Ο Τόμας Μορ και το πουθενά. Στην εποχή της Αναγέννησης, το 1516, εκδόθηκε το βιβλίο του Τόμας Μορ «Πουθενά» (Nusquam). Ο φίλος του Έρασμος, που επιμελήθηκε της έκδοσης, άλλαξε τον τίτλο. Ως καλός γνώστης των ελληνικών ονόμασε το βιβλίο «Ουτοπία» (Utopia), δηλαδή ου τόπος, ο τόπος που δεν υπάρχει. Ο Τόμας Μορ ήταν ένας ευσεβής καθολικός, βαθιά θρησκευόμενος, όπως ήταν όλοι οι μεγάλοι της Αναγέννησης. Ακόμα κι ο Λούθηρος, που ένα χρόνο μετά, το 1517, θυροκόλλησε τις 95 θέσεις του ενάντια στον Παπισμό. Εναντιώθηκε στη διαφθορά του Βατικανού, αλλά όχι στη χριστιανική πίστη. Η Ουτοπία του Τόμας Μορ ήταν μια χώρα της φαντασίας, όπου κατοικούσε μια ιδανική κοινωνία, ισότητας και κοινοκτημοσύνης. Ουσιαστικά περιέγραφε τον τρόπο που θα άρμοζε στους ανθρώπους να ζουν, με βάση τις διδαχές της πίστης του Χριστού. Από τότε ξεκίνησε και η περιπέτεια της ουτοπίας μέσα στους αιώνες. Με μια μεγάλη διαφορά. Οι μελλοντικοί ουτοπιστές δεν πίστευαν ότι οι επιδιώξεις τους οδηγούσαν στον ου τόπο, δηλαδή στο πουθενά. Έδιναν τις μάχες τους και πίστευαν ακράδαντα ότι μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο κατά τις πεποιθήσεις τους. Την ώρα της προσπάθειας όλα έμοιαζαν εφικτά. Και μόνο το μέλλον, όταν κατέφθανε, αποδείκνυε ότι οι οραματισμοί τους οδηγούσαν τελικά στο πουθενά. Όμως σε αντίθεση με τους μελλοντικούς ουτοπιστές, ο πατέρας της ουτοπίας, ο Τόμας Μορ, το ήξερε από την αρχή. Ο κόσμος που φαντάστηκε, ήταν ελκυστικός, ήταν επιθυμητός, αλλά ανήκε στο πουθενά.
Η άνθιση του κομμουνιστικού κινήματος. Είναι σημαντικό να προσπαθούμε να ανασυστήσουμε εποχές της Ιστορίας όπως τις αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι τότε που τις ζούσαν. Το 1919, σχεδόν αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ιδρύθηκε η 3η Διεθνής. Το πρώτο άρθρο της ιδρυτικής απόφασης έλεγε: Η σημερινή περίοδος είναι η περίοδος της αποσύνθεσης και της κατάρρευσης ολόκληρου του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και θα σημάνει και το τέλος του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αν δεν καταστραφεί ο καπιταλισμός με τις άλυτες αντιθέσεις του. Ένα συμπέρασμα που φάνταζε πολύ λογικό, μετά τις εκατόμβες των νεκρών του παγκόσμιου πόλεμου που είχε προηγηθεί. Ένας πόλεμος που είχε βαθύτατα επηρεάσει τις ψυχές των ανθρώπων που είχαν επιζήσει. Τον επόμενο χρόνο το 1920, στην Αγγλία, στη κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού, ιδρύθηκε το κομμουνιστικό κόμμα. Σύντομα αριθμούσε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη και σε έξη χρόνια, το 1926, προετοίμασε τη μεγάλη γενική απεργία που συγκλόνισε τη χώρα. Τότε θεωρούνταν αρκετά πιθανό – για άλλους βέβαιο – ότι η επανάσταση θα ανέτρεπε το καπιταλιστικό σύστημα και τα μέσα παραγωγής θα περιέρχονταν στα χέρια της εργατικής τάξης. Αλλά τελικά η Οκτωβριανή επανάσταση δεν επαναλήφθηκε σε αγγλικό έδαφος. Παρ’ όλα αυτά, σε όλη την Ευρώπη, η ελπίδα για μια κομμουνιστική κοινωνία δεν έσβησε μέσα στην ιδεολογική παραζάλη που επικράτησε σε όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Για πάρα πολλούς πολίτες στη Δύση ο ερχομός της δίκαιης κοινωνίας φαινόταν αναπόφευκτος. Και θα περάσουν πολλές δεκαετίες μέχρι η ελπίδα να αποδειχθεί ουτοπία. Το κομμουνιστικό κόμμα της Αγγλίας αυτοδιαλύθηκε το 1991. Και το κομμουνιστικό κίνημα στην Ευρώπη δεν υπάρχει πια.
Ένα ταξίδι στο αδύνατο είναι αυτή καθ’ εαυτή η υπέρβαση της καθημερινότητας.
Το αόρατο νήμα. Αφ’ ότου ο Τόμας Μορ έγραψε την ουτοπία του, επικράτησε σιγή για τρεις αιώνες. Ότι ξεκίνησε τον 19ο αιώνα δεν είχε καμιά φανερή σχέση με την ουτοπία. Ήταν μια ζωντανή διαπραγμάτευση με την πραγματικότητα. Η χαρτογράφηση της κοινωνικής δομής των χωρών της Δυτικής Ευρώπης ήταν αποτέλεσμα εμβριθούς παρατήρησης. Ο σχεδιασμός μιας μελλοντικής κοινωνίας απέκτησε αληθοφάνεια και πειστικότητα. Ακολούθησαν συζητήσεις επί συζητήσεων και διαφωνίες επί διαφωνιών. Και τελικά αυτή η ευρωπαϊκή ζύμωση οδήγησε στο κομμουνιστικό όνειρο του Λένιν. Ένα όνειρο που έμελλε να γίνει πραγματικότητα καταλύοντας την αυτοκρατορική Ρωσία. Η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν το πέρασμα από τη θεωρία στη πράξη και η απόδειξη ότι η επανάσταση μπορούσε να οδηγήσει στην εξουσία. Αμέσως η Σοβιετική Ένωση έγινε παράδειγμα προς μίμηση. Ακόμα και μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η μητέρα πατρίδα που ενέπνεε όλους όσους ονειρεύονταν την επανάσταση και στη δική τους χώρα. Σε όλη αυτή τη περίοδο κανείς δεν συζητάει για τον ου τόπο. Ο τόπος υπάρχει, είναι χειροπιαστός και υπάρχουν λαοί που ζουν εκεί πέρα. Οι πρώτες ρωγμές εμφανίστηκαν το 1956 στη Βουδαπέστη και 12 χρόνια αργότερα, το 1968 στη Πράγα. Τα γεγονότα της σοβιετικής καταστολής συγκλόνισαν την πνευματική ελίτ των δυτικών χωρών και δημιούργησαν διχαστικές εξελίξεις εντός των κομμουνιστικών κομμάτων. Εκείνη την εποχή, με αφορμή την απογοήτευση από τις εξελίξεις στο σοβιετικό στρατόπεδο, γεννήθηκε μια καινούρια βεβαιότητα. Το ρωσικό μοντέλο δεν μπορεί να είναι μονόδρομος. Σίγουρα υπάρχει κι ένας δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό. Χωρίς εξεγέρσεις και χωρίς επαναστάσεις. Η σοσιαλδημοκρατία πήρε τη σκυτάλη στη Δύση και πολλά κομμουνιστικά κόμματα μεταλλάχθηκαν, με πρωτοπόρο εκείνο της Ιταλίας, επί εποχής Μπερλινγκουέρ. Με μια σοβαρή διαφορά πλέον. Η επανάσταση στην Ευρώπη είχε ξεχαστεί. Η καινούρια αποστολή του σοσιαλισμού ήταν να ανατρέψει τον καπιταλισμό με δημοκρατικές διαδικασίες. Σιγά-σιγά η σοσιαλδημοκρατία υπέστη κι άλλη μια μετάλλαξη. Δεν απέβλεπε πλέον στη ριζική αλλαγή του συστήματος, αλλά μόνο στην αναμόρφωση του. Έδωσε βάρος κυρίως στη δημιουργία κοινωνικού κράτους, χωρίς όμως ποτέ να αμφισβητεί τους κανόνες της ελεύθερης οικονομίας. Αργότερα, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ιδέες για μια κομμουνιστική κοινωνία, εξέλιπαν. Το ίδιο όμως είχε ξεχαστεί και ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό. Έπαψε να είναι πολιτικός στόχος. Έπαψε να επιδιώκει την κατάλυση του υπάρχοντος συστήματος. Κι έτσι σήμερα, η ιδανική κοινωνία, που κάποτε θεωρούνταν εφικτή στα πλαίσια της πραγματικότητας, ήρθε η Ιστορία για να αποδείξει ότι επρόκειτο για ουτοπία.
Στην μέγγενη της ορθότητας. Τελικά ούτε η επανάσταση, ούτε ο δημοκρατικός δρόμος κατάφεραν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και την παραδοσιακή αστική δημοκρατία. Με το που το όνειρο έγινε ου τόπος, ένα κενό εμφανίστηκε στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Και το κενό ήρθε να καλύψει το τελευταίο κεφάλαιο αυτού του ιδεολογικού νήματος. Ένα καινούριο είδος αριστεράς άρχισε να διαπληκτίζεται με τον καπιταλισμό και την κοινοβουλευτική δημοκρατία, χωρίς πλέον κανένα σχέδιο κατάλυσης τους. Οι νοσταλγοί της ιδανικής πολιτείας, επειδή πλέον δεν μπορούσαν να ιχνηλατήσουν με ποιον τρόπο θα φτάσουμε σ’ αυτήν, άρχισαν να ξεψειρίζουν τα ελαττώματα του υπάρχοντος συστήματος. Έτσι δημιουργήθηκε μια καινούρια πνευματική ελίτ, που δεν είχε καμιά πρόθεση να αλλάξει τον κόσμο. Απλώς φρόντιζε να κρατάει αποστάσεις τόσο από τον υπαρκτό σοσιαλισμό, όσο και από τον υπαρκτό καπιταλισμό. Οι ρίζες αυτής της διαδρομής ξεκινούν από τη δεκαετία του ΄60, όταν η πιθανότητα του δημοκρατικού δρόμου θεωρούνταν ακόμα εφικτή. Ο στρουκτουραλισμός αρχικά, η σημειολογία, η αποδόμηση και τελικά ο μεταμοντερνισμός προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο μακριά από τις σταλινικές αλλά και τις φιλελεύθερες ιδέες. Τα κινήματα αυτά προκάλεσαν αρχικά τον ενθουσιασμό, επηρέασαν τις εξελίξεις για λίγες δεκαετίες, αλλά μετά, η ανεπάρκεια τους τα οδήγησε σε πνευματικό αδιέξοδο. Έπαψαν να απασχολούν τον δημόσιο διάλογο και από τα απομεινάρια αυτών των ιδεών προέκυψε ως διάδοχη κατάσταση η πολιτική ορθότητα. Με τη διαφορά ότι η πολιτική ορθότητα έπαψε να παράγει ιδέες και αναλύσεις. Το μόνο που έκανε και συνεχίζει να κάνει είναι να καταγράφει με αυστηρότητα τι είναι ορθό και τι παραβατικό, με βάση τα πολιτιστικά στάνταρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έχοντας εγκαταλείψει πλήρως την κριτική σκέψη, εκφράζεται με απλές διακηρύξεις ηθικοπλαστικού περιεχομένου. Οι εκπρόσωποι της ορθότητας, με προκάλυψη έναν επιδερμικό ανθρωπισμό, διακηρύσσουν την ηθική τους ανωτερότητα. Καλοθρεμμένοι διανοούμενοι εξανίστανται γενικώς και αορίστως για τις ανισότητες, χωρίς ποτέ να κάνουν τον κόπο να στοχαστούν για το νόημα της ανισότητας στη ζωή των ανθρώπων. Από την αναπαυτική τους πολυθρόνα, δημιούργησαν έναν μακροσκελή κατάλογο με εντολές, που ορίζουν τι κατά τη γνώμη τους είναι ορθό. Και μ’ αυτό τον κατάλογο επιβάλλουν ένα ασφυκτικό, συχνά ανακόλουθο και βαθιά αντιδημοκρατικό πλαίσιο ηθικής συμπεριφοράς. Η ορθότητα εκτείνεται σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, από την πολιτική έως την καθημερινότητα. Απευθύνει διαγγέλματα για τις πάσης φύσεως σχέσεις των ανθρώπων. Έτσι δημιουργήθηκε μια λανθάνουσα τρομοκρατία, ένας light σταλινισμός, με το κατηγορητήριο να είναι σκληρό για όποιους παραβιάζουν τις εντολές. Η ορθότητα δεν διαμαρτύρεται πλέον. Επιτηρεί τους παραβάτες. Με την εμφάνιση της πολιτικής ορθότητας φτάσαμε σ’ ένα σχήμα οξύμωρο. Από τη μια έχουμε τους νόμους της δημοκρατίας, που προβλέπουν δικαιώματα και υποχρεώσεις και από την άλλη, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, έχουμε άγραφους νόμους ηθικής που επιβάλλει η ορθότητα. Εντός της λειτουργίας της δημοκρατίας έχει ενθυλακωθεί, σαν ξενιστής, μια αυτόνομη οντότητα, ένα σύστημα εντολών, που παραπέμπουν κατ’ ευθείαν στην ηθική αυστηρότητα και την υποκρισία της Βικτωριανής εποχής. Οι αγωνιστές της ορθότητας διαφέρουν ριζικά από τους αγωνιστές της ουτοπίας. Κινούνται σε μια κοινωνία ευμάρειας. Σ’ ένα ασφαλές περιβάλλον οικονομικής άνεσης, απ’ όπου εξακοντίζουν ηθικούς μύδρους. Σαν τους τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας, που δεν τους λείπει τίποτα και ασχολούνται με αμπελοφιλοσοφίες χωρίς κανένα κόστος. Κι όλα αυτά σε μια εποχή, στην οποία φυσικά συμμετέχουν, που οι μεγαλύτερες βιομηχανίες είναι εκείνες που παράγουν παιχνίδια, ψυχαγωγία και τουριστικά ταξίδια. Σε μια εποχή που μπορεί να γίνεις επαρκώς πλούσιος περιποιούμενος τα νύχια των άλλων. Νέμονται τα αγαθά του συστήματος και υψώνουν τον τόνο της φωνής τους για να αποδείξουν την ηθική υπεροχή τους, εις μνήμη της ιδανικής πολιτείας που πλέον δεν αναμένεται. Είναι προφανές ότι η ορθότητα αντιπροσωπεύει το τελευταίο στάδιο της παρακμής της μεγάλης ουτοπίας. Μια ουτοπία που έχει σταματήσει εδώ και πάρα πολύ καιρό να παράγει νέες σκέψεις κι αυτό που έχει απομείνει είναι ένα συνονθύλευμα χωρίς ταυτότητα.
Στο τέλος το αποτύπωμα τους το αφήνουν μόνο οι άνθρωποι για όλες τις εποχές.
Τα χαμένα στοιχήματα παράγουν πραγματικότητα. Η Ιστορία δεν θα είχε γραφεί με τον τρόπο που γράφτηκε, χωρίς τη συνεισφορά της ουτοπίας. Η Ιστορία είναι γεμάτη χαμένα στοιχήματα. Ανθρώπων που πίστεψαν ότι με τις πράξεις τους θα πετύχουν ότι ονειρεύονταν, αλλά στο τέλος είδαν την ματαίωση να κουρσεύει τα όνειρα τους. Επικρατεί η ψευδαίσθηση ότι οι επιτυχίες και τα κατορθώματα πλειοψηφούν. Γιατί αυτά γίνονται ευρύτερα γνωστά και από στόμα σε στόμα μετατρέπονται σε γοητευτικούς μύθους. Στην πραγματικότητα όμως, στην ίδια τη ζωή, τα χαμένα στοιχήματα υπερτερούν κατά πολύ. Για το χαμένο στοίχημα της μεγάλης ουτοπίας των δύο τελευταίων αιώνων, οι σελίδες της Ιστορίας είναι γεμάτες από τοιχογραφίες ηρώων που έδωσαν τη ζωή τους αγωνιζόμενοι γι’ αυτή. Άλλοι προδόθηκαν, άλλοι έπεσαν στη μάχη, άλλοι έζησαν όλη τους τη ζωή κυνηγημένοι. Πάλευαν γι αυτό που πίστευαν ότι ήταν δίκιο και σωστό, χωρίς να ξέρουν ότι πάλευαν για ένα χαμένο στοίχημα. Πολύ αργότερα κι όταν οι ζωές τους είχαν ξοδευτεί, θα έρχονταν η Ιστορία, με την ατέλειωτη υπομονή της, για να μας πει ότι όλοι τους πάλεψαν για μια οφθαλμαπάτη. Γιατί η Ιστορία δεν ενδιαφέρεται για το τι οι άνθρωποι θεωρούν απλοϊκά δίκαιο και σωστό. Συνυπολογίζει άπειρες συνιστώσες πριν καταλήξει σε συμπεράσματα. Πριν κρίνει και πριν αποφασίσει, παρακολουθεί. Η Ιστορία δεν ξέρει εκ των προτέρων τι θα συμβεί, για να ακυρώσει με μιας τις ουτοπίες, ως άχρηστες. Τις αφήνει να αναπνεύσουν, να δοκιμαστούν και πάνω απ’ όλα να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Γι’ αυτό και τα χαμένα στοιχήματα έχουν μερίδιο στις σελίδες της Ιστορίας. Όχι με τα όνειρα, που μελλοντικά θα καταπέσουν, αλλά με τις πράξεις τους. Τα όνειρα θα αποδειχθούν ουτοπικά και ανεφάρμοστα. Οι πράξεις όμως είναι πράξεις και οι πράξεις δημιουργούν αποτελέσματα. Και η Ιστορία κατασκευάζεται αποκλειστικά από πράξεις ανθρώπων.
Omnium horarum homo. Η ενασχόληση με την ουτοπία έχει γίνει πολύ ελκυστική στην εποχή μας. Είναι πολλοί αυτοί που την επικαλούνται. Έχει γίνει σχεδόν ένα πνευματικό χόμπι που συνοδεύει την «κουραστική» καθημερινότητα και προσφέρει στους νεόκοπους ουτοπιστές ένα είδος ενατένισης. Όλοι αυτοί υποτίθεται ότι δεν ανήκουν στην προσγειωμένη καθημερινότητα, αλλά οραματίζονται κάτι πολύ μεγαλύτερο, αλλά μόνο όταν έχουν ελεύθερο χρόνο. «Πήγαινε εκεί που είναι αδύνατο να πας». Μια εύκολη προτροπή, που έχει γίνει μια δημοφιλής και κοινόχρηστη φράση. Επαναλαμβάνεται συνεχώς σε πλήθος διαφημίσεων, σε άρθρα, σε πνευματικά πονήματα, αλλά και σε απλές ειδήσεις. Από την πολυχρησία χάθηκε το αρχικό αυθεντικό νόημα. Και το αδύνατο, το ανέφικτο έγινε ένας εύκολος προορισμός για τον καθένα. Έγινε ένα «τουριστικό» ταξίδι εφικτό και διαθέσιμο για όλους. Ξεχάσαμε ότι, το να πας εκεί που κανείς δεν έχει καταφέρει να πάει, είναι μια πρόκληση που καμιά σχέση δεν έχει με την καθημερινότητα. Αντίθετα ένα ταξίδι στο αδύνατο είναι αυτή καθ’ εαυτή η υπέρβαση της καθημερινότητας. Και απαιτεί υπερβάλλοντα κόπο, οδύνη και ανελέητη επιμονή. Ο Γκάντι τα έβαλε με μια αυτοκρατορία και τη νίκησε χωρίς καν να θυμώσει. Ο Κολόμβος επέμενε επί χρόνια για κάτι που οι άλλοι το αρνιόντουσαν γιατί το θεωρούσαν λανθασμένο. Ο Τσε μπορεί να χάθηκε στις ερημιές της Βολιβίας, αλλά επέλεξε τη δική του ουτοπία, από τα αξιώματα στη Κούβα. Και τέλος ο Δον Κιχώτης αποφάσισε να ζήσει όπως ο ίδιος επέλεξε, αν και στα μάτια των άλλων έμοιαζε τρελός. Η περιπέτεια της ουτοπίας είναι σύμφυτη με την περιπέτεια των ανθρώπων. Αλλά στο τέλος το αποτύπωμα τους το αφήνουν μόνο οι άνθρωποι για όλες τις εποχές.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι:Marc Chagall’s “Onward, Onward”