Κυριακή, 02 Απρ 2017

Τα εξήντα χρόνια της ΕΕ: Νέες προκλήσεις για την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική #EU60

αρθρο του:

Ομιλία Ξενοφών Γιαταγάνα στην ημερίδα του Κύκλου Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση «60 χρόνια μετά τη Συνθήκη της Ρώμης: Η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση ξανά σε δοκιμασία»


Ξεκινώ από δύο παραδοχές:

Η ΕΕ αποτελεί πρωτοφανές εγχείρημα ομοσπονδίωσης. Οι μέχρι σήμερα γνωστές ομοσπονδίες κρατών δημιουργήθηκαν είτε εκ του μηδενός με μαζική μετανάστευση και ταυτόχρονη εξόντωση του αυτόχθονα πληθυσμού (ΗΠΑ), είτε με τη βία (ΕΣΣΔ), είτε με τη συνένωση συγγενών γλωσσικά και πολιτισμικά κρατιδίων (Γερμανία, Γιουγκοσλαβία) αν και η ΕΕΣΔ και η Γιουγκοσλαβία δεν άντεξαν στην βάσανο του χρόνου και των γεωπολιτικών εξελίξεων. Αντίθετα, η ΕΕ συνιστά εθελούσια συνένωση κρατών με χιλιετείς διακριτές διαδρομές, διαφορετικές γλώσσες και παραδόσεις βαθειά εγγεγραμμένες στη συλλογική συνείδηση των πολιτών τους. Ήδη, η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι, αν πρόκειται αυτό το κοινό εγχείρημα να επιβιώσει και να εξελιχθεί, οφείλουμε να είμαστε δημιουργικά ελαστικοί ως προς τα πρόσφορα προς τούτο μέτρα και εργαλεία ενόψει της ανυπαρξίας παραδείγματος που θα μπορούσε να προσανατολίσει τις σχετικές πρωτοβουλίες.

Στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται ο κλυδωνισμός του λεγόμενου ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.

Η ΕΕ αποτελεί υπαρξιακή ανάγκη για όλα τα κράτη και τους λαούς που την απαρτίζουν. Πράγματι, εκτός από την αποτροπή ένοπλων συρράξεων, που κατασπάραξαν δύο φορές την γηραιά ήπειρο τον περασμένο αιώνα (αυτός υπήρξε ο ρόλος της ΕΚΑΧ, που έθεσε υπό κοινή διαχείριση τον άνθρακα και τον χάλυβα, δηλαδή τις πρώτες ύλες της πολεμικής βιομηχανίας), στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο του στη διεθνή πολιτική και οικονομική σκηνή. Τούτο είναι αληθές και για τα μεγάλα κράτη (Γερμανία), αλλά πολύ περισσότερο για τα μικρά και πλέον αδύναμα (Ελλάδα), αν μάλιστα τυχαίνει να βρίσκονται σε μια ιδιαίτερα ασταθή και επικίνδυνη περιοχή.

Οι δύο ως άνω παραδοχές σκιαγραφούν και προκαθορίζουν την οπτική αυτού του σημειώματος: ως ευρωπαίοι και ιδίως ως Έλληνες πολίτες οφείλουμε να κάνουμε ό,τι χρειάζεται προκειμένου η ΕΕ να ισχυροποιηθεί και να προχωρήσει.

Όμως, είναι πασιφανές και πανθομολογούμενο ότι η ΕΕ βρίσκεται σε κρίση. Η κρίση μάλιστα αυτή είναι πολύπλευρη (οικονομική, θεσμική και αξιακή), εκτρέφει έναν έντονο ευρωσκεπτικισμό και υπονομεύει τα θεμέλια του κοινού εγχειρήματος.

