Ο γνωστός και ο άγνωστος Χαρίλαος Τρικούπης*
Αισθάνομαι κάπως περίεργα, ή για να είμαι ειλικρινής όχι απλώς κάπως αλλά πολύ περίεργα, που σας μιλάω σήμερα σε αυτή την αίθουσα για τον Χαρίλαο Τρικούπη, σε μια εκδήλωση που αποκτά μια ιδιαίτερη συμβολική σημασία. Γιατί εδώ αγόρευε εκείνος επί είκοσι χρόνια. Όπως δείχνει εξάλλου και ο πίνακας του Νικολάου Ορλώφ που απεικονίζει μια φανταστική συνεδρίαση της Βουλής στα τέλη του 19ου αιώνα: Παρόντες όλοι οι σημαντικοί πολιτικοί, στα έδρανα και στον χώρο εδώ μπροστά, και στο βήμα αγέρωχος ο Τρικούπης, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος.
Στη θέση του σημερινού αυτού κτιρίου το 1835, όταν μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου στην Αθήνα, υπήρχε ένα πολυτελές για την εποχή μέγαρο, του Αλέξανδρου Κοντόσταυλου, στο οποίο κατοίκησε για δύο χρόνια ο Όθων, ως εργένης. Τι εργένης, δηλαδή, 20 χρονών παιδί ήταν. Το μέγαρο αυτό είχε μια μεγάλη αίθουσα χορού και το 1843, μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, η αίθουσα αυτή κρίθηκε ως η μόνη κατάλληλη για να συνεδριάσει η Εθνική Συνέλευση και να ψηφίσει το Σύνταγμα. Έτσι έκτοτε, όπως έλεγαν, το χορευτήριο έγινε Βουλευτήριο. Δέκα χρόνια αργότερα όμως καταστράφηκε από μια πυρκαγιά και η Βουλή μεταφέρθηκε σε ένα κοντινό οίκημα, που ήταν τόσο άθλιο, ώστε το ονόμαζαν «παράγκα».
Μέχρι να γίνουν τα σχέδια για την ανέγερση της νέας Βουλής, να βρεθούν τα χρήματα και να κτισθεί, πέρασαν είκοσι χρόνια. Όταν τελείωσε, οι βουλευτές ήταν πανευτυχείς που θα εγκατέλειπαν επιτέλους την άθλια παράγκα, οι δημοσιογράφοι όμως σχολίαζαν αρνητικά τη θέση του κτιρίου, γιατί ήταν τοποθετημένο έτσι λοξά. Υποστήριζαν ότι η στροφή, που έπρεπε να πάρουν οι άμαξες (από την οδό Κολοκοτρώνη, υποθέτω) για να βρεθούν μπροστά στην είσοδο, ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε θα εκτροχιάζονταν. Προετοίμαζαν μάλιστα τον κόσμο να θρηνήσει θύματα. Από ό,τι ξέρω εκτροχιασμός δεν έγινε, και στις 11 Αυγούστου του 1875 έφθασε η μεγάλη μέρα. Η νέα αυτή Βουλή εγκαινιάσθηκε, από ποιον άλλον, από τον Τρικούπη.
Εκείνη την ημέρα καθιερώθηκε η πιο σημαντική μας κοινοβουλευτική αρχή, η αρχή της δεδηλωμένης.
Ο Τρικούπης είχε δημοσιεύσει τον περασμένο χρόνο το γνωστό του άρθρο «Τις πταίει;» και τώρα, έχοντας σχηματίσει την πρώτη του κυβέρνηση, παρουσιαζόταν για πρώτη φορά ως πρωθυπουργός ενώπιον της Βουλής. Η μέρα αυτή, που προφανώς ήταν εξαιρετικά σημαντική για τον ίδιο, εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντική και για εμάς, καθώς αποτελεί ορόσημο για την κοινοβουλευτική μας ιστορία: Εκείνη την ημέρα καθιερώθηκε η πιο σημαντική μας κοινοβουλευτική αρχή, η αρχή της δεδηλωμένης. Με τον λόγο του θρόνου που εκφώνησε τότε ο Γεώργιος Α΄, και που είχε γράψει ο Τρικούπης, ο βασιλιάς δεσμεύθηκε ότι για να αναλάβει μια κυβέρνηση την εξουσία, αλλά και για να παραμείνει σ’ αυτήν, θα πρέπει να απολαμβάνει της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης της Βουλής. Αυτό που σήμερα μας φαίνεται αυτονόητο, τότε δεν ήταν καθόλου, και χρειάσθηκε να βρεθεί η χώρα στη δίνη της μεγαλύτερης μέχρι τότε πολιτικής της κρίσης για να καθιερωθεί από τον Τρικούπη.
Την ώρα που άκουγε τον βασιλιά να διαβάζει τον λόγο του, ο Τρικούπης σκεπτόταν ότι θα ήθελε να βρίσκονταν εκεί τρεις άνθρωποι να τον ακούσουν, τρεις άνθρωποι που δεν ζούσαν πια και που υπήρξαν πολύ σημαντικοί γι’ αυτόν:
Καταρχάς ο πατέρας του, ο Σπυρίδων Τρικούπης, που υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός επί Καποδίστρια και ο πρώτος πρωθυπουργός επί Όθωνα, επί Αντιβασιλείας για την ακρίβεια. Έντιμος, πιστός μέχρι τέλους στον φιλελευθερισμό και στον πατριωτισμό του, ο Σπυρίδων Τρικούπης υπήρξε ο κατεξοχήν πολιτικός της μετριοπάθειας. Αυτός ήταν ο πρώτος που ενέπνευσε στον Χαρίλαο τον σεβασμό προς το Σύνταγμα και τον κοινοβουλευτισμό.
Δίπλα στον πατέρα του θα ήθελε τον αδελφό της μητέρας του, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, του οποίου ήταν και ο πολιτικός διάδοχος. Ο Μαυροκορδάτος ήταν ηγετική προσωπικότητα, ένας από τους πιο προικισμένους Έλληνες και τους σημαντικότερους πολιτικούς μας. Εκσυγχρονιστής, φιλελεύθερος, πολύ μορφωμένος και βαθύτατα συνταγματικός, ταυτίστηκε όσο κανένας άλλος πολιτικός με τις συνταγματικές εξελίξεις του τόπου. Τέσσερις φορές πρωθυπουργός, για μικρά διαστήματα, λόγω των συγκυριών δεν μπόρεσε ποτέ να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Τα σημαντικότερα στοιχεία του, τα συμπεριέλαβε ο Τρικούπης στο δικό του. Οι δύο αυτοί άνδρες, ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Μαυροκορδάτος, συνεργάτες, φίλοι και ομοϊδεάτες, επηρέασαν βαθύτατα το φρόνημα και τις ιδέες του Χαρίλαου Τρικούπη.
Ο τρίτος άνθρωπος που θα ήθελε παρόντα στη συνεδρίαση αυτή της Βουλής το 1875, ήταν ο καθηγητής του, ο Γεώργιος Γεννάδιος, στον οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Ο Τρικούπης ήταν γεννημένος το 1832 και είχε περάσει μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο Λονδίνο, όπου είχε διορισθεί πρεσβευτής ο πατέρας του. Ήταν μόλις ενάμιση έτους, όταν η οικογένεια Τρικούπη έφθασε εκεί. Θα μείνουν μέχρι το 1843, με ένα διάλειμμα δύο ετών. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, στα μέσα Αυγούστου του 1843, βρήκαν την πρωτεύουσα φαινομενικά ήρεμη, αλλά υπογείως σε μεγάλο αναβρασμό. Είκοσι μέρες αργότερα ξέσπασε η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου.
