάλη μερίδα των μεσαίων και λαϊκών τάξεων έγινε συνώνυμη της ανασφάλειας. Τροφοδότησε την εργασιακή, οικονομική και πολιτισμική ανασφάλεια στους εργαζόμενους και τους λαούς, δημιουργώντας ένα γενικότερο αίσθημα ταυτοτικής απώλειας. Το Brexit και η νίκη του Ντ. Τραμπ οφείλονται, σύμφωνα με τον Βαλς, σε αυτές τις ζημιές της παγκοσμιοποίησης, τις οποίες οι δημοκρατικές δυνάμεις ουσιαστικά αγνόησαν, με αποτέλεσμα η κοινωνική δυσφορία να εκφρασθεί από τους λαϊκιστές. Μία ορισμένου τύπου θετική επαναξιολόγηση της αναγκαιότητας των εθνικών οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών επιβάλλεται, με την «επιστροφή» σε μία μορφή επιτελικού κράτους, μαζί με μία «ρύθμιση» της παγκοσμιοποίησης, και όχι φυσικά έξοδος από αυτήν, όπως υποστηρίζουν κυρίως δεξιοί και αριστεροί λαϊκιστές (μέσω της φόρμουλας της «απο-παγκοσμιοποίησης», περιγράφοντας μία κατ’ αυτούς διαδικασία που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη), από κοινού με την ενίσχυση της Ευρώπης: «ισχυρά Έθνη και δυνατή Ευρώπη».

Η κατάσταση στην γαλλική αριστερά προδιαγράφει την ήττα της.

Σε νεώτερη συνέντευξή του (27/11/2016), ο Μ. Βαλς, χωρίς να δηλώνει αν θα είναι τελικά υποψήφιος στις προκριματικές εκλογές του σοσιαλιστικού κόμματος για την επιλογή υποψηφίου της αριστεράς, θα αναφερθεί στην αναγκαιότητα υπέρβασης της πολυδιάσπασης στον χώρο της αριστεράς, στη βάση ρεπουμπλικανικών θέσεων, που συνδυάζουν την υπεράσπιση της κοσμικής φύσης της γαλλικής Δημοκρατίας με το πρόταγμα της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Σε κάθε πάντως περίπτωση, η κατάσταση στην γαλλική αριστερά αυτήν ειδικά την περίοδο, με την πολυδιάσπαση και την αντιπαλότητα μεταξύ Ολάντ και Βαλς, προδιαγράφει την ήττα της. Το επιβεβαιώνει μία δημοσκόπηση που έγινε ταυτόχρονα με τον δεύτερο γύρο αυτών των προκριματικών εκλογών, όπου ο Φρ. Φιγιόν φαίνεται να κατακτά το 33% στην πρόθεση ψήφου για τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του Μαϊου 2017, έναντι του 22% της Μαρίν Λε Πεν και 14% του Εμ. Μακρόν (71% έναντι 29% για τους δύο πρώτους αντίστοιχα, για τον δεύτερο γύρο). Ο Φιγιόν «δαγκώνει» το «Εθνικό Μέτωπο», ήταν το σχετικό σχόλιο εκλογικού αναλυτή, κερδίζει, δηλαδή, την ακροδεξιά υποψήφια.

Είναι αυταπάτη να θεωρείται ότι η υποψηφιότητα Φρ. Φιγιόν μπορεί να ευνοήσει την (σοσιαλιστική) αριστερά οδηγώντας στην συσπείρωσή της. Η δυσμενής θέση της, ο κατακερματισμός της, οφείλεται ουσιαστικά σε τρεις παράγοντες, σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Λωράν Μπουβέ: α) στην υποτίμηση του προεδρικού αξιώματος που έλαβε χώρα στην πενταετία της προεδρίας Ολάντ, αφού αυτή η σχεδόν πρωτοφανής εμπειρία τροφοδότησε σε αρκετούς μία άμετρη φιλοδοξία, ώστε να το θεωρούν άνετα προσπελάσιμο β) η πολιτική Ολάντ, επί της ουσίας, κατέστησε την επάνοδο της δεξιάς αναπόφευκτη γ) τέλος, οι εσω-παραταξιακές διαφορές είναι πολλές, σε σειρά θεμάτων: οικονομική και κοινωνική πολιτική, Ευρώπη, σε θέματα που αφορούν την εθνική ταυτότητα και την κοσμικότητα. Γι’ αυτό, η υποψηφιότητα Φιγιόν δεν είναι ό,τι το καλύτερο θα μπορούσε να αναμείνει το σοσιαλιστικό κόμμα, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αυτή που θα το οδηγήσει στην συσπείρωσή του.[11] 

Η υποψηφιότητα Φιγιόν δεν είναι ό,τι το καλύτερο θα μπορούσε να αναμείνει το σοσιαλιστικό κόμμα.