Κατά τη γνώμη μου, στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται ο κλυδωνισμός του λεγόμενου ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Ελλείψει θεσμικής δημοκρατικής νομιμοποίησης (η απευθείας εκλογή του ΕΚοινβ σε κάθε κράτος μέλος χωριστά δεν αρκεί), η πραγματική νομιμοποίηση της ΕΕ στη συνείδηση των πολιτών εδράζετο πάντα στην αυξανόμενη ευημερία που παρείχε. Όσο η οικονομική συγκυρία επέτρεπε μια συνεχή αναπτυξιακή πορεία που τροφοδοτούσε και την σύγκλιση μεταξύ των μελών, η συνοχή του κοινού οικοδομήματος δεν αμφισβητείτο για χρησιμοθηρικούς κυρίως λόγους. Όταν η κρίση ανέσχεσε την πορεία αυτή, η αμφισβήτηση άρχισε να κερδίζει έδαφος, οι εθνικές αναδιπλώσεις πολλαπλασιάστηκαν και υποσκάπτουν ήδη την ίδια την ύπαρξη του κοινού οικοδομήματος. Όμως, η κρίση αυτή δεν μοιάζει παροδική. Έχει μόνιμα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε συνολική επανεξέταση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Τούτο προκύπτει κυρίως από την σπάνιδα των πόρων ως αποτέλεσμα του τέλους της αποικιοκρατίας και της αναπτυσσόμενης παγκοσμιοποίησης, που δίνει μεν ψωμί στα πλέον αναξιοπαθή κοινωνικά στρώματα της υφηλίου, αλλά διανέμει με απολύτως άνισο τρόπο τα σχετικά οφέλη, δημιουργώντας και στον ανεπτυγμένο κόσμο την αίσθηση μιας έντονης αδικίας, η οποία χρεώνεται κυρίως στις ελίτ και στα υπερεθνικά όργανα, βοηθούντων και των εθνικών πολιτικών ηγεσιών, που θέλουν να αποσείσουν έτσι τις δικές τους ευθύνες. Κορυφαίο παράδειγμα της κατάστασης αυτής υπήρξαν οι περίφημες επιδοτήσεις στην εξαγωγή των αγροτικών προϊόντων. Οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι πλήρωναν προκειμένου να γίνει ανταγωνιστικό στη διεθνή αγορά το ελληνικό π.χ. βαμβάκι (διπλοζυγισμένο ίσως και σίγουρα δεύτερης ποιότητας) καταδικάζοντας στην ανέχεια και, πιθανόν, στο θάνατο τους αιγύπτιους γεωργούς, οι οποίοι παρήγαγαν το ίδιο προϊόν σε καλλίτερη ποιότητα και σε χαμηλότερη τιμή. Αυτό, μπορεί μεν να τροφοδοτούσε τα φιλοευρωπαϊκά αισθήματα των ελλήνων αγροτών, δεν είναι όμως δυνατό να συνεχιστεί. Ούτε βέβαια συνάδει με τις ευρωπαϊκές αξίες της δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης, οι οποίες οφείλουν πλέον να λειτουργούν όχι μόνο στο εθνικό, ούτε στο κοινοτικό, αλλά και στο παγκόσμιο επίπεδο.

Να υπάρξει δικαιότερη κατανομή των ωφελημάτων της παγκοσμιοποίησης

Άρα, διαγράφεται έτσι μια πρώτη και βασική αναγκαιότητα: να υπάρξει δικαιότερη κατανομή των ωφελημάτων της παγκοσμιοποίησης με παράλληλη εκ νέου ανάδειξη των ευρωπαϊκών αξιών στην παγκόσμια διάστασή τους. Χρειάζεται, επομένως, ένας αναστοχασμός του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου με ενίσχυση των χαρακτηριστικών δικαιοσύνης στο εσωτερικό και στο διεθνές επίπεδο.

Τούτο όμως, ακόμα και αν υποστηριχθεί σθεναρά και κατανοηθεί από τους πολίτες, δεν αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση του κοινού εγχειρήματος.

Από τα σενάρια που προτείνονται για το μέλλον της ΕΕ, εκείνα που επιχειρηματολογούν υπέρ της υποχώρησης, της στασιμότητας και της ακινησίας οδηγούν αργά αλλά σταθερά στην αποδυνάμωση και προοπτικά στην εξάντληση του κοινού εγχειρήματος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις αρχικές παραδοχές μου, μόνο ρεαλιστικό σενάριο μένει αυτό της περαιτέρω ενοποίησης στην πορεία μιας συνεχώς εδραιούμενης ομοσπονδίωσης, όπως ήταν άλλωστε πάντα το όραμα και η καταληκτική φάση της κοινής πορείας. Όμως, ο δρόμος αυτός είναι δύσκολος και υπό το φως της σημερινής κρίσης εμφανίζεται ακόμα δυσκολότερος, αν όχι ανεδαφικός και αδύνατος. Οι κρίσεις όμως δείχνουν πάντα και τον δρόμο της υπέρβασής τους. Η χρηματοπιστωτική κρίση και η κρίση χρέους στην ευρωζώνη έδειξε σαφέστατα την ανάγκη μιας νέας οικονομικής αρχιτεκτονικής, ενώ η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση καθώς και η εξάπλωση της τρομοκρατίας δείχνουν την αναγκαιότητα μιας κοινής εξωτερικής πολιτικής, τουλάχιστον σε ορισμένες πτυχές της όπως η φύλαξη των συνόρων. Γιατί κάτι που δεν γίνεται πάντα αντιληπτό είναι ότι η ΕΕ, ακόμα και σήμερα, συνιστά πλήρη αντιστροφή του ομοσπονδιακού προτύπου. Στις ομοσπονδίες, η κεντρική διοίκηση αναλαμβάνει την οικονομική, την εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας και ασφάλειας και αφήνει τα υπόλοιπα να τα διαχειρίζονται τα ομόσπονδα κράτη, ενώ στην ΕΕ τα κράτη μέλη διατηρούν την απόλυτη αρμοδιότητα στα θέματα αυτά και αναθέτουν στα υπερεθνικά όργανα την διαχείριση επιμέρους πολιτικών.

Όλοι καταλαβαίνουν ότι η κατάσταση αυτή έχει εξαντλήσει τα όριά της. Οφείλουμε να προχωρήσουμε, γιατί αλλιώς θα πέσουμε. Όπως έλεγε ο πρόεδρος Ντελόρ, η ΕΕ είναι όπως το ποδήλατο. Αν πάψεις να κάνεις πεντάλι, πέφτεις.

Όλοι καταλαβαίνουν επίσης το οξύμωρο της ύπαρξης κοινού νομίσματος χωρίς ενοποιημένη οικονομική πολιτική. Αυτό το παράδοξο ήταν γνωστό ήδη και πριν την εκκίνηση της ΟΝΕ, που παραμένει μόνο νομισματική και καθόλου οικονομική. Υποστηρίχτηκε τότε ότι πρέπει να προηγηθεί ο ισχυρός συμβολισμός (η Ευρώπη στην τσέπη σας) και ότι τα υπόλοιπα βήματα θα γίνουν σταδιακά. Η Γερμανία επέβαλε επίσης το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) με αυστηρούς ποσοτικοποιημένους όρους και αντίστοιχες κυρώσεις προκειμένου να εγκαταλείψει το μάρκο. Η πρόθεσή της ήταν να περιβάλει το ευρώ με ένα θεσμικό πλαίσιο που θα εγγυόταν μια νομισματική σταθερότητα ίδια με εκείνη του μάρκου. Στη φιλοσοφία του συστήματος διακρίνει κανείς εύκολα την τραυματική εμπειρία της πληθωριστικής κρίσης του μεσοπολέμου που οδήγησε στην επικράτηση του ναζισμού, αλλά και την προτεσταντική λογική που το διέπει: πρωτογενής συσσώρευση-επενδύσεις και –σε περίπτωση παρεκβάσεων από τον ορθό δρόμο- θεραπεία δια της τιμωρίας. Όμως, δίχως κοινή οικονομική πολιτική, το ευρώ κινδυνεύει να αποβεί από παράγοντας ενοποίησης και συνοχής σε μοχλό αποσύνθεσης, όπως είπε ο Μάριο Μόντι. Τα διαφορετικά επιτόκια δανεισμού οδηγούν σε πλεονάσματα στις πιο ισχυρές χώρες και σε αντίστοιχα ελλείμματα στις πλέον αδύναμες. Η ψαλίδα ανταγωνιστικότητας, αντί να μειώνεται, μεγαλώνει. Καμία δημοσιονομική προσαρμογή και εσωτερική υποτίμηση δεν θα μπορέσει ποτέ να καλύψει αυτή τη διαφορά, διότι αν μια επιχείρηση στη Γερμανία δανείζεται με 1%, ενώ η αντίστοιχη ελληνική με 8 ή η ιταλική με 5, η κατάληξη είναι προδιαγεγραμμένη. Προφανώς, η πραγματική ΟΝΕ χρειάζεται μία αληθινή Κεντρική Τράπεζα που νε εκδίδει ομόλογα για όλους. Ήδη γίνονται βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Το μαρτυρούν η τραπεζική ενοποίηση και η εκτεταμένη παρέμβαση της ΕΚΤ στη δευτερογενή αγορά.

Βέβαια, η ολοκλήρωση της διαδικασίας δεν είναι δεδομένη. Η Γερμανία κυρίως αντιδρά, κατά τη γνώμη μου, όχι γιατί είναι αντίθετη με το τελικό στάδιο, αλλά γιατί θέλει εκ των προτέρων να βεβαιωθεί ότι η δημοσιονομική πειθαρχία θα έχει την ίδια ένταση για όλους, Εκεί κρύβεται ίσως και η πραγματική αιτία της λιτότητας, η οποία συνιστά την απάντηση στις γερμανικές ανησυχίες, με δεδομένο ότι η Γερμανία κυρίως θα κληθεί να υποστηρίξει οικονομικά το ενοποιητικό εγχείρημα. Υπ’αυτό το πρίσμα, η πολιτική λιτότητας και ο κεντρικός έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών αποτελεί, ίσως, το πρώτο στάδιο της μακράς πορείας προς την ευκταία έκδοση ευρωομόλογου, ενιαίων δηλαδή συνθηκών δανεισμού για όλα τα κράτη μέλη.

Η ζώνη ευρώ και η ζώνη Σένγκεν σηματοδοτούν ήδη την λειτουργία δύο ταχυτήτων στην ΕΕ.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι και τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής καθώς και οι μηχανισμοί διάσωσης (ο προσωρινός EFSF για την Ελλάδα, αλλά και ο μόνιμος ESM για την ευρωζώνη), που θεσπίστηκαν κατά παράβαση του άρθρου 125 της Συνθήκης περί μη διάσωσης (no bail out clause), οφείλουν την δημιουργία τους στην αναγκαιότητα αντιμετώπισης χρηματοπιστωτικών κρίσεων και κρίσεων χρέους, για τις οποίες η ΕΕ ήταν τελείως απροετοίμαστη. Οι μηχανισμοί αυτοί, έστω και αρνητικά και –ορισμένες φορές – κατά παράβαση του κοινοτικού κεκτημένου, προοιωνίζονται την σταδιακή και επίπονη εισαγωγή μιας κοινής οικονομικής πολιτικής.

Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται περαιτέρω εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στα υπερεθνικά όργανα. Εδώ, οι αντιδράσεις συγκεντρωτικών κρατών, όπως η Γαλλία, θα είναι πιθανότατα εντονότερες από εκείνες της Γερμανίας, που ζει θεσμικά με το ομοσπονδιακό μοντέλο. Επίσης, τα μικρότερα κράτη, έχουν κάθε συμφέρον να ταχθούν με την ομοσπονδιακή προοπτική. Πράγματι, τί είναι καλλίτερο; Η πλήρης εξουσία διαχείρισης ενός αδύναμού και ευάλωτου νομίσματος όπως η δραχμή, ή η περιορισμένη έστω συμμετοχή στη διαχείριση ενός ισχυρού παγκοσμίως νομίσματος όπως το ευρώ; Έτσι κι αλλιώς, η επιμερισμένη κυριαρχία είναι η μοίρα των εθνών-κρατών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, επιμερισμένη κυριαρχία που θα ανακτούν ισχυροποιημένη στο κοινό υπερεθνικό πεδίο.

Τι μπορούμε να συμπεράνουμε;

  • Ότι πρέπει να ηττηθεί ο δεξιός και αριστερός λαϊκισμός που ανδρώθηκε στα απόνερα της κρίσης και να υπάρξει αντιστροφή του ευρωσκεπτικιστικού κλίματος. Οι ολλανδικές εκλογές βοήθησαν, ελπίζω ότι και οι γαλλικές θα το κάνουν.
  • Θα βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή η αύξηση των κοινοτικών κονδυλίων, έστω στο ανώτατο προβλεπόμενο όριο (1,27% του ΑΕΠ των κρατών μελών, αντί του 1,04 που είναι σήμερα), με πιο στοχευμένη χρήση τους, ιδίως προς την καινοτομία και την δημιουργία θέσεων εργασίας σε τομείς τεχνολογικής αιχμής
  • Θα βοηθήσει επίσης η αναδιάταξη του κοινωνικού μοντέλου με στόχο την μείωση των ανισοτήτων και την δικαιότερη κατανομή των πλεονεκτημάτων της παγκοσμιοποίησης. Θα βοηθήσει επίσης η επένδυση των υπερβολικών πλεονασμάτων του ευρωπαϊκού βορρά στις πλέον ανίσχυρες χώρες του νότου με γνώμονα το αμοιβαίο συμφέρον. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι τα υπερβολικά πλεονάσματα είναι εξίσου επιβλαβή με τα υπερβολικά ελλείμματα, που βρίσκονται στο στόχαστρο του ΣΣΑ.
  • Θα βοηθήσει τέλος η ανάληψη μεγαλύτερης κοινής ευθύνης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας και ασφάλειας, που θα ενδυναμώσει την αίσθηση εμπιστοσύνης των πολιτών. Η αποτελεσματική φύλαξη των συνόρων και μια ισόρροπη πολιτική υποδοχής και κοινωνικής ένταξης των προσφύγων θα μπορούσε ακόμα και να ανασχέσει το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλές χώρες της γηραιάς ηπείρου, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να λυθεί οριστικά και αμετάκλητα το θέμα των σχέσεων Ελλάδας/Τουρκίας. Δεν είναι δυνατό δύο σύμμαχες χώρες να δαπανούν σχεδόν το 3% του ΑΡΠ τους για να προστατεύονται η μία από την άλλη! Αν αυτό δεν επιλυθεί, η ΕΕ οφείλει να εξαιρέσει από το χρέος τις ελληνικές αμυντικές δαπάνες.
  • Πρέπει να επαναλειτουργήσει ο γαλλο-γερμανικός άξονας. Για πολλά χρόνια αποτέλεσε την ατμομηχανή της ΕΕ με πολύ θετικά αποτελέσματα. Οφείλει να το ξανακάνει με τον Μακρόν στη Γαλλία και με τον Σουλτς ή και πάλι την Μέρκελ στην Γερμανία. Η Γαλλία αποτελεί την στρατιωτική δύναμη ανάσχεσης, που μετά την αποχώρηση του ΗΒ γίνεται ακόμα πιο αναγκαία για την ασφάλεια της Ευρώπης, και η Γερμανία την οικονομική ισχύ που μπορεί να συνεισφέρει στην ανάπτυξη του συνόλου των κρατών μελών προς το συμφέρον όλων.

Εν τέλει, η ζώνη ευρώ και η ζώνη Σένγκεν σηματοδοτούν ήδη την λειτουργία δύο ταχυτήτων στην ΕΕ. Το συμπέρασμα της πρόσφατης επετειακής συνόδου στην Ρώμη ότι τα κράτη μέλη θα συμμετάσχουν το καθένα με τον ρυθμό του στο κοινό εγχείρημα, αλλά όλα ανεξαιρέτως προς την ίδια κατεύθυνση συνιστά σοφό συμβιβασμό. Αναγνωρίζει την αδυναμία απολύτως κοινού βηματισμού χωρίς να υπονομεύει τον τελικό ομοσπονδιακό στόχο. Ορισμένοι θα προπορευθούν και οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν. Για να ακολουθήσουν όμως και να μην χαθούν στην πορεία, η πρωτοπορία οφείλει να είναι επιτυχής και πειστική. Ίδωμεν.

 

Ομιλία Ξενοφών Γιαταγάνα #EU60 from e-kyklos on Vimeo.

Γιαταγάνας, Ξενοφών

Ο Ξενοφών Γιαταγάνας είναι πρώην Νομικός Σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής