Τρίτη, 07 Ιουν 2016

Οι πρώτοι Ευρωπαίοι Έλληνες

αρθρο του:

Η Άλωση πέρασε στην παράδοση, στους θρύλους και στα τραγούδια και τα δεινά της σκλαβιάς έγιναν αφορμή να γεννηθεί η προσδοκία της λύτρωσης του Γένους. Σχεδόν αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης επικράτησε η αντίληψη ότι ο οθωμανικός επεκτατισμός θα μπορούσε να περιοριστεί με τη συσπείρωση των χριστιανικών δυνάμεων, με επέμβασή τους στην Ελλάδα και με μια ανάλογη παράλληλη δράση στη Βαλκανική.

Γενικότερα, καθώς όλα δείχνουν, αυτή η άποψη επικρατούσε ήδη από την εποχή των Παλαιολόγων. Η βασική προώθηση αυτής της αντίληψης και παρόμοιων σχεδίων πέρασε στους Έλληνες λόγιους που ζούσαν στη Δύση. Οι Έλληνες λόγιοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις απαρχές της αναγέννησης, όπως είδαμε σε προηγούμενες δημοσιεύσεις μας, ήταν σε θέση να διαβιβάζουν στις ευρωπαϊκές αυλές και προς τους άλλους παράγοντες της ευρωπαϊκής πολιτικής, εκκλήσεις, προτάσεις και σχέδια επεμβάσεων στην ελληνική Ανατολή.

Η έννοια της Αναγέννησης γεννήθηκε ως το αντίθετο του Μεσαίωνα.

Οι Έλληνες λόγιοι, το καθοριστικό για την διάσωση του ελληνισμού έργο των οποίων δεν παραλείπει να υποτιμήσει (μικρόψυχα) και ο Παπαρηγόπουλος, επέβαλαν την εύστοχη σύνδεση του ένδοξου παρελθόντων των Ελλήνων με τη νεότερη θλιβερή τους μοίρα, σπέρνοντας έτσι τους πρώτους σπόρους του φιλελληνισμού στην Δύση που έπαιξε καθοριστικό παράγοντα για την σωτηρία του Έθνους.

Και εγένετο Αναγέννηση

Η έννοια της Αναγέννησης γεννήθηκε ως το αντίθετο του Μεσαίωνα. Αν, λοιπόν, ο Μεσαίωνας ερμηνεύθηκε ως εποχή σκοταδισμού και βαρβαρότητας, η Αναγέννηση πρόβαλε ως εποχή του φωτός και του ανθρωπισμού. Ωστόσο, και οι δυο αυτές ερμηνείες είναι προϊόν της αλαζονικής στάσης των ανθρώπων της εποχής του 15ου και 16ου αιώνα απέναντι στην Ιστορία. Ο Μεσαίωνας είναι γνωστό από τη νεότερη προσέγγιση της Ιστορίας ότι δαιμονοποιήθηκε υπερβολικά. Στις μέρες μας θεωρείται πλέον από τους μελετητές σαν μια σημαντικότατη περίοδος πολλών πνευματικών επιτευγμάτων. Η Αναγέννηση, από την άλλη, θεωρείται ότι δεν προέκυψε μέσα από μια κάθετη ρήξη με το παρελθόν. Αντίθετα, κρατά βαθιές τις επιρροές της από την εποχή του Μεσαίωνα. Από τον 12ο και 13ο αιώνα, η ευρωπαϊκή κοινωνία, με τις σημαντικές οικονομικές ανακατατάξεις της, αναζητεί ένα νέο πρόσωπο μέσα από την μετάλλαξη της νοοτροπίας και των αντιλήψεων της εποχής, αναζητεί έναν άλλο τρόπο να σκέφτεται και να αισθάνεται τον κόσμο, αλλά κυρίως τον άνθρωπο. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες έρχεται στο ιστορικό προσκήνιο το άτομο και η ιδέα της ατομικότητας που την συνοδεύουν μια σειρά νέων αντιλήψεων και ιδεωδών. Σ’ αυτή ακριβώς την εποχή εμφανίζονται οι Έλληνες λόγιοι του Βυζαντίου φέρνοντας στη Δύση την κλασική τους παράδοση και τη πλούσια εμπειρία τους στο χώρο των αφηρημένων ιδεών.

