Σάββατο, 22 Απρ 2017

Η Σοσιαλδημοκρατική αντεπίθεση, ο άλλος ρόλος του κράτους και η θεσμική ηθική

αρθρο του:

Η ιδεολογική ανασύνταξη και ο πολιτικός εκσυγχρονισμός τόσο της ευρωπαϊκής όσο και της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας είναι αναγκαίος όσο ποτέ. Οι καθυστερήσεις πληρώνονται με ανυπολόγιστο κόστος για τη χώρα και τους πολίτες, κι ακόμη περισσότερο για τη χειμαζόμενη μεσαία τάξη που εξωθείται στο περιθώριο και συμπιέζεται κάτω από το βάρος της ανυποληψίας και των συνεπειών των ψεμάτων μιας διακυβέρνησης που παρατείνει την κρίση φοβούμενη να την αντιμετωπίσει. Το ηθικό πλεονέκτημα όσων το επεκαλούντο αποδείχθηκε απάτη ολκής, κάνοντας ακόμη πιο ηχηρή την ανάγκη για ανανέωση των πραγματικά προοδευτικών δυνάμεων κι όχι για μια συντηρητική παλινόρθωση με δήθεν εκσυγχρονιστικό άλλοθι.

Η Σοσιαλδημοκρατία πρέπει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του αδιέξοδου αρνητισμού.

Η μεταρρυθμιστική αντεπίθεση της Κεντροαριστεράς οφείλει πρωτίστως να βασίζεται σε νέες και ανανεωμένες ιδέες και όχι σε φθαρμένα πρόσωπα, ασύμφορες σκοπιμότητες και εγωισμούς. Η συνέγερση όλων των δημιουργικών και προοδευτικών δυνάμεων του τόπου πρέπει να στοχεύει στη θεμελίωση σχέσεων εμπιστοσύνης με τους πολίτες για τη δημιουργία ενός μεγάλου δημοκρατικού πόλου με αξιώσεις αυτοδύναμης διακυβέρνησης.

Η Σοσιαλδημοκρατία πρέπει πλέον να απελευθερωθεί από τα δεσμά του αδιέξοδου αρνητισμού που συντηρεί ένα κλίμα ηττοπάθειας, εσωστρέφειας και χαμηλών πτήσεων. Αν δεν μιλήσουμε με όρους προοδευτικής αντεπίθεσης και σύγκρουσης με τις πραγματικές αιτίες της κακοδαιμονίας και της παρακμής της χώρας, αν δεν μιλήσουμε με έναν άρτιο και επεξεργασμένο λόγο που να θεμελιώνεται σε μία διαφορετική ηθική ευθύνης, εμπιστοσύνης και ακεραιότητας τότε γίνεται ξεκάθαρο πως οι πιθανότητες εξόδου όχι μόνο από την παρούσα κρίση αλλά και απ’ όσες κι αν προκύψουν είναι ελάχιστες.

Το μέλλον της πατρίδας και η ποιότητα της Δημοκρατίας μας βρίσκεται στα χέρια της Σοσιαλδημοκρατίας, κι αυτό αν -για τους όποιους λόγους- δε γίνει αντιληπτό τότε οι ιστορικές συνέπειες θα είναι βαρύτατες όχι μόνο για το χώρο αλλά πρωτίστως για τη χώρα. Γι’ αυτό πρέπει να χτίσουμε ξανά μια κανονική χώρα μέσα σε μία προοδευτική Ευρώπη χωρίς τους κινδύνους του εθνικισμού και του αριστερισμού.

Η κρίση που βιώνουμε, στην πολλαπλότητα των εκφάνσεών της, είναι πρώτα απ’ όλα μια επίθεση στα θεμέλια της Δημοκρατίας και της Ανοιχτής Κοινωνίας. Η εμφάνιση ενός ετερόκλητου, δήθεν «κινήματος» αντι-πολιτικής ορθότητας, που καταγγέλλει όχι τον εκφυλισμό και τις παρεκκλίσεις από τις θεμελιώδεις αρχές της Δημοκρατίας -την Ελευθερία και την Ισότητα- αλλά τις ίδιες αυτές τις αρχές, μόνο και μόνο επειδή είναι τα θεμέλια της κουλτούρας της Νεωτερικότητας, είναι σύμπτωμα μιας βαθιάς κρίσης ταυτότητας η οποία επιτείνεται ελέω των καιρών∙ ελέω της συλλογικής κατήφειας και της γενικευμένης ανησυχίας.

