Τρίτη, 27 Σεπ 2016

Εκπαιδευτικός Κοινοτισμός: Ο Μύθος που διαλύει τα ΑΕΙ

αρθρο του:

Κάθε προσπάθεια για τη μεταρρύθμιση του πανεπιστημιακού μας συστήματος είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία, αν δεν προηγηθεί πλήρης ανατροπή του δόγματος πάνω στο οποίο στηρίζεται η διακυβέρνησή τους. Με την τρέχουσα διακυβέρνηση κάθε επιμέρους μεταρρυθμιστικό μέτρο θα εκφυλίζεται άνευ εταίρου για να ενσωματωθεί στο πνεύμα της και στη μοιραία ατελεσφορία που συνεπάγεται. Αυτό προκύπτει αβίαστα από μια εις βάθος ανάλυση της ιδεολογικής βάσης του κοινοτισμού πάνω στην οποία στηρίζεται η μορφή της διοίκησης που έχει προκύψει από τον θεμελιώδη νόμο - πλαίσιο του '82. Τα πράγματα μιλούν φωναχτά, αν τολμήσουμε να δούμε την πραγματικότητα με απροκατάληπτο μάτι. Αυτό θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια.

Με την τρέχουσα διακυβέρνηση κάθε επιμέρους μεταρρυθμιστικό μέτρο θα εκφυλίζεται.

Δύο είναι τα μεγάλα μυστικά της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης για τα οποία η «οικογένεια» συστηματικά αρνείται να συζητήσει συστηματικά: Η ποιότητα των εκπαιδευτικών εκροών αφενός και το σύστημα οργάνωσης και διακυβέρνησης αφετέρου. Για το πρώτο οικογενειακό μυστικό ξόδεψα αρκετά «μελάνι» και κομμάτι της υπομονής των αναγνωστών μου πρόσφατα (http://www.ekyklos.gr/sb/271-panepistimia-i-taktiki-tou-aioniou-skotous.html) και περιμένω υπομονετικά κάποιες εξομολογήσεις, παρά το ότι μάλλον θεωρώ ότι θα συνεχιστεί πεισματικά η συσκότιση. Με το δεύτερο θα ασχοληθώ στο παρόν κείμενο με μιαν αναγωγή στον πυρήνα του ζητήματος που αυτός τώρα συσκοτίζεται, ενώ περισσεύει ο κριτικός λόγος για δευτερογενή επιφαινόμενα και μερικές λεπτομέρειες που αφορούν τη νομή εξουσίας. Όπως και στην πρώτη περίπτωση, έτσι και εδώ η σιωπή και η συσκότιση αποτελούν σημείο ισορροπίας των επί μέρους συμφερόντων που βολεύονται με το να μη θίγεται ο πυρήνας του προβλήματος, ενώ ταυτόχρονα διατηρούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να κρίνουν και να θορυβούν για επιφαινόμενα που σχετίζονται με τα δικά τους επιμερισμένα συμφέροντα ή τις δικές τους προτεραιότητες. Υποπτεύομαι ένα είδος omerta όπου πίσω του κρύβονται τα επισφαλή ειδικά συμφέροντα αλλά διατηρείται το πεδίο όπου υπάρχει ελπίδα για όλους να πιάσουν τα κέρδη τους. Θα εξηγηθούμε παρακάτω.

Στην περίπτωση των «σχολικών» (scholastic) εκροών, κανείς δεν θέλει να μετρηθούν και να αξιολογηθούν επειδή έτσι αποφεύγει αναίμακτα την αναπόφευκτη συζήτηση για τα αίτια, δηλαδή για τις ευθύνες των εμπλεκομένων παραγόντων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στην περίπτωση της διακυβέρνησης, το σκοτάδι πέφτει πάνω στο κεντρικό ζήτημα της υφής του συστήματος διοίκησης και διαχείρισης, επειδή κανείς δεν θέλει στην ουσία να διαταράξει μια νοσηρή κατανομή εξουσίας που καθιερώθηκε το 1982 και που καταλήγει σε χαοτική διακυβέρνηση όπως διαπιστώνουμε καθημερινά. Το χάος βολεύει ταυτόχρονα και τους εκ πεποιθήσεως χαοτικούς, που ταυτίζονται με το ιδανικό της ήσσονος προσπάθειας, αλλά και πολλούς θεωρητικά αντίπαλους του χάους, που παρά ταύτα έχουν βρει ατομικά τον τρόπο να δημιουργήσουν τη δική τους νησίδα αυτονομίας και να βολεύουν την συνείδησή τους με τη δίκαιη αίσθηση ότι ακόμη και έτσι αυτοί τουλάχιστο κάνουν σωστά και ευσυνείδητα τη δουλειά τους. Που καιρός, λοιπόν, για να δουν οι μεν και προπάντων οι δε το συνολικό πρόβλημα, δηλαδή την τραγωδία που πλήττει την τριτοβάθμια εν συνόλω. Καιρός, όμως, να ρίξουμε λίγο φώς σε αυτό το έρεβος.

Στη «νεοαριστερά- του- τίποτα» το χαοτικό πανεπιστήμιο ταιριάζει στις επιλογές και τις αξίες της.

Λέγε-λέγε, έχει γίνει τελικά γενικά παραδεκτό ότι τα πανεπιστήμιά μας έχουν βυθιστεί σε χάος. Ακόμη και η «νεοαριστερά- του- τίποτα» δεν το αρνείται, αλλά δείχνει να μην την απασχολεί το ζήτημα επειδή το χαοτικό πανεπιστήμιο ταιριάζει στις επιλογές και τις αξίες της: Η λιγότερη προσπάθεια για την μέγιστο πρόσοδο ειδικά όταν πρόκειται για σχέση με δημόσιο αγαθό. Εχθρός η αποτελεσματική εργασία, όπου δηλαδή η αλλοτρίωση της εργασίας τελικά πετυχαίνεται με την εξαθλίωσή της και όχι με την ενσυνείδητη τιθάσευση του σκοπού της. Τέτοια βαθειά και πρωτότυπη τομή στα θεμέλια της μαρξικής φιλοσοφίας! Τέλος, πάντων. Ας δούμε πώς λειτουργεί και διοικείται το σημερινό χαοτικό ελληνικό πανεπιστήμιο. Όχι ρίχνοντας μια αυτάρεσκη ματιά στην ωραιολογία των θεσμικών ρυθμίσεων, αλλά περιγράφοντας ρεαλιστικά το πώς αυτές οι ρυθμίσεις λειτουργούν ως σύστημα διακυβέρνησης.

Σε στιγμές «σοσιαλιστικού» παροξυσμού ο συνταγματικός νομοθέτης εγκατέστησε τον μοναδικό στον κόσμο οργανισμό του οποίου την οικονομική ευθύνη έχει ολοκληρωτικά ο δημόσιος προϋπολογισμός, αλλά παραταύτα διοικείται αποκλειστικά από τους εργάτες του και τους πελάτες του. Πρόκειται για οργανωτικό τέρας το οποίο ο νομοθέτης στη συνέχεια προίκισε με έναν εφαρμοστικό νόμο που το καθιστά δέσμιο μιας μοίρας που ταιριάζει σε όλες τις τερατογεννέσεις: Τον εκφυλισμό του λειτουργικού σκοπού τους για να μπορέσει να επιβιώσει σε έναν κόσμο κανονικών οργανώσεων όπου το σύστημα διακυβέρνησής του οδηγούσε με μαθηματική βεβαιότητα σε χρεοκοπία. Σε παλαιότερες εποχές, τα ανθρώπινα τέρατα επιβίωναν διατρεφόμενα από εκμεταλλευτές της ανωμαλίας τους που τα περιτριγύριζαν στα πανηγύρια και πλήρωναν εισιτήριο ως θεατές. Στις μέρες μας τα ελληνικά οργανωτικά τερατώδη πανεπιστήμια έχουν γίνει τα ίδια αντικείμενο πανηγυριών για να εξασφαλίσουν την διατροφή τους από την μεγαθυμία των φορολογουμένων. Ας δούμε κάπως πιο ψύχραιμα την όλη εικόνα.