Οι Έλληνες λόγιοι του Βυζαντίου έφεραν στη Δύση την κλασική παράδοση.

Αναγέννηση κι ελληνισμός

« …Οι σοφοί άνδρες της Ελλάδος κατέφυγαν δια την ασφάλειάν των προς τους ηγεμόνες της Ευρώπης φέρνοντας μαζί τους όλους τους αρχαίους συγγραφείς, χωρίς τους οποίους καμιά πρόοδος δεν είναι δυνατή». Αυτά έγραφε ο Philippe de Commines (1447 - 1511), συγγραφέας και διπλωμάτης, ο οποίος δεν ήταν ούτε χρονογράφος ούτε ιστορικός με την ακριβή έννοια του όρου, αλλά ένας εμβριθής αναλυτής της εποχής του, πράγμα που τον έκανε ευρύτερα γνωστό. Ο Philippe de Commines υπήρξε ιστορικός των βασιλέων Λουδοβίκου ΙΑ΄ και Καρόλου Η'. Σύμφωνα με την άποψη αυτού του Γάλλου ιστορικού, αν δεν είχε συμβεί η πτώση του Βυζαντίου, δεν θα ήταν δυνατόν να συντελεστεί η Αναγέννηση στο χώρο των γραμμάτων και γενικότερα της παιδείας στον δυτικό κόσμο. Πολλές παρόμοιες απόψεις σχετικά με την ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο οι οποίες μεταλαμπαδεύτηκαν από γενιά σε γενιά.

Σε γενικές γραμμές, είχε αρχικά υιοθετηθεί ότι οι λόγιοι Έλληνες του Βυζαντίου εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη και άλλες ελληνικές περιοχές πριν και μετά την Άλωση από του Οθωμανούς, μετέφεραν στη Δύση μαζί με τα χειρόγραφα των αρχαίων και βυζαντινών συγγραφών και την γνώση της κλασικής παιδείας και της βυζαντινής γραμματείας. Την άποψη αυτή υποστήριζαν εξίσου Έλληνες και δυτικοί συγγραφείς όπως ο Φραγκίσκος Φίλελφος ο οποίος γεννήθηκε το 1398 στην Πικεντία της Ιταλίας.

Ανάλογες απόψεις διατυπώθηκαν από τους Guarini, Petrus Crinitus,  Marsiglio Ficino κα. Έκτοτε, οι συγγραφείς των νεότερων χρονών από τον Hodius ως τον Tirabosci και από τον Γίββωνα και τον Villemain, τον Brunet de Presles, τον Voigt και τον Alexander Alexandrovich Vasiliev «εξήραν την ελληνικήν συμβολήν εις την Αναγγένησιν της κλασικής παιδείας και του ανθρωπισμού».

Μια συμπληρωματική προσέγγιση

Ωστόσο, η προσπάθεια ερμηνείας της Αναγέννησης με βάση την αναβίωση της μελέτης του αρχαίου κόσμου άρχισε να φαίνεται ελλιπής με αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί η συνεισφορά των λογίων του Βυζαντίου στη Δύση. Το 1860, ο Jacob Burckhardt απομακρύνεται από αυτή την άποψη διατυπώνοντας μια ριζοσπαστικότερη λογική η οποία αναζητά τα βαθύτερα αιτία της ιταλικής Αναγέννησης στην πολιτική διάρθρωση της χώρας καθώς είχαν επικρατήσει οι πόλεις – κράτη μέσα στις οποίες αναδεικνύονταν η ιδέα, η σημασία και ο ρόλος του ατόμου.  Σε αυτές τις σύγχρονες πόλεις – κράτη συντελείται μια ριζική μεταστροφή ως προς τα πρότυπα της ανθρώπινης ζωής. Βέβαια, παρά την σημαντική αυτή ερμηνευτική παράμετρο, η συμβολή των αρχαίων κειμένων δεν παραγνωρίζεται, ωστόσο, λαμβάνει δευτερεύουσα σημασία.

Ουσιαστική η συμβολή των Ελλήνων στη διάδοση των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων στον δυτικό κόσμο.

Οι σημαντικότεροι Έλληνες λόγιοι στην Δύση 

Παρ’ όλα αυτά, κανένας αντικειμενικός μελετητής δεν αμφισβητεί την ουσιαστική συμβολή των Ελλήνων στη διάδοση των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων στον δυτικό κόσμο. Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι σημαντικότατοι Έλληνες λόγιοι διδάξαν φιλολογία και φιλοσοφία και έγιναν ιδρυτές έμμεσα ή άμεσα διαφόρων σχολών και ακαδημιών. Από τους μαθητές τους προήλθαν συγγραφείς εμπνευσμένοι από τις διδαχές, τις αξίες και τα ιδεώδη της ελληνικής αρχαιότητας. Οι μαθητές των Ελλήνων λογίων είναι αυτοί που θα δημιουργήσουν τους πρώτους ελληνιστές φιλολόγους οι οποίοι θα καταπιαστούν να μεταλαμπαδεύσουν σε ολόκληρη τη Δύση τα αρχαία κείμενα. Ανυπολόγιστης αξίας υπήρξε και η συμβολή των Ελλήνων λόγιων της διασποράς, στην περισυλλογή χειρογράφων, στην σωστή τους αντιγραφή αλλά και στην έκδοση αρχαίων και βυζαντινών κειμένων.

Κοντολογίς, οι Έλληνες της εποχής της Αναγέννησης έπαιξαν σημαντικό και ουσιώδη ρόλο στα τεκταινόμενα μέσω της βαθύτατης γνώσης της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας. Η μεγάλη τους εξοικείωση με τα κείμενα των αρχαίων, Βυζαντινών και Λατίνων συγγραφέων τους συνέδεε άμεσα με την μεγάλη παράδοση της φιλολογίας όπως αυτή καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε ήδη από τους Αλεξανδρινούς χρόνους για να συνεχιστεί μέσω της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, η αδιαμφισβήτητη επάρκειά τους, οι τεράστιες γνώσεις τους και η μεγάλη τους θέληση είναι οι βασικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν την φιλολογία ως επιστήμη με την έννοια που της αποδίδουμε σήμερα. Παρά ταύτα, είναι προφανές ότι ο ισχυρισμός που θέλει τους οι Έλληνες λόγιους του Βυζαντίου ως μοναδικούς φορείς της Αναγέννησης της Ευρώπης είναι στενόμυαλος, μονοδιάστατος και στερείται ιστορικού πνεύματος.  

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη έξοδος Ελλήνων λογίων προς την Δυτική Ευρώπη. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Ιταλία που τότε ήταν διαιρεμένη σε πόλεις – κράτη και μέσα στο πνεύμα της Αναγέννησης συναγωνίζονταν η μια την άλλη σε πλούτο και δύναμη αλλά ταυτόχρονα και στην καλλιέργεια των κλασικών γραμμάτων, του ουμανισμού και των καλών τεχνών. Η πόλη της Φλωρεντίας που αναδείχτηκε το σημαντικότερο κέντρο της Αναγέννησης, ξεπέρασε κάθε άλλη πόλη στη συστηματική καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη έξοδος Ελλήνων λογίων προς την Δυτική Ευρώπη.

Μανουήλ Χρυσολωράς

Ένας από τους πρώτους και σημαντικότερος όλων ήταν ο Μανουήλ Χρυσολωράς που δίδαξε την αρχαία ελληνική γραμματεία στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας από το 1396 ως το 1399. Η εκεί παρουσία του συντέλεσε αποφασιστικά στην διάδοση και εδραίωση των ελληνικών σπουδών στον δυτικό κόσμο. Ο Χρυσολωράς υπήρξε αυτός που άνοιξε πρώτος τον δρόμο της Ιταλίας, έναν δρόμο που θα ακολουθούσαν αρκετοί από τους σημαντικότερους Βυζαντινούς λόγιους, πράγμα που θα συνέβαινε αρκετά χρόνια αργότερα γιατί η ήττα του Βαγιαζίτ Α΄ στη μάχη της Αγκύρας το 1402 έδωσε μια παράταση ζώνης μερικών δεκαετιών στο κλονισμένο ήδη Βυζαντινό κράτος. Μετά την πτώση της Θεσσαλονίκης το 1430 και κυρίως μετά τη Σύνοδο της Φερράρας το 1439 σημειώνεται μαζική φυγή των Ελλήνων λόγιων προ της Ιταλία.

Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων 

Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, αν και έμεινε ελάχιστο διάστημα στην Φλωρεντία ήταν ένας από τους Βυζαντινούς λόγιους που αγαπήθηκε περισσότερο στη Δύση. Αυτό συνέβη το 1437-39 όταν συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ στη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας. Στη διάρκεια της παραμονής του στη Φλωρεντία, η προσωπικότητα, η μόρφωση και η ευγλωττία του Πλήθωνα εντυπωσίασε ιδιαιτέρως τους Ιταλούς ουμανιστές και μεταξύ αυτών και τον ηγεμόνα της Φλωρεντίας, Κοσμά των Μεδίκων. Στη διάρκεια αυτής της συνόδου είχαν συγκεντρωθεί περί τους 700 Έλληνες και Λατίνους όπου για ενάμιση χρόνο αντάλλασαν τις απόψεις τους. Ο Πλήθων υπήρξε από τους πρώτους ένθερμους υποστηρικτές - υπερασπιστές της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»).

Βησσαρίων

Μέλος της ίδιας αποστολής ήταν και ο μαθητής του Πλήθωνα, ο ουμανιστής λόγιος και κατοπινός καρδινάλιος Βησσαρίων, μία από τις σημαντικότερες μορφές του βυζαντινού και ιταλικού ουμανισμού στην κοσμοϊστορικής σημασίας εποχή της μετάβασης από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Ο Βησσαρίων, όπως και ορισμένοι άλλοι λόγιοι του Βυζαντίου, πίστευε ακράδαντα πως η μοναδική σωτηρία του Βυζαντίου ήταν η ενσωμάτωσή του στη Δύση. Έτσι υπήρξε ένθερμος υποστηριχτής της Ένωσης των Εκκλησιών και γι’ αυτό δέχτηκε τον τίτλο του καρδιναλίου και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη. Μαζί με τον Πλήθωνα μυήθηκε στην πλατωνική φιλοσοφία, της οποίας αργότερα θα γίνει ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους στην Δύση. Κατά την περίπου πενταετή παραμονή του στον Μυστρά μπόρεσε να αντιληφθεί την κρισιμότητα της θέσης στην οποία βρισκόταν τότε ο βυζαντινός ελληνισμός κι εκεί αποκρυστάλλωσε τις απόψεις του για την απαραίτητη προσέγγιση με τη Δύση. Στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, ο Βησσαρίων αναδείχθηκε ως ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος των ενωτικών, αν και αρχικά ανήκε στην παράταξη των ανθενωτικών.
Ο Βησσαρίωνας ήταν της άποψης ότι θυσιάζοντας το θρησκευτικό μέρος της ταυτότητάς του, θα έσωζε την ελληνική και πολιτισμική του διάσταση. Για αυτόν, ο τουρκικός ζυγός απειλούσε την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων επειδή τους στερούσε, μαζί με την πολιτική ανεξαρτησία, την δυνατότητα της ελληνικής παιδείας και όχι της θρησκευτικής ελευθερίας (την οποία εξάλλου οι Σουλτάνοι σέβονταν για τους αλλόθρησκους υπηκόους τους εφόσον αυτοί πλήρωναν τους φόρους τους). Ένα από τα σημαντικότερα φιλοσοφικά του εγχειρήματα ήταν να εντάξει κατά τα πρότυπα του Θωμά Ακινάτη την Πλατωνική φιλοσοφία στη χριστιανική σκέψη.

