Κάποτε η εργατική τάξη δεν είχε πατρίδα. Τον 19ο αιώνα συνειδητοποιήθηκε ο διαχωρισμός της αστικής τάξης των κεφαλαιούχων, από την εργατική τάξη που δούλευε για να πλουταίνουν οι αστοί. Ήταν η εποχή που οι τσιμινιέρες είχαν γεμίσει τις πόλεις της Δύσης και ο πυκνός καπνός που έβγαζαν ήταν το σημάδι ότι η βιομηχανική επανάσταση κάλπαζε. Αυτοί που κατείχαν τις τσιμινιέρες ήταν οι ισχυροί κι αυτοί που τις τροφοδοτούσαν με κάρβουνο με το ζόρι εξασφάλιζαν τα προς το ζην. Το ίδιο μοτίβο ήταν εξαπλωμένο σε όλον τον αναπτυγμένο τότε κόσμο. Παρατηρώντας αυτή την πραγματικότητα οι σοσιαλιστικές αναζητήσεις εκείνης της εποχής έβγαλαν ένα απολύτως λογικό συμπέρασμα. Ότι η εργατική τάξη δεν είχε πατρίδα και ότι παντού την περίμενε η ίδια μοίρα. Με βάση αυτό το λογικό συμπέρασμα ιδρύθηκαν η 1η, η 2η και η 3η Διεθνής. Έτσι ξεκίνησε η ιδέα του διεθνισμού. Από τη λογική διαπίστωση ότι στον καπιταλισμό δεν υπήρχαν σύνορα στην εκμετάλλευση. Η Ιστορία όμως είχε άλλη γνώμη για το μέλλον. Και σχεδόν πάντα έχει άλλη γνώμη από εκείνη των ανθρώπων. Θα περίμενε κανείς ότι η τεχνολογία που ανάπτυξε την παγκοσμιοποίηση θα έκανε ακόμα πιο συνεκτική την διεθνή εργατική τάξη. Συνέβη όμως κάτι, που τώρα μοιάζει απλό και αυτονόητο, αλλά τότε ήταν δύσκολο να συμπεριληφθεί στις σοσιαλιστικές αναλύσεις. Τότε πίστευαν ότι οι τσιμινιέρες – σύμβολο της εκμετάλλευσης – θα πολλαπλασιάζονταν συνεχώς. Οι κεφαλαιούχοι θα κέρδιζαν όλο και περισσότερα και της γης οι κολασμένοι θα συνέχιζαν να μην έχουν στον ήλιο μοίρα, τροφοδοτώντας με κάρβουνο τις τσιμινιέρες. Και πίστευαν τότε, ότι μόνο μια επανάσταση θα ανέτρεπε αυτή τη σχέση, που φαινόταν σταθερή και αναλλοίωτη. Πέρασαν τα χρόνια και οι δεκαετίες. Και φτάνουμε στο σήμερα. Το Λονδίνο έχει γλιτώσει από την αιθαλομίχλη, γιατί τσιμινιέρες δεν υπάρχουν πια. Κι όχι μόνον αυτό. Το Λονδίνο σήμερα, χωρίς τσιμινιέρες, παράγει πολύ μεγαλύτερο πλούτο απ’ ότι την εποχή που τα φουγάρα κάπνιζαν ασταμάτητα. Η Ιστορία δεν είχε ενημερώσει – και πώς να το κάνει άλλωστε – ότι το βιομηχανικό status του 19ου αιώνα δεν θα λίμναζε, δε θα παρέμενε ίδιο και απαράλλακτο. Κανείς δεν φαντάζονταν τότε ότι η τεχνολογία και η επιστήμη θα έφερναν άλλου είδους επαναστάσεις που δεν αφορούσαν την τότε εργατική τάξη. Επαναστάσεις που θα επηρέαζαν και τις σχέσεις παραγωγής, αλλά και τη σύνθεση των παραγωγικών διαδικασιών. Έτσι η παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, που θα οδηγούσε στη πτώση του παγκόσμιου καπιταλισμού δεν έγινε ποτέ και οι κοινωνίες ταξίδεψαν σε άλλες θάλασσες.
Οι πατρίδες του 19ου αιώνα. Στις αρχές του 19ου αιώνα, οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι είχαν προκαλέσει τρομερές καταστροφές στην Ευρώπη και οι νεκροί ήταν εκατομμύρια. Μετά την ήττα των Γάλλων η ίδρυση της Ιεράς Συμμαχίας το 1815 ήταν μια πολύ λογική εξέλιξη. Συγκεντρώθηκαν οι νικητές και είπαν όχι στον πόλεμο και ναι στην ειρήνη. Τι πιο θεάρεστο; Η εμπειρία που είχαν βιώσει τα τελευταία 25 χρόνια ήταν βαριά. Η γαλλική επανάσταση αφού αιματοκύλησε την Γαλλία, στη συνέχεια, υπό τον Ναπολέοντα, αιματοκύλησε και την Ευρώπη. Και ήρθαν οι νικητές και ζήτησαν ειρήνη και σταθερότητα. Όχι άλλες επαναστάσεις, όχι άλλοι πόλεμοι, όχι άλλοι στρατιώτες τροφή για τα κανόνια. Πολλές φορές όμως αυτό που φαίνεται λογικό στους ανθρώπους δεν φαίνεται λογικό στην Ιστορία. Η οποία και πάλι είχε άλλα σχέδια. Και η ειρήνη ήταν τελικά εμπόδιο στα σχέδια της, τα οποία όμως αποδείχθηκαν πιο δημιουργικά και πιο ενδιαφέροντα. Έξι χρόνια μετά τη δημιουργία της Ιεράς Συμμαχίας ξεσπάει η Ελληνική Επανάσταση, δημιουργώντας τριγμούς στην ποθητή σταθερότητα. Αυτή ήταν η αρχή, γιατί σύντομα ακολούθησε το Βέλγιο το 1830, οι γαλλικές εξεγέρσεις ενάντια στην παλινόρθωση, η ιταλική και η γερμανική ενοποίηση. Η Ιερά Συμμαχία ξεχάστηκε στη δίνη των εξελίξεων και ο 19ος αιώνας ήταν για την Ευρώπη ένας αιώνας εθνικών σχηματισμών. Κι ενώ έμοιαζε αυτή η διαδικασία να ολοκληρώνεται, χρειάστηκαν και τα πρώτα 50 χρόνια του 20ου αιώνα, για να έχουν πλέον οι πατρίδες ευκρινή και συμφωνημένα σύνορα.
Οι αντιφάσεις προσδίνουν ζωτικότητα στη κίνηση της Ιστορίας, παρά διχάζουν ή ακυρώνουν.
Η γεωπολιτική ακινησία. Μια απλή ερώτηση: Τα σύνορα σήμερα στον 21ο αιώνα αλλάζουν πιο συχνά απ’ ότι σε παλαιότερες εποχές; Και η απάντηση είναι επίσης απλή: Όχι. Τα σύνορα πλέον επιδεικνύουν μια παράξενη σταθερότητα. Στα πρώτα 20 χρόνια του αιώνα μας ελάχιστες συνοριακές μεταβολές έλαβαν χώρα παγκοσμίως. Την εποχή του εμφυλίου στη Συρία, πολλοί προανήγγειλαν αλλαγές στα σύνορα και μερικοί ακόμα και σήμερα επιμένουν. Το χαλιφάτο κατέρρευσε, αλλά τα σύνορα επανήλθαν στα πρότερα όρια τους. Και οι κουβέντες που γίνονταν για τη δημιουργία κουρδικού κράτους έχουν σιγήσει. Μέσα σ’ αυτό το σταθερό περιβάλλον, οι μεγάλες δυνάμεις συνεχίζουν να ασκούν επιρροή όπου μπορούν κι όπου θεωρούν ότι τα συμφέροντα τους θίγονται. Αλλά η σύγκρουση συμφερόντων έχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα απ’ ότι είχε πριν πενήντα ή εκατό χρόνια. Και δεν είναι τόσο το τέλος του ψυχρού πολέμου που οδήγησε στη σημερινή γεωπολιτική ακινησία, όσο το οριστικό τέλος της αποικιοκρατίας που εξελίχθηκε στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Ξεκινώντας από την ειρηνική αποχώρηση των Άγγλων από την Ινδία το 1947, δεκάδες χώρες στη συνέχεια ανακήρυξαν την εθνική τους ανεξαρτησία. Και στην συντριπτική τους πλειοψηφία χωρίς επαναστάσεις και συγκρούσεις, αλλά με τη σύμφωνη γνώμη των πρώην αποικιοκρατών. Η τελευταία περίοδος των συνοριακών διευθετήσεων προέκυψε από την πτώση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Στην Ανατολική Ευρώπη, στη Σοβιετική Ένωση και στα Βαλκάνια, αλλού ειρηνικά και αλλού με αίμα, οριστικοποιήθηκαν τα σύνορα και σ’ αυτές τις περιοχές. Έτσι στις μέρες μας καμιά μεγάλη ή μικρή χώρα δεν δείχνει να έχει διάθεση να εισβάλει σε κάποιον γείτονα. Και κρατίδια, που de facto είναι ανυπεράσπιστα, σηκώνουν τη σημαία τους, χωρίς κανένα πρόβλημα και κανένα φόβο. Παρ’ όλη αυτή τη μεγάλη αλλαγή, οι γεωπολιτικές αναλύσεις συνεχίζουν να στηρίζονται σε επιχειρήματα που αφορούν παλιότερες εποχές. Και δεν παίρνουν καθόλου υπ’ όψη τους αυτή τη γεωπολιτική ακινησία που έχει επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες.
Αναμίξεις και συνυπάρξεις. Από τότε που άρχισε να αυξάνεται ο πληθυσμός των ανθρώπων, οι μετακινήσεις και οι μετεγκαταστάσεις ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Ποιος αλήθεια μπορεί να ξέρει σήμερα τι απέγιναν οι γηγενείς πληθυσμοί στην Ευρώπη, όταν εισέβαλαν τα βαρβαρικά φύλα, που σταδιακά οδήγησαν στην αλλοίωση και την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; Από εκείνη την εποχή και για πάνω από 1.000 χρόνια τα σύνορα στην Ευρώπη ήταν μονίμως αδιευκρίνιστα. Στη Δύση ο μόνος συνεκτικός ιστός ήταν η Παπική Εκκλησία. Οι κάτοικοι ήταν πολύγλωσσοι, γιατί οι μετακινήσεις, οι αναμίξεις και οι συνυπάρξεις το επέβαλαν. Θα ήταν εντυπωσιακό αν μπορούσαμε να είχαμε την εμπειρία των συνεννοήσεων σ’ εκείνη την εποχή της Βαβέλ. Πώς συνεννοούνταν οι κάτοικοι της Ιβηρικής, για παράδειγμα, όταν συνυπήρχαν οι κατακτητές Μαυριτανοί με τους Βησιγότθους χριστιανούς που μιλούσαν διάφορες λατινογενείς διαλέκτους, από τις οποίες σήμερα έχουν επικρατήσει τα Πορτογαλικά και τα Ισπανικά της Καστίλης. Κι ας μην ξεχνάμε ότι, πολύ πιο πρόσφατα, η επίσημη αφορμή για να εισβάλλει ο Χίτλερ στην Τσεχοσλοβακία ήταν η λύτρωση των γερμανόφωνων κατοίκων της Δυτικής Βοημίας, που αποκαλούνταν Σουδήτες. Σήμερα τα σύνορα των ευρωπαϊκών χωρών έχουν οριστικοποιηθεί μετά από σκληρές διαδικασίες αιώνων. Και μέσα από αυτές τις διαδικασίες της εθνικής ολοκλήρωσης ομογενοποιήθηκαν εντός των συνόρων και οι γλώσσες που ομιλούνται. Το 1836 ο λόγιος συγγραφέας Βυζάντιος έγραψε το θεατρικό έργο «Βαβυλωνία». Είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα πολυγλωσσίας που οδηγεί και σε ασυνεννοησίες. Όλοι όμως οι συνδαιτυμόνες του έργου, ότι ιδιώματα κι αν ομιλούσαν, συνενώνονταν από την εθνική προσδοκία. Σήμερα, μετά τη γλωσσική ενοποίηση, τα ιδιώματα βρίσκονται στα χέρια των λαογράφων και των μελετητών.
Αυθαίρετες αναλογίες. Το 1995 ο Μιτεράν είπε ότι εθνικισμός σημαίνει πόλεμος. Το είπε επηρεασμένος από τις μνήμες του παγκόσμιου πολέμου. Τότε που ο γερμανικός και ο ιταλικός εθνικισμός βασίζονταν στην υπεροχή της φυλής και ήταν επεκτατικός. Σήμερα όμως ο εθνικισμός βασίζεται στην εσωστρέφεια, την εσωτερική ασφάλεια κι όχι τον επεκτατισμό. Σήμερα ο εθνικισμός είναι αμυντικός και σε καμιά περίπτωση δεν ονειρεύεται κατακτήσεις. Ίσως το 1995 ήταν αρκετά νωρίς για να καταλάβει ο Μιτεράν τη ουσιαστική αυτή διαφορά. Ο εθνικισμός του μεσοπολέμου αναπτύχθηκε σε τελείως διαφορετικές συνθήκες και είχε τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό και θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις ιστορικές αναλογίες. Οι έννοιες μεταλλάσσονται με τον χρόνο. Οι λέξεις εξελίσσονται. Ο σύγχρονος εθνικισμός στο δυτικό κόσμο προέκυψε ως πολιτική αντίρρηση σε δύο φαινόμενα, που ενδεχομένως απειλούν τις εθνικές ταυτότητες. Αντίρρηση στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο βαθμό που δεν υπολογίζει τις εθνικές διαφορές. Όσοι βιάζονται για τα επόμενα βήματα της ολοκλήρωσης συνήθως καταλήγουν σε γενικολογίες, με αποτέλεσμα να μην έχει διατυπωθεί ένα σαφές σχέδιο προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά υπάρχει και η αντίρρηση σε όσους υποστηρίζουν τα ανοιχτά σύνορα και δημιουργούν ενδεχόμενους κινδύνους άμεσης πληθυσμιακής αλλοίωσης. Και τα δύο θέματα είναι πραγματικά προβλήματα που δεν είναι εύκολο να λυθούν. Αλλά δυστυχώς ένα μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής πνευματικής ελίτ δεν υπολογίζει καν την ύπαρξη αυτών των δύο προβλημάτων. Ονειρεύεται μια Ευρώπη χωρίς εσωτερικά, αλλά και χωρίς εξωτερικά σύνορα, όπου όλοι οι άνθρωποι θα ζουν αγαπημένοι. Νιώθουν ηθική υπεροχή, αδράχνοντας το φωτοστέφανο ενός δήθεν ανθρωπισμού και έχουν αφεθεί σε ένα διαγωνισμό άκριτης φιλανθρωπίας, προσάπτοντας αδιακρίτως, σε όσους διαφωνούν, την κατηγορία του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Και φυσικά δεν παίρνουν υπ’ όψη τους ότι οι ευρωπαϊκές χώρες πάντα ήταν ανοιχτές και έχουν ήδη υποδεχθεί όλες τις φυλές του κόσμου, κυρίως μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πνευματική ελίτ, εκτοξεύοντας χωρίς περίσκεψη κατηγορίες εθνικισμού, βιώνει ένα είδος ανθρωπιστικής αυταπάτης. Και με την ψευδαίσθηση ηθικού πλεονεκτήματος, δεν μπορεί να κατανοήσει ή δεν δίνει καθόλου σημασία στις ανησυχίες πολλές φορές και της πλειοψηφίας των πολιτών. Και οδηγείται ανεπαισθήτως σε μια παράλογη και επικίνδυνη ταυτολογία. Ότι αν είσαι πατριώτης κι αγαπάς την πατρίδα σου, υποχρεωτικά είσαι ρατσιστής, ξενοφοβικός και ακραίος εθνικιστής.
Η φυγόκεντρος παρέα με την κεντρομόλο. Ερώτημα: Μπορεί κάποιος να πιστεύει ότι τα σύνορα οφείλουν να είναι κλειστά και ταυτόχρονα να πιστεύει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν σύνορα; Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ήταν αντιφατικός, οπότε κατά Αριστοτέλη παράλογος. Στη φυσική η φυγόκεντρος δύναμη ακυρώνει την κεντρομόλο και το αντίστροφο ισχύει επίσης. Στη ζωή όμως τα πράγματα λειτουργούν διαφορετικά. Η φυγόκεντρος και η κεντρομόλος μπορούν να συνυπάρχουν, να κάνουν παρέα και μέσα από την «αντιδικία» τους να φέρνουν περίεργα αποτελέσματα. Σήμερα στον τρόπο σκέψης μας έχουν επιβληθεί τα αντιφατικά δίπολα. Γι’ αυτό και λέμε ότι κάποιος είναι είτε εθνικιστής, είτε διεθνιστής. Ο τρόπος σκέψης δεν μας επιτρέπει να αποδεχθούμε ότι μπορεί να είμαστε και τα δύο. Γι’ αυτό, όταν εντοπίζουμε μια αντίφαση, είναι καλύτερα να την αφήνουμε ήσυχη. Να την αφήνουμε να αναπνέει χωρίς αποκλεισμούς. Και στην περίπτωση μας να μας επιτρέπεται την ίδια στιγμή, χωρίς φόβο, να πούμε ναι στα σύνορα και όχι στα σύνορα. Η παγκοσμιοποίηση με μια έννοια έχει καταργήσει τα σύνορα. Και όσο θα περνάνε τα χρόνια η επικοινωνία θα τα ακυρώνει όλο και περισσότερο. Η δυνατότητα μετακίνησης αλλά και μετεγκατάστασης είναι ήδη πιο εύκολες και πιο προσιτές. Από την άλλη πλευρά όμως η αξία των εθνικών χαρακτηριστικών εκτιμάται ολοένα και περισσότερο. Η παγκοσμιοποίηση, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ανέδειξε την τοπικότητα. Οι ταξιδιώτες ενδιαφέρονται να γνωρίσουν κατά τις επισκέψεις του τα τοπικά χαρακτηριστικά. Τα οποία πλέον καλλιεργούνται και αποκτούν μια αξιοσέβαστη ταυτότητα. Οι εθνικές μνήμες και οι εθνικές διαφοροποιήσεις είναι η έκφραση της ποικιλίας των πολιτισμικών καταβολών. Στην εποχή μας όμως τιμούμε κάθε είδους διαφορετικότητα, εκτός από την εθνική. Γιατί μας διακατέχει η τραγική ψευδαίσθηση ότι οι εθνικές διαφορετικότητες υπονομεύουν όλες τις άλλες. Στην Ευρώπη η κεντρομόλα τάση προτάσσει τη συνεκτικότητα και μια πιο ενωμένη Ευρώπη, με ακροτελεύτιο όραμα τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Από την άλλη η φυγόκεντρη τάση δίνει μεγαλύτερη σημασία και υπερασπίζεται την εθνική ταυτότητα των ευρωπαϊκών χωρών, βάζοντας την ενοποίηση σε δεύτερη μοίρα. Οι δύο απόψεις, η κεντρομόλα και η φυγόκεντρη μοιάζουν να αντιπαλεύουν, επειδή βρίσκονται στη δίνη μιας αντίφασης. Και μας φαίνεται λογικό η μια άποψη να ακυρώνει την άλλη. Κι αυτή η αντιπαράθεση μας καλεί να πάρουμε θέση είτε για περισσότερη, είτε για λιγότερη Ευρώπη. Για κλειστά σύνορα ή για ανοιχτά σύνορα. Κι απ’ το μυαλό μας δεν περνάει η πιθανότητα να επικρατήσουν εξ ίσου και οι δύο αντίρροπες δυνάμεις. Στο τέλος της διαδρομής μπορεί να συναντήσουμε μια Ευρώπη αποκεντρωμένη με ισχυρές εθνικές ταυτότητες, με τους Βάσκους να απολαμβάνουν την αυτονομία και τη γλώσσα τους, χωρίς να νιώθουν καμιά απομόνωση και το Γιβραλτάρ να στέκει περήφανο στο βράχο του, χωρίς καταναγκασμούς από αποικιοκράτες. Και ταυτόχρονα στο τέλος της διαδρομής μπορεί να συναντήσουμε μια Ευρώπη πολύ πιο συνεκτική, απ’ ότι είναι σήμερα, με περισσότερη ή λιγότερη γραφειοκρατία, αλλά πάντως συνεκτική και ακόμα πιο αλληλέγγυα στα μέλη της. Κι αν έτσι, στο τέλος της διαδρομής, διαπιστώσουμε τη θαυμαστή συνύπαρξη των φυγόκεντρων και των κεντρομόλων δυνάμεων, ίσως καταλάβουμε ότι οι αντιφάσεις προσδίνουν ζωτικότητα στη κίνηση της Ιστορίας, παρά διχάζουν ή ακυρώνουν.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: L.S. Lowry The Fever Van 1935