Κατά το άρθρο 16 του Συντάγματος, «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους.» Με το άρθρο αυτό ο συνταγματικός νομοθέτης καθόρισε περιοριστικά την οργανωτική μορφή των πανεπιστημίων. Η οργανωτική δομή και η διοικητική λειτουργία (governance) καθορίστηκε στις λεπτομέρειές της με τον Νόμο Πλαίσιο 1268/1982 και έκτοτε όλη η σχετική νομοθεσία μένει προσαρμοσμένη κατά βάση σε αυτή την λειτουργική σύλληψη, μη εξαιρουμένου και του ν. 4009/2011 που φιλότιμα προσπάθησε να βελτιώσει τα πράγματα χωρίς να το κατορθώνει αφού δεν είχε τον τρόπο να υπερβεί τους θεμελιώδεις περιορισμούς της συνταγματικής διάταξης. Παρόλο που έχω την άποψη ότι η σχετική νομοθεσία και κυρίως η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων έχουν ερμηνεύσει εξαιρετικά μονόπλευρα, αυθαίρετα θα έλεγα, την έννοια της «πλήρους αυτοδιοίκησης», δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω ότι η συνταγματική διάταξη κυριολεκτικά κόβει τα χέρια όποιου μεταρρυθμιστή θελήσει να προχωρήσει σε ρυθμίσεις που συνάδουν καλλίτερα προς την ορθολογική οργάνωση. Παρά ταύτα, δεν είμαι και καθόλου βέβαιος ότι το καθεστώς που λειτούργησε μέσα σε αυτά τα νομικά πλαίσια, δεν έχει διαφθείρει πλήρως την ακαδημαϊκή κοινότητα ως σύνολο, ώστε στην ουσία κανείς να μη θέλει τώρα μια ριζική αναθεώρηση του διοικητικού σχήματος. Μια ευρεία πλειονότητα βολεύτηκε με τις δυνατότητες επιβίωσης βάσει τακτικών ήσσονος προσπάθειας που δημιουργεί το σύστημα διακυβέρνησης και μια μειονότητα που έχει τις καλλίτερες των διαθέσεων, προσαρμόστηκε τελικά στο ευρύ πλαίσιο ατομικής αυθαιρεσίας και λειτουργεί καλή τη πίστη κάνοντας σωστά τη δουλειά τους «όπως εκείνοι την ορίζουν» και δεν είναι διατεθειμένοι να «βάλουν αφεντικό πάνω από το κεφάλι τους» όπως εκχυδαϊζόμενο περιγράφεται κάθε σύστημα που συνεπάγεται λογοδοσία προς τα επάνω.

Η ζήτηση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι ζήτηση «χαρτιού» και όχι κατ’ ανάγκη ποιοτικής εκπαίδευσης.

Απλουστευμένα όσο είναι το δυνατόν, το πανεπιστήμιο διοικείται από ένα κορυφαίο συλλογικό όργανο, την Σύγκλητο, στην οποία εκπροσωπούνται όλες οι εσωτερικές «ομάδες» του ιδρύματος που κατά την σύλληψη του νομοθέτη και όχι κατά λογική αναγκαιότητα αποτελούν τους stakeholders του πανεπιστημίου γενικά. Επιφανειακά μοιάζει, έτσι, σάμπως το πανεπιστήμιο να διοικείται από τους εκπροσώπους των μετόχων του (shareholders), με την τεράστια όμως διαφορά ότι οι μέτοχοι αυτοί δεν διακινδυνεύουν κανένα δικό του κεφάλαιο συμμετοχής ούτε έχουν πρακτικά διαπιστωμένο κοινό συμφέρον που να συμπίπτει με τον θεμελιώδη σκοπό του ιδρύματος. Με απλά λόγια δεν είναι «μέτοχοι». Αυτή η ιδιοτυπία, που θα δούμε παρακάτω ότι βρίσκεται στον πυρήνα της κακοδαιμονίας των πανεπιστημίων μας, δικαιολογείται με ένα επιχείρημα του διαβόλου που αντιτείνουν οι «θεωρητικοί» του πανεπιστημίου των ομάδων, που λέγει ότι το κάθε μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας διακινδυνεύει το προσωπικό του άυλο κεφάλαιο δηλαδή τις προσδοκίες που έχει επενδύσεις στην λειτουργία του πανεπιστημίου: Ο διδάσκων διακινδυνεύει την ελπίδα τακτικής είσπραξης της αμοιβής του αλλά και τη φήμη του, οι διοικητικοί και πάσης άλλης μορφής υπάλληλοι τον βιοπορισμό τους και οι φοιτητές την ελπίδα απόκτησης του πτυχίου τους. Το επιχείρημα αυτό κινείται στα επίπεδα της ιδεοληψίας και καμία σχέση δεν έχει με την εμπειρική πραγματικότητα. Είναι της ίδιας εμπειρικής και λογικής ποιότητας με όλα τα «κοινοκτημονικά» επιχειρήματα του ελαφρολαϊκού κομμουνισμού: Τα εργοστάσια στους εργάτες, τα χωράφια στους εργάτες γης και το κράτος στον «Λαό». Αυτή την θεωρητική ποιότητα εγγυάται το οργανωτικό σχήμα των πανεπιστημίων μας και αυτή ακριβώς την οργανωτική ποιότητα υποστηρίζει συστηματικά η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας μας, μαζί με όλα σχεδόν τα κόμματα, ακόμη και εκείνα που ψελλίζουν την αναγκαιότητα κατάργησης των σχετικών διατάξεων του συνταγματικού άρθρου 16. Το τελευταίο συνάγεται από το γεγονός ότι κανένα κόμμα που συμμερίζεται αυτή την άποψη δεν έχει διατυπώσει αναλυτικά τις θέσεις του ως προς τον τρόπο διοίκησης των μη κρατικών πανεπιστημίων ενώ γενικά και αόριστα θεμελιώνουν την σκοπιμότητα των μη κρατικών πανεπιστημίων μόνο στον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Στην περίπτωση αυτή έχουμε μιαν ακόμη ιδεοπληξία, τη δογματική πίστη ότι με την μεταφορά των πανεπιστημίων στον χώρο των «αγορών» αυτομάτως θα επιτευχθεί η συμμόρφωσή τους στην ζήτηση αποτελεσματικών σπουδών ποιότητας. Πώς είμαστε βέβαιοι γιαυτό, όταν έχουμε εδραίες ενδείξεις, για να μη πούμε αποδείξεις, ότι η ζήτηση τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη μεγαλύτερή της έκταση είναι ζήτηση «χαρτιού» και όχι κατ’ ανάγκη ποιοτικής εκπαίδευσης; Πώς να περιγράψουμε την οντολογία των πανεπιστημιακών σπουδών όταν μπροστά τα μάτια μας έχουμε μια ισχυρή ζήτηση «χαρτιού» ως αποδεικτικού δικαιώματος προνομιακών προσόδων και όχι ως αποδεικτικό ποιότητας και βάθους γνώσεων; Δεν βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι με τα προσοντολόγια του δημοσίου και με τις ρυθμίσεις των επαγγελματικών δικαιωμάτων ήδη το Κράτος δημιουργεί μια στρεβλή αγορά πτυχίων, δηλαδή στρεβλή ζήτηση εκπαιδευτικών υπηρεσιών; Με άλλα λόγια, στον κοινοτικό μύθο η πραγματικότητα απαγορεύει να αντιτάξουμε κάποιον σωτήριο μύθο της ελεύθερης αγοράς. Μπροστά σε αυτή την χαοτική και θολή εικόνα που καλύπτει τόσο την εν γένει έχουσα κατάσταση, αλλά και ένα μεγάλο μέρος της κριτικής που ασκείται σε αυτή, χρήσιμο είναι να βάλουμε μια σχηματική έστω τάξη που θα διευκολύνει την κατανόηση της όλης κατάστασης με βάση τα πραγματικά δεδομένα και όχι κάποιες ιδεοληπτικές φαντασιώσεις και δογματικές προκαταλήψεις.

Έχουμε, λοιπόν και λέμε: Κατά το συνταγματικό πλάσμα δικαίου και τη ρητή ρύθμιση του θεμελιώδους εφαρμοστικού νόμου, το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι μια sui generis ανθρώπινη κοινότητα που εκφράζεται με την απλή συνύπαρξη ενός αριθμού κατηγορικών ομάδων, κάτι σαν κοινωνικές τάξεις που θα ήταν το αντίστοιχο σε μια μακροκοινωνία, και οι οποίες ομάδες καλούνται να συνεργαστούν, ώστε να συγκροτήσουν έναν οργανισμό που θα παρέχει συγκεκριμένες δημόσιες υπηρεσίες (ως ο νόμος ορίζει τον σκοπό της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης) και να στηρίξουν ένα συνεργατικό σύστημα διακυβέρνησής του ώστε να επιτύχει τον σκοπό του, υποθέτουμε πάντα, με βάση την οικονομική αρχή της παραγωγής του μέγιστου δυνατού αποτελέσματος με την μικρότερη δυνατή θυσία. Πρακτικά το σχήμα αυτό υποστασιοποιείται με την απονομή στις συνιστώσες ομάδες του δικαιώματος της εκπροσώπησής τους στο διοικούν όργανο, την Σύγκλητο. Ωραία μέχρις εδώ. Αλλά κάτι δεν πάει καλά με τον λογικό σύνδεσμο αυτής της σχέσης σκοπού προς συμφέροντα των συνιστωσών ομάδων. Ο νομοθέτης, ο θεσμικός πολιτικός επιβλέπων και η νομολογία αυτή τη σχέση την θεωρούν αυταπόδεικτη. Στην πραγματικότητα ουδέν το ψευδέστερο. Δεν νοείται, αφενός, καμία τέτοια a priori σχέση, αλλά και δεν υπάρχει καμία εμπειρική απόδειξη της ισχύος της υποτιθέμενης σχέσης. Αντίθετα, υπάρχουν ισχυρότατες ενδείξεις ότι η σχέση αυτή μάλλον στη φαντασία μας υπάρχει: Για παράδειγμα κάθε φορά που μία από τις συνιστώσες ομάδες θα κρίνει ότι παραβιάζονται τα κατά την άποψή της δικαιώματα, απλούστατα κλείνει το πανεπιστήμιο και μπλοκάρει έτσι την ροή των λειτουργιών που λογικά οδηγούν στην επιτέλεση του σκοπού του. Οι συνιστώσες, δηλαδή, αντιδρούν εναντίον της συνισταμένης τους και μη τολμήσει κάποιος να επικαλεστεί το ανάλογο της αντίδρασης εργαζομένων εναντίον του εργοδότη τους, αφού στην περίπτωση του πανεπιστημίου, ως αυτοδιοικούμενη κοινότητα εργοδότης είναι η συνισταμένη των ίδιων των ενδεχομένως διαμαρτυρομένων συνιστωσών. Και η κορωνίδα της αντίφασης: Κατά κανόνα σε αυτές τις αυτοαναιρετικές μικροεπαναστάσεις, τη λύση δεν την δίνει καν η υποτιθέμενη «κοινότητα» αλλά την δίνει κατά κανόνα η Κυβέρνηση δηλαδή το Κράτος. Διότι, αυτό εν τέλει καλείται να πληρώσει την όποια ζημιά, και έτσι δείχνει έμπρακτα ότι στην ουσία δεν υπάρχει η περίφημη συνταγματική αυτοδιοίκηση ούτε η φαντασιακή ακαδημαϊκή κοινότητα των ομάδων. Έτσι έχουμε μια φαντασιακή κοινότητα που λειτουργεί ως αυτοδιοικούμενος οργανισμός αλλά την τελική ευθύνη στις περιπτώσεις εσωτερικών πραγματικών αντιδικιών την έχει το Κράτος. Δηλαδή, ένας πραγματικός και θεωρητικός αχταρμάς που αποδεικνύεται με την πρώτη δοκιμασία.

Αν τώρα επιχειρήσουμε να διεισδύσουμε σε αυτόν τον λογικό αχταρμά θα διαπιστώσουμε, με την πρώτη ήδη, ότι το όλο οργανωτικό οικοδόμημα στηρίζεται σε μια σειρά καταφανών φαντασιακών υποθέσεων που ποτέ δεν έχουν αποδειχτεί εμπειρικά. Ανήκουν στη σφαίρα μιας ιδιότυπης θεολογίας που έστησαν το 1982 οι βοηθοί και επιμελητές για να γίνουν καθηγητές έξω από τις παγκοσμίως συνήθεις ακαδημαϊκές διαδικασίες. Και αυτή η θεολογία συνεχίζει να διέπει την λειτουργία των πανεπιστημίων μας, επειδή έχει ανοίξει διάπλατα τις πόρτες του σε κάθε αυθαίρετη ερμηνεία του ρόλου οποιουδήποτε σιτίζεται σε αυτό το περίεργο πρυτανείο. Ας δούμε από πιο κοντά την εικόνα.

Κάθε κοινότητα, για να είναι αυτεξούσια και να λειτουργεί ως σύστημα προϋποθέτει πριν από κάθε άλλο την ύπαρξη κοινού συμφέροντος. Το συμφέρον πρέπει να είναι πρακτικά και πραγματολογικά κοινό και όχι φαντασιακά οριζόμενο ως πρόσχημα άλλων σκοπιμοτήτων. Αν δεν υπάρχει αυτό το συνεκτικό κοινό συμφέρον, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για κοινότητα, αλλά για οργανισμό που αλλιώς οργανώνεται για να πετύχει τον ορισμένο από την ελέγχοντα κορυφή τον σκοπό του με δεδομένη την εσωτερική σύγκρουση συμφερόντων. Έτσι η μεν κοινότητα λογικό είναι να λειτουργεί με τους κανόνες της δημοκρατίας, αλλά ένας παραγωγικός οργανισμός έχει την δική του οντολογία και την δική οργανωτική δομή και λειτουργία για να είναι αποτελεσματικός. Στην κοινότητα το κοινό συμφέρον εκφράζεται με την ανάδειξη πλειοψηφιών με δεσμούς οργανικούς με τις μειοψηφίες, όπου οι πάντες συναινούν ότι τους συμφέρει η διατήρηση της οργανικής ενότητάς τους παρά τις διαφωνίες, επειδή το κόστος για την επιδίωξη του κοινού συμφέροντος ούτως η άλλως το φέρουν όλοι, πλειοψηφούντες και μειοψηφούντες. Αν δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις η κοινότητα απλούστατα διαλύεται. Αντίθετα, σε έναν οργανισμό που λειτουργεί με προδιαγεγραμμένο σκοπό που ορίζεται από το συμφέρον ενός παράγοντα που αυτός φέρει τον κίνδυνο της ολοκληρωτικής ζημίας σε περίπτωση αποτυχίας, η λειτουργία διέπεται από δομές ιεραρχίας που αυτές τελικά συμβιβάζουν τις εσωτερικές συγκρούσεις συμφερόντων. Η δημοκρατική διακυβέρνηση στην περίπτωση αυτή δεν έχει ρόλο να παίξει, και μόνο ως ιδεολογική ουτοπία μπορεί να την επικαλεστεί κάποια από τις αδύναμες ομάδες για να κερδίσει συμπάθεια σε ευρύτερη κλίμακα. Σε περιπτώσεις σύγκρουσης οι συνιστώσες ομάδες λένε λόγια, αλλά τον λογαριασμό των ζημιών τις πληρώνει ο κρατικός προϋπολογισμός, δηλαδή ο φορολογούμενος πολίτης εν αγνοία του, σημειωτέον. Αλλιώς είναι σε ένα ορθολογικά οργανωμένο παραγωγικό οργανισμό.

Κλασσική εν προκειμένω είναι η περίπτωση της επιχείρησης, όπου οι μέτοχοι φέρουν αποκλειστικά τον κίνδυνο απώλειας των κεφαλαίων τους σε περίπτωση αποτυχίας, ενώ οι εργαζόμενοι σε αυτή διεκδικούν τη δίκαιη αμοιβή τους και την ασφάλεια της εργασίας τους μέσα από μία ελεγχόμενη αντιδικία συμφερόντων και στα πλαίσια συγκεκριμένου νομικού καθεστώτος που αφορά τις εργασιακές σχέσεις τους. Στην περίπτωση αυτή, η ουτοπία που ακούει στο σύνθημα «οι επιχείρηση στους εργάτες της» αποτελεί απλώς ιδεολογική λύση που όπου δοκιμάστηκε έχει παταγωδώς αποτύχει, εκτός των εξαιρέσεων που αναφέρονται σε ελάχιστες επιτυχημένες συνεταιριστικές επιχειρήσεις. Και τούτο, επειδή, στον συνεταιρισμό, οι εταίροι διακινδυνεύουν και αυτοί ως μέτοχοι την εταιρική τους μερίδα. Η διαφορά από τις συνήθεις επιχειρήσεις είναι στην περίπτωση του συνεταιρισμού ότι η εταιρική μερίδα αυξάνει σε αξία με την άυλη προσθήκη του κοινωνικού κεφαλαίου των συνεταίρων που ορίζεται ως «αίσθηση αλληλεγγύης». Αυτό το ιδιόρρυθμο άυλο κεφάλαιο των συνεταιρισμών δεν είναι ούτε κανόνας μήτε σύνηθες να διατίθεται από κάθε πολίτη, και γιαυτό οι πετυχημένοι συνεταιρισμοί είναι δημιουργήματα εθελοντικής πρωτοβουλίας ενώ οι αποτυχημένοι είναι δημιουργήματα είτε καταναγκασμού (σοβχόζ, κολχόζ) είτε κρατικής επιδότησης (οι 2500 ελληνικοί αγροτικοί συνεταιρισμοί κατά την γνωστή σχετική έκθεση). Όπου επιχειρήθηκε να επιβληθούν άμεσα ή έμμεσα με κρατικό καταναγκασμό, η αποτυχία άγγιξε τα όρια της τραγωδίας. Αυτό μας διδάσκει κατ’ εξοχήν η εμπειρία των Σοβιέτ, αλλά και των κρατικοδίαιτων ελληνικών αγροτικών συνεταιρισμών, σε τελευταία ανάλυση.

Το πανεπιστήμιο είναι επιχείρηση; Είναι συνεταιρισμός; Είναι κοινότητα όπως οι ιδεολόγοι του το θέλουν;

Αν ψάξουμε, τώρα, λίγο βαθύτερα για το κριτήριο διάκρισης των οργανισμών στις παραπάνω κατηγορίες, θα δούμε ότι αυτό αναφέρεται στην τοποθέτηση του οικονομικού κινδύνου σε σχέση με την εξ αυτού οικονομικής ωφέλειας. Στην επιχείρηση και στον συνεταιρισμό, ο οικονομικός κίνδυνος συμπίπτει με την προσδοκώμενη οικονομική ωφέλεια στο πρόσωπο των εταίρων (μετόχων στην πρώτη περίπτωση, συνεταίρων στη δεύτερη). Ο σιδηρούς νόμος αποτελεσματικότητας της διακυβέρνησης μας λέει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις εκείνοι που διακινδυνεύουν τα κεφάλαιά τους έχουν και το δικαίωμα της διακυβέρνησης του οργανισμού διότι αυτοί θα δρέψουν τελικά και τα οφέλη που θα προκύψουν, αλλά και θα πληρώσουν την όποια ζημιά. Η σχέση αυτή προσδιορίζει αυστηρά τη δομή και μορφή της διακυβέρνησης που ταιριάζει σε αυτούς τους οργανισμούς.

Έχοντας αυτά υπόψη, ας δούμε τώρα το πανεπιστήμιο όπως έχει δομηθεί οργανωτικά από τον σχετικό νόμο, σε ποια κατηγορία μπορούμε να το κατατάξουμε, ώστε να εκτιμήσουμε στη συνέχεια και ποιο είδος διακυβέρνηση του ταιριάζει. Είναι επιχείρηση; Είναι συνεταιρισμός; Είναι κοινότητα όπως οι ιδεολόγοι του το θέλουν; Αυτό θα κρίνει εν τέλει τη μορφή της διακυβέρνησής του και μάλλον θα ερμηνεύσει και την σημερινή αποτυχία του.

  • Είναι επιχείρηση;

Προφανέστατα όχι. Δεν συναλλάσσεται στην ελεύθερη αγορά και βεβαίως τα μέλη του βδελύσσονται την όποια συνάφεια με την επιχειρηματικότητα. Άλλωστε ούτε ο συνταγματικό μήτε ο εφαρμοστικό νομοθέτης ορίζει κάτι τέτοιο. Ο πειρασμός μου είναι έντονος να εκφράσω μιαν ανορθόδοξη υπόθεση εργασίας, ότι δηλαδή θα μπορούσαμε να δούμε το ελληνικό πανεπιστήμιο ως ένα sui generis κρατικό μονοπώλιο, αν το τοποθετούσαμε στην διεθνή αγορά τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που λογικά το σέρνει η πληθώρα των ελλήνων φοιτητών που ύστερα από σκέψη αποφασίζουν να εγγραφούν σε ξένα πανεπιστήμια. Η διερεύνηση μιας τέτοιας λοξής, ομολογώ, υπόθεσης εργασίας θα ήταν ενδιαφέρον νοητικό πείραμα που θα φώτιζε μερικά σκοτεινά σημεία του πανεπιστημιακού ζητήματος που μόνο λοξά, προς το παρόν, μπορεί κάποιος να τα φέρει στην επιφάνεια.

  • Μήπως είναι συνεταιρισμός;

Τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια πιθανολόγηση. Δεν θα ήταν βέβαια ανιστόρητο ή άτοπο να υποθέσουμε ότι ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο αρκεί τα μέλη του να το δήλωναν εμπράκτως. Μη ξεχνάμε, ότι οι πρόγονοι των σημερινών δυτικού τύπου πανεπιστημίων ήταν ένα είδος συνεταιριστικού σεμιναρίου, όπου οι διδάσκοντες επιμερίζονταν τα έξοδα του κοινοβίου και αμείβονταν ανάλογα με τα κεφάλια μαθητών που προσήλκυε ο καθένας τους. Οι σοσιαλίζοντες ακαδημαϊκοί των ελληνικών ημερών μας θα μπορούσαν να επιζητήσουν μια τέτοια συλλογική συγκρότηση με σοσιαλιστικό πρόσημο. Ένα πανεπιστήμιο, δηλαδή, που θα θύμιζε κάπως τη κοινότητες του Όουενς. Αλλά, ξέχασα, ότι επί του θέματος η προοδευτική ακαδημαϊκή κοινότητα και κυρίως οι κομματικοί ηγήτορές της έχουν προκρίνει άλλη συγγενή λύση με ένα τεράστιο για αυτούς πλεονέκτημα, ότι δεν τους επιβαρύνει κανένας οικονομικός κίνδυνος (risk) και τη ψυχή τους δεν κρατά σε αγωνία καμία υποχρέωση λογοδοσίας για τις τυχόν ευθύνες τους. Το πανεπιστήμιο για αυτούς, όπως ήδη είπαμε, είναι … «κοινότητα», μικροκοινωνία, δομή αυτοδιοικούμενη από τις συναπαρτίζουσες ομάδες. Δηλαδή φούμαρα.

  • Είναι, μήπως, πράγματι αυθύπαρκτη «κοινότητα», κατά το ότι πλήρως αυτοδιοικούμενη;

Το σύνταγμα και ο εφαρμοστικό νόμος αυτό προδιαγράφει και αυτό σχηματοποιεί αφενός η ιδεολογική φιλολογία των εμπνευστών και αφετέρου η μέχρι τώρα σχετική νομολογία.