Το μέλλον της πατρίδας και η ποιότητα της Δημοκρατίας μας βρίσκεται στα χέρια της Σοσιαλδημοκρατίας.

Για αυτό και σήμερα όλοι κάνουμε λόγο για κρίση της πολιτικής, παραβλέποντας όμως ότι η κρίση της πολιτικής, δεν είναι τίποτα περισσότερο από κρίση της ανθεκτικότητας των θεσμών. Και η ανθεκτικότητα των θεσμών δεν είναι μια μονοσήμαντη έννοια που απηχεί στο πεδίο μια ακαδημαϊκής ανάλυσης, αλλά είναι η ικανότητα των θεσμών να διατηρούν αναλλοίωτη τη φυσιογνωμία τους, ακόμα και όταν ο όποιος υποκειμενικός φορέας τους κατατρύχεται από έλλειψη θεσμικής συνείδησης.

Φαινόμενα όπως αυτό της κρίσης νομιμοποίησης των θεσμών, της κοινωνικής και πολιτικής υπο-αντιπροσώπευσης ή υπερ-αντιπροσώπευσης, αποτελούν στην πραγματικότητα συμπτώματα αμφισβήτησης του ίδιου του ρόλου και της αξίας του Κράτους. Μόνο όμως σε ένα συνταγματικό κράτος νοείται η απονομή και η προστασία των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Μόνο σε μια συνταγματική τάξη υπάρχουν εγγυήσεις, προβλέψεις και φραγμοί τόσο κατά την απονομή, όσο και κατά την άσκηση των δικαιωμάτων. Είτε με την εκδοχή των θεσμικών αντισταθμισμάτων και των αμοιβαίων ελέγχων (των επονομαζόμενων μηχανισμών ελέγχου της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως πχ οι ανεξάρτητες αρχές), είτε ως εκδήλωση της ίδιας της αντιπροσωπευτικής αρχής μέσω της ανάληψης ευθυνών και των μηχανισμών λογοδοσίας (όπως τα μέσα άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου), είτε μέσω της πρόβλεψης πρόσθετων περιορισμών κατά τη διαδικασία θέσπισης ενός περιορισμού που στρέφεται κατά ορισμένου δικαιώματος («περιορισμοί των περιορισμών»). Mόνο το πολίτευμα της συνταγματικής δημοκρατίας προβλέπει το ίδιο το θεσμικό όριο ανάμεσα στην αντιπροσωπευτική αρχή και το δικαστικό έλεγχο, δηλαδή τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας μέσω του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.

Συνεπώς όλα τα ανακύπτοντα ζητήματα, δεν δημιουργούνται από παράγοντες εξω-θεσμικούς, εξω-συνταγματικούς ή εξω-κρατικούς. Είναι στην πραγματικότητα η κατάλυση των σχέσεων μεταξύ κράτους και πολίτη που τα δημιουργεί. Η κατάλυση των σχέσεων μεταξύ συντεταγμένης πολιτείας και εκλογικού σώματος. Μεταξύ κράτους και «θεσμού των θεσμών», που δεν είναι άλλος από την κοινωνία των πολιτών.

Επομένως, το ύψιστο διακύβευμα σήμερα δεν είναι να ορίσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα αυτό-θεσμισθεί η κοινωνία («ο κυρίαρχος λαός»), αφού αυτό θα απαιτούσε μια αδέσμευτη και αρρύθμιστη διαδικασία εκτός των ορίων που θέτει το Σύνταγμα. Δεν εξετάζουμε δηλαδή τη συντακτική εξουσία -η οποία μπορεί να ασκηθεί μόνο από το λαό, αλλά τη συντεταγμένη εξουσία, η οποία ενυλώνεται μέσω της ύπαρξης και συγκρότησης του Κράτους, και τη σχέση της με τον πολίτη, είτε ως μέλους της κοινωνίας των πολιτών, είτε ως πολιτικού υποκειμένου του εκλογικού σώματος.

Απαιτείται μια ανανοηματοδότηση του ρόλου του Κράτους.

Απαιτείται με άλλα λόγια μια ανανοηματοδότηση του ρόλου του Κράτους. Το Κράτος όμως ιδωμένο, ως εκφραστή της λαϊκής βούλησης. Μόνο υπό αυτό το πρίσμα το Κράτος υπόκειται σε περιορισμούς και φραγμούς, συνταγματικούς και ηθικούς. Δεν αναγνωρίζεται δηλαδή μια παναρμοδιότητα στο Κράτος, ούτε νομιμοποιείται η κρατική κυριαρχία να διαμορφώνει τη λαϊκή βούληση, μέσω μια έμφοβης και αυταρχικής σχέσης της με τη κοινωνία των πολιτών.

Και αυτό γιατί ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη, υπάρχει το Σύνταγμα που ως άλλος «Leviathan» απαιτεί τον αυτοπεριορισμό του κράτους. Άπαξ και αναγνωριστεί ένα δικαίωμα, τίθενται εξαντλητικοί περιορισμοί σε βάρους του κράτους ως προς τον περιορισμό του δικαιώματος. Μιλάμε δηλαδή για το «κοινωνικό συμβόλαιο» του νομικού θετικισμού , όπου ο (υπέρτατος) νόμος δεσμεύει κράτος και πολίτες αμφότερους, με σκοπό τη τήρηση της συνταγματικής ομαλότητας. Το κράτος δηλαδή ως ρητορική, ως έννοια, ως θεσμός, προβλέπεται και οριοθετείται δηλαδή στο ίδιο το Σύνταγμα.

Πίσω από αυτό υποκρύπτεται αρχικά, μια θεμελιώδης σύγκρουση. Το αν δηλαδή ο ίδιος ο «Leviathan» εγγυάται την ασφάλεια των πολιτών, ή αν αναγνωρίζεται στο κράτος το δικαίωμα παροχής ασφάλειας στους πολίτες του. Η σύγκρουση αυτή prima facie φαίνεται πως έχει μια σημαντική θεωρητική αξία, μιας και συγκρούονται η ασφάλεια ( και με την όψη του κράτους, ως το μόνο νομιμοποιημένο όργανο που μπορεί να ασκήσει βία) και κάθε είδους ελευθερία. Πρακτικώς όμως, τίθεται το ζήτημα περιορισμού των συνταγματικών ελευθεριών, στο πλαίσιο μιας υποτιθέμενης ευταξίας. Το αν δηλαδή η ασφάλεια είναι αυτοσκοπός μια συνταγματικής τάξης ή το αν η ίδια η ελευθερία (και όχι ο περιορισμός της) είναι το μέσο που οδηγεί στην ασφάλεια. Η παραχώρηση ενός δικαιώματος συνοδεύεται επομένως και από ένα λανθάνον δικαίωμα του Κράτους να το αναιρεί και να το καταπατά αυθαιρέτως;

Στη βάση αυτή της σύγκρουσης θα πρέπει να επανακαθορίσουμε τις θεμελιώδεις αρχές που αποτελούν τον αξιακό πυρήνα του «Ανοιχτού Κράτους». Πρωτύτερα όμως καλούμαστε να απαντήσουμε αν το κράτος είναι «δικαιικά και κανονιστικά ουδέτερο». Η δικαιική διάσταση της κρατικής υπόστασης, είναι στην πραγματικότητα η εύρεση του κέντρου βάρους ενός κράτους. Δηλαδή το αν το προκρίνεται ένα «ατομο-κεντρικό» μοντέλο οργάνωσης της πολιτείας, ή αντιθέτως προτάσσεται μια «κοινωνικό-κεντρική» αντίληψη για την οργάνωση της πολιτείας.

Στο «ατομο-κεντρικό» μοντέλο υπάρχει μια μεγαλύτερη εύνοια στα ατομικά δικαιώματα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική τους εκδήλωση (για παράδειγμα είναι άλλη η φύση του δικαιώματος στην εργασία, και άλλη η προστασία του ίδιου του θεσμού της εργασίας). Σε μια τέτοια κρατικώς οργανωμένη πολιτεία εμφιλοχωρεί ο κίνδυνος να περάσουμε σε μια άκρατη ελευθεριότητα, όπου η ανέλεγκτη άσκηση των δικαιωμάτων είτε θα οδηγήσει στην κατίσχυση του ατομικού έναντι του κοινωνικού, είτε στον κρατικό αυταρχισμό με το πρόσχημα μια κατασταλτικής επέμβασης. Από την άλλη, στην «κοινωνικό-κεντρική» πολιτειακή συνείδηση, τα κυρίαρχα δικαιώματα είναι τα πολιτικά (χωρίς να σημαίνει ότι είναι ανώτερης τυπικής ισχύος), από τα οποία έλκουν την ισχύ τους ατομικά. Συνεκδοχικά, τα ατομικά δικαιώματα δεν ασκούνται για λόγους σκοπιμότητας και ατομικού συμφέροντος, αλλά προκειμένου να υπηρετήσουν τα κοινωνικά δικαιώματα, δηλαδή το κοινό συμφέρον. Έτσι επέρχεται και η ηθική νομιμοποίηση της κρατικής βούλησης. Όπως έλεγε και ο Αρ.Μάνεσης «η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι το πολίτευμα της πολιτικής ελευθερίας». Άρα η σχέση πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι επάλληλη και αλληλοσυμπληρωματική. Είναι μέρος ενός ευρύτερου ηθικοπολιτικού κύκλου στο κέντρου του οποίου βρίσκεται ο «Leviathan».

Nα επανακαθορίσουμε τις θεμελιώδεις αρχές που αποτελούν τον αξιακό πυρήνα του «Ανοιχτού Κράτους».

Οι επιμέρους δηλαδή αρχές του «Ανοιχτού Κράτους» νομιμοποιούν και τις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται. Η δικαιοκρατική αρχή ή αρχή του κράτους δικαίου καθιστά το Κράτος εγγυητή των συνταγματικών δικαιωμάτων, ενώ η ρήτρα του κοινωνικού κράτους αναγάγει το Κράτος ως (δι)-ασφαλιστή των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Ο νέος ρόλος του «Ανοιχτού Κράτους» αποτελεί στη πραγματικότητα μια ριζοσπαστική διαρρύθμιση των σχέσεων συντεταγμένης πολιτείας και κοινωνίας των πολιτών (για αυτό δεν γίνεται λόγος για σχέσεις «εξουσίας και εξουσιαζόμενων», ως ένας αρνητικά φορτισμένος διαχωρισμός). Είναι με άλλα λόγια η προσπάθεια εύρεσης του αξιακού πυρήνα του κράτους. Ένας πυρήνας που συντίθεται στη βάση συγκεκριμένων θεμελιωδών αρχών μιας ιδεολογίας. Φυσικά αυτό ενέχει το κίνδυνο της αυτόθροης αναγνώρισης μιας ιδεολογίας , ως κυρίαρχης και συνταγματικής περιωπής μάλιστα. Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν μιλάμε για το περίβλημα του κράτους (corpus) το οποίο σε κάθε περίπτωση είναι η ίδια η κανονιστικότητα του, αλλά για τον πυρήνα του κράτους. Αναζητούμε συνεπώς τη «θεσμική» ηθική, η οποία συνδέεται με την ανάδυση μιας ανανεωμένης πολιτικής και ιδεολογικής σύλληψης. Αυτή της Μεταρρυθμιστικής Σοσιαλδημοκρατίας, η οποία εγκοιτώνει στην πραγματικότητα όλες τις κανονιστικές προβλέψεις που αφορούν το κράτος και κυρίως δρα βελτιωτικά τόσο τυπικά όσο και κατ’ ουσίαν. Αν θεωρήσουμε ότι το κράτος προσηλώνεται αυστηρώς μόνο στη διατήρηση των θεσμικών δομών, αδιαφορώντας για την ηθική τους διάσταση, ή για τη σχέση τους με την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα, τότε κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα κράτος που θα ηγεμονεύει η ιδεοκρατία ή η θεσμικοκρατία. Είναι τελικά η πολιτειακή συνείδηση ένα κενό γράμμα που υπηρετεί μια προκαθορισμένη νομοταξία πραγμάτων; Η διαδικασία αυτή είναι εξω-συνταγματική ή πρέπει να ιδωθεί και σε σύγκριση με το ίδιο το συνταγματικό φαινόμενο και τα συμφραζόμενα του; Είναι δηλαδή η έννοια του «συνταγματισμού» μέρος του αξιακού πυρήνα του κράτους ή αποτελεί μια έννοια που προσιδιάζει απλώς και μόνο στις σχέσεις κράτους – «Leviathan/ συντάγματος»;

Το ανωτέρω ερώτημα μας διευκολύνει να συγκρίνουμε και να αντιπαραβάλλουμε το συγκεκριμένο τύπο κράτους ( το «Ανοιχτό Κράτος της Μεταρρυθμιστικής Σοσιαλδημοκρατίας»), με αντίρροπες ιδεολογίες που συγκροτούν άλλους τύπους κρατών, όπως το «κράτος της αυθαιρεσίας» (που βρίσκεται εγγύτερα σε μια εθνοκεντρική ή αριστερίστικη αυταρχική αντίληψη) ή το «κράτος σκιάχτρο» (το οποίο είναι σχεδόν ανύπαρκτο, σε μια ιδεολογία όπως ο άκρατος φιλελευθερισμός).

Βασικό όμως προλεγόμενο ή προαπαιτούμενο της μετάβασης σε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, δεν είναι μόνο ο εντοπισμός και η ερμηνεία των αιτιών που προκάλεσαν θεσμική κρίση, αλλά και η εύρεση της αφετηριακής ιδεολογικής διαιρετικής τομής εν σχέσει με τον επιθυμητό τρόπο οργάνωσης και συγκρότησης του Κράτους. Στην προκειμένη περίπτωση η διαβρωτική λειτουργία των «κλειστών συστημάτων» και ο διορθωτικός ρόλος του «Ανοιχτού Κράτους», είναι η κυρίαρχη συγκριτική βάση, η οποία θα αποτελέσει το εφαλτήριο της Σοσιαλδημοκρατικής αντεπίθεσης.

Η διαβρωτική δράση των κλειστών συστημάτων, των λαϊκιστικών και των αντιλαϊκιστικών ελίτ -που ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τη διάσωση των προνομίων τους- σε συνδυασμό με τις τρομακτικές υστερήσεις που προκαλούν μικρά και μεγάλα συμφέροντα, καθώς και οι χρόνιες παθογένειες του πελατειασμού και του ανορθολογισμού είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν την ηθική της οπισθοδρόμησης. Την ηθική εκείνη, η οποία όταν περιβάλλεται το μανδύα της μεταφυσικής αυτοπεποίθησης μετατρέπεται σε αυτό που ο Μάξ Βέμπερ αποκαλούσε ηθική της πεποίθησης, δηλαδή σε ένα ιδεοσύστημα ακραίου υποκειμενισμού που, μέσα σ’ ένα ψεύτικο περιβάλλον «μετα-αλήθειας», αξιώνει την αντικειμενικοποίηση του χάους ενάντια βέβαια στον πλουραλιστικό, ορθολογικό σχετικισμό της Νεωτερικής κουλτούρας.

H προοδευτική αντεπίθεση της Μεταρρυθμιστικής Σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να γίνει με έναν πόλεμο θέσεων και όχι απλώς αντιθέσεων.

Είναι άξιο παρατήρησης ότι οι δυνάμεις που έχουν συσπειρωθεί γύρω από την επίθεση στις αξίες και στις αρχές της του σύγχρονου πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού, γύρω από την επίθεση στη Δημοκρατία και τη Δικαιοσύνη, συμμαχούν με όρους συνειδητής και ασυνείδητης αποδόμησης της ανοιχτής κοινωνίας. Για να καταλάβουμε στην ουσία και στη ρίζα της αυτή την ετερόκλητη συνεργασία που λαμβάνει χώρα σε διεθνές δυτικό, ευρωπαϊκό αλλά και εσωτερικό επίπεδο πρέπει να ξύσουμε την επιφάνεια των γεγονότων και αναγνωρίσουμε ότι δεν πρόκειται απλά για μια άνοδο του εθνικισμού και του αριστερισμού στο όνομα μιας προστατευτικής εσωστρέφειας λόγω συγκυρίας. Πρόκειται πολύ περισσότερο για την αναβίωση των φαντασμάτων της προνεωτερικής συντηρητικής κοινωνίας, που από κοινού με τους -ιστορικά πρόσφατα- ηττημένους ριζοσπάστες ουτοπιστές μιας «μετανεωτερικής» κατάστασης, συμμαχούν στο όνομα όχι της δικής τους ιδεολογικής επικράτησης αλλά της σταδιακής εσωτερικής διάβρωσης των πιο προοδευτικών θεσμικών κατακτήσεων της σύγχρονης εποχής.

Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους η προοδευτική αντεπίθεση της Μεταρρυθμιστικής Σοσιαλδημοκρατίας πρέπει να γίνει με έναν πόλεμο θέσεων και όχι απλώς αντιθέσεων. Η διαιρετική τομή επικράτησης πρέπει να είναι σαφής και να δημιουργεί πλεόνασμα εμπιστοσύνης. Οι δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις με αιχμή του δόρατος ένα νέο αφήγημα υπεράσπισης της Ανοιχτής Κοινωνίας και της Δικαιοσύνης απέναντι στους θιασώτες της Κλειστής Κοινωνίας και του Αυταρχισμού πρέπει να παρουσιάσουν ένα συγκροτημένο σχέδιο εξόδου από την κρίση και δόμησης ενός ισχυρού ανοιχτού Κράτους, βασισμένο στον ρεαλισμό και την διεκδίκηση μιας πολιτικά και οικονομικά ομοσπονδιοποιημένης Ευρώπης, αρχής γενομένης με την στενότερη συνεργασία στην Ασφάλεια και Άμυνα.

To θεμελιώδες ιδεολογικό μας πρόταγμα πρέπει να είναι η υπεράσπιση της Δημοκρατίας, ακριβώς γιατί αυτό είναι το νόημα της προόδου. Η προοδευτική αντεπίθεση της ανοιχτής κοινωνίας, θεμέλιο της οποίας είναι η Δικαιοσύνη, ως αξιακό και ηθικό πλεονέκτημα της Κεντροαριστεράς και ταυτόχρονα ως διαχειριστικός μοχλός υπέρβασης των κρίσεων και οικοδόμησης της εθνικής ανασυγκρότησης είναι η μόνη ευκαιρία που έχουμε για να αποτρέψουμε ένα κολοσσιαίας ιστορικής σημασίας πισωγύρισμα. Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια της Σοσιαλδημοκρατίας ακριβώς γιατί η μοίρα της Δημοκρατίας και της Δικαιοσύνης βρίσκονται στα χέρια των προοδευτικών πολιτών.

Μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορούμε να δώσουμε ξανά νόημα σε λέξεις όπως γενικό συμφέρον, κράτος δικαίου, πολιτική αντιπροσώπευση, θεμελιώδη δικαιώματα. Και αυτή η διαδικασία αναθέσμισης του κράτους, δεν είναι αυτοματοποιημένη , αλλά προϋποθέτει τη συμμετοχή του φορέα της κρατικής εξουσίας , δηλαδή του κυρίαρχου λαού. Μόνος εκείνος έχει το προνόμιο ανασυγκρότησης της κρατικής εξουσίας. Και ως πολιτειακό όργανο (εκλογικό σώμα) όχι μόνο καθορίζει τη βάση του πολιτεύματος, αλλά νομιμοποιεί και το πως ασκείται η κρατική εξουσία, μέσω του κράτους. Είναι δηλαδή η ίδια η κοινωνία των πολιτών που καθορίζει ποιο είναι το ύψιστο θεσμικό χρέος του κράτους: Η Δικαιοσύνη, η ισότητα, η ελευθερία, ή ο αυταρχισμός, η ασυδοσία και το ατομικό συμφέρον;


 * Το παρόν αποτελεί το πρώτο μέρος της σειράς κειμένων με τίτλο «Προς μια Μεταρρυθμιστική Σοσιαλδημοκρατία: Η Σοσιαλδημοκρατική αντεπίθεση, ο άλλος ρόλος του κράτους και η θεσμική ηθική» των φοιτητών της Νομικής Σχολής του Δ.Π.Θ. Κ.Γ. Μουρτοπάλλα και Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Γ.Ν. Μπαλατσούκα


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Barnett Newman (1905- 1970) Onement, III. 1949 

Μπαλατσούκας, Γ. & Μουρτοπάλλας Κ.

Ο Γιώργος Μπαλατσούκας είναι φοιτητής στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. 
Ο Κωνσταντίνος Μουρτοπάλλας είναι φοιτητής στη Νομική στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.