Το πρώτο δημόσιο έγγραφο που αφορά τον Χαρίλαο Τρικούπη, είναι μια βεβαίωση, ότι έλαβε μέρος στην επανάσταση αυτή. Τώρα το τι ακριβώς έκανε ο εντεκάχρονος επαναστάτης, που μόλις είχε έρθει από το προστατευμένο περιβάλλον της πρεσβείας του Λονδίνου, είναι συζητήσιμο. Προσωπικά πρέπει να σας ομολογήσω ότι δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι του επέτρεψαν καν να βγει έξω, στους δρόμους, εκείνο το βράδυ, μόνος του, χωρίς τον πατέρα του, που συνεδρίαζε με τα άλλα μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας για να νομιμοποιήσουν την επανάσταση. Όπως έλεγε ο Σπυρίδων Τρικούπης, τα έγγραφα λένε συχνά άλλα ’ντ’ άλλων.
Συμπτωματικά, στις 3 Σεπτεμβρίου άρχιζε και το σχολικό έτος, είναι όμως αμφίβολο αν λειτούργησαν τα σχολεία εκείνη την ημέρα. Ο νεαρός Χαρίλαος, φθάνοντας από το Λονδίνο, είχε εγγραφεί στο Γυμνάσιο Αθηνών, που ήταν γνωστό ως του Γενναδίου και που δεν είναι άλλο από το σημερινό πρώτο πρότυπο γυμνάσιο της Αθήνας, ο σύνδεσμος των αποφοίτων του οποίου οργανώνει τη σημερινή εκδήλωση. Θα μου επιτρέψετε συνεπώς να πω λίγα λόγια παραπάνω για το σχολείο αυτό, από το οποίο ο Χαρίλαος αποφοίτησε με τον βαθμό άριστα.
Ιδρύθηκε το 1829 στην Αίγινα, επί Καποδίστρια, ως Κεντρικό Σχολείο και, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας, μεταφέρθηκε και αυτό στην Αθήνα μετονομαζόμενο σε Γυμνάσιο. Θεωρείτο το καλύτερο από όσα λίγα είχε η χώρα και το διηύθυνε ο διδάσκαλος του γένους Γεώργιος Γεννάδιος. Η σημασία του για την αθηναϊκή κοινωνία ήταν τεράστια και ο γυμνασιάρχης λογιζόταν ως σημαντικό μέλος των Αρχών του κράτους. Έτσι για παράδειγμα κατά την εναρκτήρια τελετή της Εθνικής Συνέλευσης του 1843 ο Γεννάδιος ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στην αίθουσα, πριν και από τον δήμαρχο.
Στο Γυμνάσιο οι παραδόσεις γίνονταν σε ένα κλίμα ανάμικτο λογιοσύνης και ένθερμου πατριωτισμού. Ο Γεννάδιος δίδασκε με ιδιαίτερη συγκίνηση Δημοσθένη, ενώ μερικές φορές προσκαλούσε στο μάθημα της ιστορίας και επιζώντες ήρωες του ΄21. Συνήθιζε να αφηγείται στους μαθητές του τα της Επανάστασης, με σπάνια δραματικότητα. Ήθελε να τους τονίσει τον ηρωισμό και τα κατορθώματα των αγωνιστών, της γενιάς δηλαδή των πατέρων τους, και να τους εμφυσήσει τον έρωτα προς την πατρίδα και την ελευθερία. Συγχρόνως, προσπαθούσε να τους διδάξει και έναν λιτό τρόπο ζωής, καθώς δεν ανεχόταν την πολυτέλεια, στην οποία είχε αρχίσει να συνηθίζει η ανώτερη τάξη της ελληνικής κοινωνίας. «Οι πατέρες σας», φώναζε θυμωμένα με την ηχηρή φωνή του, «ελευθέρωσαν την πατρίδα χωρίς γάντια, χωρίς μεταξωτά ρούχα, χωρίς βερνικωμένα παπούτσια. Και σεις τα χρειάζεσθε όλα αυτά, απλώς για να τη διατηρήσετε;».
Το Γυμνάσιο είχε ως αποστολή να προπαρασκευάζει τους μαθητές που ήθελαν να σπουδάσουν στο Πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό δινόταν μεγάλο βάρος στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών. Οι γνώσεις που αποκτούσαν οι μαθητές ήταν τόσες, ώστε ο Τρικούπης, ως φοιτητής αργότερα στη Γαλλία, να είναι σε θέση να συντάξει ένα τμήμα της διπλωματικής του εργασίας στα λατινικά. Λέγεται δε ότι αργότερα διασκέδαζε να μιλάει με έναν παλιό συμμαθητή του στα λατινικά, για να ξαφνιάζει όσους τους άκουγαν!
Το πρόγραμμα περιλάμβανε σε όλες τις τάξεις ιστορία, γεωγραφία, θρησκευτικά (κατήχηση), μαθηματικά, φυσική, χημεία, φυσική ιστορία και γαλλικά, ενώ στην τελευταία τάξη διδάσκονταν επί πλέον λογική και εισαγωγή στη φιλοσοφία. Εκτός από τα υποχρεωτικά μαθήματα υπήρχαν και τα μαθήματα επιλογής, δηλαδή ζωγραφικής, μουσικής και γερμανικών, ενώ το Γυμνάσιο Αθηνών ήταν το μόνο σχολείο σε όλη την Ελλάδα που διέθετε και καθηγητή αγγλικών. Δεν γνωρίζω ποια μαθήματα επιλογής παρακολούθησε ο Τρικούπης, οι γνώσεις του πάντως στα γερμανικά ήταν επαρκείς αλλά όχι τέλειες, όπως και στα ιταλικά που θα μάθει αργότερα. Αντίθετα, από μικρός μιλούσε άψογα γαλλικά και αγγλικά.
Ενώ οι καθηγητές του Γυμνασίου ήταν εξαιρετικοί και τα μαθήματα υψηλού επιπέδου, το νοικιασμένο κτίριο, στο οποίο στεγαζόταν, και το οποίο δεν είχε κτισθεί βέβαια για σχολείο, ήταν παντελώς ακατάλληλο. Οι γονείς διαμαρτύρονταν ότι βρισκόταν σε θέση πολύ θορυβώδη, οι δε καθηγητές ότι ήταν πολύ μικρό για τον μεγάλο αριθμό των μαθητών. Παρότι δεν ήταν πολλές οι οικογένειες που έστελναν τα παιδιά τους στο γυμνάσιο και στο Πανεπιστήμιο, ο αριθμός των μαθητών ήταν μεγαλύτερος από αυτόν που μπορούσαν να διαχειρισθούν οι καθηγητές του. Την εποχή που φοιτούσε εκεί ο Τρικούπης, ενώ το γυμνάσιο της Πάτρας δεν είχε παρά 27 μαθητές, το Γυμνάσιο Αθηνών είχε 360. Είναι προφανές ότι ο αριθμός των εννέα καθηγητών του ήταν ανεπαρκής.
Μια από τις διηγήσεις για την αγαθοεργία και τη διακριτικότητα του Τρικούπη αναφέρει ότι αγόραζε με το χαρτζιλίκι του βιβλία για τρεις άπορους συμμαθητές του, χωρίς να το γνωρίζουν ούτε οι γονείς του ούτε κανείς άλλος. Σε έναν μάλιστα από αυτούς κατάφερε να εξασφαλίσει και μια υποτροφία, από κάποιον πλούσιο ομογενή, για να σπουδάσει στη Γαλλία.
Ο Χαρίλαος ήταν ψυχαναγκαστικός από τη φύση του και ήταν τόσο επιμελής ώστε έφθανε να παρακούει τους γονείς του και να ξενυχτά τα βράδια μελετώντας. Για να αποφύγει μάλιστα τις παρατηρήσεις, όταν τους άκουγε να περνούν έξω από την πόρτα του δωματίου του, κατέβαζε το φως της λάμπας και το ανέβαζε πάλι μόλις απομακρύνονταν τα βήματα.
Ως μαθητής αποδείχθηκε ιδιαίτερα ικανός όχι μόνο στα θεωρητικά μαθήματα, αλλά και στα μαθηματικά. Αυτή η κλίση του θα τον βοηθήσει αργότερα στην κατανόηση των δημοσίων οικονομικών ζητημάτων. Στις απολυτήριες εξετάσεις, το καλοκαίρι του 1848, έγραψε μια πολύ εμπεριστατωμένη έκθεση με θέμα Το σύστημα της πολιτείας κατά Θουκυδίδην, που λέγεται ότι εντυπωσίασε τους καθηγητές του, ενώ θεωρείται ότι ήταν και μια πρώτη ένδειξη του ενδιαφέροντός του για τα κοινά.
Εκείνη η χρονιά, το 1848 είχε αρχίσει επεισοδιακά, με το ξέσπασμα επαναστάσεων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τον Οκτώβριο, όταν εγγράφηκε ο Χαρίλαος στη Νομική Σχολή, τα επαναστατικά κινήματα είχαν πλέον κατασταλεί παντού, εκτός από τη Γαλλία. Στην Αθήνα, μέσα στον απόηχο του κλίματος της ανατροπής, άρχισαν και οι φοιτητικές διαδηλώσεις. Μεταξύ των διαφόρων αιτημάτων τους ξεπηδούσε και το θέμα του αλύτρωτου ελληνισμού, η Μεγάλη Ιδέα, που είχε ήδη ενσωματωθεί στον επίσημο πολιτικό λόγο. Ο Σπυρίδων Τρικούπης, γνωρίζοντας τις μεθόδους της οθωνικής χωροφυλακής, τις οποίες μπορούμε να φαντασθούμε, προσπάθησε να αποτρέψει οποιαδήποτε ανάμειξη του νεαρού Χαρίλαου. Εκείνος όμως και σε συγκεντρώσεις συμμετείχε και έλαβε τον λόγο για πολιτικά θέματα και σε διαδηλώσεις πήγε, όπου μάλιστα κινδύνευσε να συλληφθεί. Αυτή ήταν η πρώτη του επαφή με την πολιτική.
Οι σπουδές του στη Νομική Σχολή της Αθήνας διακόπηκαν πρόωρα με την αναχώρηση της οικογένειας Τρικούπη για το Παρίσι. Ο πατέρας του, μετά το επεισόδιο Πασίφικο, που είχε οδηγήσει στις αρχές του 1850 στον αποκλεισμό του Πειραιά από τον αγγλικό στόλο, είχε διορισθεί πάλι πρεσβευτής, σε αναζήτηση διεθνούς συμπαράστασης και λύσης.
Εγκαταλείποντας την Αθήνα των εφηβικών του χρόνων, ο Χαρίλαος, έπαιρνε μαζί του τα βιώματα μιας πολιτικής κατάστασης, στην οποία δεν συμμετείχε μεν ο ίδιος, αλλά την είχε ζήσει καθημερινά στο οικογενειακό του περιβάλλον. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας των συνεπειών της αυταρχικής διακυβέρνησης, της πολιτικής αστάθειας και των βασιλικών επεμβάσεων, που αντιμετώπιζαν ο πατέρας του και ο Μαυροκορδάτος ως ηγέτες του αγγλικού κόμματος. Φοιτητής της Νομικής ο ίδιος, ήταν σε θέση να κατανοήσει την επιμονή τους για την ανάγκη όχι μόνον ύπαρξης Συντάγματος, αλλά και συμμόρφωσης προς αυτό, να εκτιμήσει την αξία της προστασίας των δικαιωμάτων του πολίτη, να διαμορφώσει μια πρώτη άποψη για τα οφέλη μιας ισχυρής κυβέρνησης με φιλελεύθερο πρόγραμμα και να διαπιστώσει στην πράξη τη σημασία των καλών διπλωματικών σχέσεων με τις Δυνάμεις.
Μόλις έφθασαν στο Παρίσι, στις αρχές του 1850, έσπευσε να εγγραφεί στην εκεί Νομική Σχολή, η οποία βέβαια ήταν πολύ καλύτερη από την ελληνική, που ήταν ακόμη στα σπάργανα. Να σκεφθείτε ότι ο πρώτος απόφοιτός της, που ήταν και ο πρώτος απόφοιτος του ελληνικού Πανεπιστημίου, αποφοίτησε εννέα χρόνια μετά την ίδρυσή της και η απόφασή του να παρουσιασθεί στις πτυχιακές εξετάσεις είχε προκαλέσει έναν μικρό πανικό στους καθηγητές του. Έγινε ειδική συνέλευση για να αποφασίσουν πώς θα δώσουν τα θέματα, πώς θα γίνει η βαθμολογία κλπ.
Στον ελεύθερο χρόνο του βοηθούσε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Ο Χαρίλαος στη Γαλλία ήταν ένας καλός και συνεπής φοιτητής, χωρίς να είναι αριστούχος. Το πρόγραμμα των σπουδών ήταν εντατικό και το παρακολουθούσε συστηματικά, πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι δεν διδάχθηκε συνταγματικό δίκαιο, γιατί ο Ναπολέων Γ΄, όταν αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, κατάργησε την έδρα. Μετά το τέλος του πρώτου κύκλου των σπουδών του, ο Τρικούπης δεν επιδίωξε την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος. Όσοι τον θέλουν διδάκτορα της Νομικής, συγχέουν τη διπλωματική του εργασία με διδακτορική διατριβή. Αντίθετα, εκείνος προτίμησε το φθινόπωρο του 1853 να διορισθεί γραμματέας στο Δικηγορικό Σύλλογο Παρισίων. Στον ελεύθερο χρόνο του βοηθούσε τον Μαυροκορδάτο, που είχε αντικαταστήσει τον πατέρα του στην θέση του πρεσβευτή, όταν εκείνος μετατέθηκε πάλι στο Λονδίνο.
Έναν χρόνο αργότερα αποχαιρετά οριστικά τη γαλλική πρωτεύουσα, τη φοιτητική ζωή και τα ανέμελα χρόνια και αναχωρεί για το Λονδίνο, όπου θα ζήσει σχεδόν μια δεκαετία, αρχίζοντας δίπλα στον πατέρα του τη σταδιοδρομία του ως διπλωμάτης. Μια σταδιοδρομία που θα τελειώσει με την επιτυχή υπογραφή της συνθήκης για την Ένωση των Ιονίων Νήσων.
Στην Αγγλία θα του κάνουν και το πρώτο συνοικέσιο. Εικοσιεπτά χρονών εκείνος, δεκαεπτά η νεαρή Μαρία Σούτσου, και με πατέρα με πριγκιπικό τίτλο. «Ωραιοτάτη, κάλλιστα ανατεθραμμένη, γνωρίζει άριστα την ελληνικήν, γαλλικήν και γερμανικήν, έχει νούν και κρίσιν ορθήν, πραότητα, αγγελικήν ψυχήν. Έχει και προίκα χρηματικήν καλήν και προικιά άριστα», αλλά το συνοικέσιο, δεν ευοδώθηκε. Καθώς ήταν περιζήτητος γαμπρός, θα ακολουθήσουν και άλλα, κανένα όμως δεν θα έχει «αίσιο τέλος». Χωρίς να μπορώ καθόλου να το επιβεβαιώσω, λέγεται ότι η αιτία ήταν ο φημολογούμενος δεσμός του με την ωραία, αλλά κατά σαράντα χρόνια μεγαλύτερή του, λαίδη Palmerston, τη γυναίκα του λόρδου Palmerston.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης, που ήταν στα νιάτα του γραμματέας και υπότροφος του λόρδου Guilford, είχε καλλιεργήσει τις γνωριμίες του και κατείχε μια εξαιρετική θέση στην αγγλική κοινωνία. Έτσι, ο Χαρίλαος ήρθε σε επαφή με πολλούς Βρετανούς αξιωματούχους, που τον καλούσαν συχνά στο σπίτι τους. Μεταξύ αυτών και οι δύο πιο σημαντικοί πολιτικοί της εποχής, ο λόρδος Palmerston και ο λόρδος Russell. Ο λόρδος Russell μάλιστα τον είχε πάρει εμφανώς υπό την προστασία του, με αποτέλεσμα στους διπλωματικούς κύκλους να αποκαλείται «Ο Βενιαμίν του λόρδου Russell».
Στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, αλλά και των φιλελεύθερων δημοκρατικών πολιτικών ιδεών του, έπαιξε οπωσδήποτε πολύ σημαντικό ρόλο το οικογενειακό του περιβάλλον. Εκείνο, όμως, που υπήρξε το πλέον αποφασιστικό γεγονός για τη διαμόρφωση της πολιτικής θεωρίας του, ήταν η διαμονή του αυτή στο Λονδίνο, την πατρίδα του κοινοβουλευτισμού. Του δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά το βρετανικό κοινοβουλευτικό σύστημα, οι αρχές του οποίου θα καθορίσουν ουσιαστικά την πολιτική του φιλοσοφία. Συγχρόνως συνειδητοποίησε τη δύναμη του Τύπου στη διάδοση των αρχών του κόμματος των Φιλελευθέρων, που ιδρύθηκε τότε. Αυτό θα τον ωθήσει να χρησιμοποιήσει αργότερα και ο ίδιος την αρθρογραφία για τη διάδοση των ιδεών του και να φροντίσει να εκδοθεί μια τρικουπική εφημερίδα, η Ώρα.
Πίστευε βαθύτατα στον κοινοβουλευτισμό, ήταν υπέρμαχος του δικομματισμού για την ύπαρξη ισχυρής κυβέρνησης.
Επηρεασμένος από το βρετανικό πρότυπο, πίστευε βαθύτατα στον κοινοβουλευτισμό, ήταν υπέρμαχος του δικομματισμού για την ύπαρξη ισχυρής κυβέρνησης, και θεωρούσε εξίσου απαραίτητη την ύπαρξη ισχυρής αντιπολίτευσης για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Υποστήριζε ότι οι βουλευτές έπρεπε να εκλέγονται για τις ιδέες τους και όχι ως πρόσωπα και αγωνίσθηκε για την καταπολέμηση των πελατειακών σχέσεων και για τη μετατροπή των προσωπικών κομμάτων σε κόμματα αρχών. Όσο βέβαια αυτό ήταν δυνατό. Γιατί τελικά και το τρικουπικό κόμμα, παρότι θεωρείται το πρώτο μη προσωποπαγές κόμμα αρχών, λόγω της ισχυρής προσωπικότητας του Τρικούπη αλλά και των συνθηκών, εν πολλοίς ταυτιζόταν μαζί του. Εξάλλου και οι αρχές του και η πολιτική του ταυτίζονταν ουσιαστικά με αυτές του Τρικούπη. Ωστόσο, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκείνος ήταν το αναμφισβήτητο συνδετικό στοιχείο κόμματος και ψηφοφόρων, το τρικουπικό κόμμα είναι το πρώτο ελληνικό κόμμα, που κατάφερε να επιζήσει του αρχηγού του.
Η είσοδος του Τρικούπη στην πολιτική συμπίπτει όχι μόνο με την αλλαγή του προσώπου του βασιλιά, αλλά και του πολιτεύματος. Ο Όθων και η συνταγματική μοναρχία αντικαθίστανται από τον Γεώργιο Α΄ και τη βασιλευομένη δημοκρατία. Οι πρώτες εκλογές της βασιλείας του Γεωργίου προκηρύχθηκαν το 1865 και τότε αρχίζει πρακτικά η πολιτική σταδιοδρομία του Τρικούπη, με την κάθοδό του στον εκλογικό στίβο και την πανηγυρική εκλογή του. Επέλεξε να πολιτευθεί στο Μεσολόγγι, από όπου καταγόταν, και έκτοτε θα πολιτεύεται πάντοτε εκεί, παρόλο που θα το επισκέπτεται ελάχιστα. Το Μεσολόγγι απείχε από την Αθήνα 54 ώρες. Για να πάει ήθελε δηλαδή τρείς μέρες: δύο για να φθάσει στην Πάτρα με το πλοίο, κάνοντας τον γύρο της Πελοποννήσου, και άλλη μία κατόπιν από την Πάτρα μέχρι εκεί. Δεν αποτόλμησε ποτέ να πάει από την ξηρά, να ταξιδέψει με το άλογο σε στενά και απόκρημνα μονοπάτια.
Κατά πάσα πιθανότητα η πρώτη φορά που πήγε στο Μεσολόγγι ήταν όταν αποφάσισε να πολιτευθεί. Στους ψηφοφόρους του, παρότι είχε στο ενεργητικό του την επιτυχή σύναψη της συνθήκης της Ένωσης των Επτανήσων, συστήθηκε βασικά ως ο γιος του Σπυρίδωνα Τρικούπη και ο ανιψιός του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Οι αντίπαλοί του βλέποντάς τον ξενόφερτο και με μια περίεργη προφορά, την οποία προσπάθησε και κατάφερε να αποβάλει σχεδόν τελείως αργότερα, τον ονόμασαν Εγγλέζο, ξένο, Φράγκο, εγγλέζικο κεφάλι, αλλά και αριστοκράτη και μυλόρδο. Χαρακτηρισμοί που θα ακουσθούν πολλές φορές στο μέλλον, ενώ θα προστεθούν και τα φορομπήχτης, πετρέλαιος, μογγόλος και άλλα παρόμοια ή και χειρότερα.
Διαβάζοντας γενικότερα περιγραφές του Τρικούπη τα επόμενα χρόνια στον Tύπο της εποχής, γραμμένες άλλες από αντιπάλους και άλλες από φίλους, διερωτάται κανείς αν αφορούν το ίδιο πρόσωπο ή αν πρόκειται για μια νέα μορφή του Ιανού. Ο άθλιος, ο ελεεινός, ο αυθάδης απατεών, ο ανόητος κεφάλας, ο αναίσχυντος συκοφάντης, ο λαθρέμπορος, κατάσκοπος και πλαστογράφος μπορεί να είναι συγχρόνως υπόδειγμα εντιμότητας και ηθικής, τέρας μορφώσεως, προσηνής, σοβαρός, αγέρωχος, να θαυμάζεται σε Ανατολή και Δύση, να έχει χαλύβδινο χαρακτήρα, απέραντη καλοσύνη, αδάμαστη θέληση και ένα μεγαλοφυές πνεύμα;
Βουλευτής λοιπόν στα τριάντα τρία του, υπουργός στα τριάντα τέσσερα, αρχηγός κόμματος στα σαράντα και πρωθυπουργός στα σαράντα τρία, υπήρξε από νέος ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής και θα εξελιχθεί σταδιακά στον επικρατέστερο. Θα δεσπόσει επί είκοσι χρόνια στην ελληνική πολιτική ζωή. Από το 1875 μέχρι το 1895. Σχημάτισε επτά κυβερνήσεις κατά τις οποίες αναλάμβανε συνήθως δύο υπουργεία, εκείνα που θεωρούσε σημαντικότερα τη δεδομένη στιγμή. Από το 1883 και μετά απέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα στο υπουργείο Οικονομικών, ενώ δεν ανέλαβε ποτέ τα υπουργεία Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, Δικαιοσύνης και Ναυτικών.
Τότε λέχθηκε το «ανθ’ ημών ο κύριος Γουλιμής».
Η σταδιοδρομία του δεν ήταν πάντα ανθόσπαρτη. Εκλέχθηκε εννέα φορές βουλευτής, αλλά απέτυχε τέσσερις. Τις μεγάλες επιτυχίες, τις ακολουθούσαν αποτυχίες και απογοητεύσεις, με αποκορύφωμα την τελευταία εκλογική πανωλεθρία του, το 1895. Τότε λέχθηκε και το περίφημο «ανθ’ ημών ο κύριος Γουλιμής».
Ο Τρικούπης ήταν γεννημένος ηγέτης. Όπως έλεγε ο Sir Horace Rumbold, ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Αθήνα, «ο Χαρίλαος Τρικούπης ήταν προορισμένος να δράσει σε πολύ μεγαλύτερη πολιτική σκηνή από εκείνη στην οποία περιορίσθηκαν η ιδιοφυία του και το σθένος του. Είχε ευρύτητα στη σύλληψη των ιδεών του και την ικανότητα να βλέπει και να πράττει τα πράγματα σε μεγάλη κλίμακα, έχοντας ευγενή και ειλικρινή πίστη στο μέλλον του ελληνικού λαού. Προσθέστε σε αυτά», συνεχίζει, «την πλήρη έλλειψη φιλαυτίας, τον φλογερό, έως και παράλογο, πατριωτισμό, την αυστηρή ακεραιότητα και την απόλυτη σταθερότητα στις αρχές του και έχετε έναν πολιτικό που δεν είναι ο συνήθης τύπος πολιτικού και, κυρίως, δεν έχει καμία σχέση με τους συμπολίτες του. Δεν είναι ανάγκη να λεχθεί ότι ο Τρικούπης δεν ήταν «δημοφιλής», με την κοινή σημασία της λέξης. Έμοιαζε πολύ με τον Αριστείδη, για να έχει αυτό το προνόμιο».
Πράγματι ο πολιτικός σχεδιασμός του ήταν μακροχρόνιος και μεγαλεπήβολος, και τα επιτεύγματά του σημαντικά. Είναι ο πατέρας του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, ο πρωθυπουργός του εκσυγχρονισμού και των νομοθετικών αλλαγών, των μεγάλων δημοσίων έργων και των σιδηροδρόμων. Αλλά καθώς όλα έχουν και ένα κόστος, θεωρείται και ο πρωθυπουργός των φόρων, των μεγάλων δανείων και της πτώχευσης.
Σκέφθηκα να μην κάνω χρονολογική αναδρομή σε όλη τη σταδιοδρομία του Τρικούπη αλλά να παρουσιάσω γενικά πρώτα την πολιτική του και κατόπιν την προσωπικότητά του.
Θα σημειώσω μόνο ότι εκτός από ικανός υπήρξε και τυχερός, γιατί ενώ κατά τα πρώτα 18 χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου είχαν σχηματισθεί 32 κυβερνήσεις, που προφανώς ήταν βραχύβιες, εκείνος κατά τη δεκαετία του 1880, στις δύο μακροχρόνιες πρωθυπουργίες του, παρέμεινε στην αρχή επί επτάμισι συνολικά χρόνια, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να εφαρμόσει το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι του χρειάζονταν πολλές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς. Αυτό σήμαινε μεγάλες αλλαγές στη νοοτροπία αλλά και αλλαγές στον τρόπο της οργάνωσης κράτους και στρατού, που έθιγαν πολλά και ποικίλα προσωπικά συμφέροντα. Γι’ αυτό δεν γίνονταν σχεδόν ποτέ εύκολα αποδεκτές. Εκείνον όμως δεν τον πτοούσαν οι δυσκολίες. «Δεν ήρθα στην εξουσία μόνον για να μείνω, αλλά κυρίως για να κάνω το καθήκον μου», έλεγε, προσθέτοντας ότι τα μεγάλα έργα δεν γίνονται παρά μόνο με μεγάλες θυσίες.
Τα μεγάλα έργα δεν γίνονται παρά μόνο με μεγάλες θυσίες.
Είναι βέβαιο ότι η εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού του προγράμματος, στον βαθμό που πραγματοποιήθηκε, δεν θα είχε επιτευχθεί χωρίς τη στιβαρή προσωπικότητά του, τον αυστηρό χαρακτήρα του, τη διορατικότητα και την επιμονή που τον διέκριναν, αλλά και χωρίς το πείσμα και τις εμμονές του. Ήταν απόλυτα προσηλωμένος στην υλοποίηση των οραμάτων του, για τα οποία εργάσθηκε άοκνα. Ο Τρικούπης πολιτεύθηκε πάντα με συνέπεια και είναι εντυπωσιακό το πόσο σταθερός υπήρξε στις απόψεις του, τις οποίες διατύπωσε με ακρίβεια στην αρχή της σταδιοδρομίας του και τις ακολούθησε πιστά μέχρι τέλους. Αντίθετα ο Δηλιγιάννης, ο βασικός του αντίπαλος, λέγεται ότι άλλαζε απόψεις και φρονήματα μέχρι και τρεις φορές την ημέρα.
Οι βασικοί άξονες της πολιτικής του Τρικούπη, τους οποίους διακήρυττε με κάθε ευκαιρία, στηρίζονταν σε τέσσερα σημεία: Πρώτον, στην υπακοή στο Σύνταγμα, στους νόμους και στην ελεύθερη βούληση του λαού. Δεύτερον, στον σεβασμό των κοινοβουλευτικών θεσμών. Τρίτον, στην επιδίωξη του εκσυγχρονισμού και της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας σε συνδυασμό με την οργάνωση και την ενίσχυση του στρατού και του στόλου. Και τέταρτον, στη διαφύλαξη της ειρήνης μέχρι να καταστεί η Ελλάδα ισχυρή και ικανή να διεκδικήσει οποιαδήποτε επέκταση των εδαφικών ορίων της.
Ήταν αντίθετος με κάθε άκαιρη εξέγερση των υπόδουλων επαρχιών, που μπορούσε να τορπιλίσει τη μελλοντική επίτευξη της Μεγάλης Ιδέας. Δεδομένου, όμως, ότι η πολιτικο-στρατιωτική ισορροπία στην περιοχή ήταν εξαιρετικά ασταθής και το Ανατολικό Ζήτημα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκραγεί, θεωρούσε ότι έπρεπε η οικονομική και η στρατιωτική ανάπτυξη να επιτευχθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Εξ ου και η σπουδή του στην εφαρμογή του εκσυγχρονιστικού του προγράμματος, παρά το οικονομικό κόστος του και την πίεση που αναγκαζόταν να ασκήσει ο ίδιος στον ελληνικό λαό.
Κάνοντας σήμερα έναν απολογισμό του έργου του επιβεβαιώνουμε ότι τα οράματά του ήταν όντως μεγάλα. Ορισμένα πιθανώς και ανέφικτα. Δεν θεωρούσε απλώς ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση. Ήθελε να την καταστήσει κράτος ισάξιο με τα ευρωπαϊκά, εκείνη, που ήταν μια χώρα πενήντα μόλις χρόνων. Να την κάνει το «Χρηματιστήριον της Ανατολής». Να εκσυγχρονίσει τη διοίκηση και τον στρατό, να αυξήσει τον στόλο και να αναπτύξει την οικονομία, αποβλέποντας στην εθνική ολοκλήρωση. Να επιβάλει αρχές κοινοβουλευτισμού σε ένα κοινοβούλιο, όπου ακόμη υπήρχαν βουλευτές αναλφάβητοι. Ευρύτητα μεγαλόπνοων σκοπών, που δυστυχώς ήταν συνδυασμένη με στενότητα των μέσων για την επίτευξή τους.
Δεν θεωρούσε απλώς ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση. Ήθελε να την καταστήσει κράτος ισάξιο με τα ευρωπαϊκά.
Αποτιμώντας το έργο του, ως προς τους θεσμούς είναι σαφές ότι του οφείλουμε πολλά. Πέτυχε να θεμελιώσει τον κοινοβουλευτισμό στην Ελλάδα και να επιβάλει την αρχή της δεδηλωμένης. Αλλά η συμβολή του στην εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών δεν περιορίζεται σ’ αυτό. Διενήργησε πραγματικά ελεύθερες εκλογές και προσπάθησε με τη θέσπιση της ευρείας εκλογικής περιφέρειας να περιορίσει τη συναλλαγή και τις πελατειακές σχέσεις. Ανέδειξε τη σημασία της αντιπολίτευσης για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα, κατέστησε σαφές ότι η άσκηση της αντιπολίτευσης πρέπει να γίνεται κατά τρόπο συνετό, ώστε αν ο αντιπολιτευόμενος κληθεί στην εξουσία να μπορεί να εφαρμόσει τα όσα υποστηρίζει. Επιδίωξε να δημιουργήσει κόμματα αρχών, να καταργήσει τους κομματάρχες και να μειώσει τον κομματικό φατριασμό και φανατισμό. Με τον τρόπο του πολιτεύεσθαι, που ακολούθησε, έφερε ένα νέο ήθος στην πολιτική ζωή του τόπου και συνετέλεσε στην επιβολή πολιτικής σταθερότητας για αρκετά χρόνια, καθώς και στην καταπολέμηση των σαθρών πολιτικών ηθών του παρελθόντος, που δεν εξέλειπαν, βέβαια, αλλά περιορίσθηκαν σημαντικά.
Ο απώτερος στόχος του τρικουπικού προγράμματος, χωρίς εθνικιστές εξάρσεις και χωρίς δημαγωγικές κορώνες, ήταν η επίτευξη της Μεγάλης Ιδέας. Έτσι, η οικονομία έπρεπε να αναπτυχθεί για να δημιουργηθεί και να συντηρηθεί αξιόμαχος στρατός και στόλος· τα εκτεταμένα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα έπρεπε να κατασκευασθούν όχι μόνο για την εξυπηρέτηση ταξιδιωτών και εμπορευμάτων, αλλά και για τη μεταφορά του στρατού σε καιρό πολέμου. Και όντως οι θετικές στρατιωτικές και πολιτικές επιπτώσεις της κατασκευής του σιδηροδρομικού και του οδικού δικτύου αναδείχθηκαν στις δύσκολες στιγμές των επιστρατεύσεων. Γιατί μέχρι τους βαλκανικούς πολέμους το σύνολο των γραμμών που κατασκευάσθηκε επί Τρικούπη αποτελούσε ουσιαστικά το μόνο σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας. Συνεπώς δικαίως ο Τρικούπης θεωρείται ο πατέρας των ελληνικών σιδηροδρόμων. Το μεγάλο επίτευγμά του, τα δημόσια έργα, ήταν ένα ακόμη μεγάλο κέρδος της ελληνικής κοινωνίας.
Ως προς την εξωτερική πολιτική, διατηρώντας καλές σχέσεις με όλες τις Δυνάμεις και ειρηνικές με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο Τρικούπης προσανατολίσθηκε κυρίως προς την Αγγλία. Θεωρούσε ότι η Μεγάλη Βρετανία, ως ισχυρή ναυτική δύναμη είχε κάθε συμφέρον να εμποδίσει την κάθοδο της Ρωσίας στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο. Ήταν επομένως λογικό να υποστηρίξει την Ελλάδα, που μπορούσε να αποτελέσει φραγμό στον πανσλαβισμό και στην προς νότο επέκταση της ρωσικής επιρροής. Με την εξωτερική πολιτική που ακολούθησε, επιβλήθηκε για πρώτη φορά μακρόπνοος προγραμματισμός, ικανός να αναδείξει την Ελλάδα σε πολιτικό και στρατηγικό παράγοντα της Ανατολής. Κατάφερε να παρουσιάσει στη Δύση, έστω και προσκαίρως, την Ελλάδα ως σοβαρό κράτος. Για παράδειγμα, όταν ανέλαβε για πρώτη φορά το υπουργείο Εξωτερικών, αρνήθηκε να πάει στους πρεσβευτές των Δυνάμεων να υποβάλει τα σέβη του, όπως έκαναν οι προκάτοχοί του. Ζήτησε να έρθουν εκείνοι να τον επισκεφθούν, όπως γινόταν σε όλα τα προηγμένα κράτη. Πράγμα, που με κάποια καθυστέρηση τελικά έγινε. Μία εικόνα σοβαρότητας που δυστυχώς κατέρρευσε με την πτώχευση.
Ο Τρικούπης χρεώθηκε το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν».
Ο Τρικούπης χρεώθηκε το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν», αλλά παρά το πολυδάπανο εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα και παρά τα όσα έχουν μείνει στην κοινή μνήμη, δεν ήταν ο κύριος υπεύθυνος της πτώχευσης. Τα προβλήματα είχαν αρχίσει πολλά χρόνια πριν, όταν ενσωματώθηκε η Θεσσαλία, και επιδεινώθηκαν τραγικά με την ασύνετη πολιτική του Δηλιγιάννη το 1885-1886, όταν διατήρησε μια πολύμηνη, πολυέξοδη και μάταιη επιστράτευση, που κατέληξε σε ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας. Έτσι, η πιο αξιόπιστη μαρτυρία που έχουμε, η οικονομική έκθεση του απεσταλμένου της αγγλικής κυβέρνησης Εδουάρδου Λω, δείχνει ως κύριο υπεύθυνο τον Δηλιγιάννη. Η υπερχρέωση δεν οφειλόταν στις μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές, που δεν είχαν άμεση απόδοση, αλλά στις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες της επιστράτευσης. Η πτώχευση του 1893 αποτελεί ουσιαστικά την κατάληξη μιας γενικότερης εθνικής και οικονομικής πολιτικής, που συνδέεται με την προσπάθεια της εθνικής ολοκλήρωσης και της οικονομικής ανάπλασης μέσα σε ένα δυσμενές διεθνές κλίμα.
Η εθνική ολοκλήρωση, στην οποία αποσκοπούσε ο Τρικούπης, τον οδήγησε να προτιμήσει τελικά ένα ετοιμοπόλεμο στράτευμα και έναν ισχυρό στόλο από τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε σε έναν βαθμό από την αύξηση της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας και, κυρίως, από τον εσωτερικό και τον εξωτερικό δανεισμό. Το ύψος των δανείων που συνήψε ήταν εξαιρετικά μεγάλο, και οι όροι συνήθως δυσμενείς. Προσπάθησε συγχρόνως να προσελκύσει και επενδύσεις ιδιωτικού κεφαλαίου, γεγονός που είχε ως συνέπεια να συνδεθεί το όνομά του με την πλουτοκρατία. Η εκτίμησή του ότι το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα θα προκαλούσε την ανάπτυξη της οικονομίας και την αύξηση των δημοσίων εσόδων, ήταν υπεραισιόδοξη και ίσως ανεδαφική. Είναι γεγονός ότι η οικονομική πολιτική του δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Παρά τη θέληση, την επιμονή, την αισιοδοξία και τη διορατικότητά του, πολλά σημεία του σχεδιασμού του δεν ολοκληρώθηκαν, είτε γιατί η συγκυρία δεν το επέτρεψε, είτε γιατί καταργήθηκαν από τον Δηλιγιάννη, είτε γιατί χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να αποδώσουν ικανοποιητικά αποτελέσματα. Οι αλλαγές που επέφερε η πολιτική του στους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, όπως και στην αντίληψη του τρόπου συγκρότησης και λειτουργίας του κράτους, απέκτησαν βαθύτερες ρίζες, αλλά ο Τρικούπης δεν μπόρεσε να υπερκεράσει την πραγματικότητα της εποχής του. Υπερεκτίμησε τις δικές του δυνατότητες και τις αντοχές του ελληνικού λαού, θέλοντας μέσα σε λίγα χρόνια να πραγματοποιήσει έργα και αλλαγές που χρειάζονταν δεκαετίες. Χωρίς, όμως, αυτή την υπεραισιοδοξία του, δεν θα είχε προχωρήσει σε τόσο φιλόδοξα έργα.
Δεν έχουμε χρόνο για να αναφερθώ λεπτομερώς στις σχέσεις του με τον μεγάλο του αντίπαλο, τον Δηλιγιάννη. Θα περιοριστώ σε λίγα λόγια. Ο Δηλιγιάννης δήλωνε ότι το πρόγραμμά του ήταν «το ακριβώς αντίθετον εκείνου του κυρίου Τρικούπη» και, μετατρέποντας τη δήλωση σε πράξη, όποτε αναλάμβανε την κυβέρνηση έσπευδε να καταργήσει τις περισσότερες εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις του Τρικούπη. Αυτό όμως το «ακριβώς αντίθετον», το 1886 έφερε την Ελλάδα σε αδιέξοδο και προκάλεσε τον ναυτικό αποκλεισμό της από τους στόλους των Δυνάμεων. Τότε κλήθηκε επειγόντως ο Τρικούπης να αναλάβει πάλι τα ηνία ως ο μόνος ικανός να σώσει τη χώρα από τον γκρεμό.
Τον φοβόταν ακόμη και νεκρό.
Ίσως αυτό να μη του το συγχώρησε ο Δηλιγιάννης, ο οποίος αν και σεβόταν και αυτός τον κοινοβουλευτισμό, πολιτεύθηκε κατόπιν με εμπάθεια απέναντί του. Τον έσυρε αναίτια στο ειδικό δικαστήριο, με αποτέλεσμα βέβαια να χάσει έτσι ο ίδιος την εξουσία. Ως πρωθυπουργός, αρνήθηκε να στείλει πολεμικό πλοίο να μεταφέρει τη σορό του και αργότερα έκανε μικρόψυχες δηλώσεις στη Βουλή αμφισβητώντας τη σπουδαιότητα του έργου του Τρικούπη. Τον φοβόταν ακόμη και νεκρό, σχολίασαν. Ωστόσο, ο Δηλιγιάννης δεν ήταν ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από τους περισσότερους πολιτικούς της εποχής του. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ήταν ο εκπρόσωπος της κανονικότητας, αλλά είχε την ατυχία να βρεθεί απέναντι στην εξαίρεση, απέναντι στον Χαρίλαο Τρικούπη.
Ο Τρικούπης είχε έναν πολύ ισχυρό χαρακτήρα, ατσαλένια θέληση, εξαιρετική μνήμη, απίστευτη εργατικότητα και απεριόριστη αντοχή· ιδιότητες που παρέμειναν αναλλοίωτες σε όλη του τη ζωή και στις οποίες οφείλεται κατά κύριο λόγο η πολιτική του επιτυχία. Οι Times του Λονδίνου τον χαρακτήριζαν ως τον πιο εργατικό πρωθυπουργό της Ευρώπης. Αλλά ήταν αυταρχικός και συγκεντρωτικός. «Τα κυριώτερα προτερήματα του κ. Τρικούπη είναι ο ισχυρός του χαρακτήρας και η θέλησή του. Και τα κυριώτερα ελαττώματά του ο εγωισμός και το πείσμα», έγραφε η εφημερίδα Ακρόπολις. Το απίστευτο πείσμα του αποδείχθηκε άλλοτε πλεονέκτημα και άλλοτε μειονέκτημα για τον πολιτικό σχεδιασμό του. Χωρίς αυτό δεν θα είχε υλοποιήσει τα οράματά του. Λόγω αυτού, όμως, ενίοτε τυφλωνόταν και, ενώ ήταν ρεαλιστής και κατά κανόνα προσγειωμένος, μερικές φορές δεν έβλεπε, δεν ήθελε να δει ή αδιαφορούσε για τις επιπτώσεις των επιλογών του. Γενικά αναγνώριζε πολύ δύσκολα τα λάθη του. Είχε την τάση να υπερεκτιμά τόσο τις προσωπικές όσο και τις πολιτικές του δυνάμεις και, πιο συχνά, να υπερεκτιμά τις δυνατότητες των συνεργατών του και τις αντοχές του λαού. Δυσκολευόταν να προσαρμόσει την πολιτική του όχι μόνο στις λαϊκές προσδοκίες, αλλά πολλές φορές ακόμη και στην εκάστοτε διαμορφούμενη πραγματικότητα.
Είναι ο πατέρας του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, ο πρωθυπουργός του εκσυγχρονισμού και των νομοθετικών αλλαγών.
Αυστηρός και με τον εαυτό του, στην προσωπική του ζωή ήταν ασκητικός. Κοιμόταν λίγο και ξυπνούσε νωρίς το πρωί. Έκανε μεγάλους περιπάτους φθάνοντας μέχρι τη μονή της Καισαριανής και του άρεσε να επισκέπτεται την Ακρόπολη, πότε μόνος και πότε συνοδεύοντας επιφανείς ομογενείς ή ξένους ταξιδιώτες. Μάλλον ευτραφής στα νιάτα του, με την πάροδο του χρόνου αδυνάτιζε όλο και περισσότερο, ενώ τα νεανικά πλούσια μαλλιά του αραίωσαν πολύ γρήγορα, αφήνοντας πυκνό μόνον το μουστάκι του. Ήταν συστηματικός, εξαιρετικά τακτικός και οργανωμένος. Η τάξη προσωποποιημένη. Το γραφείο του, στο οποίο εργαζόταν μέχρι αργά το βράδυ, ήταν καθαρό, σχεδόν χωρίς κανένα έγγραφο επάνω.
Αισιόδοξος από τη φύση του και έντιμος λόγω της ανατροφής του, είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του τον ορθολογισμό, αλλά και τη φιλομάθεια και την ευρύτητα του πνεύματος. Ενημερωνόταν καθημερινά από τις κυριότερες ελληνικές και ξένες εφημερίδες. Διάβαζε πολιτικά κείμενα, οικονομικές αναλύσεις, φιλοσοφικά και φιλολογικά δοκίμια, αλλά και σύγχρονη λογοτεχνία, αν και μερικές φορές διαγωνίως, όπως ομολογούσε ο ίδιος. Αν διαβάσεις την αρχή και το τέλος, υποθέτεις τα υπόλοιπα, έλεγε. Του άρεσε να συζητά για τα πάντα, για την επικαιρότητα, για πολιτικά, οικονομικά ή φιλολογικά θέματα, ακόμη και για τη γυναικεία μόδα. Αυτός, που εμείς τον βλέπουμε στις φωτογραφίες αυστηρό, ψυχρό και αγέλαστο, σε στενό περιβάλλον ήταν ομιλητικός και ευχάριστος, με ένα ζεστό και ηχηρό γέλιο που γέμιζε όλο τον χώρο. Παρών σε πολλούς από τους χορούς που γίνονταν, χόρευε ακούραστα ή αστειευόταν με τις κοσμικές κυρίες, που τον πολιορκούσαν.
Εξαιρετικά κομψός, δεν εμφανιζόταν ποτέ ατημέλητος ή αξύριστος. Φορούσε πάντα ένα σκούρο κουστούμι, αγγλικής εμπνεύσεως αλλά και ραφής. Ήταν τόσο συνυφασμένη η εικόνα του με τη βρετανικού τύπου ενδυμασία, ώστε όταν καμμιά φορά, για αλλαγή, φορούσε άλλου είδους καπέλο, το γεγονός αποτελούσε είδηση στις εφημερίδες. Έλληνας στην καταγωγή και στην ψυχή, Άγγλος στη μόρφωση, τη συμπεριφορά και την εμφάνιση, έλεγαν. Πράγματι η αυστηρότητα της μορφής του, η ορθολογική του σκέψη και η σχετική ψυχρότητα του χαρακτήρα του, ταυτίζονταν περισσότερο με το βρετανικό φλέγμα παρά με το μεσογειακό ταμπεραμέντο.
Καθώς πολλοί από εσάς έχετε έρθει στην ομιλία ειδοποιημένοι μέσω Facebook από την Άλεξ το φοβερό σκυλί, θέλω να σας πω ότι και ο Τρικούπης είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα σκυλιά. (Όσοι δεν ξέρετε την Άλεξ, πρόκειται για ένα σκυλί που έχει εντρυφήσει στον Τρικούπη και τελευταία και στον Μαυροκορδάτο). Ο Τρικούπης, λοιπόν, είχε πάντοτε σκυλιά και το τελευταίο ήταν ο Λωφ, ένας μαύρος γίγαντας, ολίγον βλαξ, που έπεσε θύμα απαγωγής. Σώθηκε χάρη σε έναν χωροφύλακα που είδε τον κλέφτη να τον τραβά μέσα στη νύχτα και τον Λωφ να αντιστέκεται. Παρά το μέγεθός του, μέχρι και ο παπαγάλος της Σοφίας τού είχε πάρει τον αέρα και τον έλεγε «ο Λωφ ο κακομοίρης».
Ο Τρικούπης έζησε όλα του τα χρόνια με την αδελφή του, τη Σοφία, η οποία θυσιάζοντας την προσωπική της ζωή, του αφοσιώθηκε ολόψυχα βοηθώντας τον και στη διαχείριση του τρικουπικού κόμματος. Το γεγονός ότι η Σοφία δεν παντρεύθηκε ποτέ οδήγησε πολλούς στη σκέψη ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του. Εγώ πιστεύω ότι η αιτία ήταν άλλη: η προσωπική εξουσία που αντλούσε η ίδια από τη διαχείριση του κόμματος και η σύγκριση κάθε υποψήφιου γαμπρού με την ξεχωριστή προσωπικότητα του αδελφού της καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη την επιλογή και την επιτυχία του γάμου.
Παρότι ο Τρικούπης ζούσε πολύ λιτά και δεν ήταν σπάταλος, τα οικονομικά του δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ανθηρά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν φτωχός. Διέθεσε στην πολιτική το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Αλλά αυτό δεν έφθασε. Έτσι, στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάσθηκε να πάρει δάνειο από την Εθνική Τράπεζα, δίνοντας ως ενέχυρο ένα βαρύτιμο ασημένιο σερβίτσιο τσαγιού, που του είχαν δωρίσει οι Έλληνες του Λονδίνου, όταν είχε ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις για την Ένωση της Επτανήσου.
Και τώρα ερχόμαστε στα πιπεράτα.
Το πρότυπο του Έλληνα πολιτικού αρχηγού, μέχρι τότε, ήταν του οικογενειάρχη με τρία ή τέσσερα παιδιά. Ο Τρικούπης, όμως, παρά τα διάφορα συνοικέσια που του έκαναν, κυρίως σε νεότερη ηλικία, δεν παντρεύθηκε ποτέ. Αλλά στον χορό των ανακτόρων, στην αρχή του 1884, γνώρισε τη βαρώνη Maria von Trautenberg, τη νεαρή και όμορφη σύζυγο του Αυστριακού πρεσβευτή, που μόλις είχε φθάσει στην Αθήνα. Η γνωριμία αυτή αποδείχθηκε μοιραία. Ο απόμακρος και υπεραπασχολημένος πρωθυπουργός ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα και παράφορα την ωραία πρέσβειρα. Την ερωτεύθηκε αψηφώντας τους κινδύνους που μπορούσε να έχει ένας παράνομος δεσμός μαζί της, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τη χώρα που κυβερνούσε, αφού θα μπορούσε να προκαλέσει ποικίλες περιπλοκές στο διεθνές πεδίο. Εξίσου παράφορα τον ερωτεύθηκε και εκείνη και ο δεσμός τους, που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του, δεν μπόρεσε να διατηρηθεί μυστικός. Ο Σουρής δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να δημοσιοποιεί το κοινό μυστικό, όταν έγραφε: «Επιθυμώ αλήθεια να δω και τον Τρικούπη, που τούχει γίνει τώρα ο έρωτας κουνούπι».
Εκείνος ήταν πενήντα δύο χρονών, ο απατημένος σύζυγος σαράντα και η βαρώνη περίπου τριάντα. Αριστοκράτισσα, ρωσικής καταγωγής, δεινή αμαζόνα, πνευματώδης, με πολλά λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, ασχολείτο και με τη γλυπτική. Παρότι ο Τρικούπης πίστευε ότι οι γυναίκες δεν είναι πολιτικά όντα, η ωραία Μαρία άκουγε με πολλή προσοχή τις αναλύσεις του για την ελληνική και τη διεθνή πολιτική κατάσταση. Φυσικό ήταν να προκαλέσει τη ζήλια της Σοφίας Τρικούπη, που αργότερα, μετά τον θάνατο του αδελφού της, εξαφάνισε κάθε ίχνος της βαρώνης από την αλληλογραφία του Τρικούπη, κόβοντας, διαγράφοντας ή παραποιώντας το όνομά της.
Αν είναι περίεργο το πώς επέτρεψε ο Τρικούπης στον εαυτό του να συνάψει δεσμό με τη σύζυγο του Αυστριακού πρεσβευτή, ακόμη πιο περίεργη είναι η στάση του βαρώνου. Επαληθεύεται άραγε η γνωστή ρήση ότι ο σύζυγος το μαθαίνει τελευταίος και αυτός ίσως δεν το έμαθε ποτέ; Και μάλιστα, παρά το ότι συζητείτο στην αθηναϊκή κοινωνία και παρά το ποιηματάκι του Σουρή; Δεν αντιλήφθηκε τίποτε σε όλες αυτές τις συναντήσεις με τον Τρικούπη σε χορούς, σε επίσημα γεύματα, σε εσπερίδες, στις εκδρομές, στα ταξίδια τους στο εξωτερικό;
Το 1895, όταν ο ηττημένος στις εκλογές Τρικούπης θα κάνει το τελευταίο του ταξίδι στην Ευρώπη, θα συναντήσει πάλι το ζεύγος von Trautenberg στη Νότιο Γαλλία και θα καταλήξουν μαζί στις Κάννες στις αρχές του 1896. Τις εκδρομές και τα ωραία γεύματα θα διακόψει η αιφνίδια ασθένεια του Τρικούπη και ο θάνατός του. Τότε το ζεύγος von Trautenberg θα είναι συνεχώς δίπλα του και θα συνεννοείται με τους γιατρούς του. Η βαρώνη δεν θα λείψει ούτε ένα λεπτό από το προσκέφαλό του.
Όταν πέθανε δεν ήταν εν ενεργεία πρωθυπουργός και το κόμμα του, όπως είδαμε, είχε υποστεί πανωλεθρία. Ωστόσο αναγνωριζόταν, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, ως ο πλέον εξέχων Έλληνας πολιτικός. Συγχρόνως είχε δημιουργηθεί ένας μύθο γύρω από το πρόσωπό του. Πολλοί σύγχρονοί του είχαν σχηματίσει μια ιδέα πραγματικού υπεράνθρωπου για αυτόν: «Μπορεί να κάνη δέκα μέρες να φάγη. Έναν μήνα έχει να κοιμηθή γράφοντας τον προϋπολογισμό. Στο κρεββάτι του δεν πέφτει ποτέ. Κοιμάται ακουμπισμένος στο γραφείο του. Δεν καπνίζει. Δεν τρώει. Δεν αρρωσταίνει. Δεν πίνει. Δεν παίζει. Δεν πηγαίνει στο θέατρο. Δεν ακούει μουσικήν. Δεν ... δεν ... δεν ... Το πώς απέθανεν είναι μυστήριον».
Καταχράσθηκα λίγο τον χρόνο, ο Τρικούπης όμως, με τα μεγάλα οράματα και τον αυταρχικό χαρακτήρα, δεν θα δεχόταν να τον περιορίσω σε συντομότερη διάλεξη… -
* Ομιλία της κα. Λύντιας Τρίχα, στην εκδήλωση του Συνδέσμου Αποφοίτων του Α΄ Πρότυπου Γυμνασίου-Λυκείου Αθηνών, 14 Δεκεμβρίου 2023, Μέγαρο Παλαιάς Βουλής