Δυστυχώς, όμως, η οντολογία αυτή καταρρέει με την πρώτη λογική δοκιμασία: Το σύνταγμα ορίζει ότι τα ανώτατα ιδρύματα «έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από [το Κράτος]». Η διάταξη, όμως, στην εφαρμογή της αποδεικνύεται πλήρως ανεπαρκής, αφού εφαρμοσμένη δεν περιγράφει με ακρίβεια την πραγματικότητα, εφόσον τα πανεπιστήμια δεν ενισχύονται απλώς αλλά στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στον κρατικό προϋπολογισμό. Έχουμε, λοιπόν εδώ μια αυτοδιοικούμενη κοινότητα, που όμως εξαρτάται οικονομικά πλήρως από τον κρατικό κορβανά. Μήπως, εν τέλει είναι απλώς μια ακόμη αποκεντρωμένη δημόσια υπηρεσία; Οι ιδεολόγοι της κοινότητας το αποκρούουν με φρίκη. Διότι τότε πώς θα δικαιολογούσαν την «πλήρη αυτοδιοίκηση» και τους σχετικούς φραμπαλάδες αυτής της ιδιόρρυθμης διακυβέρνησης; Για σκεφτείτε, για παράδειγμα πώς θα φαινόταν αν το Τμήμα Πρωτοκόλλου της Τάδε Υπηρεσίας, ήταν «πλήρως αυτοδιοικούμενο»!

Αποφώλιον Τέρας και μοίρα του, το χάος.

Αλήθεια, και γιατί είναι «κοινότητα»; Τι μας υποχρεώνει να πάρουμε ως δεδομένο αυτόν τον ισχυρισμό των ακαδημαϊκών κοινοτιστών; Ούτε το σύνταγμα μήτε ο εφαρμοστικός νόμος περιέχουν έναν τέτοιο ορισμό. Όμως οι υποστηρικτές στην πράξη των σχετικών διατάξεων έτσι ερμηνεύουν την φυσιογνωμία του sui generis νομικού προσώπου που διαπλάστηκε από τον νόμο, την πράξη και την νομολογία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά τώρα θέλουν να προεκτείνουν την έννοια της εκπαιδευτικής κοινότητας και στα σχολεία της εγκύκλιας εκπαίδευσης, θεωρώντας προφανώς ότι το είδος στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία στην πρώτη εφαρμογή του στην ανώτατη εκπαίδευση (Βλ. Πόρισμα Λιάκου, Εθνικός Διάλογος για την Παιδεία και http://www.ekyklos.gr/sb/242-ekpaideftiki-metarrythmisi-ena-porisma-me-kerata.html Μα κι αν είναι κοινότητα, τι είδους κοινότητα είναι ώστε να απαιτεί το συγκεκριμένο σύστημα διακυβέρνησης που της έχει επιβληθεί; Αν λοιπόν οι θεωρητικοί του θεωρούν το ελληνικό πανεπιστήμιο «κοινότητα» που με αυτή την μορφή και ιδιότητά του υπαγορεύει και τον τρόπο διακυβέρνησής του, ας δούμε τι είδους «κοινότητα» είναι αυτή όχι κατ’ όνομα αλλά στην συγκεκριμένη οντολογία της.

Πρώτα, βέβαια, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τους όρους. Πώς χρησιμοποιείται στις κοινωνικές επιστήμες ο όρος «κοινότητα»; Δηλαδή ως εμπειρική κατηγορία και εντελώς άσχετα προς την φαντασιακή υποστασιοποίησή της από ιδεολόγους του τύπου των βοηθών και παρασκευαστών που λάνσαραν στην όλβια πατρίδα μας την ιδέα της για να καλύψουν στην πραγματικότητα με ιδεολογικό μανδύα, τα θεμιτά και αθέμιτα συμφέροντά τους; Ο χώρος προφανώς δεν προσφέρεται για μια ουσιαστική ανάπτυξη του πλούσιου επιστημονικού προβληματισμού γύρω από την έννοια της κοινότητας. Επιλέγω μια χαρακτηριστική σύνοψη που απεικονίζει τις βασικές παραδοχές επί του προκειμένου, εκείνες δηλαδή, που θα άκουγε ο ενδιαφερόμενος σπουδαστής σε ένα καλό πανεπιστήμιο στις παραδόσεις αντίστοιχου μαθήματος.

Η έννοια της «κοινότητας» προσεγγίζεται με δύο διαφορετικούς και συμπληρωματικούς τρόπους από την κοινωνική θεωρία: Ως πολιτισμική και ειδικότερο πολιτική αξία, δηλαδή στοιχείο της κοινωνικής αξιολογίας αφενός, και αφετέρου ως εμπειρικό αντικείμενο που περιγράφεται με μια συμπλοκή συγκεκριμένων και εμπειρικά περιγράψιμων μεταβλητών της κοινωνικής συγκρότησης.

Ως έννοια της κοινωνικής αξιολογίας, η κοινότητα νοείται ως ιδανικό που δίνει υπόσταση σε μια άλλη σειρά από ανθρώπινα ιδανικά όπως είναι η αλληλεγγύη, η αφοσίωση σε κοινούς σκοπούς, η αμοιβαιότητα συμπεριφοράς και η εμπιστοσύνη σε συγκεκριμένη ή γενικά νοούμενη ανθρώπινη ομάδα. Χαρακτηριστική περιγραφή της έννοιας αυτής εν συνόλω μπορούμε να βρούμε στο ένα από τα στοιχεία του τριπτύχου της επαναστατικής ιδεολογίας, και συγκεκριμένα στο ιδανικό την «αδελφοσύνης –fraternité). Θυμίζω για την πληρότητα του λόγου ότι τα άλλα δύο στοιχεία του τριπτύχου ήταν «η ελευθερία και η ισότητα». Στο σοσιαλιστικό λεξιλόγιο ή ιδέα της κοινότητας ταυτίζεται συχνά με την έννοια της «συντροφικότητας» για να θυμηθούμε έναν ρομαντικό σοσιαλιστή του 19ου αιώνα που διακήρυττε χαρακτηριστικά ότι «η συντροφικότητα είναι παράδεισος και η απουσία της κόλαση».

Όμως εδώ, δηλαδή στο πανεπιστημιακό μας ζήτημα, η κοινότητα δεν υπεισέρχεται ως ιδανικό, αλλά επιβάλλεται ως νομικό πλάσμα διαπιστωτικό μιας κατάστασης των πραγμάτων. Ολόκληρη η νομική κατασκευή στηρίζεται στην πρότερη διαπίστωση ότι το πανεπιστήμιο είναι «κοινότητα» και όχι στην αξιακή επιταγή ότι το «πανεπιστήμιο οφείλει να είναι κοινότητα». Αλλιώς, η συνταγματική διάταξη θα έρχονταν σε πλήρη αντίθεση προς το καθεστώς της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας το οποίο στηρίζει. Σε μια ευνομούμενη αστική κοινωνία μια τέτοια κρατική επιβολή έκκεντρης κρατικής ιδιότυπης ιδεολογίας δεν είναι νοητή. Η έννοια της κοινότητας υπεισέρχεται στη συζήτηση ως εμπειρική κατηγορία που συσχετίζεται άμεσα με το σύστημα διακυβέρνησης που κατά πλάσμα του νόμου αποτελεί την βέλτιστη λύση για την ομαλή λειτουργία του όποιου ελληνικού πανεπιστημίου. Ας στρέψουμε, λοιπόν, προς τα εκεί τις αναζητήσεις μας.

Η συσχέτιση χωρικών ορίων με αυτοδιοίκηση είναι εντελώς στον αέρα ή μάλλον στην φαντασία ιδεοληπτικών.

Στη βιβλιογραφία η πιο συνηθισμένη προσέγγιση της «κοινότητας», ως εμπειρικής ή περιγραφικής των πραγμάτων κατηγορίας, διακρίνει τρείς εν προκειμένω οπτικές: Την χωρική ή γεωγραφική, την κοινότητα συμφερόντων και της πνευματικής συμμετοχής (communion).

