Δευτέρα, 29 Μαϊ 2017

Ομιλία Γιώργου Προβόπουλου στην εκδήλωση για το βιβλίο "Μύθοι και αλήθειες για το δημόσιο χρέος"

αρθρο του:

Ομιλία Γιώργου Προβόπουλου στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου του Ευ. Βενιζέλου «Μύθοι και Αλήθειες για το Δημόσιο Χρέος. 2012-2017» (εκδ. Επίκεντρο)


Το βιβλίο περιγράφει πολύ αναλυτικά όλες τις φάσεις από τις οποίες διήλθε η μεγαλύτερη παγκοσμίως περίπτωση περικοπής χρέους των τελευταίων δεκαετιών, γνωστή σαν PSI.

Κι όμως, αυτή η ιστορικά πρωτόγνωρη ελάφρυνση κρατικού χρέους λοιδορήθηκε κατά κόρον, ιδιαίτερα μάλιστα από εκείνους οι οποίοι ήταν υπέρ ενός σοβαρού κουρέματος του χρέους. Καλλιεργήθηκαν επίσης διάφοροι μύθοι τους οποίους καταρρίπτει έναν προς έναν το βιβλίο, ιδιαίτερα εκείνον που συνδέει την κατάρρευση των Ασφαλιστικών Ταμείων με το PSI. Τέλος, αποσιωπήθηκε από τους ίδιους κύκλους το γεγονός ότι η ιστορικά πρωτοφανής αυτή ελάφρυνση του χρέους δεν έγινε στο πλαίσιο μιας ασύντακτης χρεοκοπίας, ένα γεγονός το οποίο, εάν συνέβαινε, θα έβγαζε τη χώρα έξω από τις ράγες και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης και θα γύριζε το ρολόι της Ιστορίας αρκετές δεκαετίες πίσω.

Το βιβλίο έχει γραφτεί από τον πρωταγωνιστή των γεγονότων εκείνης της περιόδου, τον Βαγγέλη Βενιζέλο, ο οποίος περιγράφει με όλες τις λεπτομέρειες τα συγκλονιστικά πολιτικά γεγονότα τα οποία οδήγησαν στο PSI, τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν, όλα τα «πώς» και τα «γιατί» και γι’ αυτό είναι ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο και για τον ιστορικό του μέλλοντος.

Η ιστορικά πρωτόγνωρη ελάφρυνση κρατικού χρέους λοιδορήθηκε κατά κόρον.

Επιτρέψτε μου εδώ, δεν μπορώ να μην το κάνω, να πω δυο κουβέντες για το πρόσωπο του Βαγγέλη Βενιζέλου, με τον οποίο συνεργάστηκα πολύ αποδοτικά επί σειρά ετών. Οφείλω να πω ότι πήρε πάνω του κάποιες φορές το σκάφος ολόκληρο της Ελλάδος.

Μπορώ ν’ αναφέρω δυο τρία, πολύ επιλεκτικά, παραδείγματα. Όταν π.χ. κάποιες φορές αντιμέτωπος με τον Υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας είπε το μεγάλο «όχι» στην προτροπή ν’ αφήσει η χώρα την Ευρωζώνη, ή στο αεροπλάνο γυρίζοντας από τη Νίκαια που έγραψε την περίφημη δήλωση που διάβασε μόλις έφτασε το αεροπλάνο στην Ελευσίνα νωρίς το πρωί, και με την οποία καταργήθηκε το δημοψήφισμα.

Νομίζω αυτά τα δυο γεγονότα δείχνουν ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος τις κρίσιμες στιγμές σήκωσε όλο το βάρος και την ευθύνη πάνω του.

Θα ήθελα κατ' αρχάς να επισημάνω, ευθύς εξαρχής, ότι το δημόσιο χρέος μοιάζει μ’ ένα μεγάλο παγόβουνο, που την κορφή του, αυτό το κομμάτι που είναι πάνω από τη θάλασσα, την υπερδομή, τη βλέπουμε, είναι ορατή, είναι και μετρήσιμη, ωστόσο το μεγάλο κομμάτι που είναι από κάτω κρύβει όλες τις μη οικονομικές πλευρές. Κρύβει δηλαδή πολιτισμικές, πολιτικές, κοινωνικές πτυχές, διότι αυτές οι πτυχές είναι που οδηγούν τελικά στην υπερχρέωση μιας χώρας και θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα σ’ αυτές.

Θα ήθελα επίσης να φωτίσω το θέμα «υπερχρέωση». Η έννοια της υπερχρέωσης αποτυπώνεται στην εξέλιξη και στο μέγεθος του κλάσματος που έχει αριθμητή το χρέος και παρανομαστή το ΑΕΠ. Όταν ξεπεράσει κάποια όρια, θα μπορούσα να πω το 100%, αν και η Συνθήκη του Μάαστριχτ βάζει πολύ χαμηλότερο όριο, το 60%, όταν λοιπόν φτάσει μια χώρα το όριο αυτό, τότε μπορούμε να πούμε ότι μπαίνει σε διακεκαυμένη ζώνη.

Το όριο αυτό το είχε φτάσει η Ελλάδα ήδη από το 1999-2000, δηλαδή πριν από πολλά χρόνια χωρίς να ν’ ανησυχήσουμε σαν κοινωνία, σαν πολιτικό σύστημα από το απειλητικό αυτό μέγεθος.

Σ’ εκείνες τις «καλές» εποχές, όπου τα επιτόκια ήταν πάρα πολύ χαμηλά της Ελλάδος, διότι σχεδόν απολάμβανε γερμανικών επιτοκίων, η δε «ανάπτυξη» έβαινε ταχέως, δεν επωφελήθηκε η χώρα από αυτά ακριβώς τα στοιχεία, ούτως ώστε να περιορίσει το χρέος. Αντιθέτως, με βάση τα χαμηλά επιτόκια ενθαρρύνθηκε να δανειστεί ακόμα περισσότερο και να φουσκώσει ακόμα περισσότερο το χρέος.

Χάσαμε μ’ άλλα λόγια την ιστορική ευκαιρία μπαίνοντας στην Ευρωζώνη να επωφεληθούμε από αυτή την ευνοϊκή συγκυρία και να οδηγηθούμε σ’ ένα χαμηλότερο χρέος. Αντιθέτως το χρέος αυτό μεγάλωνε σταθερά. Ας δούμε όμως αυτό το κλάσμα, και πως επηρεάζεται από άλλα πράγματα, όχι μόνον οικονομικά.

Κατ' αρχάς το χρέος εκφράζει τα σωρευτικά ελλείμματα. Η Ελλάδα συνεχώς είχε ελλειμματικές δημοσιονομικές χρήσεις. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι υπάρχουν μεγάλες ευθύνες στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία. Στο πολιτικό σύστημα διότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να διορίζονται περισσότεροι άχρηστοι άνθρωποι, στο να γίνονται δαπάνες σε περιοχές με πολύ χαμηλή, αν όχι μηδενική, κοινωνική αποδοτικότητα κτλ. Σ’ ένα είδος, ας μου επιτραπεί η λέξη, «ψηφοθηρίας», που οδήγησε σε ολοένα περισσότερες δαπάνες οι οποίες δυστυχώς δεν μπορούσαν να παρακολουθηθούν από τα φορολογικά έσοδα. Πάντα τα φορολογικά έσοδα ήταν πίσω από τις δαπάνες και γι’ αυτό είχαμε και συνεχώς ελλείμματα.

Καταλήξαμε έτσι να έχουμε ένα πολύ μεγάλο και παρεμβατικό κράτος και μάλιστα ποιοτικά χειρότερο κράτος. Όχι καλύτερο και περισσότερο. Μπορεί να ήταν περισσότερο, αλλά χειρότερο. Το κράτος αυτό άπλωνε τα πλοκάμια του παντού και καθόριζε τις οικονομικές δραστηριότητες, έδινε το γενικό τόνο π.χ. στις υπέρμετρες μισθολογικές αυξήσεις κάθε χρόνο.

Θυμίζω ότι η μέση ετήσια αύξηση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων γύρω στο 6%. Και φυσικά αυτές τις αυξήσεις τις ακολουθούσε μετά και ο ιδιωτικός τομέας, ανεξαρτήτως παραγωγικότητος, όπως επίσης και το ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο χορηγούσε, αυξήσεις συντάξεων, στα επίπεδα αυτά. Κι έχουμε οδηγηθεί βέβαια κατόπιν αυτού εκεί όπου οδηγηθήκαμε.

Θα προσθέσω επίσης ότι οι αριθμοί δαπανών δεν αποτύπωναν πάντα σε real time την πραγματική δραστηριότητα του κράτους διότι είχαμε για παράδειγμα δραστηριότητες δημοσίων φορέων που δεν αποτυπώνονταν: π.χ. του ΟΣΕ οι δραστηριότητες δεν ενσωματώνονταν στη γενική κυβέρνηση και αποτυπώθηκαν το 2009 με καθυστέρηση.

Το ίδιο και οι συγκοινωνιακοί φορείς, διότι δε χρησιμοποιούσαμε σωστά τους ορισμούς που έλεγαν ότι όταν μια δημόσια εταιρεία έχει έσοδα που ξεπερνούν το 50%, όχι από την τιμολόγηση των προϊόντων και των υπηρεσιών, αλλά από κρατικές επιδοτήσεις, τότε ενσωματώνεται στο κράτος, δεν είναι δηλαδή εκτός της γενικής κυβέρνησης.

Τώρα σε ό,τι αφορά τον παρανομαστή του κλάσματος που είναι το ΑΕΠ, και αυτός μεγάλωνε την περίοδο την «καλή», όσο δηλαδή η χώρα απολάμβανε χαμηλών επιτοκίων, φθηνού και αυξανόμενου δανεισμού, ο οποίος λειτούργησε ως ένα είδος τρόμπας. Δηλαδή «γκάζωσε» την κατανάλωση ιδιωτική και δημόσια και αυτό δημιούργησε μια ανάπτυξη. Και βεβαίως εις βάρος της ανταγωνιστικότητας, η οποία συνεχώς υποχωρούσε. Αυτό αποτυπώθηκε άλλωστε στο εξωτερικό έλλειμμα, το οποίο το 2008-2009 ήταν της τάξης του 15% του ΑΕΠ, ένα νούμερο δηλαδή εξωφρενικά υψηλό, που έδειχνε ότι «η χώρα ήταν εκτός».                                                                              

Η διεθνής κρίση που ξεκίνησε ουσιαστικά από το φθινόπωρο του 2008 με τη Lehman Brothers, έπληξε ιδιαίτερα την αδύναμη Ελλάδα. Χωρίς εξωτερική βοήθεια και χωρίς συντεταγμένο μάλιστα τρόπο, η χώρα θα είχε χρεοκοπήσει, με πολύ δραματικές συνέπειες. Αυτό θα μας γύριζε, όπως είπα προηγουμένως, πάρα πολλές δεκαετίες πίσω.

Αυτή η καταστροφή ευτυχώς αποφεύχθηκε χάρις στα μνημόνια και την εξωτερική βοήθεια που αφειδώς προσφέρθηκε στην Ελλάδα. Τα ποσά που δόθηκαν στην Ελλάδα δεν έχουν ξαναδοθεί ποτέ στη διεθνή Ιστορία, σε καμία άλλη χώρα.

Τώρα θα γυρίσω πίσω στα χρόνια τα οποία σημάδεψαν ή οδήγησαν στην έναρξη της κρίσης. Πράγματι είχαμε ένα δημόσιο έλλειμμα το 2009 το οποίο σκαρφάλωσε κοντά στο 16%, είχαμε ένα χρέος το οποίο, μετρήθηκε με πιο σωστό τρόπο και πήγε στο 127%.

Θα υπενθυμίσω επίσης ότι σε μια έκθεση που είχε κάνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στα πλαίσια του λεγόμενου άρθρου 4, το έτος 2008 είχε βρει ότι οι υποχρεώσεις της κοινωνικής ασφάλισης θα μας οδηγούσαν σωρευτικά σ’ ένα χρέος των ασφαλιστικών ταμείων που ξεπερνούσε το οποίο 500%, του ΑΕΠ. Αυτό και μόνο έδειχνε ότι η κοινωνική ασφάλιση είχε πρακτικά καταρρεύσει, γι’ αυτό είπα προηγουμένως, δεν έχει καμία σχετική ευθύνη το PSI.

Κυρίως όμως αυτό το οποίο υπήρχε, πέρα από αυτούς τους ανησυχητικούς αριθμούς, ήταν ένα διάχυτο αίσθημα εφησυχασμού και αμεριμνησίας, ότι η ένταξη στην ΟΝΕ διασφαλίζει την αέναη, εκ του ασφαλούς και άνευ κόπου, ευημερίας, καλλιεργούμενο αυτό το αίσθημα κι από ένα πολιτικό σύστημα που έταζε τα πάντα στους πάντες και μια κοινωνία που αποχαυνωμένη νέμονταν το «μάννα εξ ουρανού» ανέκοπα και ανέξοδα.

Φθάνουμε έτσι στο πρώτο μνημόνιο. Τί προέβλεπε το 1ο μνημόνιο: Παρεμβάσεις στα δημοσιονομικά, παρεμβάσεις στην κοινωνική ασφάλιση, αποκατάσταση της χαμένης ανταγωνιστικότητας μέσω εσωτερικής υποτίμησης και μια σειρά από διαρθρωτικές παρεμβάσεις.

Το 2ο μνημόνιο κινήθηκε και αυτό στις ίδιες περίπου ράγες, προέβλεψε ωστόσο και το κούρεμα του δημόσιου χρέους, το PSI για το οποίο συζητούμε τώρα. Τί πέτυχαν και τί δεν πέτυχαν τα Μνημόνια; Γιατί απ’ τη στιγμή που η χώρα είναι η μόνη ακόμη μνημονιακή χώρα, όταν όλες οι άλλες χώρες με Μνημόνια μετά από δύο, τρία χρόνια τα εγκατέλειψαν, αυτό δείχνει ότι στην Ελλάδα είχαμε τρανταχτές αποτυχίες.

Πού πετύχαμε και πού αποτύχαμε; Πετύχαμε στο να μικρύνουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα, πετύχαμε να μειώσουμε το εξωτερικό έλλειμμα και να το μηδενίσουμε χάρις στην εσωτερική υποτίμηση. Βεβαίως η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα δεν βελτιώθηκε ουσιαστικά .

Παρεμπιπτόντως οι εισαγωγές μειώθηκαν, ενώ το σύνολο των εξαγωγών, αγαθών και υπηρεσιών, είναι περίπου στα ίδια επίπεδα, λίγο καλύτερα ίσως από κει που ήταν προ κρίσης. Άρα δεν έχουμε ουσιαστική βελτίωση. Από την πλευρά της ζήτησης εμφανίζεται η μείωση των εισαγωγών, οι οποίες εισαγωγές ήταν τρεις φορές για εξαγωγές.

Επίσης είδαμε ότι βαθιά ύφεση επηρέασε και, το κλάσμα δημοσίου χρέος προς ΑΕΠ. Μεταξύ 2009 και 2016, το χρέος σκαρφάλωσε από το 127% στο 180%. Κατά τα 3/5, η μεταβολή αυτή οφείλεται στην πτώση του ΑΕΠ, του παρανομαστή δηλαδή του κλάσματος χρέος προς ΑΕΠ, κατά 26% περίπου.

Ο αριθμητής του κλάσματος, μ’ εξαίρεση το 2012 που έπεσε λόγω του PSI, όλα τα υπόλοιπα χρόνια έδειχνε μια τάση αύξησης διότι συνεχίσαμε να έχουμε ελλείμματα. Το βασικό κατά τη γνώμη μου ερώτημα είναι γιατί έπεσε τόσο τραγικά το ΑΕΠ, ή γιατί είχαμε τέτοιες αστοχίες ή αποτυχίες στο θέμα των μνημονίων.

Ιδού μερικές πολύ σύντομες σκέψεις γιατί τα πράγματα δεν πήγαν κατ’ ευχήν: Κατ' αρχάς υπήρξε μια κάθετη διαίρεση στην κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα, σχεδόν πλήρης απουσία συναίνεσης.

Και μπαίνω στον πειρασμό εδώ να θυμηθώ κάτι που είχα διαβάσει πριν λίγα χρόνια από έναν σημαντικό άνθρωπο του θεάτρου, τον Βασίλη Παπαβασιλείου, ο οποίος είχε γράψει ότι η Ελλάδα είναι εμφυλιογενής όπως την αποκάλεσε και χρεογενής. Το «χρεογενής», είναι το θέμα που συζητάμε σήμερα. Το «εμφυλιογενής» το αναφέρω γιατί έχει να κάνει με το χαρακτηριστικό που είπα προηγουμένως, την πλήρη απουσία συναίνεσης, την κάθετη διαίρεση της κοινωνίας η οποία σαφώς εμπόδισε στο να προχωρήσουν τα πράγματα με ομαλό τρόπο.

Άλλα χαρακτηριστικά που επίσης λειτούργησαν αρνητικά: Ότι η ίδια η χώρα, ως κοινωνία και ως πολιτικό σύστημα, αρνήθηκε να πάρει στις πλάτες της την κυριότητα των μνημονίων. Πολλές φορές «πέταξε τη μπάλα έξω από το γήπεδο», έκανε καθυστερήσεις, δεν εφάρμοσε σωστά αυτά τα οποία ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αβεβαιότητες και η ύφεση τελικά να είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που αναμενόταν.

Επίσης όλα αυτά τα χρόνια δεν είχαμε ένα γνήσιο, ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για το τί πήγε στραβά, για να συμφωνήσουμε στοιχειωδώς τουλάχιστον στο ποια ήταν τα θέματα τα οποία μας οδήγησαν εκεί που μας οδήγησαν. Είχαμε άπειρες φορές συζητήσεις στη Βουλή προ ημερησίας διατάξεως για πάρα πολλά θέματα, ποτέ όμως, απ’ ό,τι ξέρω και διορθώστε με αν κάνω λάθος, δεν αφιερώθηκε χρόνος στο μείζον θέμα που ταλαιπωρεί τη χώρα και θα την ταλαιπωρεί για πάρα πολλά χρόνια.

Όταν όμως δεν υπάρχει δημόσιος διάλογος, δεν γίνεται καμία συζήτηση, δεν υπάρχει η παραμικρή συναίνεση, τότε τα πράγματα πορεύονται προς καταστάσεις οι οποίες δεν είναι οι επιθυμητές.

Επίσης άλλο μείον είναι ότι το δημοσιονομικό μίγμα το οποίο ακολουθήθηκε ήταν, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, απρόσφορο, διότι αυτό το οποίο έγινε ήταν να επιβάλλουμε φόρους και πάλι φόρους και να μην κόβουμε δαπάνες, να περιορίζουμε δηλαδή το μέγεθος και την παρεμβατικότητα του κράτους.

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν δεκάδες άχρηστοι Οργανισμοί οι οποίοι δεν έχουν κλείσει. Και λειτουργούν χωρίς να ξέρει κανείς γιατί λειτουργούν….

Το αποκορύφωμα όμως ήταν ότι το 2015 και ύστερα από μια, θα μπορούσα επιεικώς να τη χαρακτηρίσω, αλλοπρόσαλλη διαπραγμάτευση του κ. Βαρουφάκη, κατέφθασε το 3ο μνημόνιο, το οποίο έχει σαν αποτέλεσμα ν’ αυξήσει και πάλι το χρέος σημαντικά, να γυρίσει η χώρα σε ύφεση, ενώ είχε μια δυναμική αναπτυξιακή προς τα τέλη του ’14, να επιβληθούν τα capital controls, τα οποία έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και στη χρηματοδότηση της οικονομίας και επίσης να οδηγήσουν στην 3η, κατά τη γνώμη μου αχρείαστη, ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, μηδενίζοντας πλήρως την αξία των συμμετοχών στις μεγάλες τράπεζες που είχε το κράτος, μέσω του ΤΧΣ, από προηγούμενες ανακεφαλαιοποίησεις.

Έτσι σήμερα μετά από 7 χρόνια μνημονίων και 8 χρόνια κρίσης, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα, ανασφάλεια, απαισιοδοξία .

Θα ήθελα τώρα να πω δυο κουβέντες για τις μελέτες βιωσιμότητας του χρέους Σπεύδω εκ των προτέρων να πω ότι θεωρώ πιο έγκυρη αυτήν του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία βολεύει με κάποια έννοια, την Ελλάδα. Διότι οι αντίστοιχες αναλύσεις οι οποίες έγιναν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχαν ένα είδος πολιτικής στόχευσης, να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι οι ανάγκες για την Ελλάδα είναι μικρές, αν όχι μηδενικές.

Το IΜF χρησιμοποιεί, κατά τη γνώμη μου πιο ρεαλιστικές παραδοχές, όπως για παράδειγμα ότι το ονομαστικό ΑΕΠ της χώρας θα κινείται με 2,8% ετησίως στα επόμενα πολλά χρόνια.

Το IMF βρίσκει ότι το δημόσιο χρέος από 180% που είναι σήμερα θα φτάσει το 275% το 2060. Βεβαίως κριτήριο της βιωσιμότητος δεν είναι αυτή καθαυτή η εξέλιξη του ποσοστού, αλλά το ποσοστό των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών το οποίο δεν θα πρέπει να ξεπερνάει για μια σειρά ετών το 15% του ΑΕΠ και προς το τέλος, στη δεύτερη φάση, το 20% του ΑΕΠ.

Για να επιτευχθεί βέβαια αυτός ο στόχος προβλέπεται σειρά παρεμβάσεων, με μείωση των επιτοκίων, και των τριών προγραμμάτων, επιμήκυνση έως 30 χρόνια της περιόδου αποπληρωμής τόκων και χρεολυσίων, με περίοδο χάριτος, επιστροφή των ANFAs και των SNPs, κλπ

Συμπερασματικά, θα ήθελα να επαναλάβω κάποιες βασικές σκέψεις.

Πρώτον, το δημόσιο χρέος αντανακλά εκτός από οικονομικά, κυρίως πολιτισμικές, πολιτικές, κοινωνικές κτλ. πτυχές και φαινόμενα, τα οποία αν δεν εξαλειφθούν, πάντα θα υπάρχει γενεσιουργός αιτία για υπερχρέωση, Το είδαμε συχνά αυτό στα σχεδόν 200 χρόνια ελεύθερου βίου της σύγχρονης Ελλάδος. Είδαμε δηλαδή την χώρα να πτωχεύει, ν’ ανασηκώνεται από τις στάχτες και πάλι προς «τη δόξα να τραβά», δηλαδή προς νέα χρεοκοπία.

Είναι παρεμπιπτόντως πολύ ενδιαφέρον το βιβλίο του κ. Δερτιλή, προτείνω να το διαβάσετε, που αναφέρει όλες αυτές τις ιστορικές περιόδους με τις αλλεπάλληλες πτωχεύσεις.

Δεύτερη σκέψη είναι ότι το δημόσιο χρέος θα μπορούσε να έχει ήδη τιθασευτεί, αν δεν επιδεικνύαμε λάθη και αδυναμίες, που επιδείξαμε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Και αυτά τα λάθη εξηγούν γιατί η χώρα μας είναι πλέον η μόνη ευρωπαϊκή χώρα η οποία έχει ακόμη μνημόνιο. Και δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα έχει. Διότι όταν δοθεί κάποια ελάφρυνση στο θέμα του χρέους, αυτή δεν θα έρθει χωρίς κάποιου είδους περιορισμό. Θα μπει δηλαδή η χώρα σ’ ένα είδος «αναμορφωτηρίου διαρκείας».

Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της 8ετούς αυτής κρίσης ήταν εξαιρετικά μεγάλο, αφού χάσαμε το 26% του ΑΕΠ στην 8ετία και ακόμα και σήμερα κυριαρχεί η αβεβαιότητα και η απαισιοδοξία για το αύριο. Μισό εκατομμύριο και πάνω εκπαιδευμένων Ελλήνων έχουν φύγει στο εξωτερικό, 1 στους 4 εργαζομένους εξακολουθεί και είναι άνεργος. Η νοοτροπία των Ελλήνων αν και έχει κάπως αλλάξει, αλλάζει με αργό τρόπο. Δεν αφορά άλλωστε το σύνολο της κοινωνίας. Αυτό δεν είναι θετικό, επιτρέψτε μου να πω, σημάδι, αντιθέτως είναι μάλλον απαισιόδοξο.

Επίσης θεωρώ άκρως αρνητικό ότι συχνά αντιμετωπίζουμε τους εταίρους ως «εχθρούς και αντιπάλους». Είπα προηγουμένως ότι το ύψος της βοήθειας που έχει δοθεί στην Ελλάδα δεν έχει δοθεί σε καμία άλλη χώρα, ποτέ. Κι αν δεν υπήρχε αυτή η βοήθεια, θα είχαμε κατακρημνιστεί στο βάραθρο.

Το γεγονός ότι μας έχουν δώσει αυτά τα χρήματα και τους θεωρούμε εχθρούς και αντιπάλους ή ακόμα χειρότερα, τοκογλύφους, όταν η Ελλάδα απολαμβάνει τόσο χαμηλά επιτόκια, δείχνει πόσο λάθος δρόμο έχουμε πάρει.

Με τα λάθη της τελευταίας διετίας, όχι μόνο δεν επωφεληθήκαμε έγκαιρα από την απόφαση του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012 για πρόσθετες παραμετρικές διευκολύνσεις στο χρέος, αλλά φορτώσαμε στο χρέος ένα ακόμα τεράστιο ποσό και αφαιρέσαμε από τη δυναμική του ΑΕΠ ομοίως, την κατεβάσαμε δηλαδή, με αποτέλεσμα το ποσοστό του χρέους στο ΑΕΠ ως μελλοντική εξέλιξη να είναι πολύ πιο αρνητική. Επομένως δεν είναι τυχαίο ότι κάθε άσκηση διατηρησιμότητας του χρέους που γίνεται καταλήγει σε πιο δυσάρεστα αποτελέσματα.

Έτσι σήμερα το δημόσιο χρέος, προφανώς κατά τη γνώμη μου, δεν είναι βιώσιμο και χρήζει σοβαρής ελάφρυνσης. Διότι χάθηκε πολύς καιρός και έγιναν σοβαρά λάθη.

Τέλος, πιστεύω ότι μόνο μια ισχυρή, γνήσια και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη μπορεί να σπρώξει τη χώρα έξω από αυτό το πολυετές τέλμα και να συμβάλλει αποφασιστικά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Τα μνημόνια γενικά αποτελούν την αναγκαία, όχι όμως και την ικανή συνθήκη για να βγούμε μπροστά στο αναπτυξιακό ξέφωτο.

Πρέπει να κάνουμε πάρα πολλά ακόμα και αυτά δεν είναι των μνημονίων, αυτά είναι δική μας υπόθεση. Είναι δική μας υπόθεση να δούμε γιατί το αεροδρόμιο του Ελληνικού μετά από τόσα χρόνια έχει γεμίσει από σκουπίδια και έχει γεμίσει από τους πρόσφυγες, ενώ θα μπορούσε να έχει μια άλλη, τελείως διαφορετική χρήση, αν είχαν πέσει μερικά δισεκατομμύρια ευρώ.

Κοντολογίς, για να μη σας κουράζω, θεωρώ ότι πρέπει έστω και τώρα να εκπονήσουμε ένα αναπτυξιακό οδικό χάρτη με ενέργειες και δράσεις προσανατολισμένες προς την ανάπτυξη. Το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ έχει πέσει στο 11% και ανάπτυξη με τα χαρακτηριστικά που είπα, «βιώσιμη, υγιής, διατηρήσιμη», μπορεί να έρθει μόνο με υπερδιπλασιασμό του ποσοστού των επενδύσεων. Και αυτό θέλει δουλειά για να γίνει, δεν γίνεται με ευχές.

Επίσης θεωρώ ότι θα πρέπει ν’ αναμορφώσουμε εκ βάθρων την ακόμα γραφειοκρατική και αναποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, τη θεωρώ ως πρώτης προτεραιότητας μεταρρύθμιση. Μετά από αλλεπάλληλες παρεμβάσεις στη Δημόσια Διοίκηση, φοβούμαι ότι δουλεύει χειρότερα απ’ ό,τι δούλευε, πριν από 8-9 χρόνια.

Θα πρέπει επίσης να δώσουμε ένα στίγμα και μια φιλοσοφία στην κοινωνική ασφάλιση διότι αυτό που έχει γίνει με τις αλλεπάλληλες περικοπές είναι να δημιουργηθεί ένα σύστημα το οποίο δεν έχει φιλοσοφία, ή μάλλον η φιλοσοφία του είναι ότι δεν υπάρχει ίχνος ανταποδοτικότητας.

Αυτό όμως το χαρακτηριστικό μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες από πλευράς εισφοροδιαφυγής, αλλά και φοροδιαφυγής στη συνέχεια.

Επίσης πιστεύω ότι το δημοσιονομικό μίγμα θα πρέπει να γίνει πιο φιλικό προς την ανάπτυξη και να πάψουμε να σκεφτόμαστε μονίμως τους φόρους σαν μόνιμη λύση να κλείνουμε ταμειακές τρύπες.

Κλείνω λέγοντας ότι αν η χώρα είχε σοβαρά λειτουργήσει αυτά τα χρόνια, θα είχε περάσει μια μεγάλη κρίση τριετίας, αλλά τώρα θα είχε βγει από την κρίση και θα είχε μια αναπτυξιακή πορεία τέτοια, που θα της επέτρεπε μια αρχική απώλεια ας πούμε της τάξης του 15%, ν’ αρχίσει λίγο-λίγο να την παίρνει πίσω.

Αυτό δεν έγινε, με αποτέλεσμα να σκεφτόμαστε ότι για να πετύχουμε δημοσιονομική ισορροπία θα πρέπει να βάζουμε συνεχώς φόρους, να κόβουμε μισθούς και συντάξεις. Αυτό το πράγμα λοιπόν δε μπορεί να συνεχιστεί. Μόνο ανάπτυξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη. Σας ευχαριστώ πολύ.

 

Ομιλία Γ. Προβόπουλου στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών για το δημόσιο χρέος (PSI) from Evangelos Venizelos on Vimeo.


Προβόπουλος, Γιώργος

Ο Γιώργος Προβόπουλος είναι πρώην Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος