Παρασκευή, 25 Δεκ 2015

Η εκλογική άνοδος Le Pen: Η Ευρώπη αντιμέτωπη με το φάντασμα του Εθνικισμού

αρθρο του:

Παρά την τελική ήττα της Le Pen στο δεύτερο γύρο των γαλλικών περιφερειακών εκλογών χάρη στη σύμπραξη και συσπείρωση των δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων, η πρόσφατη εκλογική άνοδος της ακροδεξιάς στις περιφερειακές εκλογές της Γαλλίας έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό και περίσκεψη για την επάνοδο των φαντασμάτων του εθνικισμού, του ρατσισμού και της περιχαράκωσης στο κλειστό σύμπαν των εθνικών συνόρων καθώς και για την ικανότητα της Ευρώπης να υπερβεί τις κρίσεις της.

Σε μια εποχή έντονων ευρύτερων γεωπολιτικών και οικονομικών ανακατατάξεων η Ευρώπη βλέπει τη χώρα που κληροδότησε την παράδοση του διαφωτισμού και της δημοκρατικής και κοινωνικής χειραφέτησης να κινδυνεύει να γίνει προπύργιο και προάγγελος μιας μορφής εθνικής αναδίπλωσης ως βασικού προτάγματος μιας ακραίας και λαϊκιστικής πολιτικής δύναμης, της ακροδεξιάς. Η εκλογική αυτή άνοδος του γαλλικού Εθνικού Μετώπου και η ανάδειξη του από ένα κόμμα με περιορισμένη εκλογική απήχηση σε ένα κόμμα που διεκδίκησε με αξιώσεις τη νίκη σε κεντρικές περιφέρειες της Γαλλίας βάζοντας σημαντική παρακαταθήκη για έναν ρυθμιστικό ρόλο στις μελλοντικές εθνικές εκλογές ανάγει τις ρίζες της όχι απλώς στο πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα στη Γαλλία και στην εντεινόμενη ανησυχία των Γάλλων πολιτών για θέματα ασφάλειας, στον κλυδωνισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και στην εξασθένηση των παραδοσιακών δεσμών και δομών αλληλεγγύης και κοινότητας λόγω της αυξανόμενης πολυπολιτισμικότητας των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αλλά σε κάτι βαθύτερο.

Βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή όπου αναπαράγονται μοτίβα της ευρωπαϊκής περιόδου του μεσοπολέμου.

Η επίκληση της εθνικής ταυτότητας από τη γαλλική ακροδεξιά συνιστά σε επίπεδο συμβολικών αναπαραστάσεων την προσπάθεια πολιτικής κάλυψης του ελλείμματος πολιτικής δημοκρατικής αντιπροσώπευσης των Γάλλων πολιτών από τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα και μια σημασιολογική αποτύπωση του βαθύτερου χαρακτήρα της κρίσης ως υποχώρησης του ρεπουμπλικανικού μοντέλου οργάνωσης της σχέσης κράτους-πολίτη.

Η άνοδος της γαλλικής ακροδεξιάς μας φέρνει αντιμέτωπους με τις πρόσφατες εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και με την οικονομική και πολιτική κρίση του σύγχρονου έθνους κράτους (ιδίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο). Κατά βάθος, βρισκόμαστε σε μια ιστορική στιγμή όπου αναπαράγονται αρκετά από τα μοτίβα της ευρωπαϊκής περιόδου του μεσοπολέμου. Ο μεγάλος Γερμανός ιστορικός Ernst Nolte διέκρινε τότε την άνοδο του πολιτικού εκφασισμού στην Ευρώπη ως μια σπασμωδική προσπάθεια αντίδρασης σε κάποια από τα χαρακτηριστικά που συνόδευαν τη μετάβαση στη νεωτερικότητα όπως κυρίως ο υψηλός βαθμός γραφειοκρατικοποίησης, αποπροσωποποίησης και εμπορευματοποίησης των κοινωνιών μέσω της αγοράς και μετάβασης σε μια μορφή κοινωνίας μαζικού πολιτισμού και κατανάλωσης με συνέπεια την απώλεια της αίσθησης του ανήκειν, της αυθεντικότητας και της κοινότητας.

Παράλληλα, και o Karl Polanyi στο έργο του «Ο μεγάλος μετασχηματισμός» που έγραψε κατά τη διάρκεια του Β Παγκοσμίου Πολέμου εξετάζοντας τα βαθύτερα αίτια της κρίσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας τις δεκαετίες του 20 και του 30 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «οι ρίζες της κρίσης αυτής βρίσκονταν στην ουτοπική επιδίωξη του οικονομικού (νέο)φιλελευθερισμού να επιβάλλει ένα σύστημα απόλυτα αυτορρυθμιζόμενης αγοράς. Εφαλτήριο σημείο του νεοφιλελευθερισμού είναι η σκέψη ότι τα πάντα δύνανται να έχουν εμπορική αξία και να είναι ανταλλάξιμα, έστω και αν αυτό σημαίνει ότι η υπαγωγή ακόμη και στοιχειωδών βιοτικών και πολιτισμικών αγαθών στο μηχανισμό της αγοράς συνεπάγεται τελικά την υποταγή της ίδιας της κοινωνίας στους νόμους της. Οι αγορές χρειάζεται να οχυρωθούν για να διαφυλαχθούν από κάθε μορφή πολιτικής παρέμβασης και απ’ ό,τι μπορεί να επηρεάσει το σύστημα τιμών. Αυτή η διάκριση όμως της οικονομίας από την πολιτική καταλήγει κατά τον Polanyi να σημαίνει ότι αντί η οικονομία και η διαμόρφωση των αναγκαίων παραγωγικών δομών να ριζώνουν στις παραδόσεις, στη νοοτροπία και στις ιδιαίτερες συνθήκες ύπαρξης κάθε κοινωνίας και λαού, οι κοινωνικές σχέσεις ριζώνουν αντίθετα και ετεροκαθορίζονται από την αγορά και τις ανταγωνιστικές οικονομικές σχέσεις που τη διέπουν οδηγώντας στη σταδιακή απώλεια της κοινωνικής ασφάλειας των πολιτών, στη διάβρωση των πολιτισμικών και εθνικών ιδιαιτεροτήτων και ταυτοτήτων και στο μαράζωμα της ίδιας της δημοκρατίας. Η εξέλιξη αυτή πυροδότησε μια αντίστροφη πορεία και προσπάθεια αποεμπορευματοποίησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η οποία στην ακραία εκδοχή της οδήγησε στην άνοδο του φασισμού.

Η δηλητηρίαση του δημόσιου λόγου με την πρόταξη αιτήματος εθνικής αναδίπλωσης δεν ανοίγει το δρόμο σε καμία νέα προοπτική για τη δημοκρατία στην Ευρώπη. 

Προς αυτή την κατεύθυνση δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τα έργα των κυριότερων εκπροσώπων του ορντοφιλελευθερισμού (Ordoliberalism) - Walter Eucken, Wilhelm Röpke - που γράφτηκαν αμέσως μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν έντονα επηρεασμένα από την εμπειρία της ανόδου του φασισμού και της συγκεντροποίησης της κρατικής εξουσίας και ότι αναζητούσαν μέσω της αγοράς αναχώματα και ασφαλιστικές δικλείδες απέναντι σε αυτό το είδος κρατισμού θεωρώντας ότι μόνη διέξοδος ήταν ο περιορισμός του ρόλου του κράτους στην εγγύηση των όρων του ελεύθερου ανταγωνισμού και στη θωράκιση της αγοράς.

Η τραγική ειρωνεία της εποχής μας είναι ότι η προσπάθειά τους, λόγω της αδυναμίας να κάνουν τη στοιχειώδη διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας, αντί να κατασιγάσει όλα εκείνα τα στοιχεία που εξέθρεψαν τον εκφασισμό και την περιχαράκωση των ευρωπαϊκών κρατών επιφέρει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα επαναφέροντας τα ξανά δυναμικά στο προσκήνιο.

Το έθνος ως φαντασιακή κοινότητα (Benedict Anderson) και ως συνεχές δημοψήφισμα (Ernest Renan) συνεχίζει και σήμερα να επιτελεί σημαντικές λειτουργίες και κατά τούτο δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ο ρόλος και η σημασία του (ως εγγυητές της προσπάθειας ελέγχου των πόρων, ως κοιτίδες δημιουργίας δεσμών αλληλεγγύης, ως πηγές διάπλασης ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων και ως μέσα δημοκρατικής νομιμοποίησης εθνικών πολιτικών στηριγμένων στο κριτήριο του εθνικού συμφέροντος και της εθνικής βούλησης). Παράλληλα, όπως σημειώνει ο Anthony Smith «τα κείμενα από τα οποία συντίθεται ένας υπερεθνικός κοσμοπολιτισμός, τα διακωμωδημένα συστατικά ενός συνονθυλεύματος, δεν είναι άλλα από τους μύθους, τις παραδόσεις, τις αξίες, τις μνήμες και τα σύμβολα των διάφορων εθνών και εθνοτικών κοινοτήτων. Δεν αρκεί να φανταστεί κανείς μια παγκόσμια κοινότητα, πρώτα πρέπει να αναδυθούν νέες μορφές πολιτικής οργάνωσης και συμμετοχής προκειμένου να συγκροτηθούν διαφορετικοί τύποι πολιτικών κοινοτήτων».

Ωστόσο, οι προσπάθειες των ακροδεξιών (αλλά και των λαϊκιστών ως ένα βαθμό) να αντιστρέψουν ή να δημιουργήσουν αναχώματα σε αυτή την πορεία εμπορευματοποίησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών και σε μια μεταμοντέρνα μορφή διακυβέρνησης είναι αδιέξοδες, γιατί στηρίζονται σε μια μερική ανάγνωση της πραγματικότητας (η αγορά ναι μεν αποδιαρθρώνει παραδοσιακές δομές και δεσμούς κοινωνικής οργάνωσης, δημιουργεί όμως νέους πιο σύνθετους και πλουραλιστικούς, ανοιχτούς στην ετερότητα), οδηγούν σε κλείσιμο και περιχαράκωση στο κλειστό σύμπαν των εθνικών συνόρων και σε μια σειρά από αποκλεισμούς (το έθνος ως ταξινεμητική κατηγορία) και τελικώς δεν καταφέρνουν να λύσουν αλλά μόνο να επιτείνουν το πρόβλημα.

Η διέξοδος από τον φαύλο κύκλο βρίσκεται σήμερα στην προσπάθεια ανάδειξης νέων μορφών πολιτικών κοινοτήτων.

Η δηλητηρίαση του δημόσιου λόγου από μια μορφή πρόταξης ενός αιτήματος εθνικής αναδίπλωσης δεν ανοίγει το δρόμο σε καμία νέα προοπτική για τη δημοκρατία στην Ευρώπη, αλλά αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την κοινωνική απελευθέρωση. Μέσω αυτής της διαδικασίας, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες διαιρούνται σε ανταγωνιστικές ομάδες που αλληλοαντιμετωπίζονται με υποψία και συχνά με μίσος, διότι οι τεχνητές διαιρέσεις και οι αποκλεισμοί λόγω της αδυναμίας αναγνώρισης της ετερότητας αποτελούν δομικούς όρους αναπαραγωγής ενός λόγου που προτάσσει την επιστροφή στο κλειστό σύμπαν των εθνικών συνόρων. Κατά βάθος κάθε μορφή εθνικισμού είναι αντιδραστική, διότι προσπαθεί να επιβάλει διά της βίας και βάσει μιας προσχηματισμένης ιδέας μια πλασματική ενότητα δημιουργώντας κατ’ αυτό τον τρόπο τεχνητούς αποκλεισμούς και διακρίσεις. Ταυτόχρονα δε, συνήθως εναντιώνεται και επιχειρεί να περιορίσει ή να αναστείλει τη δράση, τον πολιτικό αγώνα και τις διεκδικήσεις των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων που επιδιώκουν τη διεύρυνση της δημόσιας σφαίρας και την εμβάθυνση της πολιτικής δημοκρατίας. 

Επομένως, η διέξοδος από τον φαύλο αυτό κύκλο βρίσκεται σήμερα στην προσπάθεια ανάδειξης νέων μορφών πολιτικών κοινοτήτων που δε θα δημιουργούν τεχνητούς αποκλεισμούς και διακρίσεις και σε αυτή την κατεύθυνση η έννοια της κοινωνίας είναι κομβική, σε έναν διαχεόμενο πολιτικό εκδημοκρατισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε μια προωθούμενη αποκέντρωση της πολιτικής εξουσίας και σε έναν αμοιβαίο διάλογο και ανοιχτή διαδικασία αναγνώρισης και επικοινωνίας μεταξύ εθνικού και υπερεθνικού τρόπου διακυβέρνησης!

Η κοσμοπολιτική δημοκρατία καλείται να συμπληρώσει και να τιθασεύσει μέσω της εγγενούς δύναμης εξορθολογισμού της τα ρομαντικά στοιχεία της αναζήτησης αυθεντικότητας και συλλογικού νοήματος που επιδιώκονται στο πλαίσιο μιας εθνοκεντρικής δημοκρατίας όντας σε συνεχή διάλογο με αυτή, αλλά αποτελώντας ταυτόχρονα μια αναγκαία υπερκέραση των αδιεξόδων της. Για το λόγο αυτό η ανάδειξη νέων μορφών συμμετοχής και διάδρασης επί μέρους πολιτικών κοινοτήτων καλείται να επιτελέσει ένα σημαντικό ρόλο στην επαναπολιτικοποίηση των διεθνών εξελίξεων και ταυτόχρονα στην αποτροπή μιας ενδεχόμενης αναδίπλωσης στο κλειστό σύμπαν των εθνικών συνόρων. Προς τούτο χρειαζόμαστε την επανενεργοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και μια εμβάθυνση και διάχυση της δημοκρατίας με την ταυτόχρονη θέση ορίων μέσω της δημοκρατικής δημόσιας διαβούλευσης στον διαρκώς αυξανόμενο ρόλο των αγορών.

Η επαναδιεκδίκηση του αιτήματος για μια νέα μορφή κοινωνικού συμβολαίου, θα καταστεί εφικτή μέσω της ανασύστασης ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού ρεύματος ιδεών.

Η ανασύσταση της σοσιαλδημοκρατίας ως φορέα μιας πλούσιας ιστορικής κληρονομιάς πολιτικής εξισορρόπησης των φιλελεύθερων αιτημάτων για διασφάλιση του κράτους δικαίου, των ατομικών δικαιωμάτων και δημιουργίας υγιών παραγωγικών βάσεων αφενός και εμπλουτισμού, εμβάθυνσης και διάχυσης της δημοκρατίας μέσω προοδευτικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και αποτύπωσης του στίγματος των αγώνων που επιτελούνται σε επίπεδο δημόσιας σφαίρας αφετέρου είναι κρίσιμη.

Η επαναδιεκδίκηση του αιτήματος για μια νέα μορφή κοινωνικού συμβολαίου ως θεμελίου προστασίας του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών προϋποθέτει την επανασυγκρότηση πολιτικών κοινοτήτων δημοκρατικής διαβούλευσης ενεργών, ισότιμων και ελεύθερων πολιτών που θα δρουν ανανεωτικά των θεσμικών κανονιστικών προταγμάτων εμπλουτίζοντας τη δημοκρατία με κοινωνικό περιεχόμενο.

Αυτό μπορεί να καταστεί εφικτό μόνο μέσω της ανασύστασης ενός ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού ρεύματος ιδεών ως φορέα κοινωνικά προοδευτικών μεταρρυθμίσεων. Ο αγώνας αυτός είναι ένας αγώνας που παρά τις δυσκολίες του μπορεί, πρέπει και αξίζει να κερδηθεί!


O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: Jacques Louis David ( 1748-1825), La Mort de Marat

 

Γεράσιμος, Γιάννης

Ο Γιάννης Γεράσιμος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1988 και είναι Δικηγόρος Αθηνών και υποψήφιος διδάκτορας ευρωπαϊκού συνταγματικού δικαίου. Μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική Σχολή Αθηνών πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου (LLM in European Law), ενώ παρακολούθησε τα μαθήματα της Ακαδημίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βενετίας. Έχει εργαστεί μεταξύ άλλων στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης και έχει συμμετάσχει σε πλήθος ερευνητικών προγραμμάτων και επιστημονικών οργανώσεων. Είναι ενεργό μέλος της κοινωνίας των πολιτών έχοντας συμμετάσχει ως εθελοντής σε διάφορες ΜΚΟ, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ηλεκτρονικά κυρίως έντυπα.

Τελευταία άρθρα: Γεράσιμος, Γιάννης