Τρίτη, 13 Φεβ 2018

Ομιλία Β. Γούναρη στην εκδήλωση «Με αφορμή το όνομα. Συγκυρία και στρατηγική στα Βαλκάνια»

αρθρο του:

Προφανώς δεν θα σας μιλήσω για τη στρατηγική στα Βαλκάνια ούτε καν για την ιστορία της στρατηγικής. Για να είμαι ακριβής θα ήθελα να σας εξηγήσω γιατί το Μακεδονικό Ζήτημα δεν πρέπει και δεν προσφέρεται να αναλύεται με όρους ιστορίας. Λέγεται πως κάποτε εθεωρείτο ως ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα στις εξετάσεις των διπλωματικών ακαδημιών και δεν είχαν άδικο. Για μένα το πρόβλημα δεν είναι οι λεπτομέρειες των συνθηκών, είναι πως ο ιστορικός προβληματισμός έχει ενσωματωθεί στην πολιτική με τρόπο αξεδιάλυτο.

Ας πούμε καταρχήν πως το Μακεδονικό δεν είναι ένα ενιαίο ζήτημα. Στην παραδοσιακή ιστοριογραφία ταυτίζεται με τις περιπλοκές της τελευταίας φάσης του Ανατολικού Ζητήματος. Πρόκειται για τους αγώνες της περιόδου 1878-1913 για την πλήρωση του κενού που δημιουργούσε η αποχώρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Ευρώπη. Αργότερα το Μακεδονικό έγινε μέρος της αναθεωρητικής πολιτικής των ηττημένων κρατών του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του σχεδιασμού των σφαιρών επιρροής του Γ΄ Ράιχ και των Δυνάμεων του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και των εδαφικών ανακατανομών που ακολούθησαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας στη δεκαετία του 1990 και ίσως δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί.

Τι καθιστά το ζήτημα ενιαίο; Αφού πρόκειται για ζήτημα γεωπολιτικής η μια σταθερά είναι ο χώρος αναφοράς – η Μακεδονία. Το ζητούμενο ήταν πάντοτε η έξοδος στο Αιγαίο, μέσω της Μακεδονίας, αλλά το πλαίσιο διαφορετικό. Η άλλη σταθερά είναι ο αέναος προβληματισμός για την ταυτότητα των Μακεδόνων. Η λεγόμενη μακεδονική σαλάτα. Κάθε φορά που ανέκυπτε ή ανακύπτει ζήτημα επαναπροσδιορισμού των βαλκανικών συνόρων οι ταυτότητες στη Μακεδονία επανέρχονται στο προσκήνιο ως το κατεξοχήν ερώτημα και επιχείρημα.

Η συζήτηση για το παρελθόν καλύπτει τις ευθύνες για το παρόν και το μέλλον.

Είναι όμως ο χώρος δεδομένος; Εδώ έχουμε την πρώτη ιστορική ειρωνεία. Παρόλη τη συζήτηση για το βάρος της αρχαιότητας, ο χώρος όπως τον ξέρουμε αποτυπώθηκε στη χαρτογραφία στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, όταν Μακεδονία θεωρήθηκαν συλλήβδην τρία οθωμανικά βιλαέτια, της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσόβου. Το όνομα «Μακεδόνια» δεν ήταν ποτέ εν χρήσει ως διοικητικός όρος από τους Οθωμανούς, αν και γοήτευε τους πάντες, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, ως συνώνυμο της πολεμικής αρετής. Όλοι γνώριζαν πως τα βιλαέτια δεν αντιστοιχούσαν με την αρχαία Μακεδονία. Ήταν μια συμβατική και βολική επιλογή που διευκόλυνε τη διπλωματία της εποχής. Αλλά δεν μπορούμε να αναιρέσουμε ό,τι έγινε, αφού η «ευρύτερη Μακεδονία» αποτυπώθηκε σε χάρτες. Έτσι βρεθήκαμε με μια γεωγραφική και με μια ιστορική Μακεδονία. Αλλά και η γεωγραφική έγινε τελικά ιστορική με τα χρόνια που πέρασαν και τα τεκμήρια που παρήχθησαν.

Είναι δυνατόν να λυθεί το ζήτημα της ταυτότητας με βάση την ιστορία; Η απάντηση είναι αρνητική, γιατί, όπως με τη γεωγραφία, μετά από 150 χρόνια συζήτησης έχουν δημιουργηθεί τρεις παράλληλες ιστορικές αλήθειες εξαιρετικά δύσκολες να τις αφηγηθεί και να τις αναλύσει κανείς, φυσικά η καθεμιά με τα τρωτά της σημεία. Αυτή είναι η δεύτερη ειρωνεία.

Ποιες είναι αυτές; Η πρώτη είναι οι ελληνικοί αγώνες για τη Μακεδονία στο 19ο και τον 20ό αιώνα, ιδεολογικοί και πολεμικοί, αλλά και ο μέγας ρόλος που κλήθηκε ο τόπος αυτός να παίξει στην ιστορία μας ως ένα σημαντικότατο κεφάλαιο της αρχαίας ιστορίας. Δεν ήταν και δεν είναι δυνατόν η Μακεδονία να λείπει από την ιστορία μιας χώρας που ονομάσθηκε «Ελλάς». Υποθέτω πως αυτό είναι μέρος της ανησυχίας όσων διαδηλώνουν για την υπόθεση αυτή ανά τους αιώνες.

Η δεύτερη είναι οι βουλγαρικοί αγώνες για τη Μακεδονία, μια μεγάλη και πολύ πονεμένη ιστορία αλυτρωτισμού για τη Σόφια, αφού το 1878 της την έδωσαν σχεδόν ολόκληρη και της την αφαίρεσαν μέσα σε έξι μόνον μήνες. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη σημασία που έχει για το βουλγαρικό εθνικισμό, αυτό το «πιο ρομαντικό κεφάλαιο» της ιστορίας, όπως τη χαρακτήρισε πριν από μερικά χρόνια βούλγαρος πολιτικός.

Η τρίτη αλήθεια είναι ο «σλαβο-Μακεδονισμός»: Mια αρχικά σερβικής επίνευσης θεωρία, με σκοπό την υπονόμευση του ρωσοκίνητου βουλγαρικού εθνικισμού, που ξεκίνησε σε θεωρητικό επίπεδο λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα (με αναφορές και στην αρχαιότητα), υιοθετήθηκε σταδιακά από σοσιαλιστές και κομμουνιστές, απέκτησε πληθυσμιακό έρεισμα και σλαβική εθνοτική υπόσταση στον μεσοπόλεμο (όταν ήρθε σε αντιπαράθεση με το προσφυγικό στοιχείο και διώχθηκε πολιτικά), δικαιώθηκε το 1943-44, για να εξυπηρετήσει τη νέα Γιουγκοσλαβία του Τίτο, και άλλαξε μορφή το 1991 (με την προσθήκη των κεφαλαίων της αρχαίας ιστορίας), για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ΠΓΔΜ, που έπρεπε, μεταξύ άλλων, να παλέψει και με τον αυτοχθονισμό των Αλβανών. Τρεις διαφορετικές αλήθειες, τρεις διαφορετικές ιστορίες.

Δεν μπορούν οι ιστορικοί να βρουν την άκρη με τις ιστορίες αυτές, για να τελειώνουμε; Όχι δεν μπορούμε. Οι ιστορικοί συνεργάστηκαν για να δημιουργηθούν και να διαχυθούν αυτές οι παράλληλες αλήθειες, είναι κατά κανόνα μέρος του προβλήματος. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν πρόσφυγες (Βουλγαρομακεδόνες από την Ελλάδα στη Βουλγαρία, Σλαβομακεδόνες πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα στη Γιουγκοσλαβία, Μοναστηριώτες και Κρουσοβίτες από τη Σερβία στην Ελλάδα) και γενικώς άμεσα εμπλεκόμενοι (π.χ. Δυτικομακεδόνες παθόντες). Αντικειμενικότητα δεν μπορούμε να βρούμε ούτε στη διεθνή ιστοριογραφία για το θέμα αυτό.

Οι ταυτότητες, οι ιδεολογίες και η ιστορία, επιστρατεύονται από τους πολιτικούς όταν αποτυγχάνουν να λύσουν τα προβλήματα των λαών τους.

Υπάρχει επίσης μια βασική, σχεδόν θεσμική, αδυναμία, κοινή για όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες (και όχι μόνον), που καθιστά την ιστορία κακό σύμβουλο: Είναι το ίδιο το είδος του εθνικισμού μας που παραπέμπει σε ένα κοινό παρελθόν, γλώσσα, ήθη, έθιμα, θρησκεία κλπ. Έχει ως βασικό σημείο αναφοράς την ιστορία και θεωρεί ως δεδομένο ότι η ιστορία είναι μια επιστήμη που μπορεί, θέλει και μας λέει μόνον αλήθειες. Η αντίληψη αυτή δίνει βάθος χρόνου στο δικαίωμα κατοχής ενός χώρου, γνησιότητα στα επιχειρήματα και, κυρίως, αποσυνδέει τον πατριωτισμό από την ιδιότητα του πολίτη. Εξαρτά την εθνική υπόσταση και συνοχή από την ιστορία, η οποία θεωρείται ως φορέας μιας αναλλοίωτης αλήθειας, γιατί, αν αλλάξει, μειώνεται η αυθεντικότητα του εθνικού αφηγήματος.

Επομένως ούτε ήταν ούτε είναι δυνατή οποιαδήποτε παρέμβαση ιδεολογικής αναμόρφωσης ή «ιστορικής μετεκπαίδευσης». Πρόκειται για ένα κλειστό ιδεολογικό σύστημα, που όποιος το παραβιάζει θεωρείται επικίνδυνος, προδότης, τρελός. Οι τρεις εκδοχές περί της ιστορίας της Μακεδονίας έχουν διαμορφωθεί εδώ και πολλά χρόνια. Θα ήταν παράλογο να περιμένουμε ότι οι λαοί που έχουν συγκροτηθεί και εκπαιδευτεί ως έθνη με τον τρόπο αυτό θα αποδεχθούν την αναθεώρηση της ιστορίας, που γι’ αυτούς είναι η μόνη τους αλήθεια. Ας είμαστε ρεαλιστές. Ούτε οι πολιτικοί μπορούν να καταλάβουν και να αποδεχθούν ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν εναλλακτικές ιστορικές αφηγήσεις, γιατί όλοι είμαστε προϊόντα της ίδιας εκπαίδευσης, όπου η ιστορία κατέχει θέση δόγματος και εξισορροπεί τις αδυναμίες της πολιτικής. Εκτός του δόγματος, ως γνωστόν, υπάρχουν μόνον αιρέσεις.

Υπάρχει, τέλος πάντων, κάτι που οι ιστορικοί μπορούν να συνεισφέρουν στο πρόβλημα εκτός από δηλητήριο; Νομίζω πως ναι. Η συνεχής διαπραγμάτευση των ταυτοτήτων είναι επιφαινόμενο της ουσίας του Μακεδονικού Ζητήματος, που ανέκαθεν ήταν, όπως είπα από την αρχή, ο έλεγχος του χώρου. Είναι μια συζήτηση τεχνητή για ένα ζήτημα αποκλειστικά γεωπολιτικής. Συμμετέχουν για πάρα πολλά χρόνια σ’ αυτήν διπλωμάτες και πολιτικοί, κόμματα και παράγοντες, οργανισμοί, συνασπισμοί, μέτωπα και συμμαχίες, μεγάλες και μικρές δυνάμεις, στην προσπάθεια να ελέγξουν αποτελεσματικότερα τον χώρο και τους ανθρώπους. Η συζήτηση προκύπτει πάντοτε κατά τη διάρκεια κρίσεων που αφορούν τον έλεγχο του χώρου. Κι έλεγχος καταρρέει, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η πρόοδος και η ευημερία. Η κατάρρευση είναι το κοινό χαρακτηριστικό της οθωμανικής παρακμής, της πολεμικής δεκαετίας του 1940 και της γιουγκοσλαβικής παρακμής. Επειδή δεν μπορούσαν να εξασφαλιστούν η πρόοδος και η ευημερία, η συνοχή αναζητήθηκε και αναζητείται στις ιστορικές ρίζες, στις αδιαπραγμάτευτες αλήθειες. Είναι ένα βολικό άλλοθι, που δημιουργεί προβλήματα, αλλά διανοίγει, όπως βλέπουμε και σήμερα, προοπτικές ποικίλων χειρισμών στο εσωτερικό της Ελλάδας, της ΠΓΔΜ και της Βουλγαρίας. Η συζήτηση για το παρελθόν καλύπτει τις ευθύνες για το παρόν και το μέλλον.

Αν αμφιβάλλετε για αυτό, αναλογιστείτε το εξής: Το Μακεδονικό οδήγησε την Ελλάδα και τη Βουλγαρία σε τρεις φονικές και ιδεολογικά φορτισμένες συγκρούσεις. Τέσσερις, αν προσμετρήσουμε και τον Μακεδονικό Αγώνα. Ο βουλγαρικός αλυτρωτισμός δεν χρειάστηκε καν το όνομα ως πρόσχημα, εφόσον θεωρούσε ότι οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες ήταν εξορισμού Βούλγαροι. Λόγω καταγωγής από την Ανατολική Μακεδονία και την Ανατολική Ρωμυλία μεγάλωσα με αυτές τις ιστορίες μίσους. Μέχρι το 1990 η γενιά μου αγνοούσε τον ρόλο του Τίτο και της Γιουγκοσλαβίας στο Μακεδονικό. Εχθρός ήταν η Βουλγαρία. Και πού πήγαν όλα αυτά; Η Βουλγαρία στην οποία είχε επενδυθεί τόσο μίσος και πάθος αναβαθμίστηκε στη χορεία των φίλων και, το σημαντικότερο, στη νέα εποχή, μέσα σε συνθήκες σύγκλισης και οικονομικής προόδου το θέμα παραμελήθηκε και στη Βουλγαρία. Ο αλυτρωτισμός τους θεωρείται, από τους ίδιους, όπως είπα, ρομαντικός. Κι εμείς δεν ασχολούμαστε ούτε με την ιστορία τους, ούτε με τα βιβλία τους κι ας μην την έχουν αλλάξει και πολύ. Να σας το θέσω κι αλλιώς: Αν οι Σλαβομακεδόνες της ΠΓΔΜ έλεγαν πως είναι Βούλγαροι, θα ήμασταν άραγε ήσυχοι, επειδή θα είχε αποκατασταθεί η ιστορική αλήθεια; Επαναλαμβάνω πως οι ταυτότητες, οι ιδεολογίες και η ιστορία, τα δομικά υλικά των βαλκανικών κοινωνιών, επιστρατεύονται από τους πολιτικούς και ο αλυτρωτισμός γίνεται απειλή, όταν αποτυγχάνουν να λύσουν τα προβλήματα των λαών τους. Αυτό μας διδάσκει η ιστορία και νομίζω πως αυτό είναι το δίδαγμα και των μεταπολεμικών εξελίξεων που θα μας παρουσιάσει η κα Μπότσιου.


* Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του Βασίλη Κ. Γούναρη στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών «Με αφορμή το όνομα. Συγκυρία και στρατηγική στα Βαλκάνια» που πραγματοποιήθηκε στις 12.2.2018 στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία.

Στη συζήτηση συμμετείχαν επίσης:

Ευάγγελος Βενιζέλος, πρώην Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, πρώην Υπουργός Εξωτερικών (διαβάστε την ομιλία, εδώ)

Ντόρα Μπακογιάννη, Βουλευτής ΝΔ, πρώην Υπουργός Εξωτερικών (διαβάστε την ομιλία, εδώ)

Δημήτρης Καραϊτίδης, Πρέσβυς ε.τ. (διαβάστε την ομιλία, εδώ)

Γιώργος Σαββαΐδης, Πρέσβυς ε.τ. (διαβάστε την ομιλία, εδώ)

Κωνσταντίνα Μπότσιου, Αναπλ. Καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου (διαβάστε την ομιλία εδώ)

Συντονίζει ο δημοσιογράφος Παντελής Καψής (δείτε την εισαγωγική τοποθέτηση, εδώ)

12.2.2018, Ομιλία Β. Γούναρη στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών from Evangelos Venizelos on Vimeo.

Γούναρης, Βασίλης

Βασίλης Κ. Γούναρης, Καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων ΑΠΘ