Δευτέρα, 26 Ιουν 2017

Ευημερούσα κοινωνία ή παγιδευμένο έθνος;

αρθρο του:

Και αν το συμφέρον της συγκεκριμένης κοινωνίας ατόμων δεν συμπίπτει με το θεωρούμενο συμφέρον της ως έθνος, τι γίνεται; Αυτό το αγχώδες ερώτημα κάθισε στο στομάχι μου αφού είχα παρακολουθήσει μακρόθεν τα όσα σοφά και ερεθιστικά ακούστηκαν στο πρόσφατο συνέδριο του e-kyklos. Το ερώτημα δεν το έθεσε βέβαια κάποιος από τους ομιλητές, αλλά αναδύθηκε μετά από πολλή σκέψη μέσα από τα guts μου ύστερα από ώρες συλλογισμών. Τα όσα γράφω παρακάτω, έχουν σε υπόβαθρο - μοτίβο αυτή την απορία.

Το συνέδριο του e-kyklos αποτέλεσε μια εξαιρετικά θετική προσπάθεια για να διερευνηθεί ο ορίζοντας των δυνατοτήτων που μπορεί να προσφερθούν στη χώρα μετά την λήξη των προγραμμάτων στήριξής της. Σε όλους μας πρόσφερε τροφή για γόνιμη και αισιόδοξη σκέψη. Ακόμη και σε εκείνους που θεωρούμε ότι δεν πρόκειται να βγούμε από την de facto εξωτερική εποπτεία στα επόμενα είκοσι ή τριάντα χρόνια. Την αισιοδοξία, έτσι κι αλλιώς, έστω και μέσω πολιτικά αφηγηματικού και όχι αναλυτικού λόγου, την χρειαζόμαστε για να μπορούμε να διαλογιζόμαστε φυσιολογικά και να μη μας «πάρει από κάτω» η θλιβερή εικόνα του παρόντος. Η απαισιοδοξία είναι κακός σύμβουλος. Μολαταύτα, εκ βαθέων δεν μπορώ να συμμεριστώ χωρίς επιφυλάξεις το θετικό μήνυμα. Το μυαλό μου πάει στις σοβούσες μεγάλες στρατηγικές απειλές για τις οποίες συστηματικά αποφεύγουμε να κάνουμε λόγο. Γιατί αυτές θα κρίνουν το μέλλον μας και όχι η μόνη η δημοσιονομική σταθερότητα.

***

Μη έχοντας την δυνατότητα φυσικής παρουσίας στην αίθουσα για να μοιραστώ την ωραία ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο θετικός ζωντανός λόγος των συνδιαλεγομένων, περιστοιχίζομαι δυστυχώς από τις δικές μου σκέψεις που είναι ως φαίνεται λιγότερο ορθόδοξες. Έχω την αίσθηση ότι κοιτάζω από πολύ ψηλά την εικόνα, με αποτέλεσμα να βλέπω και στοιχεία που βρίσκονται έξω από τον συνήθη ορίζοντα της συγκυριακής οπτικής. Από αυτή την απόσταση η εικόνα κάθε άλλο παρά καθησυχαστική είναι. Αν η συγκυριακή αισιοδοξία βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που αφορούν τις ορατές σε όλους προκλήσεις και ευκαιρίες στον οικονομικό τομέα, η πιο αποστασιοποιημένη οπτική αποκαλύπτει μεγάλες απειλές άλλης υφής και κλίμακας που προκαλούν δέος. Δέος προσθέτουν εξ ίσου και οι σκέψεις για την βαρύτητα των πιθανών απαντήσεων που λογικά επιβάλλουν αυτές οι μεγάλες απειλές. Γιατί, μερικές από τις πιθανές απαντήσεις θέτουν ξεκάθαρα ζήτημα για το όφελος τίνος μιλάμε; Για το όφελος των ανθρώπων που συγκροτούν την κοινωνία μας έτσι γυμνή και πρωτογενώς παρθένα από υπεριδεολογίες; Ή για το όφελος της ίδιας αυτής κοινωνίας αλλά εγκλωβισμένης στο δεδομένο του εθνικού της αφηγήματος που ως γνωστό δεν έχει ποτέ παύσει να είναι φαντασιακό (Άντερσεν). Για όλ’ αυτά θέλω να μιλήσω στο σημερινό μου σημείωμα.

***

Σε δύο πεδία βλέπω τις σημερινές απειλές να ξεφεύγουν από τα όρια του προφανώς διαχειρίσιμου και να θέτουν ως και ζήτημα βιωσιμότητας της ελληνικής κοινωνίας όπως θέλουμε τρεχόντως να την ορίζουμε: Πρώτο, στο γεωπολιτικό σύστημα που μας περιβάλλει και δεύτερο, στον πυρηνικό μηχανισμό αναπαραγωγής της κουλτούρας μας, δηλαδή στην Παιδεία και στην Εκπαίδευση που καθορίζουν τα δυναμικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας εν τέλει. Ας καταπιαστούμε με αυτά με την σειρά που τα ονοματίσαμε.

Στο Αιγαίο βρισκόμαστε σε συνεχή πολιτικοστρατιωτική ήττα για εμάς.

Η χώρα περιστοιχίζεται από Βορρά και Δύση από εδραιωμένες και μακροχρόνιες απειλές: Από την Δύση, η Τουρκία αποτελεί πάγια απειλή καθώς διαιωνίζει τις βλέψεις της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και ενόσω διατηρεί την στρατιωτική κατοχή της Β. Κύπρου. Στο Αιγαίο για να πούμε με το όνομά τους τα πράγματα, βρισκόμαστε σε συνεχή πολιτικοστρατιωτική ήττα για εμάς, που ματαίως προσπαθούμε να την εμφανίσουμε ως κατάσταση «σώφρονος ειρήνης» που δήθεν διατηρείται αποκλειστικά και μόνο επειδή η χώρα μας ανέχεται στωικά και δεν αποτρέπει δυναμικά τις συνεχείς τουρκικές προκλήσεις και de facto κατακτήσεις σε σημεία. Αντίθετα, η Τουρκία βρίσκεται σε κατάσταση δυναμικής διεκδίκησης με σοβαρές επιτυχίες επί του παρόντος τις οποίες εμείς, απλώς με πολιτικές αερολογίες, κρύβουμε από το κοινωνικό μας σώμα με παχιά λόγια εθνικοφροσύνης.

Αυτό αποδεικνύεται, πρώτο, από τις καθημερινές παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου μας τις οποίες το μόνο που καταφέραμε είναι να τις μετατρέψουμε σε de facto κατάκτηση της Τουρκίας, ένα είδος γεωπολιτικού κεκτημένου που λέει ότι εμείς (οι Τούρκοι) μπαίνουμε και βγαίνουμε στον εναέριο ελληνικό χώρο όποτε το κρίνουμε σκόπιμο, και έτσι αναγκάζουμε την Ελλάδα να ξοδεύει καύσιμα, να καταπονεί μηχανές και να διακινδυνεύει ανθρώπινες ζωές σύμφωνα με τις δικές αποκλειστικά σκοπιμότητες χωρίς το παραμικρό αντιστάθμισμα. Δεύτερο, δεχτήκαμε πάλι de facto την απειλή casus belli για την ενάσκηση του καθόλα νόμιμου δικαιώματός μας επέκτασης των χωρικών υδάτων και των εναέριων συνόρων μας στα δώδεκα μίλια. Το να επιφυλάσσουμε απλώς εις εαυτόν το δικαίωμα χωρίς να το ασκούμε είναι μείζων οπισθοχώρηση έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων. Η κατάσταση ισοδυναμεί με ένα είδος ανακωχής σε πόλεμο που έχουμε ήδη χάσει ως προς το δικαίωμά μας αυτό. Τρίτον, με την συμφωνία για τα Ίμια, ουσιαστικά δεχτήκαμε την πρώτη πάλι de facto παραδοχή του τουρκικού κατασκευάσματος των γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο. Ανοίξαμε τον δρόμο για επαναλήψεις του επεισοδίου όποτε η Τουρκία κρίνει ότι την συμφέρει κάτι τέτοιο. Τέταρτο, η Τουρκία έχει δημιουργήσει ισχυρό προγεφύρωμα στον ευρύτερο ζωτικό ελληνικό χώρο, την στρατιωτική κατοχή της Β. Κύπρου που άμεσα επηρεάζει πάλι τα εθνικά μας δικαιώματα στην θάλασσα, εμποδίζοντας, πάλι de facto, τις συμφωνίες που χρειαζόμαστε για να μεγιστοποιήσουμε την ενάσκηση των νομίμων δικαιωμάτων μας σε ότι αφορά της ΑΟΖ. Πέμπτο, στην ελληνική Θράκη, πάλι de facto η Τουρκία έχει κερδίσει την δυνατότητα να κάνει ορατές κατακτήσεις της σε βάρος της εθνικής μας κυριαρχίας. Λειτουργεί με το έτσι θέλω την δική της μουφτεία, έχει κερδίσει για λογαριασμό της το πάλι de facto, δικαίωμα τους τουρκικού προξενείου να εφαρμόζει εντός ελληνικών συνόρων πολίτικες αμφισβήτησης της εθνικής πίστης (loyalty) των τουρκόφωνων συμπολιτών μας. Χτίζει σχεδόν ανενόχλητη κίνημα αυτονομίας των περιοχών αυτών υπό την προστασία της. Επιφυλάσσει δε εις εαυτή το δικαίωμα να αναλάβει ενεργή πρωτοβουλία επ’ αυτού όποτε εκείνη κρίνει πρόσφορο και συμφέρον. Και έκτο, με το γνωστό πογκρόμ της δεκαετίας του 50 η Τουρκία έδιωξε την ελληνική μειονότητα από την Κωνσταντινούπολη και εκμηδένισε το αντιστάθμισμα την μουσουλμανική/τουρκική μειονότητα της Θράκης.

Η ουσία όλων αυτών είναι ότι η Τουρκία χτίζει συστηματικά de facto καταστάσεις σε βάρος μας, που σε κάποια στιγμή που θα προσφερθεί ως ευκαιρία θα χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο για την επισημοποίηση και συνάθροιση των δικών της κατακτήσεων και των δικών μας ηττών. Στην Ιστορία, οι de facto καταστάσεις είναι εκείνες που εύκολα εξελίσσονται σε αποτελεσματικά θεμέλια για την δημιουργία de jure κατακτήσεων.

Εδώ αναπηδά από το νου η πρώτη απορία που οδηγεί στη διάκριση ανάμεσα στο έθνος και την κοινωνία: Η παραπάνω εικόνα θα ήταν η ίδια αν για παράδειγμα η κοινωνία και η χώρα μας ανήκε σε μια ομοσπονδία της Ενωμένης Ευρώπης; Πότε θα εξυπηρετούνταν καλλίτερα το συμφέρον των καθημερινών ανθρώπων μας; Όταν το κόστος για την αντιμετώπιση των απειλών το φέραμε ως ανεξάρτητο μικρό έθνος, ή όταν οι απειλές ενδεχομένως και να έπαυαν αν ανήκαμε σε ένα υπερεθνικό ισχυρό σύνολο;

Η Τουρκία χτίζει συστηματικά de facto καταστάσεις σε βάρος μας.

Ας συνεχίσουμε όμως τις σκέψεις μας για τις απειλές που μας περιβάλλουν. Ας έλθουμε τώρα στο Βόρειο τόξο και ιδού η συγγενής εικόνα που προβάλλει αμέσως ανάγλυφη. Με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας δημιουργήθηκαν νέες κρατικές οντότητες χωρίς να είναι βέβαιο ότι είχαν σταθερό και ξεκάθαρο εθνικό υπόβαθρο. Έτσι στην ουσία εγκαινιάστηκε μια αυτόματη διαδικασία εθνογέννεσης προκαλώντας τις αντίστοιχες εντάσεις στον γεωγραφικό χώρο των Βαλκανίων. Μερικά μικροκράτη που αναδύθηκαν από την διαδικασία αυτή είχαν ήδη εθνικό υπόστρωμα (Κροατία, Σλοβακία κλπ.) ενώ άλλα οδηγήθηκαν σε εσωτερικές αναμετρήσεις εθνοτικών ομάδων για την εξασφάλιση εθνικής κυριαρχίας ( Βοσνία, Κόσσοβο, FYROM κλπ.). Πρόσφατα βασικός παράγοντας στην ηφαιστειακή εθνογεννετική διαδικασία της περιοχής είναι η αφύπνιση του λανθάνοντος Αλβανικού εθνικισμού που βρήκε αμέσως και το καθοδηγητικό του όραμα: Η Μεγάλη Αλβανία. Πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι ή ίδια η (μικρή) Αλβανία είχε πρόβλημα εθνογεννετικό καθότι ζούσε πάνω σε ισχυρά κατάλοιπα προεθνικών φατριών που επηρέαζαν την κοινωνική και πολιτική της ζωής με αισθητούς τρόπους. Η Ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας, γαλβανίζει τώρα ακόμη και τον ίδιο τον Αλβανικό εθνικισμό και τον εξοπλίζει με ιστορικό αφήγημα που επιταχύνει την εκκαθάριση των φατριαστικών υπολειμμάτων μέσα στην ίδια την Αλβανία. Ασκήσεις στον αλβανικό εθνικισμό είναι η αναβίωση του δήθεν προβλήματος της Τσαμουριάς και η αθέτηση των συμφωνιών για την ελληνική ΑΟΖ στο Ιόνιο. Και τα δύο μπορεί να θεωρηθούν δείγματα πιθανών εξελίξεων της εθνογέννεσης όταν αυτή πάρει να μεγάλη της κλίμακα.

Οι φανερό ότι οι εθνογεννετικές διεργασίας στα βόρεια σύνορά μας αποτελούν ουσιαστική απειλή για την Ελλάδα, αν λάβουμε υπόψη ότι ο ιστορικός κανόνας μας διδάσκει ότι στη φάση της πρώιμης ωρίμανσης μιας εθνότητας ως συστατικού εθνικού κράτους είναι ο προσδιορισμός εξωτερικών εχθρών και η πολεμική εναντίον τους ως μεθόδος εσωτερικής εθνικής συσπείρωσης. Το γεγονός ότι οι εθνογεννετικές εξελίξεις συνδέονται και με ισλαμικούς φανατισμούς οι οποίοι δίνουν την ευκαιρία στην Τουρκία να περάσει δική της ατζέντα στα Βαλκάνια, αποτελεί πρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα για την εκ Βορρά απειλή.

Όλες αυτές οι γεωπολιτικές δυναμικές που αναπτύσσονται στα Ανατολικά και Βόρεια σύνορά μας αποτελούν παράγοντες που υπαγορεύουν κινήσεις και πρόνοιες της εθνικής μας πολιτικής που έχουν εξαιρετικά υψηλό κοινωνικό κόστος: Μεγάλες αμυντικές δαπάνες σε βάρος των κοινωνικών πολιτικών, περιορισμό κινήσεων στις γειτονικές αγορές και κούρεμα εθνικών φιλοδοξιών. Αυτά, αν συνδυαστούν με τις μακροχρόνιες, προβλεπόμενες πλέον, εξελίξεις της χρεοκοπίας, απαιτούν ριζοσπαστικές μεταβολές σχεδόν σε όλα τα επίπεδα της εθνικής μας ζωής και του πολιτικού συστήματος. Και έτσι μπαίνει το ερώτημα: Θα ήταν έτσι τα πράγματα για την κοινωνία μας αν αντί για εθνικό κράτος είχε η ίδια χωνέψει ως συνιστώσα μιας πολυεθνικής πολυπολιτισμικής Ηνωμένης Ευρώπης; Πολλά μπορεί να ειπωθούν πάνω στο θέμα αυτό, αλλά ας πούμε ότι δεν είναι του παρόντος.

***

Ας στρέψουμε τώρα το ενδιαφέρον μας στο δεύτερο πεδίο σεισμικότητας που ονοματίσαμε εξ αρχής, δηλαδή στην Παιδεία και Εκπαίδευση, ως υποσύστημα θεωρούμενο που καθορίζει τον περιεχόμενο και τις διαδικασίες παραγωγής και αναπαραγωγής της εθνικής κουλτούρας μας. Εδώ το χαρακτηριστικό των εξελίξεων είναι αφενός η υποβάθμιση των σπουδών και αφετέρου το φορτσάρισμα του κρυφού προγράμματος ( hidden curriculum) με στοιχεία εγχάραξης μηδενιστικής σκέψης και συμπεριφοράς στη συνείδηση φοιτητών και διδασκόντων. Οι εξελίξεις κάθε άλλο παρά ταιριάζουν με τις ανάγκες που επιβάλλει η αντιμετώπιση των γεωπολιτικών απειλών. Χτίζεται μια κοινωνία ήσσονος ανταγωνιστικότητας εκεί όπου οι απειλές απαιτούν στιβαρή κοινωνία με ικανότητες αποτελεσματικής δράσης έναντι των απειλών.

Ποιες είναι, όμως, οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε τρεχόντως;

Πρόκειται για ιστορία που έχει ξεκινήσει από πολύ μακριά. Θα έλεγα από την εμφάνιση της σημερινής μορφής του λαϊκισμού στα πολιτικά μας πράγματα που την τοποθετώ στην αρχή της μεταπολίτευσης. Όταν, δηλαδή, το αίτημα της μέγιστης προσβασιμότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μεταφράστηκε σε παροχή αβασάνιστης πρόσβασης, στην πρώτη φάση, και εν πολλοίς αβασάνιστης αποφοίτησης στις επόμενες φάσεις ευτελισμού της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Αναδρομικά ο ευτελισμός αυτός είχε ήδη προηγηθεί στην εγκύκλια εκπαίδευση με την κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα ενδιάμεσα στάδιά της (από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και από το Γυμνάσιο στο Λύκειο). Η εισαγωγή στην τριτοβάθμια από διαδικασία επιλογής των ικανών μετατράπηκε σε διαδικασία «αντικειμενικής» κατάληψης συνεχώς διευρυνόμενου αριθμού θέσεων στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Η παπαγαλία υπήρξε το μέγα εφεύρημα της «αντικειμενικότητας των εισαγωγικών εξετάσεων» και αυτή ως δηλητήριο με αναδρομική δράση εξευτέλισε και τις σπουδές στο Λύκειο. Το οφθαλμοφανές αποτέλεσμα αυτών των εκφυλιστικών εξελίξεων είναι η είσοδος μαζών αμφιβόλου ικανότητας για σπουδές στην τριτοβάθμια που, εξ ίσου οφθαλμοφανώς, επέδρασε στην ποιότητα του μέσου όρου των αποφοίτων (στους οποίους απαραιτήτως πρέπει να περιληφθούν και οι λεγόμενοι αιώνιοι φοιτητές).

Βασικό μέλημα της κυβέρνησης είναι να διαπλάσσει κατά το δικό της δόγμα τις επίσημες δομές παραγωγής ιδεολογίας.

Έτσι, λοιπόν, ο πρώτος στόχος εν τέλει επιδιώκεται με το δικαιολογητικό ότι οι σπουδές πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα συνεχώς υποχωρούντα μέσο όρο σχολαστικής και ακαδημαϊκής ικανότητας που με τη σειρά του οφείλεται στην συνεχή ανεξέλεγκτη αύξηση της προσβασιμότητας στην εκπαίδευση, ιδίως την τριτοβάθμια. Η εισαγωγή φοιτητών με βαθμό κάτω της βάσης έγινε σιωπηρά αποδεκτό μέτρο της λειτουργίας του συστήματος. Σε άλλες εποχές θα είχαν ξεσηκωθεί και οι πέτρες. Ο σκοπός της μεγιστοποίησης του αριθμού των σπουδαστών σε βάρος της ποιότητάς τους, δεν ομολογείται μεν ανοιχτά από τους οπαδούς της μηδενιστικής αριστεράς, εκ του φόβου να αποκαλυφθεί μια ιδεολογική στρέβλωση που ούτε προσχηματικά δεν αποδέχεται η κοινή γνώμη, αλλά ομολογείται από ανοχή της μικρής συμμετοχής στα μαθήματα, από την καθιέρωση του «δημοκρατικού πενταριού» και από όσα άλλα εμείς οι διδάσκοντες ομολογούμε στις ιδιαίτερες κουβέντες μας με κριτική απελπισία. Όμως, με τα πράγματα όπως έχουν, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Αναγκαστικά πρέπει να υποβαθμιστούν οι σπουδές επειδή με την μαζική πρόσβαση στις τάξεις μπαίνουν συνεχώς και λιγότερο ικανοί μαθητές και σπουδαστές, όπως τούτο αναπόφευκτα συμπεραίνεται από την κατανομή ικανοτήτων μιας συνηθισμένης κοινωνικής καμπύλης. Με την γραφειοκρατικοποίησης της ανώτατης εκπαίδευσης παρακάμπτονται τα επιβαλλόμενα από την στατιστική κανονική καμπύλη ειδικών ικανοτήτων και έτσι, τελικά το πολιτικό σύστημα κρύβει κάτω από το χαλί την άρνησή του να απαντήσει στο ερώτημα τι πρέπει και τι μπορεί να κάνει για όσους νέους δεν είναι «φτιαγμένοι» για ανώτατες σπουδές. Η κατάληξη είναι ότι εκμηδενίζεται η δυναμική της αξιοκρατικής επιλογής που δίνει την δυνατότητα σε μια κοινωνία να προοδεύει στην κλίμακα της ποιότητας και ανταγωνιστικότητας.

Λίγα λόγια, τώρα, για τον δεύτερο στόχο της μηδενιστική αριστεράς, όπως γράφουμε παραπάνω, που είναι να στρεβλωθεί η άτυπη παιδεία των μαθητών και σπουδαστών δια μέσου της κατάλληλης διαμόρφωσης του λεγόμενου κρυφού εκπαιδευτικού προγράμματος. Αυτή, περιέργως, ομολογείται και διακηρύσσεται ανοιχτά καθώς υλοποιείται εξ ίσου αδιάντροπα με αντίστοιχες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Η μηδενιστική αριστερά έχει διαμορφώσει από δεκαετίες ήδη την ιδεολογία με την οποία καλύπτει το καταστροφικό της έργο. Στην φάση του λαϊκιστικού ΠΑΣΟΚ το ιδεολογικό προκάλυμμα ήταν η θεωρία περί του «πανεπιστημίου των Ομάδων». Ένα πανεπιστήμιο που λειτουργεί σαν αρένα σύγκρουσης συντεχνιακών συμφερόντων υπό την διαιτησία του κομματικού Κράτους. Στο ιδεολογικό αυτό πρόπλασμα έρχεται τώρα η κυβερνώσα μηδενιστική αριστερά να προσαρμόσει το πιο ξεκάθαρο δικό της ιδεολογική αφήγημα που είναι, κατά την διατύπωση του Γαβρόγλου, το «συγκρουσιακό εκπαιδευτικό περιβάλλον».

Με ομοβροντίες σχετικών επίσημων δηλώσεων, από την αλήστου μνήμης δήλωση Μπαλτά περί αριστείας μέχρι τις θεωρίες Γαβρόγλου περί ηγεμονίας της αριστεράς στην εκπαίδευση, δεν χάνετε ευκαιρία για να αποκαλυφθεί ότι βασικό μέλημα της κυβέρνησης (που νομίζει ότι είναι καθεστώς) είναι να διαπλάσσει κατά το δικό της δόγμα τις επίσημες δομές παραγωγής ιδεολογίας και πολιτισμικών χαρακτηριστικών με τις πρόσφορες σε αυτή επεμβάσεις στο κρυφό πρόγραμμα (Hidden Curriculum) . Εδώ έχουμε πλέον μια στρατηγική διάπλασης του «νέου ανθρώπου της αριστεράς», που τα χαρακτηριστικά του υπερβαίνουν σε ιδεοληψία ακόμη και εκείνα του μυθικού σοβιετικού ανθρώπου, κατά το ότι σπρώχνετε σε μια αναρχομηδενιστική προσωπικότητα της προεπαναστατικής περιόδου στην Ρωσία, όταν η αιχμή της επαναστατικότητας βρίσκονταν στους αστούς μηδενιστές και τρομοκράτες. Δεν το ομολόγησε, άλλωστε, ο συγκινητικά φλύαρος και αφελής Γαβρόγλου, όταν τον περασμένο Μάη αποκάλυψε το συγκρουσιακό του όραμα για τα πανεπιστήμια; ‘Η μήπως δεν το αποκάλυψε και πριν λίγες μέρες η άποψή του για «το ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα» ως υποκατάστατο των θεσμών του κράτους δικαίου; Κατ’ επέκταση έτσι βλέπουν και την κοινωνία στο σύνολό της: Ως πεδίο αιώνιας και τυφλής σύγκρουσης και όχι ως πεδίο πλουραλιστικών αντιλήψεων και συμφερόντων που αναζητούν εξισορροπιστική διαλεκτική σύνθεση όπως μας ορίζει ο γνήσιος ουμανισμός. Σε εφαρμογή αυτού της κοσμοθεώρησης, οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν να συγκρούονται αενάως, χωρίς στόχους καν, αντί να κοινωνικοποιούνται μέσα σε μια ατμόσφαιρα διαλεκτικής σύνθεσης και ιδεολογικού πλουραλισμού. Η θέση αυτή δεν είναι καθόλου τυχαία. Είναι απότοκη της κινηματικής αντίληψης της πολιτικής που ο αριστερός λαϊκισμός προωθεί σήμερα ως σύστημα της πολιτικής αγοράς. Η μηδενιστική αριστερά δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα στην θολούρα της σύγκρουσης που ονομάζει μαζικό κίνημα.

Το συγκρουσιακό αναρχομηδενιστικό κρυφό πρόγραμμα, εξ άλλου, έχει γίνει πλήρως ορατό τώρα πια ακόμη και στην εγκύκλια εκπαίδευση. Πρόσφατα εκφράστηκε συμβολικά με τον σάλο που ξεσήκωσε μια κατά άλλα πλήρως εναρμονισμένη με την έννοια του κράτους δικαίου, τιμωρία καταληψιών μαθητών στη Κρήτη. Στη περίπτωση αυτή επίσημα η κυβέρνηση πήρε θέση υπέρ της διαστροφής του κράτους δικαίου ώστε να προσαρμοστεί στην αναρχομηδενιστική ιδεολογία της, προεξαγγέλλοντας την αποποινικοποίηση των συναφών πράξεων βίαιης παρέμβασης στην ελεύθερη προσβασιμότητας στους χώρους σπουδών. Ο στόχος είναι πλέον ολοφάνερος: Θέλουμε μια νεολαία που θα μάχεται ενάντια στις κατακτήσεις του δημοκρατικού πολιτισμού. Μια νεολαία που θα συντηρεί την βία και την σύγκρουση ως τρόπο ζωής. Αυτή θα είναι η δραματικότερη αλλοίωση του μηχανισμού αναπαραγωγής της εθνικής μας κουλτούρας. Αλλά, μια τέτοια κοινωνία τι αντοχές μπορεί να έχει στις επίμονες εξωτερικές απειλές;

***

Βιάζομαι να φτάσω σε συνοπτικό συμπέρασμα για να γεφυρώσω τη σκέψη μου με το δέον γενέσθαι που θεωρώ ότι επιβάλλετε ως κατάληξη σε κάθε γκρινιάρη κριτικό όπως η αφεντιά μου. Η κοινωνία μας, δηλαδή η όλη μεγάλη συντροφιά στην οποία δεχόμαστε να είμαστε μέλη της με συναισθηματικό αυτοματισμό και χωρίς διακριτικές επιφυλάξεις, εμφανίζεται σήμερα ως ένα εθνικό κράτος που είναι, όμως, περικυκλωμένο από στρατηγικούς κινδύνους που απειλούν την ίδια την υπόστασή της. Για τον λόγο αυτό και κυρίως γιαυτόν, αυτή η κοινωνία θα μπορούσε να προσανατολιστεί προς μορφές συγκρότησης, συμπεριφοράς και οργάνωσης που ποτέ μέχρι τώρα δεν δεχτήκαμε στην ατζέντα της κοινωνικής μας ζωής ως αναγκαίες συνθήκες επιβίωσης. Αν συνεχίσουμε, όμως, να τις αποκλείουμε από την ατζέντα του κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου, τότε αναγκαστικά και πάλι πρέπει να δεχτούμε μιαν άρνηση της υπόστασής μας ως εθνικού ανεξάρτητου κράτους για να επιβιώσουμε ως εθνοτική κοινωνία.

Η σκέψη μου είναι απλή και ας μη βιαστεί ο αναγνώστης να με κατηγορήσει ως άπατρι. Τη λογική μου θέτω στην υπηρεσία υπεράσπισης της επιβίωσης της πατρίδας χωρίς επιφύλαξη και η μόνη μου –θεμελιακή, αναγνωρίζω- διαφορά από την τυπική εθνικιστική οπτική είναι, ότι μπορώ να ιδώ την πατρίδα της κοινωνίας μας ακόμη και έξω από το οποιοδήποτε εθνικό πατριδοκαπηλικό πλαίσιο. Γιατί για μένα προέχει η ευτυχία του Ανθρώπου και όχι η διατήρηση οποιουδήποτε ιδεατού σχήματος που τον οδηγεί, έστω και ασύνειδα, στη δυστυχία και την απογοήτευση. Να τι εννοώ πρακτικά.

Η Ιστορία σε κρίσιμες συνήθως με διλήμματα μας φορτώνει.

Το μόνο «περικυκλωμένο» κατά την παραπάνω έννοια εθνικό κράτος που επιβιώνει σήμερα με αξιοπρεπή προσδοκία ευτυχούς μέλλοντος για την κοινωνία του είναι το κράτος του Ισραήλ. Η θαυμαστή επιβίωσή του εν μέσω των απειλητικών μουσουλμανικών ορκισμένων εχθρών του οφείλεται αποκλειστικά και μόνο σε μια θεμελιώδη και ιστορική επιλογή που αφορά την συγκρότηση του κοινωνικού του μοντέλου. Από την αρχή διάλεξε να οργανωθεί ως «στρατευμένη κοινωνία – regimental society” και αυτό ούτε τυχαίο είναι μήτε προϊόν αυτοματισμών υπήρξε. Πρόκειται για στρατηγική ιστορική επιλογή. Με αυτή την οργάνωσε συμφιλίωσε το συμφέρον της κοινωνίας με το συμφέρον τους έθνους.

Των αναλογικών τηρουμένων, η μόνη στρατηγική επιλογή που ταιριάζει και στην δική περίπτωση είναι ακριβώς ή ίδια με εκείνη του Ισραήλ. Το ερώτημα είναι, όμως, γιατί δεν την επιχειρήσαμε ποτέ και γιατί – το κυριότερο- δεν την έχουμε εγγράψει στην ιδεολογική και πολιτική μας ατζέντα ούτε και σήμερα που η εικόνα της περικυκλωτικής απειλής είναι πλέον ξεκάθαρη; Και το χειρότερο: Πώς να συμβιβαστεί μια τέτοια επιλογή με τον πολιτικό πολιτισμό που συστηματικά χτίζει η μηδενιστική αριστερά;

Ξεκάθαρος, όμως, δεν είναι ούτε και ο λογικός αντίποδας της επιλογής που προβάλλει ως μόνη ολοκληρωμένη εναλλακτική επιλογή στις δεδομένες συνθήκες: Η απόφασή μας, δηλαδή, να χωνέψουμε σε μια ευρύτερη, ας πούμε πολυεθνοτική κρατική υπόσταση για να μοιραστούμε το κόστος της άμυνας στους κινδύνους που δεν είμαστε διατεθειμένοι αλλά ούτε και ικανοί να αναλάβουμε μόνοι μας και για τον εαυτό μας. Ο κυρίαρχος αντιευρωπαϊσμός εμποδίζει τη σκέψη προς μια τέτοια εναλλακτική προοπτική.

Θαμπά και σαν μακρινό ανέκδοτο θυμάμαι κουβέντες που ακούγονταν όχι τόσο σπάνια όσο θα νομίζαμε σήμερα, τον πρώτο καιρό μετά τον τελευταίο Μεγάλο Πόλεμο. Όταν η ζωή μας εξαρτιόνταν από τρόφιμα που οι συσκευασίες τους είχαν σφραγισμένη την αμερικάνικη σημαία και η ανεξαρτησία μας από όπλα που είχαν την ίδια σφραγίδα. Τότε μερικοί εύχονταν να ήμασταν «μια ακόμη Πολιτεία στην Αμερικάνικη αστερόεσσα». Ιερόσυλες σκέψεις θα μου πείτε. Μήπως ιερόσυλη θα ήταν σήμερα και η ευχή, να ήμασταν ένα εθνωτικό κομμάτι μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας;

Τελικά, η Ιστορία σε κρίσιμες όπως αποδείχνονται εκ των υστέρων περιστάσεις συνήθως με διλήμματα μας φορτώνει. Μήπως μια τέτοια περίπτωση αντιμετωπίζουμε στις μέρες μας;


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Edward Hopper (1882–1967), Summer in the city



Σοφούλης, Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Μαν. Σοφούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και πρώτος ιδρυτικός Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του. Έχει διδάξει επίσης στην έδρα George Miller του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις at Urbana-Champaign και έχει εργαστεί ως φιλοξενούμενος ερευνητής στο Ινστιτούτο Οικονομικών της Οικονομικής Σχολής της Στοκχόλμης. Έχει εκδώσει δύο βιβλία για την οργάνωση των σύγχρονων πανεπιστημίων, στις εκδόσεις Γκούτενμπεργκ και μετά την συνταξιοδότησή του μελετά και αρθρογραφεί τακτικά σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης. Έχει χρηματίσει Διοικητής της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικών Επενδύσεων (ΕΤΒΑ) και υποδιοικητής της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας.