Αφιέρωμα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (31.10 - 1.11.2020) στην εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών, "Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη Χρυσή Αυγή - τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων" που πραγματοποιήθηκε στις 19.10.2020
Ευάγγελος Βενιζέλος,
Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή ΑΠΘ - Πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών - Πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ
Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη «Χρυσή Αυγή» στο πεδίο του Συνταγματικού Δικαίου
- Τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων και οι συνταγματικοί φραγμοί στην εικονική «πολιτική» δράση εγκληματικών οργανώσεων »
Η Δημοκρατία ή είναι φιλελεύθερη ή δεν υπάρχει. Άρα, Δημοκρατία χωρίς Κράτος Δικαίου δεν υφίσταται, είναι μία φενάκη. Το Κράτος Δικαίου αποκτά την πραγματική του υπόσταση μέσω των εγγυήσεων του ποινικού φιλελευθερισμού. Όταν θέλουμε ένα «υδραργυρικό» Ποινικό Δίκαιο, άλλοτε δρακόντειο και άλλοτε επιεικές, ανάλογα με το κοινό αίσθημα, νομίζω ότι οδηγούμε στην υπονόμευση και του Κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας. Χρειάζεται ψυχραιμία και διορατικότητα, χρειάζεται μία ιστορική και όχι μία συγκυριακή και φευγαλέα προσέγγιση.
Είμαστε όλοι πολύ ικανοποιημένοι ως δημοκράτες πολίτες του τόπου αυτού, γιατί διεξήχθη μία δίκαιη δίκη που κατέληξε, σε πρώτο βαθμό, στη δίκαιη και ανάλογη ποινική τιμωρία αυτής της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία είχε και το πρόσθετο κέλυφος ενός πολιτικού κόμματος. Το Δικαστήριο, με την απόφασή του, διαπίστωσε ότι το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας της «Χρυσής Αυγής» και τα βασικά οργανωτικά εξωκοινοβουλευτικά στελέχη του συγκροτούσαν εγκληματική οργάνωση και απάγγειλε τις σχετικές ποινικές συνέπειες.
Ορθώς ο Ποινικός Κώδικας εκσυγχρονίστηκε, είμαστε μία χώρα που είχε ανάγκη από ποινικό εκσυγχρονισμό. Νομίζω ότι προσβάλλουν την Επιστήμη του Ποινικού Δικαίου και πρόσωπα υψηλού κύρους όσοι ισχυρίζονται ότι ο Ποινικός Κώδικας ήταν ένα τέχνασμα για να διευκολυνθεί η «Χρυσή Αυγή». Ήταν προϊόν μακράς επιστημονικής επώασης με υψηλή αίσθηση ευθύνης.
Δεν χρειαζόμασταν παρεπόμενη ποινή στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων που να προβλέπεται στον ποινικό νόμο. Ο εκλογικός νόμος, εφαρμόζοντας το άρθρο 51 παράγραφος 3 του Συντάγματος, μπορεί να προβλέψει στο πλαίσιο της Αρχής της Αναλογικότητας περιορισμούς στο εκλογικό δικαίωμα όσων έχουν καταδικαστεί με αμετάκλητη καταδίκη σε κύρια ποινή για ορισμένα εγκλήματα υψηλής απαξίας και αυτό συμπαρασύρει και το παθητικό εκλογικό δικαίωμα, το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, κατά το άρθρο 55 του Συντάγματος.
Απαγόρευση πολιτικού κόμματος, κατά τη γνώμη μου, δεν μπορούμε να έχουμε στο πλαίσιο του άρθρου 29 παρ.1 του ελληνικού Συντάγματος, αλλά και ιστορικά έχει αποδειχθεί μάταιη, γιατί οι αντιδημοκρατικές, ακροδεξιές, νεοναζιστικές αντιλήψεις, οι οποίες τροφοδοτούν τη δράση ομάδων, μεταλλάσσονται και παίρνουν άλλη μορφή κομματική με πολύ μεγάλη ευκολία. Οι φιλοναζιστικές ιδέες έχουν εκφραστεί με πολλούς τρόπους στη Γερμανία για παράδειγμα. Άρα απαγορεύεις το ένα κόμμα, εμφανίζεται ένα άλλο. Το θέμα είναι εάν τα πρόσωπα που ηγούνται μίας κομματικής οντότητας είναι αμετάκλητα καταδικασμένα και έχουν περιορισμούς του εκλογικού δικαιώματος και εάν υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι μία εγκληματική οργάνωση θέλει να αποκτήσει την προβιά του κόμματος. Τότε, ναι, ο εκλογικός νόμος πρέπει να απαγορεύσει να καταστρατηγηθεί η στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων και να απαγορεύσει την καταχρηστική μεταμφίεση μίας εγκληματικής οργάνωσης σε πολιτικό κόμμα. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό από την απαγόρευση του πολιτικού κόμματος. Αφορά τη νομοθετική πρόβλεψη ελάχιστων βασικών προϋποθέσεων για την ίδρυση πολιτικού κόμματος και για τη συμμετοχή του σε εκλογές. Βασικών προϋποθέσεων δικαστικά ελέγξιμων κατ´αναλογίαν αυτών που προβλέπονται για τα σωματεία και τις ενώσεις προσώπων .
Στο μεταξύ χρονικό διάστημα (μεταξύ καταδίκης σε πρώτο βαθμό και έκδοσης αμετάκλητης απόφασης ) ενδέχεται ο ελληνικός λαός να κληθεί να απαντήσει στο εάν θέλει τη «Χρυσή Αυγή» μέσα στη Βουλή . Κατά η γνώμη μου θα ήταν καλό να έρθει αντιμέτωπος με το ερώτημα αυτό, για να δώσει την απάντηση σε όσους ασπάζονται τη νεοναζιστική ιδεολογία και κοσμοαντίληψη, ότι η καταδίκη δεν είναι μόνο ή πρωτίστως ποινική, αλλά είναι και μία καταδίκη αξιακή και πολιτική και κοινωνική.
Κορυφαίο συνεπώς ζήτημα είναι η ευθύνη των πολιτών. Δεν μπορεί ο πολίτης να καλυφθεί πίσω από οποιαδήποτε δικαστική απόφαση. Η δικαστική απόφαση θωρακίζει τη Δημοκρατία και το Κράτος δικαίου, αλλά η ευθύνη των πολιτών είναι ευθύνη και για αυτό που ψήφισαν και για αυτό που θα ψηφίσουν, και για το παρελθόν τους και για το συλλογικό μας μέλλον, για τη συλλογική μας μοίρα που είναι το άλλο όνομα της Ιστορίας.
Το παρήγορο είναι πως η ποινική αντιμετώπιση του φαινομένου που λέγεται εγκληματική οργάνωση «Χρυσή Αυγή» λειτούργησε παιδαγωγικά, λειτούργησε προτρεπτικά προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής ευαισθησίας και αποτρεπτικά ως προς την ανοχή των φαινομένων αυτών από μία κοινωνία η οποία είναι κουρασμένη, αλλά δεν πρέπει να χάσει ποτέ, μα ποτέ, το στίγμα της δημοκρατικής και δικαιοκρατικής της ευαισθησίας.-
Βασίλης Μαρκής,
Επίτιμος Αντεισαγγελέας ΑΠ
Το έργο της Δικαιοσύνης και η ευθύνη των πολιτών
Μιλάμε όλοι για το άρθρο 187, δηλαδή τη διάταξη του Ποινικού Κώδικα που προβλέπει κυρώσεις για τη συγκρότηση και τη συμμετοχή σε μία εγκληματική οργάνωση. Πρόκειται για μία διάταξη, η οποία εισήχθη στον ΠΚ το 2001, με τον λεγόμενο «τρομονόμο», όπως τον χαρακτήριζαν κάποτε κάποιοι, ο οποίος είχε ψηφιστεί με υπουργό Δικαιοσύνης τον Μ. Σταθόπουλο. Είναι μεγάλη σύμπτωση ότι ήμουν ο βασικός εισηγητής στη Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής. Πρέπει να αναφέρω τα ονόματα, γιατί ουσιαστικά τρεις είχαμε παραμείνει: εγώ, ο Γιάννης Διώτης και ο νεαρός τότε πανεπιστημιακός Νικόλαος Λίβος. Πάρα πολλοί άλλοι με το που αντιλήφθηκαν ότι ο νόμος θα αντιμετωπίσει το οργανωμένο έγκλημα όχι μόνο με τη μορφή που έδινε η Σύμβαση του Παλέρμο, δηλαδή όταν επιδιώκεται η επίτευξη οικονομικού οφέλους, αλλά ότι θα συμπεριλάβει τη δράση τρομοκρατικών οργανώσεων, και κυρίως της «17 Νοέμβρη», λίγο-λίγο απεχώρησαν και τελικά αυτοί που σήκωσαν το βάρος ήταν τα τρία πρόσωπα που προανέφερα.
Ποτέ Επιτροπή, στα 50 χρόνια που παρακολουθώ τα πράγματα, δεν υπέστη τέτοιο bullying από τον Τύπο. Ήταν τόση η πίεση που δέχθηκαν τα μέλη της Επιτροπής ώστε ο Υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Σταθόπουλος να αναφέρει στην έκθεση που συνόδευσε το σχετικό σχέδιο νόμου κατά την κατάθεση του στη Βούλη για αυτά, τη Θουκυδίδεια ρήση του Επιταφίου «κράτιστοι την ψυχήν, οι τα δεινά και ηδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες και δια ταύτα μη αποτρεπόμενοι εκ των κινδύνων». Είναι χαρακτηριστικό ότι πάρα πολλούς από αυτούς που επιτίθεντο στην Επιτροπή για την πρόθεσή της να εισαγάγει αυτή τη διάταξη, τους είδα μετά από ένα ή δύο χρόνια μάρτυρες υπερασπίσεως στην πρωτόδικη δίκη της «17 Νοέμβρη» στην οποία είχα την τιμή να εκπροσωπώ την Εισαγγελική Αρχή.
Έχουμε έρθει λοιπόν τώρα, 19 χρόνια μετά, η διάταξη αυτή να εξυμνείται από τους πάντες.
Στην πραγματικότητα δηλαδή ο νέος Ποινικός Κώδικας τι έκανε; Αφήρεσε ένα κατάλογο εγκλημάτων που θα έπρεπε να επιδιώκει η οργάνωση για να διαπραχθεί το αδίκημα, και είπε ότι θα πρέπει να υπάρχει το αδίκημα αυτό, οποιοδήποτε κακούργημα και αν επιδιώκεται από τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης. Η διάταξη αυτή ήταν από τις διατάξεις που είχαν προκαλέσει διαφωνίες μεταξύ των τριών Επιτροπών. Η Επιτροπή Μανωλεδάκη, είχε πει ότι στο άρθρο 187 για να στοιχειοθετείται το έγκλημα θα πρέπει να επιδιώκεται οικονομικό όφελος. Τότε δεν υπήρχε το θέμα της «17 Νοέμβρη».
Το θέμα αυτό το βρήκε η δική μου Επιτροπή και προσπάθησε να το επιλύσει με τον εξής τρόπο: διατήρησε τη βασική μορφή, ότι δηλαδή οποιοδήποτε έγκλημα και αν διαπράξεις συγκροτείται η αντικειμενική υπόσταση, αλλά είπαμε σαν μία ειδικότερη μορφή ότι αν επιδιώκεις και οικονομικό όφελος, τότε σου επιβάλλεται εκτός από την κάθειρξη και χρηματική ποινή. Η νέα Επιτροπή, υπό τον κ. Αργυρόπουλο, αυτό το συνένωσε, δηλαδή δεν έκανε τη διάκριση ανάμεσα στους σκοπούς αλλά προέβλεψε ότι απευθείας η ποινή είναι πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα ετών για τους συμμετέχοντες και χρηματική ποινή. Αυτά για την Ιστορία και για να σας πω μία διάταξη που το 2001 δεχόταν πολεμική, σήμερα σχεδόν εξυμνείται από τους πάντες.
Σε σχέση με τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Ήταν μία πρόταση της Επιτροπής Μανωλεδάκη – Έλλη Συμεωνίδου- Καστανίδου, με την οποία συμφώνησε απόλυτα η Επιτροπή Μαρκή στο σύνολό της και επίσης ταυτίστηκε απόλυτα η Επιτροπή Αργυρόπουλου.
Να επισημάνω ότι πριν λειτουργήσει η δική μου Επιτροπή επίσημα, ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης, ο Α. Ρουπακιώτης, είχε συστήσει μία άτυπη ομάδα εργασίας η οποία αποτελείτο αμιγώς από δικαστές και δικηγόρους μαχόμενους, ανθρώπους που ίσως ποτέ δεν είχαν ασχοληθεί με νομοπαρασκευαστικό έργο, με σκοπό να αξιολογήσει ρυθμίσεις της Επιτροπής Μανωλεδάκη. Το σύνολο αυτών των ανθρώπων είχαν δεχθεί ως ορθή την άποψη ότι θα πρέπει να καταργηθεί ο θεσμός της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων, όπως τουλάχιστον λειτουργούσε όλα αυτά τα χρόνια.
Θέλω να πω με λίγα λόγια ότι η ύπαρξη ή μη του δικαιώματος του δικαστηρίου να επιβάλει τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων με τον παλιό Κώδικα, εάν δεν είχε μεσολαβήσει ο καινούριος, κανένα αποτέλεσμα δεν θα επέφερε, με βάση τη σκέψη ότι από τη στιγμή που ο νόμος απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη δεν υπάρχει δυνατότητα, κατά τη δική μου άποψη, πριν περάσουν πέντε τουλάχιστον χρόνια να υπάρξει δυνατότητα απαγόρευσης συμμετοχής των μελών της «Χρυσής Αυγής» στις επόμενες εκλογές.
Έχω, δε, την εντύπωση ότι ο όρος του Συντάγματος που αναφέρεται στο αμετάκλητο δεν μπορεί να ξεπεραστεί, από οποιοδήποτε δικαστικό όργανο, που θα κληθεί να αντιμετωπίσει το θέμα συμμετοχής ή όχι στις εκλογές.
Η γνώμη μου είναι ότι η υπόθεση της «Χρυσής Αυγής» θα μας απασχολεί τουλάχιστον μία πενταετία ακόμα, μέχρι να καθαρογραφούν τα πρακτικά. Εάν είναι σωστή η πληροφόρησή μου, ο Γραμματέας κρατούσε χειρόγραφα τα πρακτικά, πρακτικά συνεδριάσεων πέντε ετών. Θα πρέπει να καθαρογραφεί η απόφαση, να προσδιοριστεί η υπόθεση και να ξαναδικαστεί πάλι από την αρχή, πράγμα που σημαίνει ότι ουσιαστικά στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο θα έχουμε μία επανάληψη της πρωτόδικης δίκης. Εάν τώρα τα πράγματα πιεστούν και στο δεύτερο βαθμό, αυτή η δίκη δεν μπορεί να διαρκέσει λιγότερο από τρία χρόνια.
Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι επόμενες εκλογές θα βρουν υποψήφιους ήδη καταδικασμένους και από εκεί και πέρα είναι ευθύνη των πολιτών να κρίνουν τους υποψηφίους τους, όταν μάλιστα θα έχουν επαπειλούμενη από το Σύνταγμα πρόβλεψη ότι σε περίπτωση που θα καταστεί αμετάκλητη η καταδίκη, θα εκπέσουν από τα αξιώματά τους.
Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου
Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ
Τα διδάγματα για το μέλλον
Μετά τις αυστηρές καταδίκες και τον εγκλεισμό των μελών της Χρυσής Αυγής στη φυλακή, τρία είναι κατά τη γνώμη μου τα ειδικότερα ζητήματα που πρέπει να αναδειχθούν.
Το πρώτο είναι ο τρόπος με τον οποίο η εφαρμογή του ποινικού νόμου περιόρισε την απήχηση του συγκεκριμένου κόμματος στον πολιτικό μας βίο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για πολλά χρόνια η Χρυσή Αυγή δρούσε ανενόχλητη, με την ανοχή των αρμόδιων αρχών. Είναι αποκαλυπτική η Δήλωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας (ECRI) του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 10 Δεκεμβρίου 2012. «Αυτό το κόμμα», σημειωνόταν, «ανοικτά χρησιμοποιεί εθνικιστική και αντι-μεταναστευτική ρητορική, βασιζόμενο στην ευάλωτη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κόσμος, εξαιτίας της ακραίας οικονομικής κρίσης. Μέλη της Χρυσής Αυγής έχουν συστηματικά προβεί σε πράξεις βίας και εγκλήματα μίσους κατά μεταναστών, εθνικών μειονοτήτων και πολιτικών αντιπάλων, συχνά υπό την ανοχή της αστυνομίας». Η ανεκτική αυτή στάση, αλλά και η ευθεία υποστήριξη ρατσιστικών πράξεων από εκπροσώπους των αρχών επιβολής του νόμου (όπως από τα μέλη αγήματος του Λιμενικού Σώματος στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου πριν από κάποια χρόνια), διόγκωσε τη δύναμη της Χρυσής Αυγής και «χρειάσθηκε» η δολοφονία Φύσσα για να κινηθεί επιτέλους ο μηχανισμός απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και να διαμορφωθεί ισχυρή πολιτική βούληση για την απομόνωση και περιθωριοποίηση των συγκεκριμένων πρακτικών. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει την ευθύνη του κρατικού μηχανισμού για όσα συνέβησαν και υποδεικνύει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθείται ώστε να μην ξανασυμβούν.
Το δεύτερο θέμα σχετίζεται με το ερώτημα αν είναι εφικτός ο αποκλεισμός της Χρυσής Αυγής, ως κομματικού σχηματισμού, από τις επόμενες εκλογικές διαδικασίες. Από το άρθρο 29 Συντ. προκύπτει ότι οι Έλληνες πολίτες έχουν δικαίωμα «να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Με τη διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται ασφαλώς η απαγόρευση ίδρυσης κάποιων κομμάτων. Η απαγόρευση δεν τέθηκε στο Σύνταγμα. Αλλά και δεν αναγνωρίζεται από αυτό κανένα δικαίωμα ίδρυσης κομμάτων που δεν υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία της Δημοκρατίας. Επομένως, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο εμπόδιο να τεθεί στην εκλογική νομοθεσία αυτός ο προβλεπόμενος στο Σύνταγμα όρος, η τήρηση του οποίου, υπό τον ουσιαστικό έλεγχο του Αρείου Πάγου, θα αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση συμμετοχής του κόμματος στις εκλογές. Το περιεχόμενο του όρου θα πρέπει ασφαλώς να προσδιοριστεί. Όλα τα κόμματα εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος όταν πλουτίζουν τον πολιτικό διάλογο με νέες ιδέες, νέες απόψεις, όποιες απόψεις και αν είναι αυτές, ακόμα και αν στο τέλος τείνουν σε μία αλλαγή του πολιτεύματος. Άλλωστε όλα τα πολιτεύματα, όπως ξέρουμε, έχουν αλλάξει σταδιακά όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Όμως δεν εξυπηρετείται η ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος όταν ήδη στο παρόν, δηλαδή ενώ λειτουργεί η Δημοκρατία, χρησιμοποιεί ένα κόμμα ως τρόπο έκφρασης τη βία.
Τέλος, το τρίτο θέμα αφορά στην στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Στον Ποινικό Κώδικα του 1950, η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων οδηγούσε σε τέσσερα αποτελέσματα. Απώλεια θέσεων και αξιωμάτων, που παραμένει και στον νέο Ποινικό Κώδικα, απαγόρευση απόκτησης δημόσιων θέσεων, απαγόρευση άσκησης του εκλογικού δικαιώματος και αδυναμία διορισμού σε θέση πραγματογνώμονα ή ενόρκου.
Σε ό,τι αφορά την απόκτηση δημόσιας θέσης, ήδη ο Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας, η νομοθεσία για τις προσλήψεις στο Δικαστικό Σώμα ή σε άλλες θέσεις του Δημοσίου ή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προβλέπουν κωλύματα διορισμού πολύ πριν από την αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση που θα στερούσε τα πολιτικά δικαιώματα. Μάλιστα, στον Δημοσιοϋπαλληλικό Κώδικα προβλέπεται ότι απαγορεύεται ο διορισμός στο Δημόσιο ακόμα και όταν απλώς έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κάποιο κακούργημα ή και πλημμέλημα, όπως είναι η κλοπή ή μία απάτη, ακόμα και εάν το αδίκημα έχει παραγραφεί. Την ίδια στιγμή, η εκλογική νομοθεσία παραπέμπει στη στέρηση του εκλογικού δικαιώματος μόνο όταν υπάρχουν αδικήματα του Ποινικού και Στρατιωτικού Κώδικα. Μένουν, έτσι, έξω μία σειρά εγκλημάτων των ειδικών ποινικών νόμων και υπάρχει ο τραγέλαφος να στερείται κάποιος το εκλογικό του δικαίωμα επειδή έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για πλημμέλημα του Ποινικού Κώδικα, να μην το στερείται όμως, βάσει της εκλογικής νομοθεσίας, όταν κάνει λ.χ. εμπορία ναρκωτικών. Αυτή η εσωτερική αντίφαση αντιμετωπίστηκε στον νέο Ποινικό Κώδικα, από την Αιτιολογική Έκθεση του οποίου προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις στέρησης του εκλογικού δικαιώματος πρέπει να ορίζονται με συγκροτημένο τρόπο στην εκλογική νομοθεσία, όπως ακριβώς γίνεται με τα κωλύματα διορισμού στη δημοσιοϋπαλληλική νομοθεσία. Βεβαίως, σε κάθε περίπτωση η στέρηση του εκλογικού δικαιώματος θα προϋποθέτει αμετάκλητη απόφαση, όρος ο οποίος τίθεται από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 51 παρ. 3 Σ.).
Η συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση, στο μέτρο που δεν συνεπάγεται επιβολή ποινής, αλλά συνιστά αντίθετα θεμιτό περιορισμό του εκλογικού δικαιώματος (προκειμένου να επιτευχθούν αναγνωρισμένοι σκοποί γενικού συμφέροντος και να προστατευθούν δικαιώματα και ελευθερίες τρίτων), θα έχει άμεση ισχύ για όλους ήδη από την ημέρα της ψήφισής της και θα οδηγεί σε άμεση στέρηση του εκλογικού δικαιώματος και αυτοδίκαιη έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα μόλις η καταδικαστική απόφαση για τα εγκλήματα που θα ορίζονται στον νόμο γίνει αμετάκλητη, όπως ακριβώς θα συνέβαινε και αν ίσχυε ο παλιός Ποινικός Κώδικας.
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΕΚΠΑ
Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων εντός και εκτός της τρέχουσας ιστορικής συγκυρίας
Η κρίσιμη συνταγματική ύλη οριοθετείται από δύο διατάξεις: Το άρθρο 29 παράγραφος 1 του Συντάγματος που προβλέπει ότι η οργάνωση και η δράση των κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, και το άρθρο 51 παράγραφος 3 που προβλέπει ότι κάποιος μπορεί να στερηθεί το εκλογικό του δικαίωμα ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης.
Είναι γνωστό ότι ο νέος Ποινικός Κώδικας κατήργησε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων αξιολογώντας την ως «απαρχαιωμένη». Παρά ταύτα, υπάρχουν κάποια αδικήματα τα οποία έχουν τέτοια ηθική απαξία, ώστε κάποιος να μην πρέπει να έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στις δημόσιες υποθέσεις. Και ναι μεν ο νομοθέτης του νέου Ποινικού Κώδικα θεώρησε ότι η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων δεν διευκολύνει την κοινωνική επανένταξη των καταδικασθέντων, το σκεπτικό όμως αυτό αποδυναμώνεται εάν αναλογισθεί κανείς ότι ο Υπαλληλικός Κώδικας στερεί τη δυνατότητα των ελλήνων πολιτών να διορισθούν ως δημόσιοι υπάλληλοι, ακόμα και με πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση, ακόμα και με την παραπομπή στο ακροατήριο με αμετάκλητο βούλευμα, για μια σειρά από ποινικά αδικήματα, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται λ.χ. η παράβαση καθήκοντος και η καθ’ υποτροπήν συκοφαντική δυσφήμιση. Ωστόσο, το Σύνταγμα δεν ορίζει ρητά ότι μοναδικός τρόπος στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων είναι η επιβολή της εν λόγω κύρωσης ως «παρεπόμενης ποινής» του Ποινικού Κώδικα. Έτσι, η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων μπορεί να γίνει και μέσω της εκλογικής νομοθεσίας, αρκεί το κώλυμα του εκλογικού νόμου να συνιστά το επακόλουθο αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου.
Το πιο «ακανθώδες» ζήτημα παραμένει η απαγόρευση καθόδου πολιτικών σχηματισμών στις βουλευτικές εκλογές. Γιατί, στο σημείο αυτό συγκρούονται δύο μοντέλα: Η «μαχόμενη» και η «ανεκτική» Δημοκρατία. Το Σύνταγμά μας (ορθώς ή εσφαλμένως, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση) υιοθέτησε το μοντέλο της «ανεκτικής» Δημοκρατίας. Όταν το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος του 1975 προέβλεψε την απαγόρευση πολιτικών κομμάτων, τότε σύσσωμη η Αντιπολίτευση αντέδρασε και, τελικά, στο ισχύον Σύνταγμα δεν συμπεριελήφθη στο άρθρο 29 η δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων. Επομένως, και όπως προκύπτει από την ιστορική ερμηνεία του Συντάγματος (ίσως μία από τις λίγες περιπτώσεις που καθίσταται τόσο σημαντική και καθοριστική η ιστορική ερμηνεία), το Σύνταγμα δεν σιώπησε, αλλά «μίλησε» διά της απαλοιφής της προταθείσας ρύθμισης.
Παρόλα ταύτα: μήπως θα έπρεπε να δοθεί η δυνατότητα στον Άρειο Πάγο, κατά την ανακήρυξη των συνδυασμών στις βουλευτικές εκλογές, να μην ανακηρύσσει τους συνδυασμούς που κρίνει ότι δεν συνάδουν με το άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος; Νομίζω ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να είναι αρνητική. Τα πολιτικά κόμματα δεν είναι «πολιτικές λέσχες». Αντιθέτως, ανήκει στο DNA των πολιτικών κομμάτων η προσπάθεια κατάκτησης της εξουσίας μέσω των βουλευτικών εκλογών ή, έστω, η εκλογή κάποιων βουλευτών. Συνεπώς, συνιστά κατά την άποψή μου μια συνταγματολογική αντίφαση, να λέμε ότι ναι μεν δεν απαγορεύουμε τα πολιτικά κόμματα, αλλά απαγορεύουμε την κάθοδό τους στις εκλογές.
Ακόμη και εάν, de constitutione ferenda, υποστηριζόταν ότι, υπό αυστηρές δικαιοκρατικές εγγυήσεις και σε ακραίες περιπτώσεις, θα έπρεπε να υπάρχει η δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων ή καθόδου τους στις εκλογές, αυτό θα έπρεπε να συμβεί συντεταγμένα και στο πλαίσιο μίας συνταγματικής αναθεώρησης. Σε κάθε περίπτωση, είναι εξαιρετικά επισφαλές να δίνεται στον εφαρμοστή του δικαίου, στα πλαίσιο μίας πολύ συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας, η δυνατότητα να τροποποιεί, ουσιαστικά, την εκπεφρασμένη βούληση του συντακτικού νομοθέτη, χωρίς να έχει ιστορική επίγνωση για το πού μπορεί να εφαρμοσθεί αυτή η συνταγματική αλλαγή. Και όλα αυτά, ανεξάρτητα από δυσεπίλυτα ζητήματα, όπως: Όταν το Σύνταγμα ορίζει ότι κανείς δεν στερείται τα πολιτικά του δικαιώματα παρά μόνο ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης, ο Άρειος Πάγος θα αρκεσθεί στην πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση για να απαγορεύσει την κάθοδο στις εκλογές ενός σχηματισμού ή θα απαιτήσει αμετάκλητη ποινική καταδίκη; Πώς θα εμποδισθεί η ανακήρυξη συνδυασμών που θα συμπεριλαμβάνουν «συγγενείς» και «φίλους» των καταδικασθέντων; Παρότι θα ήταν πολύ επώδυνο συναίσθημα να μας μοιρασθούν ψηφοδέλτια της «Χρυσής Αυγής» στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, θα πρέπει να αναρωτηθούμε –για να μην το «βρούμε μπροστά μας» στο μέλλον με άλλη αφορμή- εάν ανταποκρίνεται στην αρχή του κράτους δικαίου να απαγορεύεται η κάθοδος υποψηφίων συνδυασμών χωρίς δημόσια διαδικασία και χωρίς δυνατότητα δικαστικής ακρόασης των θιγομένων.
Συμπερασματικά: Θα ήταν προτιμότερο να αναδείξουμε τη συνταγματική διάσταση της καταδικαστικής απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή, μετά την πολιτική καταδίκη από τον ελληνικό λαό της «Χρυσής Αυγής» το 2019, σηματοδότησε και τη θεσμική απάντηση της έννομης τάξης στη διάπραξη εγκληματικών πράξεων που δεν μπορούν πλέον να καλύπτονται πίσω από τον μανδύα της πολιτικής δράσης.
Νίκος Αλιβιζάτος
Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Στη Δημοκρατία οι ιδέες δεν διώκονται, διώκεται όμως η βία
Η μοντέρνα δημοκρατία έχει ζωή μόλις 200-250 ετών. Στον Μεσοπόλεμο, με νωπή ακόμη την καθιέρωση της καθολικής ψήφου, βρέθηκε στην Ευρώπη αντιμέτωπη με ένα μείζον ερώτημα: να επιτρέψει ή όχι τη λειτουργία στον κόρφο της κομμάτων που όχι μόνο την αμφισβητούσαν, αλλά διακήρυτταν ανοιχτά την πρόθεσή τους να την καταργήσουν; Αναφέρομαι προφανώς στο φασιστικό κόμμα στην Ιταλία και το ναζιστικό στη Γερμανία, που κατέλαβαν νομότυπα την εξουσία, το 1922 και το 1933 αντιστοίχως, κερδίζοντας τις εκλογές.
Μετά τον πόλεμο και την συντριβή του φασισμού και του ναζισμού, η απάντηση της δημοκρατίας ήταν να προβλεφθεί ρητά η δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων που έχουν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά. Προηγήθηκε το γερμανικό Σύνταγμα του 1949, το οποίο έκτοτε ακολούθησαν και άλλα. Έτσι, στη Γερμανία, την εποχή του ψυχρού πολέμου, απαγορεύτηκε ένα ακροδεξιό κόμμα, καθώς και το κομμουνιστικό (το οποίο ωστόσο επανιδρύθηκε αμέσως μετά, με ελαφρώς αλλαγμένο το όνομά του). Στην Ισπανία, πιο πρόσφατα, τέθηκε εκτός νόμου η πολιτική έκφραση της ΕΤΑ, δηλαδή της τρομοκρατικής οργάνωσης των Βάσκων. Στην Τουρκία, προ ετών απαγορεύτηκε το νεο-ισλαμικό κόμμα του Ερμπακάν, σε μια περίοδο μάλιστα που ήταν πρώτο στη Βουλή! Τέλος, στη Γαλλία, βάσει ενός νόμου του 1936, που αφορούσε τις «ένοπλες ενώσεις» (: ligues armées) και που εξακολουθεί να ισχύει, το υπουργικό συμβούλιο θέτει κατά καιρούς εκτός νόμου τόσο ακροδεξιά όσο και ακροαριστερά γκρουπούσκουλα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο οποίο απευθύνθηκαν οι ενδιαφερόμενοι, απέρριψε τις σχετικές προσφυγές, με τη σκέψη είτε ότι η απαγόρευση στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν δικαιολογημένη (όπως στην περίπτωση του κόμματος Ερμπακάν), είτε –συνηθέστερα- θεωρώντας τις σχετικές προσφυγές ασκούνταν καταχρηστικά.
Στη χώρα μας, εξ αιτίας του «αμαρτωλού» παρελθόντος της διατήρησης εκτός νόμου του ΚΚΕ πάρα πολλά χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να περιληφθεί στο Σύνταγμα διάταξη παρόμοια με τη γερμανική απορρίφθηκε το 1975. Έκτοτε, όλοι οι συνταγματολόγοι συμφωνούμε ότι απαγόρευση κόμματος ούτε δια νόμου που ψηφίζει η Βουλή μπορεί να αποφασιστεί (πολύ λιγότερο με πράξη της εκτελεστικής εξουσίας ή με δικαστική απόφαση). Και αυτό, όχι μόνο λόγω της απόρριψης της σχετικής πρότασης, όταν καταρτιζόταν το ισχύον Σύνταγμα, αλλά και γιατί φρονούμε ότι η παροχή μιας τέτοιας δυνατότητας θα εγκυμονούσε κινδύνους για την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Στην δημοκρατία, οι ιδέες δεν διώκονται και ανήκει στον λαό να θέτει στο περιθώριο αντιδημοκρατικά κόμματα με την ψήφο του.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι, οσάκις εμφανίζονται κόμματα διαθέτοντα τάγματα εφόδου, τα οποία κατατρομοκρατούν τους πολίτες και μετέρχονται ανοιχτά τη βία στην «καθημερινή» δράση τους, όπως ήταν η Χρυσή Αυγή, η δημοκρατία θα πρέπει να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Όταν αποδειχθεί με τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβητήσεων, ότι κάτω από το πέπλο του κόμματος κρύβεται μια οργάνωση που έχει όλα τα χαρακτηριστικά της εγκληματικής, διότι μετέρχεται συστηματικά τη βία, νομίζω ότι οι υπεύθυνοι, εφ’ όσον αποδεδειγμένα σχεδιάζουν και συμμετέχουν στις έκνομες ενέργειές της, πρέπει να διώκονται. Αν μάλιστα υπάρχουν θύματα, πρέπει να τιμωρούνται αμείλικτα. Κάποιοι υπερευαίσθητοι φιλελεύθεροι φίλοι πρέπει επιτέλους να καταλάβουν ότι η ανοχή των τραμπουκισμών σε μια δημοκρατία και οι παρελάσεις των ταγμάτων εφόδου υπό τα παραγγέλματα του όποιου επίδοξου χιτλερίσκου, δεν είναι ένδειξη δύναμης της δημοκρατίας˙ είναι απόδειξη αδυναμίας.
Με βάση τα ανωτέρω, θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, ύστερα από σοβαρή μελέτη και ανταλλαγή απόψεων ώστε να προληφθούν τυχόν παρενέργειες, να συμπληρωθούν τα κενά που παρουσιάζει στο σημείο αυτό ο εκλογικός νόμος. Σύμφωνα με την πρόταση που πρώτος διατύπωσε ο συνάδελφος Γιώργος Σωτηρέλης, πιστεύω και εγώ ότι είναι σκόπιμο να αναγνωρισθεί στο Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου, αρμόδιο κατά το ισχύον δίκαιο για την ανακήρυξη των συνδυασμών, η αρμοδιότητα να αποκλείει από τις εκλογές κόμματα που έχουν χαρακτηρισθεί δικαστικώς εγκληματικές οργανώσεις ή που περιλαμβάνουν στους συνδυασμούς τους πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί, έστω και πρωτοδίκως, για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Φρονώ ότι μια τέτοια λύση δεν θα προσέκρουε στο Σύνταγμα.
Για το μέλλον εξ άλλου, θα πρέπει να επαναφερθεί, κατά τη γνώμη μου, στον ποινικό κώδικα, ως παρεπόμενη ποινή η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για χρόνο ανάλογο προς την βαρύτητα ορισμένων ειδικά απαριθμούμενων αδικημάτων. Διότι πιστεύω ότι ο ποινικός δικαστής που δικάζει το κύριο έγκλημα είναι ο πιο κατάλληλος να εκτιμήσει αν, στο πρόσωπο του καταδικαζόμενου, συντρέχει και το στοιχείο της ηθικής αναξιότητας και, κατ’ επέκταση, η στέρηση από αυτόν της δυνατότητας να διεκδικήσει την ψήφο του ελληνικού λαού.
Αντύπας Καρίπογλου
Δικηγόρος
Τα όπλα της Δημοκρατίας
Η συζήτηση για τα πολιτικά δικαιώματα των ήδη πρωτόδικα καταδικασθέντων νεοναζί γίνεται, όπως συνήθως στην Ελλάδα, εκ των υστέρων, άναρχα και με εντελώς συγκυριακά κριτήρια. Τα ζητήματα είναι δύο. Τα ατομικά πολιτικά δικαιώματά τους και η νομιμότητα λειτουργίας της ΧΑ. Η συζήτηση και για τα δύο εκκίνησε από στρεβλή βάση.
Ο νέος ΠΚ πράγματι δεν προβλέπει παρεπόμενη ποινή αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων. Η ρύθμιση αυτή είναι κατά την γνώμη μου απολύτως σωστή, αλλά αυτό είναι αδιάφορο στην παρούσα συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, παραβλέπονται δυο πολύ κρίσιμα δεδομένα: Ούτως ή άλλως, και με τον προηγούμενο ΠΚ, για να εκτελεστεί η παρεπόμενη ποινή απαιτούνταν αμετάκλητη απόφαση, δηλαδή εν προκειμένω σίγουρα μετά τις επόμενες εκλογές. Και έπειτα, το Σύνταγμα επιτρέπει τον περιορισμό του δικαιώματος του εκλέγειν (και άρα και του εκλέγεσθαι) των αμετάκλητα καταδικασθέντων, αν νόμος το ορίσει, χωρίς αυτό να είναι ποινή που πρέπει να απαγγελθεί από ποινικό δικαστήριο (και χωρίς να υπάρχει ζήτημα αναδρομικότητας). Αυτή ήταν και η ορθότερη αντιμετώπιση του ζητήματος, μετά την θέση σε ισχύ των νέων ποινικών διατάξεων. Δυστυχώς η σημερινή πλειοψηφία, αφού αδράνησε να θεσπίσει τέτοια διάταξη στον εκλογικό νόμο, προκειμένου να εξυπηρετήσει μικροπολιτικές επιδιώξεις, τα έριξε όλα «στον ΠΚ του ΣΥΡΙΖΑ» - που δεν είναι «του ΣΥΡΙΖΑ», αλλά αποτέλεσμα κοπιώδους και σοβαρής προσπάθειας πλήθους κορυφαίων ελλήνων νομικών επί δεκαετίες -, επιλέγοντας να πλήξει ηθικά τον πολιτικό αντίπαλό της και αδιαφορώντας αν έτσι πλήττει το ίδιο το θεσμικό και θεμελιώδες για την φιλελεύθερη δημοκρατία νομοθέτημα.
Στο δεύτερο ζήτημα, με ευθύνη κυρίως του νομικού κόσμου και των ΜΜΕ, η ποινική δίκη των συγκεκριμένων κατηγορουμένων παρουσιάστηκε ως δίκη αυτού καθ΄αυτού του νεοναζιστικού κόμματος. Ηθικά και πολιτικά μπορεί να είναι έτσι, όμως αυτή η παρανόηση οδήγησε στην απολύτως εσφαλμένη εντύπωση ότι το κόμμα καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση και τέθηκε εκτός νόμου. Εύλογα, λοιπόν, οι πολίτες αναρωτιούνται πώς ένα κόμμα-εγκληματική οργάνωση μπορεί να συμμετάσχει στις εκλογές. Και αυτή η «λαϊκή περί δικαίου» αντίληψη οδηγεί σήμερα την συζήτηση στην ανεύρεση τεχνασμάτων για την απαγόρευση της ΧΑ ως κόμματος. Το Σύνταγμά μας, και ειδικότερα το άρθρο 29, κατά την απολύτως κρατούσα επί 45 χρόνια ερμηνεία του, δεν δίνει την δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικού κόμματος. Για να γίνει αυτό απαιτείται συνταγματική αναθεώρηση ή μεταβολή της απολύτως κρατούσας νομολογίας (θετικής και αρνητικής, μην ξεχνάμε ότι επί 45 χρόνια, κανένα από τα πολλά κόμματα που είχαν καταστατικά διακηρυγμένο πολιτικό στόχο την ανατροπή του πολιτεύματος δεν αποκλείστηκε από τις εκλογές). Είναι, πάντως, κάτι που ο κοινός νομοθέτης δεν δικαιούται να ρυθμίσει.
Αυτά τα δύο, σε συνδυασμό με την απολύτως επιπόλαιη και εντυπωσιοθηρική συμπεριφορά του πολιτικού κόσμου, ο οποίος, προκειμένου να καλύψει την επί χρόνια αδράνειά του που άφησε να γιγαντωθεί η ΧΑ (όταν δεν την χρησιμοποιούσε...), δεν δίστασε να θέσει σε κίνδυνο ακόμη και την δίκαιη δίκη, μας φέρνουν σήμερα προ ενός μεγάλου κινδύνου. Να νομοθετήσουμε με μόνο κριτήριο τους ανέμους της συγκυρίας, σε μια υπόθεση που κυρίως απαιτεί αντίληψη του ιστορικού ορίζοντα.
Είναι τραγικό το ότι υπάρχει άγνοια ή περιφρόνηση ακόμη και για θεμελιώδεις έννοιες του νομικού μας πολιτισμού, όπως η έκταση της ιδιότητας του κατηγορούμενου και το τεκμήριο αθωότητας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο μαζί της και την ακολουθεί για όσο αυτή υπάρχει. Και εξ ίσου τραγικό να επιχειρείται από τον κοινό νομοθέτη η τροποποίηση του Συντάγματος ή η υπόδειξη στα δικαστήρια για τον τρόπο ερμηνείας του. Αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να τίθενται εν αμφιβόλω, επειδή αυτό απαιτεί το «λαϊκό περί δικαίου αίσθημα» σε μια φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή.
Όσοι καταδικάζονται αμετάκλητα για εγκλήματα του ποινικού δικαίου από τον φυσικό τους δικαστή και με απόλυτο σεβασμό όλων των δικαιωμάτων τους, πρέπει να εκτίουν τις ποινές τους, όπως ο νόμος ορίζει. Οι ιδέες τους πρέπει να συντρίβονται στις κάλπες και μόνο εκεί. Η Δημοκρατία θα πολεμά με τα όπλα της ή δεν θα υπάρχει. Θα πολεμά σκληρά, ανυποχώρητα, βίαια αν χρειαστεί, αλλά με τα όπλα της, όχι με τα όπλα των εχθρών της. Και, όπως υπενθύμισε ο Ηλίας Αναγνωστόπουλος (Καθημερινή, 8.10.2020), «το καθεστώς που ανήγαγε το λαϊκό αίσθημα σε υπέρτατη νομική κατηγορία [...] ήταν αυτό της ναζιστικής Γερμανίας.»
Χριστόφορος Αργυρόπουλος
Δικηγόρος, Πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Ποινικού Κώδικα
Τα γεγονότα και τα συμπεράσματα
Στη διάρκεια της διαδικτυακής συζήτησης που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών τη Δευτέρα 19.10.2020 με θέμα οι παρατηρήσεις μου υπήρξαν συνοπτικά οι ακόλουθες, μετά την αποκατάσταση των αναπόφευκτων κενών και ασαφειών του προφορικού λόγου:
1. H άποψη, ότι η καταδικαστική απόφαση τερματίζει την εγκληματική παρουσία του νεο-ναζιστικού μορφώματος στο δημόσιο βίο της Χώρας είναι ακριβής όσον αφορά τη θεσμική επιβεβαίωση, ότι το εμφανιζόμενο σαν πολιτικό κόμμα λειτουργούσε «εν τοις πράγμασι» ως εγκληματική οργάνωση στην οποία μετείχαν διευθυντικά και άλλα μέλη του και τη σημασία που έχει η απόφαση για την ορθολογική ενημέρωση των πολιτών και η αξιολόγησή της στο δημοκρατικό διάλογο. Σχετικά, όμως, με την πολιτική «εξαφάνιση» των αντι-πολιτικών και αντι-δημοκρατικών αντιλήψεων, που χαρακτήριζε την ακραία δράση της Χ.Α., πρόκειται για ένα πρόωρο συμπέρασμα, το οποίο παρακάμπτει το ιστορικό δεδομένο της αποδοχής των αντιλήψεων αυτών από υπολογίσιμο ποσοστό του εκλογικού σώματος. Έγινε ασφαλώς φανερό, ότι η άσκηση βίας, όπως τυποποιείται από το νόμο στις αξιόποινες πράξεις, απαγορεύεται και τιμωρείται. Παραμένει, όμως, ουσιώδης πολιτική και επιστημονική διχογνωμία.
2. Το πρόβλημα του «δημοκρατικού ελέγχου» των κομμάτων από την πολιτική εξουσία αντιμετωπίστηκε αρχικά με το πνεύμα, ότι στο άρθρο 29 παρ. 1 του Συντάγματος δεν τίθεται μια γνήσια περιοριστική ρήτρα, αλλά εκφράζεται μια «σαφής και έντονη πρόθεση αποφυγής κάθε κρατικής επέμβασης στην ελευθερία λειτουργίας των κομμάτων», όπως δέχθηκε το ΣτΕ. Στη συνέχεια, όμως, η απουσία κάθε δημοκρατικού ελέγχου κρίθηκε σαν επικίνδυνη για το πολίτευμα, ιδιαίτερα με την είσοδο στη συνταγματική σκηνή αυτού ακριβώς του βίαιου, φιλοναζιστικού και εχθρικού προς τις δημοκρατικές αξίες «κόμματος». Από την ένταση μεταξύ των αντιθέτων απόψεων, (αυτής που προωθούσε τον έλεγχο και εκείνης που απέκλειε ρητά κάθε κρατική επέμβαση στην ελεύθερη λειτουργία των κομμάτων) ανακύπτει, ένα σύνθετο ερώτημα αρχικά για το συνταγματικά ανεκτό και ύστερα για το πολιτικά «επιθυμητό»: αν ο νομοθέτης μπορεί να ορίσει ένα minimum δημοκρατικού χαρακτήρα των κομμάτων και πολύ περισσότερο να προβλέψει τη δικαστική διάλυση πολιτικών κομμάτων σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις παραβίασής του.
3. Η ευθύνη για τη θεσμική αντιμετώπιση των κρίσιμων αυτών ζητημάτων ανατίθεται στον Κανονισμό της Βουλής, τον Εκλογικό Νόμο και ενδεχομένως έναν οργανωτικό νόμο, εκτελεστικό του άρθρου 51 παρ. 1 του Συντάγματος, που θα εκδοθεί. Η σκέψη, ότι η λύση μπορoύσε να προκύψει από την ποινική καταδίκη είναι θεμελιωδώς άστοχη. Το Ποινικό Δίκαιο από τη φύση του, ως «κυρωτικό» μέσο της έννομης τάξης, δεν είναι το πρόσφορο όχημα για την επίλυση πολιτικών προβλημάτων και μάλιστα αυτών που συνάπτονται αμέσως με τη λαϊκή κυριαρχία. Η «εκτός νόμου» θέση πολιτικών κομμάτων, βάσει της «ανατρεπτικής» κοινωνικοπολιτικής θεωρίας που αυτά προωθούν, αποτελεί αρνητική εμπειρία στη σύγχρονη ιστορία μας. Ο νομοθέτης, πάντως, δεν είναι αρμόδιος να καθορίσει τις ποιοτικές διαφορές των ιδεολογιών. Διαφορετικά θα έπρεπε να δεχθούμε, ότι υπάρχει «κρατούσα» ιδεολογία (όπως και θρησκεία), γεγονός άτοπο στη νεωτερική πολιτική κοινωνία του πλουραλισμού και της αμφισβήτησης.
4. Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όσων καταδικάστηκαν για τη συμμετοχή τους σε εγκληματική οργάνωση συνιστά, με βάση τη δογματική του Ποινικού Δικαίου, υπέρμετρη αυστηρότητα και ο περιορισμός στην παρεπόμενη ποινή, αποστέρησης θέσεων και αξιωμάτων εκτιμάται από τον νέο Ποινικό Κώδικα ως το ανάλογο και αναγκαίο μέτρο βάσει της αρχής της αναλογικότητας, με συνεκτίμηση της καθολικότητας της δημοκρατικής αρχής και του βασικού πολιτικού δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Χώρας. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτού η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (εάν ίσχυε και είχε επιβληθεί) θα ήταν προσωρινά απρόσφορη και μακροπρόθεσμα ακατάλληλη να ικανοποιήσει την ανάγκη όχι του αναποτελεσματικού αποκλεισμού των λίγων καταδικασμένων (που μπορούν, προφανώς, άνετα να μετέχουν αφανώς στη λειτουργία της Χ.Α.), αλλά των πολύ περισσότερων πολιτών, που και με εκκρεμή την ποινική διαδικασία, επιδοκίμασαν πρόσφατα τις πρακτικές και τις αντιλήψεις των πρώτων.
5. Σύμφωνα, πάντως, με την κρατούσα άποψη της θεωρίας του Ποινικού Δικαίου «η αμφισβήτηση της νομιμότητας της δημοκρατίας είναι όχι μόνο ανεκτή, αλλά και επιθυμητή, γιατί με την ανοχή της αμφισβήτησης αυτοεπιβεβαιώνεται ως ελεύθερο πολίτευμα και προχωρεί» (Γ.-Α. Μαγκάκης). Η ανεκτικότητα και η δημοκρατική αυτοπεποίθηση εμπνέουν τους πολιτικούς αγώνες κατά του ολοκληρωτισμού και της πάλης εναντίον του «καθημερινού» φασισμού στις προσωπικές και ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις. Διότι με την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων και τη διαρκή ενεργό συμμετοχή των πολιτών στον πολιτικό ανταγωνισμό αποβαίνει καταφανής η ηθικοπολιτική υπεροχή της δημοκρατίας, ως του μόνου πολιτεύματος στο οποίο όλοι «εν μέρει άρχουν και εν μέρει άρχονται».
Χαράλαμπου Ανθόπουλου
Καθηγητή Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ
Η αποκατάσταση του άρθρου 29 Συντ.
Μετά την καταδικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή αποτελεί επιτακτική πολιτική και συνταγματική ανάγκη η αποκατάσταση του άρθρου 29 § 1 Συντ., δηλαδή η επανένωση των δύο μερών του σε μια ενιαία νομική ενότητα. Στο πρώτο μέρος του το άρθρο 29 § 1 Συντ. κατοχυρώνει ένα υποκειμενικό πολιτικό δικαίωμα: την ελευθερία ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικά κόμματα. Στο δεύτερο μέρος του θεσπίζει μια θεσμική εγγύηση που αφορά τα προσδιοριστικά στοιχεία της μορφής-κόμμα κατά το ισχύον Σύνταγμα: τον δημοκρατικό χαρακτήρα της οργάνωσης και της δράσης του. Η διάσπαση του άρθρου 29 § 1 Συντ. σε ένα κανονιστικό πρώτο μέρος και ένα μη κανονιστικό δεύτερο μέρος είχε μια ιστορικο-πολιτική εξήγηση, ίσως και δικαιολογία, στην πρώτη φάση του κύκλου της μεταπολίτευσης, όταν ήταν ακόμη νωπό ως συνταγματικό αντι-παράδειγμα το «κράτος των εθνικοφρόνων» που θεμελιώθηκε πάνω στον αναγκαστικό νόμο 509. Μετά την άνοδο στην πολιτική σκηνή της Χρυσής Αυγής, ενός κόμματος βίαιου και ανοιχτά φιλοναζιστικού, έγινε πλέον φανερό ότι η πολιτική ratio της ερμηνείας αυτής είχε πλέον εξαντληθεί. Ο τότε Εισαγγελέας Εφετών Ισίδωρος Ντογιάκος στην πρότασή του για παραπομπή σε δίκη των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής με την κατηγορία της συγκρότησης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης κατά το άρθρο 187 § 1 Π.Κ., ήταν ο πρώτος που συνέδεσε την αρχή της συνταγματοποίησης των πολιτικών κομμάτων στο πρώτο μέρος του άρθρου 29 § 1 Συντ. με την αρχή της συνταγματικότητάς τους στο δεύτερο μέρος του: «Το ίδιο το Σύνταγμα …θέτει ως πρωταρχική προϋπόθεση για την υπόσταση και τη λειτουργία ενός πολιτικού κόμματος το να εξυπηρετεί η οργάνωση και η δράση του την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Πράγμα που σημαίνει ότι ένα κόμμα με τα χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής δεν είναι κόμμα κατά την έννοια του άρθρου 29 § 1 Συντ. και θα έπρεπε ήδη από καιρό να έχει τεθεί «εκτός νόμου», αν υπήρχε ένας νόμος που θα προέβλεπε τη δυνατότητα αυτή. Δεν προτείνω εδώ την εισαγωγή του θεσμού της αναγκαστικής δικαστικής διάλυσης των πολιτικών κομμάτων –το κλασικό Parteiverbot-, αυτό μπορεί να γίνει αργότερα ή και να μην γίνει καθόλου. Το γεγονός πάντως ότι δεν προβλέπεται ρητά στο άρθρο 29 § 1 Συντ. δεν είναι καθοριστικό. Ισχύ συνταγματικού κειμένου έχει μόνον αυτό που είπε ο συντακτικός νομοθέτης, όχι αυτό που δεν είπε. Το άρθρο 6 του ισπανικού Συντάγματος, πανομοιότυπο με το άρθρο 29 § 1 Συντ., αποδείχθηκε υπεραρκετό για την εισαγωγή του Parteiverbot στην ισπανική έννομη τάξη (Ley Orgánica 6/2002).
Ανεξάρτητα από το ζήτημα αυτό, ήρθε η ώρα να προβλεφθεί στην ελληνική εκλογική νομοθεσία η δυνατότητα εκλογικής απαγόρευσης των αντιδημοκρατικών κομμάτων, με βάση μια στενή έστω έννοια του «αντιδημοκρατικού κόμματος»: χρήση βίας ή συνηγορία υπέρ της βίας ως μεθόδου πολιτικής δράσης, επιδίωξη μεταβολής των νομοθετικών και συνταγματικών θεμελίων της δημοκρατικής μορφής του κράτους, καταδίκη των υποψηφίων του για συμμετοχή σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση ή για εγκλήματα κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η εκλογική απαγόρευση είναι διοικητική πράξη, θα πρέπει όμως να ανατεθεί στο αρμόδιο για την ανακήρυξη των εκλογικών συνδυασμών όργανο, δηλαδή στο Α΄ Τμήμα του Αρείου Πάγου. Από τη στιγμή δε που το ΕΔΔΑ έχει αποδεχθεί τον πιο δραστικό δυνατό περιορισμό, δηλαδή την αναγκαστική δικαστική διάλυση των αντιδημοκρατικών κομμάτων (βλ. τις αποφάσεις του για το Refah Partisi και το Herri Batasuna), δεν θα έθετε ζήτημα για τον αποκλεισμό τέτοιου είδους κομμάτων από τις εκλογές, τουλάχιστον για τους λόγους που θα δικαιολογούσαν την απόλυτη απαγόρευσή τους, πάντοτε βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική απόφαση θα βασιζόταν σε ρητή και σαφή νομοθετική διάταξη και δεν θα ήταν αυθαίρετη. Βεβαίως θα πρέπει, ανεξάρτητα από τις επιλογές του ποινικού νομοθέτη στο νέο άρθρο 59 του Ποινικού Κώδικα, να υπάρξει και επανεισαγωγή του θεσμού της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων για ορισμένα εγκλήματα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51 § 3 Συντ., αλλά εκτός ποινικού πλαισίου, δηλαδή ως διοικητική κύρωση στο επίπεδο της εκλογικής νομοθεσίας και όχι ως παρεπόμενη ποινή. Η υπόδειξη αυτή του Ευ. Βενιζέλου είναι ορθή και από την άποψη του άρθρου 3-Π1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όπως αποφάνθηκε το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Scoppola (αριθμ. 3), δεν απαιτεί για τη στέρηση των εκλογικών δικαιωμάτων μια απόφαση case-by-case από τον ποινικό δικαστή, εφόσον ο νόμος που τη θεσπίζει διασφαλίζει την αναλογικότητα του μέτρου. Στην περίπτωση όμως αυτήν, η ποινική καταδίκη, που αποτελεί προϋπόθεση για την επιβολή του συγκεκριμένου διοικητικού μέτρου, θα πρέπει να καταστεί αμετάκλητη.
Σχετικά link: https://www.tanea.gr/print/2020/10/31/opinions/sti-dimokratia-oi-idees-den-diokontai-dioketai-omos-i-via/
https://www.tanea.gr/print/2020/10/31/opinions/to-ergo-tis-dikaiosynis-kai-i-eythyni-ton-politon/
Για το transcription της συζήτησης, δειτε εδώ: https://ekyklos.gr/sb/759-transcript-oi-epiptoseis-tis-apofasis-gia-ti-xrysi-avgi-ta-politika-dikaiomata-ton-katadikasthenton.html
19.10.2020, Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη «Χρυσή Αυγή» - τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων from Evangelos Venizelos on Vimeo.