Ιωάννης Αργυρόπουλος

Με την ένθερμη υποστήριξη μιας ομάδας φλωρεντιανών λογίων, ο Αργυρόπουλος τον Οκτώβριο του 1456 διορίστηκε καθηγητής της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της πόλης διδάσκοντας εκεί για δεκατέσσερα συνεχόμενα χρόνια την ελληνική γλώσσα στους δυτικούς μαθητές του. Αν και ο ίδιος ήταν Αριστοτελικός, εκτιμούσε και θαύμαζε επίσης την φιλοσοφία του Πλάτωνα. Τα μαθήματά του ήταν ακαδημαϊκά, πράγμα που σημαίνει ότι οι μαθητές του παρακολουθούσαν την διδασκαλία του, κρατούσαν σημειώσεις και μαζεύονταν κατόπιν στο σπίτι του δασκάλου και συζητούσαν τις απορίες τους. Αντίθετα με τον Αργυρόπουλο, ο Χρυσολωράς δίδασκε φροντιστηριακά, δηλαδή διδασκαλία και συζήτηση γίνονταν ταυτόχρονα στην ώρα του μαθήματος. Στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας διδάξαν επίσης ο Ανδρόνικος Κάλλιστος και ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης.

Δημήτριος Χαλκοκονδύλης

Γεννημένος το 1423 στην Αθήνα, ο Χαλκοκονδύλης υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους Έλληνες λόγιους που συνέβαλε με το έργο και τη δράση του στην αναβίωση των ελληνικών γραμμάτων στη Δυτική Ευρώπη. Η δράση του εντοπίζεται λίγο μετά την Άλωση αν και ο ίδιος βρέθηκε στη Ρώμη ήδη από το 1449. Είναι πιθανό ότι πριν βρεθεί στη Ρώμη, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης είχε προηγουμένως σπουδάσει φιλοσοφία, πιθανόν κοντά στον Γεώργιο Γεμιστό. Στη Ρώμη συμπλήρωσε τις σπουδές του δίπλα στον Θεόδωρο Γαζή, από τον οποίο διδάχτηκε τα λατινικά. Με τον Γαζή συνδέθηκε με στενή φιλία η οποία επισφραγίστηκε με τη διαθήκη του τελευταίου που κληροδότησε στον Χαλκοκονδύλη την προσωπική του βιβλιοθήκη. Υπήρξε υπέρμαχος του νεοπλατωνισμού και ήταν εξάδελφος του γνωστού Βυζαντινού ιστορικού της Άλωσης, Λαονίκου Χαλκοκονδύλη. Η διδακτική του δράση ξεκινά από το πανεπιστήμιο της Πάδουας κι έπειτα της Φλωρεντίας όπου και δίδαξε δεκαέξι ολόκληρα χρόνια. Στην διάρκεια της εκεί παραμονής του, ο Χαλκοκονδύλης ασχολήθηκε με τα ομηρικά έπη τα οποία και εξέδωσε το Δεκέμβριο του 1488. Η επίδραση του Χαλκοκονδύλη στις διαφορές πόλεις της Ιταλίας που δίδαξε, υπήρξε σημαντική. Ως δάσκαλος δίδαξε τα περισσότερα χρόνια από οποιονδήποτε άλλον Έλληνα λόγιο της Ιταλίας. Σε όλα αυτά τα χρόνια διδασκαλίας απέκτησε εκατοντάδες μαθητές, μεταξύ των οποίων ήταν και άνθρωποι που συνέχισαν το έργο του, όπως ο Άγγελος Πολιτιανός (Angelo Poli-ziano), ο ο­ποίος έθρεψε μια μεγάλη ομάδα ελληνιστών, ο Μαρσίλιο Φιτσίνο (Marsillio Ficino), στενός συνεργάτης του στην πολύχρονη προετοιμασία της μετάφρασης του πλατωνικού έργου, και ο Άλδος Μανούτιος, ο οποίος παρακολούθησε μαθήματά του στο Μιλάνο. Η προσπάθειά του για τη διάδοση του ελ­ληνικού πνεύματος κορυφώθηκε με την αδιάκοπη ενασχόλησή του με τη μετάφραση και έκδοση ελ­ληνικών κειμένων.

Ιανός Λάσκαρις

Ένας από του σημαντικότερους Έλληνες λόγιους που εργάστηκαν αποτελεσματικά για την διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στη Δύση ήταν ο Ιανός Λάσκαρις. Ο Λάσκαρις γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1445 και παρέμεινε εκεί μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση. Ο Λάσκαρις με χρήματα που του έδωσε ο Βησσαρίωνας, σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα όπου δίδασκε ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο οποίος έγινε δάσκαλος και προστάτης του. Με την μεσολάβηση του Χαλκοκονδύλη γνώρισε τον Λαυρέντιο των Μεδίκων που τον διόρισε βιβλιοθηκάριό του. Τότε στάλθηκε από τον Λαυρέντιο σε διάφορα ελληνικά μέρη προς αναζήτηση ελληνικών χειρογράφων. Στην Θεσσαλονίκη, ο Ιανός αγόρασε χειρόγραφα από τους συγγενείς του Ματθαίου Λασκάρεως, από τον Μανουήλ Λάσκαρι, από τον Δημήτριο Σγουρόπουλο και από άλλους. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη ένιωσε μεγάλη απογοήτευση αντικρίζοντας τις καταστροφές που είχε επιφέρει η τουρκική κατάκτηση αλλά και την ερήμωση των βιβλιοθηκών της. Ο Ιανός Λάσκαρις ταξιδέψε προς αναζήτηση ελληνικών χειρογράφων στην Ανδριανούπολι, Σωζόπολι, στις Φέρρες, στο Αγιο Όρος -όπου βρήκε και προμηθεύτηκε σπάνια και πολύτιμα χειρόγραφα- και στην Κρήτη.

Με αυτές του τις ενέργειες ο Ιανός Λάσκαρις, αυτός ο μεγάλος Έλληνας σοφός, προσπάθησε να κρατήσει ζωντανή την αρχαία πνευματική κληρονομιά και να διαδώσει τις ελληνικές σπουδές στη Δύση.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1541- 1641) Allegory, boy lighting candle in the company of an ape and a fool



 

Μπρουντζάκης, Ξενοφών

Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης γεννήθηκε στην Τήνο το 1959. Έχει εκδώσει εφτά βιβλία στις εκδόσεις Καστανιώτη.
Συνεργάστηκε τακτικά ή έκτακτα με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά  (Το Δέντρο - πρώτη εμφάνιση στα γράμματα- Πολιορκία, Γράμματα και Τέχνες, Διαβάζω, Εντευκτήριο, Poetix (Δέ)κατα, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί  κατά καιρούς στο τύπο στην Ελευθεροτυπία , Έθνος, Athens Voices , 6 Μέρες, Εφημερίδα των Συντακτών κ.ά .
Έχει συνεργαστεί με διάφορους εκδοτικούς οίκους ως διευθυντής σειρών και επιμελητής εκδόσεων, όπως και ως σεναριογράφος σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές και ως στιχουργός σε δισκογραφικές εκδόσεις.
Από το 2005 εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα Το Ποντίκι όπου και διατηρεί την δική του σελίδα βιβλίου και είναι υπεύθυνος των ομώνυμων εκδόσεων της εφημερίδας έχοντας επιμεληθεί και εκδώσει περί τους διακοσίους τίτλους βιβλίων. Ταυτόχρονα αρθρογραφεί στην ηλεκτρονική έκδοση Το Ποντίκι Wed.