Τετάρτη, 11 Οκτ 2017

Ευρώπη, εξήντα χρόνια και σήμερα

αρθρο του:

Η κίνηση της ακινησίας. Μέχρι πριν περίπου δέκα χρόνια όλα εξελίσσονταν ήσυχα κι απλά. Μόλις όμως ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση ξεκίνησε κλιμακούμενη η μεγάλη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Ένα κλίμα απαισιοδοξίας γέννησε σκοτεινές σκέψεις. Χιλιάδες σελίδες γράφτηκαν και γράφονται από αναλυτές, φιλόσοφους και επιστήμονες που περιγράφουν τη βεβαιότητα για τη κατάρρευση της ευρωζώνης. Και χιλιάδες σελίδες επίσης για το τι πρέπει να γίνει για να σωθεί η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρώπη όμως από τα πρώτα βήματα τής ενοποίησης αντιπαθούσε τη βιασύνη και τις εν βρασμώ αποφάσεις. Τα χρόνια κυλούσαν αργόσυρτα και καμιά αλλαγή δεν προχωρούσε χωρίς μια βαθύτερη και κοπιαστική συναίνεση. Επίμονες ζυμώσεις ήταν πάντα απαραίτητες και οι αποφάσεις λαμβάνονταν μακριά από τη θέρμη της επικαιρότητας. Όσο όμως η τεχνολογία επιταχύνει τη διακίνηση της πληροφορίας, τόσο η ανάγκη να γυρίζουμε γρήγορα τις σελίδες γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική. Σήμερα που όλοι βιάζονται και θέλουν λύσεις εδώ και τώρα, η Ευρώπη μοιάζει να βραδυπορεί. Μόνο που αυτή η βραδύτητα είναι φαινομενική. Κι ενώ στη καθημερινότητα παρατηρούμε ακινησία, σε όλη την έκταση των εξήντα χρόνων οι αλλαγές ήταν κοσμοϊστορικές. Είτε το θέλουμε είτε όχι η Ιστορία έχει άλλο χρονομέτρη από την επικαιρότητα. Μόνο να σκεφτούμε πόσο αδιανόητη φαίνονταν η πιθανότητα της ευρωζώνης, την εποχή που γινόταν η διαπραγμάτευση για την πρώτη τελωνειακή ένωση. Τελικά αυτό που εκλαμβάνουμε ως ακινησία, κινείται. Κρύβει όμως δυναμική και ρυθμούς που δεν μπορούν να ερμηνευθούν από τα καθημερινά ανθρώπινα μέτρα. 

Η αντίφαση που συνιστούν οι φυγόκεντρες και κεντρομόλες δυνάμεις δημιουργούν ένα τοπίο συνεννόησης. 

Πολύ κοντά και πολύ μακριά. Σήμερα κανείς δεν είναι σε θέση να λύσει τον μεγάλο γρίφο. Πώς δηλαδή η Ευρώπη θα οδηγηθεί σε μια συνεκτική ομοσπονδία και πώς ταυτόχρονα τα εθνικά κράτη και οι επιμέρους εθνότητες θα διατηρήσουν την ανεξάρτητη βούληση τους. Προσπαθώντας να λύσουν αυτόν τον γρίφο οι πολιτικοί και η πνευματική ηγεσία γέρνουν πότε στη μια πλευρά και πότε στην άλλη. Οι λύσεις που οδηγούν στην άμεση ομοσπονδοποίηση ακυρώνονται, γιατί καταργούν τις εθνικές ελευθερίες. Και επιλογές που υποστηρίζουν μεγαλύτερη αυτονομία για τα κράτη, δημιουργούν φόβους για κατάρρευση της ήδη υπάρχουσας συνεκτικότητας. Αυτή η συζήτηση όμως μόνιμα φτάνει σε αδιέξοδο και μοιάζει με ένα μαγγανοπήγαδο που δεν οδηγεί πουθενά. Κι όλα αυτά γιατί με βάση τη παραδοσιακή λογική η ολοκλήρωση της συνένωσης είναι αντιφατική με την αυτονομία των εθνικών κρατών. Αν όμως καταφέρναμε να υπερβούμε τη παραδοσιακή λογική, τότε η λύση θα προέκυπτε όχι από την επίλυση του γρίφου, αλλά από την κατάργηση του. Ο γρίφος παραμένει στο κάδρο, γιατί μας ξεφεύγει μια αδιόρατη διεργασία που κρύβεται κάτω από τις επιφανειακές εξελίξεις. Μια διεργασία που θα οδηγήσει τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της τοπικότητας να αποτελέσουν ένα αμάλγαμα με τη διαδικασία της ολοκλήρωσης. Πόλεις, περιοχές, επαρχίες και φυσικά διακριτές εθνότητες επιμένουν να κτίζουν το μέλλον τους με βάση τη διαφορετικότητα τους. Στην πραγματικότητα όμως οι φυγόκεντρες αυτές δυνάμεις δεν υπονομεύουν την ουσία της ευρωπαϊκής συνεννόησης, αλλά αντιστέκονται μόνο στη βίαιη και αυθαίρετη μετάβαση σ’ αυτό που πολλοί ονομάζουν Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Μια εξέλιξη δηλαδή που είναι σαφώς έξω από την ατζέντα της εποχής μας. Ταυτόχρονα η ανάγκη για μεγαλύτερη συνεκτικότητα έχει ανοίξει συζητήσεις για δομικές αλλαγές. Οι συζητήσεις αυτές καθ’ εαυτές, ακόμα κι αν δεν δίνουν άμεσες λύσεις, ακόμα κι αν είναι εκτός εποχής, συμβάλλουν στις μελλοντικές αποφάσεις μόνο και μόνο με την ύπαρξη τους. Συμπερασματικά η Ευρώπη μπορεί και πορεύεται όλο και πιο κοντά και όλο και πιο μακριά, χωρίς αυτό να είναι πρόβλημα. Η φαινομενική αντίφαση που συνιστούν οι φυγόκεντρες και κεντρομόλες δυνάμεις – αντίθετα μ’ αυτό που φαίνεται – δημιουργούν ανεπαισθήτως ένα συνεχώς διαμορφωνόμενο τοπίο συνεννόησης. 

Ο σουρεαλισμός της ευρωζώνης. Είναι γνωστό ότι δεν υπάρχει κανείς αναλυτής παγκοσμίως που να είναι αισιόδοξος για το μέλλον της ευρωζώνης. Όλοι εντοπίζουν δομικές ατέλειες στο σύστημα. Αν φύγουμε από τις αοριστίες και γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, τότε μπορούμε να πούμε ότι το σύστημα έχει μία και μοναδική δομική ατέλεια, που συνοψίζεται στο εξής δεδομένο: Δεν μπορούν να έχουν κοινό νόμισμα χώρες που ακολουθούν αυτόνομη οικονομική πολιτική. Για τους περισσότερους αυτή η ατέλεια συνιστά μια λογική ανακολουθία, που αντιβαίνει στις παραδοσιακές οικονομικές θεωρίες. Εννοείται ότι η συζήτηση άνοιξε μετά τη παγκόσμια οικονομική κρίση. Πιο πριν όλοι θαύμαζαν το νέο ισχυρό νόμισμα, τα χαμηλά επιτόκια και τον εύκολο δανεισμό. Θεωρούσαν το σύστημα λειτουργικό γιατί είχαν επαναπαυθεί στη συνθήκη του Μάαστριχ. Πίστευαν δηλαδή ότι όλες οι χώρες φρόντιζαν τα ελλείμματα τους να μην ξεπερνούν το όριο του 3%. Αλλά όπως όλοι ξέρουμε ο κανόνας δεν τηρήθηκε. Εμφανίστηκαν μεγάλα ελλείμματα και μέσα στη δίνη της κρίσης το ευρώ ταρακουνήθηκε και η διάλυση φαινόταν ante portas. Και τότε εμφανίστηκαν σωρηδόν οι προφήτες. Νόμισαν ότι αν στηριχτούν στην απλή λογική οι προβλέψεις τους θα επιβεβαιωνόντουσαν. Έπεσαν όμως έξω. Η δομική ατέλεια δεν οδήγησε στην κατάρρευση, αλλά σε νέες προσαρμογές επιβίωσης. Κι αυτό συνέβη γιατί ίσως η παραδοσιακή λογική είναι πολύ άκαμπτη και δεν καταφέρνει από μόνη της να ερμηνεύσει τη πραγματικότητα. Και ίσως θα πρέπει να μας προβληματίσει πώς αυτό που φαίνεται να είναι παράλογο μπορεί καμιά φορά να βάλει τα γυαλιά σ’ αυτό που φαίνεται λογικό. Η λογική πάντα υποτιμούσε το ατελές. Το θεωρεί εύθραυστο και καταδικασμένο. Μας διαφεύγει όμως ότι η πρόοδος της ανθρωπότητας στηρίχτηκε σε ατελείς πρωτοβουλίες, οι οποίες στη συνέχεια χωνεύονταν, προσαρμόζονταν κι ενσωματώνονταν στις κοινωνίες, δημιουργώντας τη δική τους πραγματικότητα. Η «αργοκίνητη» Ε.Ε. την εποχή της κρίσης βρήκε τον τρόπο να υπερασπίσει το ενιαίο νόμισμα. Προσαρμόστηκε στις συνθήκες με τρεις απλές κινήσεις. Τον Ιούνιο του 2013 δημιούργησε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), αφού πρώτα προηγήθηκαν ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης (EFSM) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο της Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Στην ουσία δημιούργησαν το ευρωπαϊκό ΔΝΤ. Δεύτερη κίνηση ήταν η αναβάθμιση του ελεγκτικού μηχανισμού του Eurogroup. Επρόκειτο για ένα συλλογικό υπουργό οικονομικών, που έλεγχε τους προϋπολογισμούς των χωρών που είχαν πληγεί και προωθούσε μεταρρυθμίσεις, που θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα. Και τέλος προχώρησαν στην υποτίμηση του νομίσματος με πρωτοβουλία της ΚΤΕ, μέσα από τον μηχανισμό της ποσοτικής χαλάρωσης. Παράλληλα άνοιξε και η συζήτηση για το τραπεζικό σύστημα και τους φορολογικούς παραδείσους. Κι απ’ ότι φαίνεται σήμερα, το «παράλογο κατασκεύασμα» της ευρωζώνης όχι μόνο επιβιώνει, αλλά βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης.

Η Ευρώπη κινείται πάντα με την ατζέντα του εφικτού.

Η οικονομία δεν είναι το άπαν. Το μότο είναι γνωστό: «Είναι η οικονομία ηλίθιε» και φαίνεται ότι το πρωτοείπε ο Κλίντον. Αυτή η φράση έχει βολέψει πολλούς, που όταν θέλουν να δώσουν μια ερμηνεία στις εξελίξεις πετάνε την ευθύνη στην οικονομία. Η οικονομία όμως δεν είναι το κεντρικό πρόβλημα της Ευρώπης. Ένας άλλος γρίφος καταλαμβάνει σήμερα δεσπόζουσα θέση στην ατζέντα της. Η μετανάστευση. Ένα κεφαλαιώδες ζήτημα, για το οποίο απλή λύση δεν υπάρχει. Οι ακραίοι από την μια πλευρά θέλουν για λόγους ανθρωπισμού ορθάνοιχτα σύνορα. Οι ακραίοι από την άλλη πλευρά, που φοβούνται χωρίς δεύτερη σκέψη τους ξένους, θέλουν θεόκλειστα σύνορα. Και μέσα σ’ αυτή την αντιδικία η ήρεμη Ευρώπη ψάχνει για τον μεσαίο δρόμο. Στο μεταξύ τα φοβικά ακροδεξιά κόμματα τείνουν να γίνουν το φόβητρο της δημοκρατίας. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν είναι η δημοκρατία το πρόβλημα τους. Το πρόβλημα τους είναι οι μετανάστες. Κι αυτή είναι η αιτία που συλλέγουν ψηφοφόρους κι αυξάνουν τη δύναμη τους. Είναι φυσικό, μεγάλα στρώματα πληθυσμού να αισθάνονται ανασφάλεια και να προσχωρούν. Ιδιαίτερα μάλιστα σε εποχή όξυνσης των τρομοκρατικών επιθέσεων. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ξαφνικά η δημοκρατία κινδυνεύει από προπολεμικά φαντάσματα. Κι επιπλέον δε πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ευρώπη έχει μάθει να ζει με μετανάστες εδώ και δεκαετίες. Δεν είχε θέματα με τις διαφορετικότητες και την ανεκτικότητα. Οι πολύ αυξημένες ροές των τελευταίων χρόνων, σε συνδυασμό με την τρομοκρατία, δημιούργησαν το πρόβλημα, άνοιξαν τις σημερινές συζητήσεις και ενδυνάμωσαν τα φοβικά σύνδρομα. Το πρόβλημα της μετανάστευσης με όλα τα παρελκόμενα δεν λύνεται με μονοκοντυλιά. Χρειάζεται να μεσολαβήσει η σοφία του χρόνου. Η Ευρώπη θα το υφίσταται και θα το διαχειρίζεται για αρκετό καιρό ακόμα. Κι αν δεν συμβεί κάποια απρόβλεπτη εξέλιξη – αυτό που ονομάζουμε «μαύρο κύκνο» – τότε η Ένωση αργά, αλλά σταθερά θα βρει μια πειστική ισορροπία. Θα βρει σιγά-σιγά ένα αξιόπιστο modus vivendi και θα προχωρήσει παρακάτω.

Υποτιμώντας την ομοφωνία. Η δημοκρατία ένα από τα δικαιώματα που δίνει στους πολίτες είναι να την αμφισβητούν. Να μην είναι ευχαριστημένοι μαζί της. Η ελευθερία γνώμης ανήκει σε όλους χωρίς εξαίρεση και το δεδομένο αυτό απέκτησε μεγαλύτερη σημασία με την ανάπτυξη των κοινωνικών μέσων δικτύωσης. Τώρα πλέον η αμφισβήτηση έχει εξατομικευτεί και ο καθένας μπορεί να την εκφράσει και να ακουστεί σε κάποιο μικρό ή μεγαλύτερο ακροατήριο. Και όσο οι πολίτες εθίζονται στην ελευθερία της ατομικής έκφρασης, τόσο η πλάστιγγα γέρνει προς τα δικαιώματα και απομακρύνεται από τους κανόνες. Τα δικαιώματα ορίζουν το τι επιτρέπεται και οι κανόνες το τι απαγορεύεται. Πρόκειται για μια εύθραυστη ισορροπία, που δεν έχει μόνιμο και σταθερό περιεχόμενο, γιατί εσωκλείει πολλές εσωτερικές αντιφάσεις και αδιευκρίνιστα διλήμματα. Αυτή η ισορροπία είναι συνεχώς υπό διαμόρφωση, με συντελεστή το χρόνο και με βάση τις δυναμικές που αναπτύσσονται μέσα στις κοινωνίες. Όσο η δημοκρατία γράφει χιλιόμετρα, τόσο και οι πολίτες αναζητούν ή εφευρίσκουν δικαιώματα και επιδιώκουν λιγότερες απαγορεύσεις, αμφισβητώντας τους κανόνες. Σταδιακά δημιουργείται η εντύπωση ότι και η ίδια η δημοκρατία είναι ένα καταπιεστικό σύστημα. Ή τουλάχιστον ένα ατελές σύστημα, που χρειάζεται σημαντικές επιδιορθώσεις. Γι’ αυτό και στις μέρες μας έχει ανοίξει μια επίμονη συζήτηση για περισσότερη δημοκρατία. Πολλές φορές μη αναγνωρίζοντας ότι το πολίτευμα έχει πετύχει σπουδαία κατορθώματα, αδιανόητα για άλλες εποχές. Κατ’ αρχήν η δημοκρατία βασίζεται στη δύναμη της πλειοψηφίας και στο σεβασμό της μειοψηφίας. Η Ευρώπη όμως, από ανάγκη στην αρχή κι από πεποίθηση στη συνέχεια, έκανε ένα απρόσμενο βήμα. Εισήγαγε τη δημοκρατία της ομοφωνίας. Έτσι η Μάλτα, αιώνες βορά στους αποικιοκράτες ή η Κύπρος ένα αγγλικό προτεκτοράτο μέχρι πρόσφατα, έχουν την ίδια αξία ψήφου με τη Γαλλία ή τη Γερμανία. Αναβιώνοντας αρχαίους μύθους τα μέλη της Ένωσης συνεδριάζουν στη στρογγυλή τράπεζα, εκεί όπου δεν υπάρχει θέση που να υπερισχύει των άλλων. Και στις συνεδριάσεις προεδρεύει εκ περιτροπής άλλη χώρα, ανεξαρτήτου μεγέθους ή δύναμης. Όλοι όμως είναι καχύποπτοι ή υποτιμούν τη δημοκρατία της ομοφωνίας. Πιστεύουν ότι, όπως αιώνες πριν έτσι και τώρα, οι ισχυροί κάνουν κουμάντο. Κι εύκολα προσπερνούν τις τόσες φορές που η γνώμη του ενός έγινε σεβαστή. 

Το σταυροδρόμι προς το μέλλον. Σήμερα η πλειοψηφία των ευρωπαϊστών είναι ευρωσκεπτικιστές. Με την έννοια ότι κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν εξαιρέσουμε τους ιδεοληπτικούς, που ονειρεύονται άλλα ανεφάρμοστα μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης, οι ευρωσκεπτικιστές θέλουν να αλλάξουν την Ένωση προς το καλύτερο. Αλλά οι απόψεις που συνωστίζονται είναι συνήθως ατεκμηρίωτες και βιαστικές. Η Ευρώπη, είτε το θέλουμε είτε όχι, κινείται πάντα με την ατζέντα του εφικτού. Έχει εξοικειωθεί με αυτόν τον βηματισμό, κυρίως λόγω της διαδικασίας της ομοφωνίας. Σήμερα όμως, οι πρεσβευτές του μέλλοντος έχουν πάρει φόρα και οι περισσότερες αλλαγές που προτείνονται είναι εκτός ατζέντας. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που ονειρεύονται επανίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η επανίδρυση είναι ένας όρος ιδιαίτερα αρεστός στη δική μας χώρα, όπου έχουμε την ψευδαίσθηση ότι τίποτα από το παρελθόν δεν αξίζει και το μέλλον θα έρθει διαγράφοντας ότι υπάρχει σήμερα. Όσοι επικαλούνται την επανίδρυση, ονειρεύονται κοσμοϊστορικές αλλαγές για ένα μεγαλειώδες αύριο. Στο μεταξύ όσο εκείνοι ονειρεύονται η Ευρώπη συνεχίζει στο μονοπάτι που συνήθισε, στο μονοπάτι της πραγματικότητας, στο μονοπάτι της αέναης προσαρμογής, στο μονοπάτι της εφικτής ατζέντας. Σήμερα η Ευρώπη βρίσκεται σ’ ένα σταυροδρόμι. Και η συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊστών μάς προτρέπει ν’ ακολουθήσουμε τον δρόμο της επανίδρυσης και των θεμελιακών αλλαγών. Το παράξενο είναι ότι η Ευρώπη ακολουθεί τον άλλον δρόμο, εκείνον που έχει ξεμείνει από υποστηρικτές. Τον δρόμο της εφικτής ατζέντας και της προσαρμογής.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: The Familiar Objects, Rene Magritte

Καραχισαρίδης, Γιάννης

O Γιάννης Καραχισαρίδης γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1955. Απόφοιτος του Κολεγίου Αθηνών (τάξη ΄74). Πτυχιούχος του Οικονομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής Αθηνών. Σπούδασε θέατρο στις σχολές του Πέλου Κατσέλη και του Λεωνίδα Τριβιζά. Μέχρι σήμερα σκηνοθέτησε περίπου 70 θεατρικές παραστάσεις και 6 όπερες, στις κρατικές σκηνές, στα περισσότερα ΔΗΠΕΘΕ και στο ελεύθερο θέατρο. Ειδικεύτηκε στο πολιτιστικό μάνατζμεντ. Γενικός Διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ (2001-2006), Καλλιτεχνικός Διευθυντής των ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας (1993-2002) και Κοζάνης (2007-2014), Εκτελεστικός Διευθυντής των Παγκόσμιων Αγώνων Special Olympics (2010). Συμμετέχει στο δημόσιο διάλογο από το 2014, διατηρώντας τη στήλη «Επίκαιρα-Ανεπίκαιρα» στο διαδικτυακό περιοδικό www.iporta.gr.