Δευτέρα, 25 Μαϊ 2020

Η Προτομή της νομικής αναγκαιότητας και οι Ευρωπαίοι ως γλύπτες της και δημοκρατικοί κοινωνοί

άρθρο της:

α. Η δημοκρατική κοινωνία ως εθνικό playroom και η Ευρωπαϊκή εξοχή

 

Από αμνημονεύτων χρόνων, στην ανθρωπότητα αποδίδεται σε ένα πρώιμο playroom προκειμένου να έρθει σε κοινωνία με τους άλλους. Αυτό μπορεί να τεθεί σε λειτουργία κανονικά χωρίς κανένα τεχνολογικό μέσο, δηλαδή σε μια μικρή ομάδα, οικογένεια, χωριό ή ακόμη και σε εθνικό επίπεδο, όπου ένα δίκτυο κοινών αξιών μπορεί να υπάρχει για να αντισταθμίσει την έλλειψη οποιασδήποτε άλλης επικοινωνιακής δύναμης. Ωστόσο, υπάρχουν επίσης εξωτερικοί χώροι σχόλης για τον άνθρωπο να αναπτύξει την προσωπικότητά του και να διασυνδεθεί παγκοσμίως.

Αυτό έχει άμεση σύνδεση με εκείνον τον πλανητικό χώρο όπου η δικτύωση επιτυγχάνεται για την ανθρωπότητα χρησιμοποιώντας τον τροχό, το λογισμικό και τον hardware εξοπλισμό. Έτσι, ένας εντελώς νέος κόσμος τεχνολογικής δικτύωσης προκύπτει σε αντίθεση με το πρωτόγονο δίκτυο κοινών αξιών. Το τελευταίο πρέπει να παραμείνει ανέπαφο σε εξωτερικές παρεμβάσεις από εγχώριες ή διεθνείς δημόσιες αρχές, διότι περιέχει έναν ιερό πυρήνα, που είναι το πεδίο της πιο στενής δυνητικής ανάπτυξης του ανθρώπου, έτσι ώστε να επιτρέπει τη ψυχική και σωματική ακεραιότητα. Με τους παραπάνω περιορισμούς, ο άνθρωπος αναμένεται να μειώσει τις προσδοκίες του για ταξίδια, εμπόριο ή παγκόσμια φυσική εμπειρία.

Ωστόσο, το πρωτόγονο playroom παραμένει εκεί ως μοναδικό στο είδος του για να διασφαλίσει την ύπαρξη μιας περιοχής ανθρωπίνων δικαιωμάτων της μονάδας που δεν μπορεί ένεκα της περιορισμένης της εμβέλειας να στρεβλώσει την πρόοδο των εξελισσομένων σε τροχιά επιρροής φυσικών συνθηκών. Ωστόσο, οι πολιτείες δεν αντιμετωπίζουν την κρίση υγείας ιχνηλατώντας και δη ανάλογα με το προσωπικό σενάριο ενός εκάστου ατόμου κατά περίπτωση, αλλά μάλλον επικεντρώνονται στη μεγάλη εικόνα. Έτσι, οι άνθρωποι θεωρούνται ως σύνολο και αρχικά στερούνται του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα τους, όπερ είναι τόσο επίπονο ιδία στην ύστερη καπιταλιστική εποχή. Ο εξαιρετικής εκτίμησης συνταγματικός λόγος της δημόσιας υγείας ως παρέκκλιση στην ατομική ελευθερία κυκλοφορίας βασίζεται πρωτίστως στην απλή διατύπωση των εθνικών συνταγμάτων, σε διεθνείς συμβάσεις όπως η ΕΣΔΑ κ.λπ.

Η ατομική υγεία τελεί ήδη εντοιχισμένη στο συνταγματικό υπερώο της κοινωνικής ευημερίας.

Όμως, από μια σκοπιά της θριαμβευτικής ηθικής της ελευθερίας, αυτό δεν αρκεί. Δηλαδή να γίνει επίκληση σε κάποια συνταγματική διάταξη για να εξηγηθεί η απογύμνωση του ατόμου από όλες τις εκλεπτυσμένες ιδιότητες του συνταγματικού φιλελευθερισμού. Εύλογα αναρωτάται κανείς: πού εξοστρακίστηκε η ποιητική στάθμιση; Σε αυτήν την απουσία, μια λύση πολιτισμένης χάριτος θα ήταν να εξεταστούν μεμονωμένα τα άτομα αναφορικά προς τις ατομικές τους ανάγκες, την κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση,[1] ενώ είναι απολύτως ειδώς ο διοικητικός και μετέπειτα ελεγκτικός φόρτος που συνεπάγεται αυτή η λύση. Βασικά, οι παρεκκλίσεις στις αναγνωρισμένες ελευθερίες των προσώπων δεν μπορούν να δικαιολογηθούν αποκλειστικά από την προσφυγή σε λόγους γενικού συμφέροντος, αλλά μόνο σε μια δικαιϊκή ανάγνωση της κουλτούρας, που έχει εγκριθεί ως ανώτερη, όπως είναι η αμερικανική συστηματική κλίμακα κανόνων που οδηγεί στο «δικαίωμα στην ευτυχία» όλων, όπου το τελευταίο περιλαμβάνει το καθήκον να διατηρείται μια κατάσταση ποιότητας υγείας έτσι ώστε κάθε άτομο ξεχωριστά να μπορεί να επεκτείνει τις πιο αγαπημένες του δραστηριότητες. Η ζωή αναγνωρίζεται ως η απόλυτη αξία και η αύξηση της ζωτικότητάς της και ο εμπλουτισμός του νοήματός της γίνεται η πρώτη από τις επιδιώξεις. Στη βάση της έγκειται η ποιότητα της υγείας, που έχει καταστεί σιωπηλά μια ένδειξη του πολιτισμικού επιπέδου και εγγυάται τις ίσες κοινωνικές ευκαιρίες, ήτοι το ισότιμο βάθρο για την ανάπτυξη κοινωνικής προοπτικής.[2]

 

β. Το νομολογιακό γλυπτό της αναγκαιότητας

 

Προκειμένου να καθοριστεί εάν το lockdown ως περιορισμός της ελεύθερης μετακίνησης συνιστά συγκεκριμένη παραβίαση της ΕΣΔΑ (βλ. άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου 4) που είναι «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία», το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στο εξής ΕΔΔΑ) σταθμίζει τα συμφέροντα του κράτους μέλους έναντι του δικαιώματος του αιτούντος. Το Δικαστήριο έχει ήδη αποσαφηνίσει ότι το «αναγκαίο» σε αυτό το πλαίσιο δεν έχει την ευελιξία τέτοιων εκφράσεων όπως «χρήσιμο», «λογικό» ή «επιθυμητό», αλλά συνεπάγεται την ύπαρξη «επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης» για την εν λόγω παρέμβαση.[3] Εναπόκειται στις εθνικές αρχές να κάνουν την αρχική εκτίμηση της επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης σε κάθε περίπτωση. Κατά συνέπεια, τους αφήνει ένα περιθώριο εκτίμησης.

Ωστόσο, η απόφασή τους υπόκειται σε έλεγχο από το Δικαστήριο. Τούτου δοθέντος, προβλέπεται ότι προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εκτίμηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης από σοβαρές διασυνοριακές απειλές για την υγεία είναι συνεπής και ολοκληρωμένη από τη σκοπιά της δημόσιας υγείας, η διαθέσιμη επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη πρέπει να κινητοποιηθεί με συντονισμένο τρόπο, μέσα από κατάλληλα κανάλια ή δομές ανάλογα με τον τύπο της σχετικής απειλής. Αυτή η εκτίμηση των κινδύνων για τη δημόσια υγεία πρέπει να αναπτυχθεί μέσω μιας πλήρως διαφανούς διαδικασίας και πρέπει να βασίζεται σε αρχές αριστείας, ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και διαφάνειας. Η εκτίμηση αυτή πρέπει να παρέχεται από τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τις αποστολές τους ή από την Επιτροπή, εάν η απαιτούμενη εκτίμηση επικινδυνότητας είναι εν όλω ή εν μέρει εκτός των εντολών των οργανισμών της Ένωσης.[4] Ένας περιορισμός στο δικαίωμα της ΕΣΔΑ δεν μπορεί να θεωρηθεί «αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία» - όπου δύο από τα σήματα καλής ποιότητας είναι η ανοχή και η ευρυνοητικότητα- εκτός εάν, μεταξύ άλλων, είναι ανάλογος με τον θεμιτό στόχο που επιδιώκεται.[5]

Στην συνέχεια, το ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε ότι κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσον τα επίμαχα μέτρα ήταν «απαραίτητα σε μια δημοκρατική κοινωνία», θα εξετάσει εάν, υπό το φως της υπόθεσης στο σύνολό της, οι λόγοι που απαριθμούνται για την αιτιολόγησή τους ήταν σχετικοί και επαρκείς και αν τα μέτρα ήταν ανάλογα με τους επιδιωκόμενους νόμιμους στόχους.[6] Τα κράτη μέλη της Ε.Ε. έχουν την ευθύνη να διαχειρίζονται κρίσεις δημόσιας υγείας σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, τα μέτρα που λαμβάνονται από μεμονωμένα κράτη μέλη θα μπορούσαν να βλάψουν τα συμφέροντα άλλων κρατών μελών εάν είναι ασυνεπή μεταξύ τους ή βάσει διαφορετικών εκτιμήσεων κινδύνου.

Ο στόχος του συντονισμού της απόκρισης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει, συνεπώς, να επιδιώκει να διασφαλίσει, μεταξύ άλλων, ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο είναι ανάλογα και περιορίζονται στους κινδύνους για τη δημόσια υγεία που σχετίζονται με σοβαρές διασυνοριακές απειλές για την υγεία και δεν έρχονται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις και δικαιώματα που ορίζονται στη ΣΛΕΕ, όπως εκείνα που σχετίζονται με τον περιορισμό των ταξιδιών και του εμπορίου.[7] Το ΕΔΔΑ διευκρίνισε περαιτέρω αυτήν την απαίτηση, δηλώνοντας ότι η έννοια της «αναγκαιότητας» για τους σκοπούς του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ σημαίνει ότι η παρέμβαση πρέπει να αντιστοιχεί σε μια επιτακτική κοινωνική ανάγκη και, ειδικότερα, πρέπει να παραμείνει ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό. Όταν αποφασίζει εάν μια παρέμβαση ήταν «απαραίτητη», το Δικαστήριο θα εξετάσει το περιθώριο εκτίμησης που αφήνεται στις κρατικές αρχές,[8] αλλά είναι καθήκον του εναγόμενου κράτους να αποδείξει την ύπαρξη μιας επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης πίσω από την παρέμβαση.[9]

Όσον αφορά τα γενικά μέτρα που λαμβάνονται από την εθνική κυβέρνηση, προκύπτει από την νομολογία του ΕΔΔΑ ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί η αναλογικότητα ενός γενικού μέτρου, το Δικαστήριο πρέπει κατά κύριο λόγο να εκτιμήσει τις νομοθετικές επιλογές που το διέπουν. Η ποιότητα της κοινοβουλευτικής και δικαστικής επανεξέτασης της αναγκαιότητας του μέτρου έχει ιδιαίτερη σημασία από την άποψη αυτή, συμπεριλαμβανομένης της λειτουργίας του σχετικού περιθωρίου εκτίμησης.[10] Ένα περιθώριο εκτίμησης πρέπει, αναπόφευκτα, να αφεθεί στις εθνικές αρχές, οι οποίες λόγω της άμεσης και συνεχούς επαφής τους με τις ζωτικές δυνάμεις των χωρών τους είναι κατ 'αρχήν καλύτερη θέση από ένα διεθνές δικαστήριο για την αξιολόγηση των τοπικών αναγκών και συνθηκών (βλ. Maurice κατά Γαλλία [GC], αριθ. 11810/03, § 117, ECHR 2005 IX). Αυτό το περιθώριο θα ποικίλει ανάλογα με τη φύση του επίμαχου δικαιώματος της ΕΣΔΑ, την σημασία του για το άτομο και τη φύση των περιορισμένων δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση του σκοπού που επιδιώκεται από τους περιορισμούς. Το περιθώριο θα τείνει να είναι μικρότερο όταν το δικαίωμα που διακυβεύεται είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική απόλαυση των προσωπικών ή βασικών δικαιωμάτων του ατόμου.[11] Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που διαθέτει το άτομο θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τον προσδιορισμό του κατά πόσον το καθού κράτος, κατά τον καθορισμό του κανονιστικού πλαισίου, παρέμεινε εντός του περιθωρίου εκτίμησής του.

Συγκεκριμένα, το ΕΔΔΑ πρέπει να εξετάσει εάν η διαδικασία λήψης αποφάσεων που οδηγεί σε μέτρα παρέμβασης ήταν δίκαιη και ικανή να εξασφαλίσει τον σεβασμό των συμφερόντων που διαφυλάσσονται για το άτομο.[12] Επιπλέον, το ΕΔΔΑ επαναλαμβάνει την σταθερή του πρακτική σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα σχετικά διεθνή μέσα και εκθέσεις προκειμένου να ερμηνεύσει τις εγγυήσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και να εξακριβώσει εάν υπάρχει κοινό πρότυπο στον σχετικό τομέα. Εναπόκειται στο Δικαστήριο να αποφασίσει ποια διεθνή μέσα και εκθέσεις θεωρεί σχετικά και πόσο βάρος τους αποδίδει (βλ. Tănase κατά Μολδαβίας [GC], αριθ. 7/08, § 176, ECHR 2010 · και Demir and Baykara κατά Τουρκία [GC], αριθ. 34503/97, §§ 85-86, ECHR 2008, A.-Μ.Β. v. Φινλανδία, §§ 82-84).

 

γ. Βάθρο είναι πάντοτε το «χάλκεον χέρι» της πολιτειακής νομιμοποίησης

 

Όποια κι αν είναι η τυχηρά ιστορική συγκυρία και όσες νομολογιακές κατασκευές και εάν περικυκλώσουν μία εξαιρετική και επείγουσα κατάσταση, ώστε να ονοματιστούν νομικά αναγκαίοι οι περιορισμοί των φυσικών ελευθεριών, στο βάθρο τους στέκει η πολιτειακή ηθική μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Αυτή επιβάλλει ότι η ακολοθούμενη νομοθετική οδός που εκ των συνθηκών θα επιλεγεί, μπορεί μεν να είναι η ταχίστη δυνατή, αλλά θα ενσωματώνει δικλείδες ελέγχου και θα έχει στέρεες τις φερέγγυες ρήτρες προστασίας των ζωτικών συμφερόντων του ατόμου. Η αναγκαιότητα δεν μπορεί παρά να είναι παρά μια απόσταξη από το κοινωνικό νερό που προσέφεραν οι επιστημονικοί κρουνοί τεκμηρίωσης της επιτακτικής ανάγκης. Η ατομική υγεία τελεί ήδη εντοιχισμένη στο συνταγματικό υπερώο της κοινωνικής ευημερίας. Προς τούτο, γίνεται εκτός από νομική και ηθικά παραδεκτή η επίκληση στην προστασία αυτού του ειδικού δημοσίου συμφέροντος. Το πορώδες του εθνικού μας συνταγματισμού απορροφά την αναγκαία ικμάδα για προσωπική ευτυχία μέσα από την διατήρηση ενός επιπέδου προστασίας της δημόσιας υγείας, αλλά συγκρατεί για τον πολίτη απαραβίαστο έναν χώρο ατομικής ζύγισης, οπότε ο απεγκλωβισμός από την κατάσταση αναγκαιότητας συναρτάται από το μέτρο που επιδεικνύεται προσωπική ευθύνη.


*O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Marc Chagall, The Kiss


[1] “Restrictions of liberty demand individual risk assessments.”, “These 5 rules of epidemic preparedness are encapsulated in the frame work: Good Science + Good Ethics = Good Law. This rubric ensures humane and equitable action and protects the public. With the next epidemic possibly around the corner, our public responses must be based on the best available scientific evidence. It is time to commit public policy to good science, ethics, and the rule of law.” Lawrence O. Gostin, “Good Science + Good Ethics = Good Law: Five Rules for Epidemic Preparedness”, The Milbank Quarterly, Vol. 93, No. 1 (March 2015), pp. 19-23, published by: Wiley on behalf of Milbank Memorial Fund Stable URL: https://www.jstor.org/stable/24369865, accessed: 28-03-2020 20:38 UTC

[2] Health is the first wealth and all other values rest on this. "How are you," expressed in one form or another, is one of the commonest greetings the world over. Instinctively all of us recognize that life itself is the ultimate value and that our first pursuit must be the increase of its vitality and the enrichment of its meaning. The nation or individual that loses this prime concern for health and normal physical development is doomed inevitably to a state of vital inefficiency, especially in a complex civilization where a highly artificial life conduces to vital impairment. Individual and national health and vigor are not merely natural concomitants of existence but are achievements to be attained by scientific study and strenuous endeavor. The ancient Greeks furnish the best example of a nation which added greatly to the abundance and meaning of life by continuous training in educational hygiene from infancy.”, Louis W. Rapeer, “Health as a Means to Happiness, Efficiency and Service”, The Annals of the American Academy of Political and Social Science, Vol. 67, New Possibilities in Education (Sep., 1916), pp. 97-106, published by: Sage Publications, Inc. in association with the American Academy of Political and Social Science Stable, URL: https://www.jstor.org/stable/1013494, accessed: 28-03-2020 20:26 UTC. “The view that health care relates to life, liberty, and the pursuit of happiness is supported by Norman Daniels' work. Daniels argues that if we think 'fair equality of opportunity' is important, then healthcare access must be structured to help everyone achieve equal opportunity. Τhe metric of opportunity is quantified as follows. Within a society, there is a range of opportunity consisting of 'life plans reasonable persons are likely to construct for themselves'. The specific range of opportunity available to an individual is a subset of the society's normal opportunity range. It is unlikely that one person could reason ably aspire to be either a professional football player or a professional jockey - the physical requirements for each are too radically different. Individuals have a certain opportunity range when they are healthy. Illness impairs 'normal species-typical functioning' and thus restricts the range of opportunity. Health care therefore helps ensure equality of opportunity by providing or restoring, as closely as possible, normal function. It is this role that makes health care a right. It is a key point that equality of opportunity does not mandate that everybody has access to the entire normal opportunity range. Otherwise, as Buchanan points out, this would mandate extravagant spending on health care in a futile effort to achieve an impossible goal. Regarding health care, equality of opportunity simply means eliminating barriers to an individual's reasonable life plans that arise from deviations from normal functioning.”,  Andrew Bradley, “Positive rights, negative rights and health care”, Journal of Medical Ethics, Vol. 36, No. 12 (December 2010), pp. 838-841, published by BMJ Stable, URL: https://www.jstor.org/stable/25764330,  accessed: 28-03-2020 20:11 UTC. 

[3] CASE OF DUDGEON v. THE UNITED KINGDOM, (Application no. 7525/76), παρ. 51. Βλ. και Handyside, παρ. 48.

[4] Decision No 1082/2013/EU OF THE EUROPEAN PARLIAMENT AND OF THE COUNCIL of 22 October 2013 on serious cross-border threats to health and repealing Decision No 2119/98/EC, Προοίμιο, παρ. 17.

[5] CASE OF DUDGEON v. THE UNITED KINGDOM, (Application no. 7525/76), παρ. 53. Βλ. Και την προαναφερθείσα Handyside, παρ. 49.

[6] CASE OF Z v. FINLAND, (Application no. 22009/93), παρ. 94.

[7] Decision No 1082/2013/EU OF THE EUROPEAN PARLIAMENT AND OF THE COUNCIL of 22 October 2013 on serious cross-border threats to health and repealing Decision No 2119/98/EC, Προοίμιο, par. 21.

[8] CASE OF PARADISO AND CAMPANELLI v. ITALY, (Application no. 25358/12), παρ. 182: “The Court reiterates that a number of factors must be taken into account when determining the breadth of the margin of appreciation to be enjoyed by the State when deciding any case under … the Convention (see, among many other authorities, S.H. and Others v. Austria, cited above, § 94; and Hämäläinen v. Finland [GC], no. 37359/09, § 67, ECHR 2014). Where a particularly important facet of an individual’s existence or identity is at stake, the margin allowed to the State will normally be restricted (see Evans, cited above, § 77). Where, however, there is no consensus within the member States of the Council of Europe, either as to the relative importance of the interest at stake or as to the best means of protecting it, particularly where the case raises sensitive moral or ethical issues, the margin will be wider (see Evans, cited above, § 77; and A, B and C v. Ireland, cited above, § 232). There will usually be a wide margin of appreciation accorded if the State is required to strike a balance between competing private and public interests or Convention rights (see Evans, cited above, § 77, and Dickson, cited above, § 78).”

[9] CASE OF PIECHOWICZ v. POLAND, (Application no. 20071/07), παρ. 212. Βλ. Και McLeod v. the United Kingdom, 23 Σεπτεμβρίου 1998, Reports of Judgments and Decisions 1998-VII, p. 2791, § 52; και Bagiński v. Poland no. 37444/97, 11 Οκτωβρίου 2005, § 89 και τις εκεί αναφορές.

[10] CASE OF A.-M.V. v. FINLAND, (Application no. 53251/13), παρ. 82.

[11] Ό.π., παρ. 83. Βλ. Και Parrillo v. Italy [GC], no. 46470/11, § 169, ECHR 2015; και  Dubská and Krejzová,  § 178). 

[12] CASE OF A.-M.V. v. FINLAND, (Application no. 53251/13), παρ. 84.

 

Κώτση, Δέσποινα

Η Δέσποινα Κώτση είναι Υποψήφια Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών (ΕΚΠΑ) με θέμα της υπό εκπόνηση διατριβής: το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Είναι κάτοχος δύο μεταπτυχιακών τίτλων, ήτοι στο Εξειδικευμένο Δημόσιο Δίκαιο (Νομική Σχολή Αθηνών & Νομική Σχολή Παν/μίου Montesquieu - Bordeaux IV) και στο Διεθνές Δίκαιο & Διπλωματικές Σπουδές (Πάντειο Πανεπιστήμιο). Είναι δε Δικηγόρος Αθηνών, παρ’ Εφέταις, απασχολούμενη κυρίως σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Παρέχει αμισθί επιστημονική υποστήριξη -εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών- στην Ειδική Μόνιμη Κοινοβουλευτική Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για την Παρακολούθηση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Από τις εκδόσεις Cambridge Scholars Publishing, αναμένεται να κυκλοφορήσει ένα Εγχειρίδιο για τις Δημόσιες Συμβάσεις με τίτλο: “Α Handbook on Discretion in Public Procurement”. Στο ενεργητικό της προστίθενται σειρά από διακρίσεις (οκτώ) σε Πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.