Χωρίς αυτή τη στιγμή η γαλλική περίπτωση να μπορεί να συγκριθεί με αυτές του Brexit και της εκλογής του Τραμπ, παρ’ όλα αυτά, όλες φαίνονται ότι αποτελούν διαφοροποιημένες εκφράσεις ενός κοινού κοινωνικού και ιδεολογικού ρεύματος. Για τον φιλόσοφο Αλαίν Φινκελκρώτ, η νίκη του Φιγιόν συνιστά μία ταυτοτική απάντηση στην «πολυπολιτισμικότητα». Κάτω από τέτοιου είδους λαϊκιστικές επιτυχίες (Brexit και Τράμπ) κρύβεται, σύμφωνα με τον Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, η ανάδυση του εθνικισμού σε διάφορες μορφές του, εθνοτική, πολιτισμική, οικονομική, πολιτική, που έρχεται να αμφισβητήσει την υπόσχεση της «ευτυχούς παγκοσμιοποίησης». Αν για τον Ταγκιέφ, ο εθνικισμός είναι η αλήθεια του «λαϊκισμού» [12] , για τον πολιτικό φιλόσοφο Μαρσέλ Γκωσσέ (που επίσης σχολιάζει τις περιπτώσεις ΗΠΑ και Μ. Βρετανίας) παριστάμεθα σήμερα μάρτυρες μιας «αναγέννησης του συντηρητισμού». Στόχος του είναι να επαναφέρει την κυριαρχία της ισχύος του δημόσιου στοιχείου και να επανεπιβεβαιώσει το εθνικό πλαίσιο, επαναπροσδιορίζοντάς το [13] . Στο πλαίσιο αυτό, για τον Γκωσσέ, η γαλλική δεξιά του Φιγιόν επανεπινοεί έναν ορισμένο «γκωλισμό», που θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην λαϊκιστική δεξιά [14] . Μια παράδοξη επιστροφή της πολιτικής, θα μπορούσαμε εμείς να συμπληρώσουμε, που ενσαρκώνεται από τον εθνικισμό στην «συντηρητική» του εκδοχή και που, στην περίπτωση της ακροδεξιάς, αυτή η παραδοξότητα παίρνει χαρακτήρα διαστροφικής επιστροφής της πολιτικής.

Αν, στη βάση αυτής της υπόθεσης, θα έπρεπε να δούμε από πιο κοντά αυτό το «σύμπτωμα», δηλαδή τον από ήπιες εθνικο-κυριαρχικές θέσεις εκπεμπόμενο «συντηρητισμό», τον συντηρητισμό της σταθερότητας, θα μπορούσαμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις, εντάσσοντάς τον, παρά τις περί του αντιθέτου σχετικές απόψεις, στον λαϊκισμό, ωστόσο σε έναν συντηρητικό λαϊκισμό [15] , ο οποίος, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να ανταγωνισθεί και βαθμιαία να απενεργοποιήσει το δυναμικό του αυταρχικού λεπενικού εθνικολαϊκισμού.

1) Τόσο στην Γαλλία, όσο και σε άλλες χώρες (Βρετανία, ΗΠΑ), ο «λαϊκισμός» εκδηλώνεται, από την πλευρά της «ζήτησης», ως κοινωνική τάση, που παίρνει την γενικότερη μορφή μιας «εξέγερσης» μερίδων της μεσαίας τάξης, καθώς και των λαϊκών τάξεων, κατά του «συστήματος», των «ελίτ», πολιτικών, μιντιακών, κλπ. Το ευρύτερο αυτό φαινόμενο εκφράζεται σε περιφερειακό επίπεδο, όχι ακριβώς ως αντίθεση/εναντίωση της υπαίθρου στις πόλεις, αλλά των μεγάλων μικροπόλεων (καθώς και μέρους του αγροτικού πληθυσμού) στις μητροπόλεις, των επαρχιακών μεσαίων και λαϊκών τάξεων κατά της αστεακής μπουρζουαζίας, με την ευρύτερη έννοια αυτής της τελευταίας: όχι τόσο κατά των «ελίτ του 1%», (στη βάση του λαϊκιστικού συνθήματος «εμείς, ο λαός, που είμαστε το 99%», όπως επαναλαμβάνει ασύγγνωστα στο σύνολό της η ριζοσπαστική αριστερά), όσο κατά του «προνομιούχου» πληθυσμού των «ιδεοπόλεων», πληθυσμός ο οποίος, σύμφωνα με τις σχετικές πρωτοποριακές αναλύσεις του γεωγράφου Κριστόφ Γκιγύ, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ευνοείται από την παγκοσμιοποίηση. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια «συμμαχία αστικών τάξεων», όπου ο ταξικά κυρίαρχος δεν είναι οι «πλούσιοι», με την παραδοσιακή έννοια, οι «πλουτοκράτες», αλλά οι αστικές τάξεις των πόλεων (παραδοσιακή αστική τάξη μαζί με ικανό αριθμό ανώτερων και μεσαίων επαγγελμάτων), που ευνοούνται ή αισθάνονται ότι δεν απειλούνται από την παγκοσμιοποίηση.[16]  Συνεπώς, το «σύστημα» δεν είναι οι «ελίτ», αλλά αυτό ενσαρκώνεται σε μία σημαντική μερίδα πληθυσμού, αυτή των πόλεων, η οποία εμφορείται από τις φιλελεύθερες αξίες της ανεκτικότητας, της υπεράσπισης των μειονοτικών δικαιωμάτων, της πολυπολιτισμικότητας. Προϊόν, ακριβώς, των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων των δύο-τριών τελευταίων δεκαετιών, καθώς και της κρίσης, αυτή η νέα αστική συμμαχία έχει «ωθήσει» (μέσω διαφόρων μηχανισμών, στην Γαλλία, για παράδειγμα, διαμέσου και της υπερβολικής αύξησης της τιμής των ενοικιαζόμενων κατοικιών) μερίδα των μεσαίων και κατώτερων τάξεων προς την «περιφέρεια», εκτός αστικών κέντρων, όπου το φαινόμενο της κοινωνικής απόταξης (δομική ανεργία), δηλαδή το «κοινωνικό ζήτημα», αρθρώνεται με την επανεπινόηση της «παράδοσης». Σύμφωνα με τον Γκιγύ, η βασική μέριμνα της περιφερειακής «λαϊκής αντι-κοινωνίας» που αναδύεται (όχι μόνον στην Γαλλία, αλλά και στις ΗΠΑ του Τραμπ, και στην Βρετανία του Brexit [17] ) είναι πρωτίστως η «προστασία», η συντήρηση δηλαδή του κεκτημένου κοινωνικού και πολιτισμικού κεφαλαίου της. Ειδικά στη Γαλλία, το αίτημα αυτό δεν είναι στην αφετηρία του ιδεολογικό, δεν εκκινεί από μία εκ των προτέρων υιοθέτηση μιας ιδεολογίας (π.χ. εθνικισμός, θρησκεία), αλλά συνιστά μία εν τοις πράγμασιν συγχώνευση του κοινωνικού ζητήματος με αυτό της «ταυτότητας»: «Η ταυτοτική δυναμική δεν εδράζεται πρωτίστως επί της ιδεολογίας, αλλά στην παγκοσμιοποίηση, την γεωγραφική οργάνωση, την εντατικοποίηση των μεταναστευτικών ροών και την απουσία της πολιτικής αντιπροσώπευσης από την πολιτική τάξη. Μέσα σε αυτά τα συμφραζόμενα, η καθημερινότητα των λαϊκών τάξεων, η οποία σφραγίζεται από την κοινωνική ανασφάλεια, γίνεται ‘ταυτοτική’» [18] . Αλλά το αίτημα της «προστασίας» δεν είναι παρά μετωνυμία αυτού της «σταθερότητας», για το οποίο κάναμε ήδη λόγο, σχολιάζοντας την ειδική περίπτωση του «κοινωνικού κύματος» που ανέδειξε τον Φρ. Φιγιόν, αίτημα, το οποίο ως τώρα αποκρυσταλλώνεται πολιτικά και εκλογικά στην εθνικολαϊκιστική δεξιά (σε ό,τι στην τρέχουσα ορολογία αποκαλούμε ακροδεξιά). Το κοινωνικό ακροατήριο της «συντηρητικής επανάστασης» του Φρ. Φιγιόν, χωρίς να αποτελεί, ιδεοτυπικά μιλώντας, το ακριβές αντίγραφο της ανωτέρω νέας κοινωνιολογικής, γεωγραφικής και πολιτισμικής διαίρεσης [19] , την τέμνει ωστόσο σε μεγάλο βαθμό και, με την έννοια αυτή, πλαγιοκοπεί, εξ αντικειμένου, την δεξιά εθνικολαϊκιστική συνθήκη του λεπενισμού, η οποία σε μεγάλο βαθμό αρδεύει από αυτήν την συνθήκη. Σε κάθε περίπτωση, αυτός εδώ ο πολιτικός εκπρόσωπος της «συντηρητικής επανάστασης» δεν μπορεί να κατηγορηθεί εύκολα για ακροδεξιές εκτροπές (ακόμα και αν ορισμένες τέτοιες τάσεις στο εσωτερικό του ακροατηρίου του είναι υπαρκτές και εμφανείς), ούτε καν ο ηγέτης της γαλλικής ριζοσπαστικής αριστεράς Ζαν-Λυκ Μελανσόν δεν έχει προφέρει, μέχρι τώρα τουλάχιστον, μία τέτοια κατηγορία σε βάρος του νικητή των προκριματικών εκλογών της γαλλικής κεντροδεξιάς.

Η «συντηρητική επανάσταση» Φιγιόν, δίνοντας την εικόνα ενός σόφτ λαϊκισμού συμβατού με την δημοκρατία, εκκινεί με καλές, «κινηματικού» τύπου, προϋποθέσεις.

2) Οι όροι «προστασία»-«σταθερότητα», στους οποίους ήδη αναφερθήκαμε, είναι, στο πλαίσιο που εδώ συζητούμε το πρόβλημα, κομβικής σημασίας και, στην πράξη, «ταυτίζονται», ή, έστω, η δεύτερη (στην θεσμική της διάσταση) προϋποθέτει την πρώτη. Μεταφράζουν ένα πολύμορφο αίτημα «ασφάλειας» για ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού που, όπως έχει δείξει ο Λ. Μπουβέ, προσλαμβάνει την δεσπόζουσα της «πολιτισμικής ανασφάλειας»[20] , προνομιακά εργαλειοποιούμενη και εκφραζόμενη από την εθνικολαϊκιστική δεξιά. Αν οι όροι προστασία/σταθερότητα αποτελούν δομικά στοιχεία της πολιτικής εν γένει (του «πολιτικού»), με την έννοια της προστασίας των πολιτών και, συνεπώς, της διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής, αλλά και, εξ αυτού, της επιμέλειας τής authority/sovereignty, της εξουσίας/κυριαρχίας ως προϋποθέσεων διαφύλαξης της «τάξης», είναι γιατί αυτοί οι δύο όροι (προστασία/σταθερότητα) «υλοποιούν» την πολιτική ως κοινωνική σχέση που έχει αποστολή, όπως έχει χαρακτηριστικά και με διαύγεια παρατηρηθεί, να προφυλάσσει τα μέλη μιας συλλογικότητας που διαθέτουν έναν κοινό προς διαφύλαξη αγαθό, το οποίο συνιστά και τον λόγο ύπαρξης αυτής της συλλογικότητας [21] . Αυτή την ουσιώδη λειτουργία της πολιτικής (του «πολιτικού»), όπως έχουμε αλλού, και με άλλη αφορμή, υποστηρίξει [22] , ο πολιτικός λαϊκισμός, οι λαϊκιστές πολιτικοί, αυτό που κάνουν είναι να την διαστρέφουν, οδηγώντας την σε ακραία όρια (και ενίοτε στα «άκρα»). Αυτήν την λειτουργία της πολιτικής εργαλειοποιούν, διαμέσου ενός υπερτροφικού λόγου, ο οποίος εγκωμιάζει τις εξουσιαστικές της ιδιότητες. Εδώ, η «πολιτική προσφορά», δηλαδή ο λαϊκιστικός λόγος, εργαλειοποιεί και ενισχύει, δεν την δημιουργεί εκ του μηδενός, μία υπαρκτή «κοινωνική ζήτηση», στην περίπτωσή μας, την «πολιτισμική ανασφάλεια», τον «εθνικισμό». Στην πραγματικότητα, όμως, κάτω από κάθε «ανασφάλεια» κρύβεται η αποδιοργάνωση του πολιτικού ως δημόσιας, ιδρυτικής κοινωνικής σχέσης. Με την έννοια αυτή, τόσο ο εθνικισμός όσο και η ανασφάλεια είναι οι διαστροφικές, μεταμφιεσμένες μορφές μιας ορισμένης «επιστροφής» της πολιτικής (του «πολιτικού»). Σε αυτό, ακριβώς, το πλαίσιο, γίνεται κατανοητή η θέση του Μαρσέλ Γκωσσέ, που ήδη παραθέσαμε, σύμφωνα με την οποία αυτό που ονομάζεται σήμερα «λαϊκισμός» δεν είναι τίποτα άλλο από την «επαναξιολόγηση» του «δημόσιου στοιχείου» («authority»), δηλαδή της πολιτικής, άμεσα συνδεδεμένης, στην λαϊκιστική επίκριση, με τον επανορισμό του «εθνικού πλαισίου» («sovereignty») της άσκησής της.

Το μείζον και ανοιχτό ερώτημα, με αφορμή και την ειδική περίπτωση που μας απασχολεί εδώ, είναι αν ο «συντηρητισμός», περισσότερο ή λιγότερο «έξυπνος», τόσο ως ιδεολογία όσο και ως πολιτική στρατηγική, μπορεί να απαντήσει θετικά, εν μέσω κρίσης, στην πρόκληση του δεξιού εθνικολαϊκισμού, σε αυτήν την δεξιά υπερτροφία του πολιτικού, ή, αν, τελικά, θα υποκύψει στις αυταρχικές σειρήνες του. Για την ώρα, η «συντηρητική επανάσταση» Φιγιόν, δίνοντας την εικόνα ενός σόφτ λαϊκισμού, ενός συντηρητικού λαϊκισμού, συμβατού με την δημοκρατία, φαίνεται ότι εκκινεί με καλές, και μάλιστα «κινηματικού» τύπου, προϋποθέσεις. Ακόμα και αν αληθεύει, εμπειρικά στηριζόμενη, η θέση σύμφωνα με την οποία η (εκλογική) επιτυχία του Φρ. Φιγιόν οφείλεται ουσιαστικά στην «αιφνίδια» πολιτική ανάδυση, κάπου εντός του 2015, μέσα στον «λαό της δεξιάς», της φιγούρας ενός «αξιακού ψηφοφόρου» («électeurs de valeurs» [23] ), δηλαδή στην προνομιακή ψήφο που του παρείχαν οι Καθολικού θρησκεύματος δεξιοί ψηφοφόροι, το κρίσιμο στοιχείο που καλείται να αποφασίσει για την φορά του πολιτικού «συντηρητισμού» του είναι το ακόλουθο: προς ποια κατεύθυνση «βλέπει» το πολιτικό πρόταγμα της πρωτοβουλίας του, προς το μέλλον ή το παρελθόν; Με άλλα λόγια, με ποιον τρόπο εντάσσεται η «παράδοση», η περί «ταυτότητας» ρητορική (ως «εθνικό αφήγημα» ή και ως «χριστιανικές ρίζες»), στον προταγματικό του λόγο; Θέλει να εξέλθει της παγκοσμιοποίησης ή τελικά την αποδέχεται; Μία «προοδευτική» απάντηση σε αυτό το βασικό «συντηρητικό» διχαστικό ερώτημα (που αποτελεί την δεσπόζουσα διαιρετική τομή των αντιμεταναστευτικών εθνικολαϊκιστικών κομμάτων [24] ) αποϊδεολογικοποιεί τις αξιακές αναφορές, χωρίς βέβαια να τις αχρηστεύει. Η ιδεολογικοποίηση αυτών των αναφορών είναι ο βασικός στόχος της ακροδεξιάς εθνικολαϊκιστικής προσφοράς, αυτή είναι η «ιδεολογία» του ακροδεξιού λαϊκιστικού ντεσιζιονισμού. Μία «προοδευτική» απάντηση στο πλαίσιο του «συντηρητισμού» (ό,τι δηλαδή και για την περίπτωση Φιγιόν έχει ονομασθεί «φιλελελεύθερος συντηρητισμός») [25] μπορεί να υπονομεύει τον λαϊκιστικό πολιτικό βολονταρισμό, την υπερτροφία του «πολιτικού», χωρίς, ταυτόχρονα, να το καταργεί. Για την ώρα, μία ανάλογη επιχείρηση στο χώρο της φιλελεύθερης αριστεράς παραμένει αιτούμενο, αν εξαιρέσει κανείς τις προσπάθειες του σοσιαλιστή πρωθυπουργού Μ. Βαλς, οι οποίες, κατά καιρούς, έχουν προκαλέσει αντιδράσεις προερχόμενες τόσο από το εσωτερικό του ίδιου του τού κόμματος, όσο και από το σύνολο σχεδόν της ριζοσπαστικής και άκρας αριστεράς.


[1]  http://www.lemonde.fr/idees/article/2016/11/22/le-pire-a-droite-n-est-pas-une-fatalite_5035477_3232.html 

[2]  http://tempsreel.nouvelobs.com/politique/election-presidentielle-2017/20161124.OBS1686/michel-wieviorka-l-idee-de-gauche-est-en-perdition.html 

[3]  http://www.lefigaro.fr/vox/politique/2016/11/25/31001-20161125ARTFIG00311-jean-yves-camus-fillon-incarne-une-droite-qui-est-tout-sauf-populiste.php 

[4] Βλ. την ενδιαφέρουσα ανάλυση του Romaric Godin, ο οποίος σχολιάζει, μεταξύ άλλων, την ακόλουθη φόρμουλα από το πρόγραμμα του Φρανσουά Φιγιόν: «Αν φυσικά είναι απαραίτητο να υπερασπίζουμε τις οικογενειακές αξίες που θεμελιώνουν την κοινωνία μας, είναι επίσης αναγκαίο να λαμβάνουμε υπόψη τις εξελίξεις τους.», http://www.latribune.fr/economie/france/francois-fillon-un-conservateur-du-19e-siecle-620428.html 

[5] https://www.franceinter.fr/emissions/l-invite-du-5-7/l-invite-du-5-7-21-novembre-2016 

[6] Σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, σε τηλεοπτική του συνέντευξη, την βραδιά τω αποτελεσμάτων του δεύτερου γύρου των γαλλικών προκριματικών εκλογών.

[7] http://www.lopinion.fr/edition/politique/enseignements-primaires-114889 

[8] http://www.lesechos.fr/elections/presidentielle-2017/0211523897694-pascal-perrineau-cest-la-france-profonde-qui-sest-vengee-lors-du-premier-tour-de-la-primaire-a-droite-2045407.php?v46djrRQQ470CC3U.01#xtor=CS1-31 

[9] Σύμφωνα τουλάχιστον με την Valérie Toranian, δ/ντρια της επιθεώρησης Revue des Deux Mondes, http://www.revuedesdeuxmondes.fr/victoire-de-francois-fillon-vraie-droite-fn-gauche/ 

[10] http://www.lesechos.fr/idees-debats/cercle/0211523434561-manuel-valls-il-faut-repondre-aux-degats-de-la-mondialisation-2045124.php 

[11] http://www.lefigaro.fr/vox/politique/2016/11/28/31001-20161128ARTFIG00282-laurent-bouvet-crier-haro-sur-francois-fillon-ne-permettra-pas-a-la-gauche-de-s-unir.php 

[12] http://www.lefigaro.fr/vox/politique/2016/11/24/31001-20161124ARTFIG00303-pierre-andre-taguieff-le-8220populisme8221-ce-mot-passe-partout.php 

[13] http://www.marcelgauchet.fr/blog/wp-content/uploads/2016/gauchetlepoint17112016.pdf 

[14] http://www.lemonde.fr/idees/article/2016/11/29/marcel-gauchet-la-droite-francaise-retrouve-le-sillon-gaulliste_5039838_3232.html 

[15] Επιβεβαιώνοντας, κατά τη γνώμη μας, ακόμα μία φορά τον σχετικό ορισμό του P.-A. Taguieff, σύμφωνα με τον οποίο ο λαϊκισμός ως «πολιτικός ύφος» μπορεί να έρχεται σε όσμωση με κάθε πολιτική ιδεολογία, λαμβάνοντας τον ιδεολογικό χρωματισμό της, βλ. Pierre-André Taguieff, L’ Illusion Populiste. Essai sur les démagogies de l’ âge démocratique, Παρίσι, Champs/Flammarion, 2007. Επίσης, Pierre-André Taguieff, Ο νέος εθνικολαϊκισμός, Μετάφραση-Επιμέλεια: Ανδρέας Πανταζόπουλος-Αναστασία Ηλιαδέλη, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2013. Πιέρ-Αντρέ Ταγκυέφ, «Ο λαϊκισμός και η πολιτική επιστήμη. Από την εννοιολογική ασάφεια στα πραγματικά προβλήματα», Μετάφραση: Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Νέα Εστία, τχ. 1816, Νοέμβριος 2008, σ. 795-848.

[16] Christophe Guilluy, Le crépuscule de la France d’ en haut, Παρίσι, Flammarion, 2016. Επίσης και http://www.lepoint.fr/chroniques/christophe-guilluy-nous-allons-vers-une-periode-de-tensions-et-de-paranoia-identitaire-21-09-2016-2070040_2.php#xtatc=INT-500  

[17] Christophe Guilluy, Le crépuscule de la France d’ en haut, ο.π., σ. 11.

[18] Στο ίδιο, σ. 204.

[19] Είναι νομίζουμε αυτονόητο ότι η εκλογή Φιγιόν θα πρέπει άμεσα να συσχετίζεται, σε κάθε απόπειρα ανάλυσης, και με μία διαφοροποιημένη «απαξίωση» των ανθυποψηφίων του, κλπ.

[20] Laurent Bouvet, L’ insécurité culturelle, Παρίσι, Fayard, 2015. 

[21] Για την πραγμάτευση αυτής της θέσης, βλ. τις σχετικές αναλύσεις των Julien Freund (L’ Essence du Politique, Παρίσι, Dalloz, 2004, σ. 292) και Marclel Gauchet (La condition politique, Παρίσι, Gallimard, 2005, σ. 551-557).

[22] Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός. Από την αντιπολίτευση στην εξουσία, Θεσσαλονίκη, Επίκεντρο, 2016, σ. 11-52 (ιδιαίτερα σ. 27-52).

[23] Βλ. σχετικά, Le Monde, 26/11/2016, σ. 1, 4 (ένθετο: Idées). Ωστόσο, μία τέτοια θέση αντικρούεται από πρόσφατες έρευνες που δείχνουν ότι οι Καθολικοί το θρήσκευμα δεν αποτελούν το προνομιακό έρεισμα του Φιγιόν, βλ. τη συνοπτική παρουσίαση σχετικών αποτελεσμάτων έρευνας του Cevipof, https://theconversation.com/la-droitisation-des-valeurs-de-la-droite-francaise-69379 

[24] Βλ. ενδεικτικά την πολύ πρόσφατη επ’ αυτού του ζητήματος ανάλυση του Pascal Perrineau, «Le retour des nationaux-populismes et la question migratoire», Cités, 65 (10), 2016, σ. 111-119 (σ. 118).

[25] Βλ. μεταξύ άλλων http://www.contrepoints.org/2016/11/26/272964-conservatisme-liberal-vient?utm_source=dlvr.it&utm_medium=SOCIAL&utm_campaign=Facebook-automation


* Μία αρχική, εξαιρετικά συνοπτική και αναγκαστικά ελλειπτική, εκδοχή αυτού του άρθρου, που σχολίαζε τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των προκριματικών εκλογών της γαλλικής κεντροδεξιάς, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» (27/11/2016). Η παρούσα εκτεταμένη μορφή του περιλαμβάνει, εκτός από τον σχολιασμό του τελικού αποτελέσματος των εν λόγω εκλογών, και μία απόπειρα κατανόησης του ευρύτερου φαινομένου που αυτές ανέδειξαν.  


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Giuseppe Gaetano De Nittis (1846 –1884), Rue de Paris with Carriages



Πανταζόπουλος, Ανδρέας

Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο ΑΠΘ. Το αντικείμενο μελέτης του είναι το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν την προσέγγιση των φαινομένων του λαϊκισμού, του εθνικισμού, του αντισημιτισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Τελευταίο του βιβλίο: «Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013», Θεσσαλονίκη, εκδ. Επίκεντρο, 2013.