Η χωρική κοινότητα προκύπτει όταν ένα σύνολο ανθρώπων μοιράζονται κάποια γεωγραφική ενότητα και δημιουργούν δεσμούς συν- λειτουργίας μέσα στα όριά της που θεωρούν ότι προσδιορίζουν τον κοινό τους χώρο. Υπό την έννοια αυτή, το πανεπιστήμιο, και συγκεκριμένα το campus του, θα μπορούσε να θεωρηθεί, κατά κάποιο τρόπο, ως μία χωρική ή γεωγραφική ενότητα των ατόμων που κινούνται στα πλαίσιά της είτε για λόγους σπουδών είτε για λόγους διδασκαλίας, έρευνας ή διοικητικής υποστήριξης. Δικαιολογεί, όμως, αυτή η τοπική σύμπτωση ένα σύστημα συνολικής διακυβέρνησης του βασικού οργανισμού που χρησιμοποιεί το campus ως τόπο ανάπτυξης του σκοπού και των στόχων του; Κατ’ αναλογία η σύμπτωση λειτουργίας του προσωπικού ενός εργοστασίου στο ίδιο οικόπεδο αποτελεί επαρκή λόγο για να διακυβερνηθεί το εργοστάσιο ως αυτοδιοίκητη κοινότητα; Το ερώτημα έχει ουσιαστική σημασία, επειδή η απλή σύμπτωση συμβίωσης μιας ομάδας σε ένα κοινό χώρο δεν αποτελεί αυτοδίκαια κοινότητα που μπορεί να διαχειριστεί όχι απλώς τον χώρο, αλλά και τον κοινωνικό προορισμό του. Ο οργανισμός «πανεπιστήμιο» απλώς χρησιμοποιεί το οικόπεδό του ως μέρος των εισροών για την λειτουργία του που θα μετασχηματιστούν σε εκροές με την μορφή των αποφοίτων, της έρευνας και της ευρύτερης πολιτισμικής του δράσης. Η σχέση του πανεπιστημίου με τον γεωγραφικό χώρο της ιδιοκτησίας του είναι εξαιρετικά ελαστική. Μπορεί ο χώρος να είναι τόπος όπου αναπτύσσονται οργανικά αλληλεξαρτώμενες δραστηριότητες, όπως στην περίπτωση των μεσαιωνικών σεμιναρίων, αλλά μπορεί εξ ίσου να είναι ένας χώρος όπου απλώς εφαρμόζονται κοινοί κανόνες parking για τα αυτοκίνητα των εργαζομένων και των φοιτητών, όπως προσφυώς επισημαίνει ως σύμβολο της διάλυσης του οργανικού πανεπιστημίου ο Klark Kerr (βλ. αναλυτικά στο βιβλίο μου «Το Πανεπιστήμιο ως Σχολείο», εκδ. Γκούτενμπεργκ). Για την ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα, ο πανεπιστημιακός χώρος ελάχιστα κοινά εκπροσωπεί αφού ούτε καν ιδιοκτησία επ’ αυτού έχουν τα μέλη του. Το ελληνικό campus μπορεί τυπικά να ανήκει στο νομικό πρόσωπο του πανεπιστημίου, αλλά στην πραγματικότητα, επειδή είναι ΝΠΔΔ η ιδιοκτησία ανάγεται ουσιαστικά στο ελληνικό δημόσιο. Αυτή η απόσχιση των παντός είδους πανεπιστημιακών από τον χώρο τους αποδεικνύεται περίτρανα από την ακηδία που δείχνουν σε ότι αφορά την διαχείρισή του. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πώς μπορεί να νοήσουμε οποιαδήποτε γενετική σχέση του χώρου με την μορφή διακυβέρνησης του ιδρύματος, πέρα από την αυτονόητη που κάθε νομικό πρόσωπο καθαυτό έχει εκ του νόμου; Με άλλα λόγια, γιατί να αυτοδιαχειρίζονται κατ’ ανάγκη οι ομάδες του πανεπιστημίου το πανεπιστήμιο εν συνόλω εξ αιτίας της χωρικής σύμπτωσης των δραστηριοτήτων τους, όταν καμία ευθύνη δεν τις συνδέει με την μοίρα τους χώρου αυτού; Θετική απάντηση μόνο στη σφαίρα κάποιου αυθαίρετου ουτοπικού μύθου «κοινοτιστικής» (communitarian) προέλευσης θα μπορούσε να προκύψει. Και αυτό ακριβώς κάνει η σχετική νομοθεσία. Λογικά, επομένως, η συσχέτιση χωρικών ορίων με αυτοδιοίκηση είναι εντελώς στον αέρα ή μάλλον στην φαντασία ιδεοληπτικών. Μέσα στα πλαίσια μια αστικοδημοκρατικής πολιτείας, μια τέτοια περίπτωση φαίνεται έκδηλα σαν την μύγα μεσ’ το γάλα.

Ας έλθουμε τώρα, στην δεύτερη περίπτωση: Μήπως έχουμε μια κοινότητα συμφερόντων στο πρόσωπο του ελληνικού πανεπιστημίου; Κοινότητα συμφερόντων έχουμε όταν, ανεξάρτητα από τον γεωγραφικό χώρο, συναντούμε μια ομάδα που με δική της επιλογή συνασπίζεται γύρω από ένα κοινό χαρακτηριστικό συμφέρον της. Ποιο είναι λοιπόν το κοινό συμφέρον που ενώνει σε ενιαία λειτουργικό σώμα τα μέλη της λεγόμενης πανεπιστημιακής κοινότητας. Ακόμη και οι ιδεοληπτική προαγωγοί της ιδέας αυτής ξεκινούν από μια λογική παραδοχή που η ίδια αναιρεί το επιδιωκόμενο τελικό συμπέρασμα: Μιλούν για πανεπιστήμιο των Ομάδων και ορίζουν την πανεπιστημιακή κοινότητα με βάση την σύμπτωση των ομαδικών συμφερόντων με το κοινό συμφέρον του πανεπιστημίου per se. Η θέση αυτή είναι περίπου μεταφυσική και στηρίζεται στην παραδοχή του αποδεικτέου πριν αποδειχθεί. Πάνω σε ποια εμπειρικά εδραιωμένα δεδομένα στηρίζεται η σύμπτωση συμφερόντων με το επίσημα προσδιορισμένο συμφέρον του Πανεπιστημίου; Ποιο είναι αυτό το συμφέρον και πώς συσχετίζεται με τα αποδεδειγμένα και όχι απλώς εικαζόμενα συμφέροντα των ομάδων; Σε ότι αφορά το πρώτο, τόσο ο νόμος όσο και επιστήμη προσδιορίζουν με ακρίβεια το αποδεδειγμένο συμφέρον του πανεπιστημίου γενικά. Πρόκειται για οργανισμό εκπαιδευτικό που πρέπει να αποδώσει συγκεκριμένα εκπαιδευτικά και ερευνητικά αποτελέσματα. Αυτά τα αποτελέσματα μπορεί να εκτιμηθούν με παραδεδεγμένες μεθόδους επιστημονικής έρευνας και να ταυτιστούν έτσι με το τελικό του συμφέρον, αλλά δύσκολα μπορεί να επιμεριστούν a priori σε κάθε μία από τις συνιστώσες ομάδες. Τι μας δίνει, δηλαδή, το λογικό δικαίωμα να πούμε για τις Ομάδες ότι a priori κόπτονται για το συμφέρον του πανεπιστημίου και όχι για το δικό τους συμφέρον μέσα στο πανεπιστήμιο;

Εδώ είναι που έχει επιβληθεί ως πραγματικότητα η κοινοτιστική φαντασίωση. Ποιες και πού είναι οι επιστημονικές μελέτες που περιγράφουν την αντίληψη που πραγματικά έχουν οι διδάσκοντες, οι φοιτητές, οι διοικητικοί υπάλληλοι για το συμφέρον που τους συνδέει με το πανεπιστήμιο; Και αναφερόμαστε στα πραγματικά και όχι στα φανταστικά συμφέροντα. Αν ξεκινήσουμε με τους διδάσκοντες, εύλογα δεν μπορούμε να διερωτηθούμε αν το συμφέρον τους το ταυτίζουν με την επιτυχία του πανεπιστημίου ή με το δικό τους συμφέρον όπως διαμορφώνεται από τους βαθμούς ελευθερίας που το συγκεκριμένο σύστημα διακυβέρνησης τους επιτρέπει; Σε ένα αυτοναφορικό σύστημα διακυβέρνησης όπου κανείς δεν λογοδοτεί και δεν ελέγχεται για την συνάφεια της δραστηριότητάς του με τον διακηρυγμένο σκοπό του ιδρύματος, τι μας κάνει να θεωρούμε αυτονόητο ότι ο διδάσκων δεν θα διαμορφώσει την αντίληψη ότι το συμφέρον του είναι απλώς να τηρεί τυπικούς κανόνες για να εισπράττει τον μισθό του ανεξάρτητα από την επίδοσή του σε όρους «συμφέροντος του ιδρύματος»; Γιατί να υποθέσουμε ως αυτονόητο ότι δεν θα ερμηνεύσει ο Έλληνας ακαδημαϊκός την θέση και την συμπεριφορά τους σύμφωνα με την εντελώς δική του υποκειμενική εκτίμηση της σχέσης μισθού με απόδοση; Δηλαδή θεωρούμε εντελώς παράλογο μια εμπειρική έρευνα να αποδώσει ως αποτέλεσμα μια πλειοψηφική αντίληψη ότι αφού κανείς δεν με ελέγχει εγώ απλώς θα κάνω το δικό μου και δεν με νοιάζει το τι επίπτωση αυτό έχει στον a priori οριζόμενο συμφέρον του πανεπιστημίου; Μάλλον οι ενδείξεις δείχνουν ότι ένα τέτοιο εύρημα θα ήταν το αναμενόμενο για οποιαδήποτε εμπειρική έρευνα στάσεων και αντιλήψεων. Γιατί τι άλλο μας λέει, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ακόμη και στον τομέα της έρευνας και των δημοσιεύσεων, μια πολύ μικρή μειοψηφία «ρομαντικών» ανεβάζει το μέσο όρο σε λογικά επίπεδα σύμφωνα με τις διεθνείς εκτιμήσεις ενώ η πλειονοψηφία αδρανεί; Και τι μπορούμε να εκτιμήσουμε στον τομέα της διδασκαλίας όπου κυριαρχεί το σκότος και το έρεβος;

Το κοινοτιστικό σύστημα αυτοδιαχείρισης είναι απλώς μια φαντασιακή κατάκτηση ιδεοληπτικών του κοινοτισμού.

Για να είμαστε ρεαλιστές: Οι διδάσκοντες ρεαλιστικά είναι προτιμότερο να θεωρούνται απλώς ως εργαζόμενοι εξαρτώμενοι από έναν παραγωγικό «οργανισμό» που πρέπει να διακυβερνάται όπως η πείρα δείχνει με συμβατικές μεθόδους για δημιουργεί προϋποθέσεις μέγιστης απόδοσης αποτελέσματος. Άλλωστε, αυτό δεν διακηρύττουν στεντόρεια οι συνδικαλιστικές ενώσεις τους κάθε λίγο και λιγάκι; Το πανεπιστήμιο, ως εκ τούτου, μάλλον πρέπει να διακυβερνάται ως επιχείρηση, έστω δημόσια, παρά ως συνεταιρισμός των διδασκόντων. Και η θέση αυτή να μη συγχέεται με την πασίδηλη ανάγκη προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Αυτή ορίζεται ως υποχρέωση τόσο του νομικού προσώπου του πανεπιστημίου και κατ’ εξοχήν της Πολιτείας, να διασφαλίζει τους όρους της ελευθερίες για τις ιδέες και της επιστημονικές αναζητήσεις των ακαδημαϊκών μας, και όχι την ανεξέλεγκτη ελευθερία τους να δουλεύουν ή όχι σύμφωνα με τα παραδεδεγμένα διεθνή πρότυπα του επαγγέλματός τους. Και στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, το κοινοτιστικό σύστημα αυτοδιαχείρισης, έτσι όπως ερμηνεύτηκε από το νομικό πλάσμα της αυτοδιοίκησης, είναι απλώς μια φαντασιακή κατάκτηση ιδεοληπτικών του κοινοτισμού και όχι οργανωτική λογική αναγκαιότητα. Όπερ έδει δείξαι.

Τέλος, ας έλθουμε στην τελευταία εκδοχή της έννοιας της κοινότητας, την κοινότητα πνευματικής συμμετοχής (communion). Στη περίπτωση αυτή έχουμε την πρόσδεση μιας ομάδας ανθρώπων με ένα τόπο, με την ίδια την ομάδα ή με μια ιδανική ομάδα στην οποία προσδίδουν πνευματική συγγένεια και την ανάγουν σε φαντασιακό πόλο του ανήκειν. Προφανώς, χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτής της εκδοχής είναι η θρησκευτική ομάδα, αλλά και η φαντασιακή κοινότητα του έθνους. Είναι όμως και τα ποδοσφαιρικά σωματεία καθώς και διάφορες άλλες ενώσεις πνευματικού σκοπού. Αυτό, όμως, που έχει σημασία για την ανάλυσή μας, είναι ότι μια τέτοια πνευματική κοινότητα με κανένα τρόπο δεν προσδιορίζει αναγκαστικά τον τρόπο διακυβέρνησής της. Τα έθνη κυβερνώνται από δημοκρατικές κυβερνήσεις μέχρι δικτατορίες, οι θρησκείες έχουν τα δικά τους σχήματα εξουσίας και οι μικρότερες πνευματικές κοινότητες, όπως είναι λ.χ. οι ιδεατές κοινότητες ομοφυλοφίλων ή φυσιολατρών κ.λπ. μπορεί και να μη έχουν κανένα σύστημα διακυβέρνησης χωρίς να χάνουν τον εσωτερικό δεσμό και την ομοιοστατική αναπαραγωγή τους. Για την παρούσα ανάλυση, εν πάση περιπτώσει αρκεί να ρωτήσουμε αν βλέπουμε κάποια σχέση του πανεπιστημίου έτσι όπως διαπλάθεται ως νομική προσωπικότητα από τον νόμο και το σύνταγμα, μπορεί να δανειστεί κάποιο σχήμα διακυβέρνησης από το πεδίο αυτό. Προφανώς, όχι. Η απάντηση είναι τόσο εύκολη ώστε δεν χρειάζεται περισσότερη ανάλυση.

Καιρός, λοιπόν, να συνοψίσουμε. Το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να θεωρηθεί κοινότητα με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Η κατασκευή της «κοινότητας του πανεπιστημίου των ομάδων» υπήρξε μια αυθαίρετη, καθαρά ιδεολογική κατασκευή που με πολιτικά μέσα και αντίστοιχο ακτιβισμό κατάφερε να αναχθεί σε δόγμα κυρίως μέσα από την νομολογία. Και, βέβαια, πληρώνει τα επίχειρα αυτής της αυθαίρετης αντιποίησης νομικής προσωπικότητας. Το κόστος είναι η οφθαλμοφανής και πλήρως περιγράψιμη εμπειρική εικόνα της χαοτικής λειτουργίας.

Η κοινοτιστική διακυβέρνηση του πανεπιστημίου είναι πολιτειακή ανωμαλία αφού αντιβαίνει στον χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού καθεστώτος μας.

Τι είναι, λοιπόν, εν τέλει το ελληνικό πανεπιστήμιο πριν περιενδυθεί την ιδεοληπτική κοινοτιστική ( communitarian) οργανωτική του έκφραση; Η απάντηση είναι εξαιρετικά απλή: Ο συνταγματικός νομοθέτης το ορίζει ως ίδρυμα παροχής υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Υπό την έννοια αυτού του πρότερου συνταγματικού ορισμού το πανεπιστήμιο δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από δημόσιος οργανισμός επιφορτισμένος να φέρει σε πέρας την ανώτερη εκπαίδευση ελλήνων πολιτών και την διεξαγωγή επιστημονικής έρευνας κατά το πρότυπο όλων των δυτικών αντίστοιχων δυτικών ιδρυμάτων. Δεν είναι άσπρος ελέφας εκ κατασκευής σε μιαν αγέλη αναγνωρισμένων ελεφάντων με τα χαρακτηριστικά του είδους τους. Είναι αποτελεσματικός οργανισμός, που αναλίσκει δημόσιους πόρους για να παράγει το ξεκάθαρο αποτέλεσμα των ορθά εκπαιδευμένων αποφοίτων και της σκόπιμης, διεθνώς αναγνωρισμένης, επιστημονικής έρευνας. Δεν έχει κανένα λόγο να εξαιρεθεί από τους αναγνωρισμένους κανόνες καλής λειτουργίας των πάσης φύσεως οργανισμών που παράγουν αποτέλεσμα, δηλαδή όφελος, με την ανάλωση πόρων, δηλαδή κόστος. Το μόνο προνόμιο που του επιφυλάσσει η κοινωνία είναι η πλήρης ελευθερία διαχείρισης των επιστημονικών και λοιπών πνευματικών διεργασιών που αναπτύσσονται ως εκ της λειτουργίας του. Κι αυτό για την προάσπιση της ευταξίας που ακούει στο όνομα πνευματικής και επιστημονικής ελευθερίας που είναι το θεμελιακό αντικείμενο διαχείρισης από μέρος αυτού είδους των οργανισμών. Κανονικά αυτό το προνόμιο θα έπρεπε να έχει απονεμηθεί σε κάθε είδος εκπαιδευτικό οργανισμό, αλλά αυτό είναι θέμα που σχετίζεται με άλλου είδους συζήτηση. Το δευτερογενές αυτό προνόμιο δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αναιρεί την αποτελεσματικότητα του πανεπιστημίου, πράγμα που σημαίνει ότι η πλήρης αυτοδιοίκηση που επιτάσσει το σύνταγμα δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως εντολή οργάνωσης της διακυβέρνησής του με τέτοιο τρόπο να αναιρεί την αποτελεσματικότητα του διακηρυγμένου πρωτογενούς σκοπού. Δεν είναι καθόλου λογικό να οργανωθεί το πανεπιστήμιο με τέτοιο σύστημα διακυβέρνησης που να αντιβαίνει στη λογική της αποδοτικότητας. Το ζήτημα, λοιπόν ανακύπτει, επειδή απλούστατα ο κοινοτιστικός χαρακτήρας της διακυβέρνησης που καθιερώθηκε από το παράγωγο νομικό σύστημα είναι από τη φύση της αναποτελεσματική διακυβέρνηση. Αυτό αποδείχτηκε σαφέστατα όλα αυτά χρόνια, έστω και αν δεν τεκμηριώθηκε επίτηδες με επιστημονικά κριτήρια. Η κοινοτιστική διακυβέρνηση του πανεπιστημίου άλλωστε είναι και πολιτειακή ανωμαλία αφού αντιβαίνει στον χαρακτήρα του κοινοβουλευτικού καθεστώτος μας. Ας σκεφτούμε κατ’ αναλογία, τι θα σήμαινε αν η τοπική αυτοδιοίκηση που και αυτή κατά το Σύνταγμα είναι αυτοδιοικούμενη τελούσε υπό σύστημα διακυβέρνησης που εφάρμοζε πλήρως τις αρχές της συντεχνιακής αυτοδιοίκησης. Γιατί αυτή ακριβώς είναι η αναλογία που ταιριάζει στην περίπτωση των ΑΕΙ.

Εδώ αξίζει να κάνουμε μια σύντομη στάση για να θυμίσουμε με ποιο τρόπο ο κοινοτισμός αντιβαίνει τόσο στο ισχύον συνταγματικό καθεστώς μας, αλλά κυρίως στους κανόνες αποτελεσματικής διακυβέρνησης παραγωγικών οργανισμών. Κατά τον Etzioni, πρωτοπόρο θεωρητικό του κοινοτισμού, μια από τις θεμελιώδεις αρχές του είναι ότι προτείνει ως εξ ορισμού δεδομένο ότι η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος μπορεί πάντα να εξισορροπείται από την αφοσίωση στο συμφέρον της κοινότητας χωρίς η συμπεριφορά αυτή κατ’ ανάγκη να οδηγεί σε μια διαβίωση των ατόμων σε συνθήκες λιτότητας, αλτρουισμού και αυτοθυσίας. Αυτή είναι μια καθαρά ιδεολογική τοποθέτηση που εμφανίζεται ως αρχή συμπεριφοράς. Η εμπειρία, όμως, άλλα λέγει. Ευγενές είναι να επιδιώκει κάποιος την εμπέδωση ενός τέτοιου ιδανικού, αλλά με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να το παίρνει ως δεδομένο για να χτίσει ένα μη εθελοντικό οργανισμό που θα λειτουργεί με αυτές τις ιδανικές ψυχολογικές συνθήκες. Όσοι αποδεδειγμένα πιστεύουν στην δυνατότητα ενός τέτοιου συνδυασμού, ας αποτολμήσουν για λογαριασμό τους το πείραμα. Αλλά με δικό τους ρίσκο και όχι με ρίσκο της κοινωνίας. Όμως ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου με κανένα τρόπο δεν επιτρέπεται να εξαναγκάσει ολόκληρο τομέα να λειτουργήσει κάτω από τέτοιες αμφίβολες συμπεριφορικές συνθήκες. Ειδικότερα, για το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο από πουθενά δεν τεκμαίρεται ότι συνταγματικά καθιερώνεται μια τέτοια καθαρά ιδεολογική αρχή για την διακυβέρνησή του. Η ερμηνεία της συνταγματικής διάταξης περί αυτοδιοικήσεως πάνω σε μια τέτοια βάση είναι εντελώς αυθαίρετη. Μπορεί η κοινοτική οργάνωση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να είναι ενδιαφέρουσα ως υπόθεση θεωρητικής διερεύνησης, αλλά είναι και εξαιρετικά διακινδυνευμένη για να θεωρηθεί ως βάση οργάνωσης ενός παραγωγικού οργανισμού. Γιαυτό, άλλωστε, και μια τέτοια αρχή στην πραγματική ζωή βρίσκει μερική εφαρμογή αποκλειστικά στην οργάνωση συνεταιριστικών μονάδων που βασική οντολογική προϋπόθεσή τους είναι η εθελοντική αποδοχή της συνεταιριστικής, ήγουν της κοινοτιστικής αρχής και η εθελοντική ανάληψη του αντίστοιχου οικονομικού κινδύνου, πράγματα που δεν συντρέχουν στην περίπτωση τους δημόσιου πανεπιστημίου. Το πανεπιστήμιο δεν είναι συνεταιρισμός. Ο κοινοτισμός αφορά συστήματα που ενδεχομένως προϋποθέτουν εθελοντές, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορεί να γίνει δεκτό να εφαρμοστούν σε ένα ολόκληρο σύστημα δημόσιας υπηρεσίας όπως είναι η εκπαίδευση.

Αφού λοιπόν το ελληνικό πανεπιστήμιο μήτε συνεταιρισμός είναι ούτε εθελοντική κοινότητα, τι είναι ως οργανισμός; Το ερώτημα αυτό πρακτικότερα τίθεται ως εξής: Ποιοι είναι οι βασικοί κανόνες που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική λειτουργία κάθε τέτοιου οργανισμού, εκπαιδευτικού ή άλλου; Όταν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, εύκολα θα δούμε και ποιο είναι το αρμόζον σύστημα διακυβέρνησης των πανεπιστημίων μας. Η απάντηση, όμως, στο ερώτημα αυτό, ανοίγει νέο κεφάλαιο στον προβληματισμό μας που ήδη έχει πάρει ασυνήθιστη έκταση. Γιαυτό επιφυλασσόμαστε να δοκιμάσουμε την αντοχή του αναγνώστη σε επόμενο κείμενο, ελπίζω σύντομα.


* ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Diego Velázquez (1599 – 1660), Las Meninas

Σοφούλης, Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Μαν. Σοφούλης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου και πρώτος ιδρυτικός Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του. Έχει διδάξει επίσης στην έδρα George Miller του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις at Urbana-Champaign και έχει εργαστεί ως φιλοξενούμενος ερευνητής στο Ινστιτούτο Οικονομικών της Οικονομικής Σχολής της Στοκχόλμης. Έχει εκδώσει δύο βιβλία για την οργάνωση των σύγχρονων πανεπιστημίων, στις εκδόσεις Γκούτενμπεργκ και μετά την συνταξιοδότησή του μελετά και αρθρογραφεί τακτικά σε θέματα οργάνωσης και λειτουργίας των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης. Έχει χρηματίσει Διοικητής της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικών Επενδύσεων (ΕΤΒΑ) και υποδιοικητής της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας.