Μια συλλογική αυταπάτη. Αρκετή συζήτηση έχει γίνει για την αυταπάτη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ το πρώτο εξάμηνο του 2015. Ελάχιστα όμως έχει συζητηθεί πόσοι ακολουθούσαν και έθρεφαν αυτή την αυταπάτη. Τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια, νομίζουμε ότι η αυταπάτη ήταν προνόμιο της Αριστεράς. Στην πραγματικότητα όμως ήταν πεποίθηση των πολλών. Είχε συνεπάρει τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών και των πολιτευτών. Οι πιο θερμόαιμοι στράφηκαν στην «επανάσταση» κι οι υπόλοιποι συνοδοιπορούσαν με τον σκεπτικισμό τους. Αυτή είναι η αλήθεια. Ότι επρόκειτο για μια αυταπάτη στην οποία συμμετείχαν όχι μόνο η Αριστερά, αλλά και δεξιοί, κεντρώοι, σοσιαλιστές, κεντροαριστεροί, κεντροδεξιοί, ακόμα και υποστηρικτές του ευρώ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι αρκετό να διαβάσουμε την αρθρογραφία εκείνης της εποχής για να κατανοήσουμε ότι το αντιμνημονιακό μέτωπο είχε κατακυριεύσει την ελληνική κοινωνία. Η αυταπάτη, που κορυφώθηκε στην αρχή του 2015, στηρίζονταν σε μια απλή, αλλά λανθασμένη διάγνωση. Ότι η αιτία της κρίσης ήταν τα μνημόνια. Λίγοι ήταν εκείνοι που κατανοούσαν, ότι η αιτία ήταν μια παγκόσμια οικονομική κρίση, που βρήκε τη χώρα μας ανοργάνωτη κι απροετοίμαστη να την αντιμετωπίσει. Κι ότι η κοινωνία μας πορεύονταν μπερδεμένη, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τι της συμβαίνει.
Το αντιμνημονιακό μέτωπο. Για να κτιστεί αυτό το μέτωπο χρειαζόταν πολύς κόσμος να πιστέψει ότι η αιτία όλων των δεινών ήταν τα μνημόνια και οι πολιτικές της λιτότητας. Το εύρος του μετώπου ήταν πολύ μεγάλο. Ξεκινούσε από τους ψεκασμένους, τα ομόλογα της Ανατολίας, το επαχθές χρέος, την παγκόσμια συνωμοσία του καπιταλισμού και την Ελλάδα-πειραματόζωο. Αυτοί αποτελούσαν την εμπροσθοφυλακή. Οι «επαναστάτες» που θα σάρωναν τα πάντα. Η οπισθοφυλακή επεκτείνονταν σε σοβαρούς φιλελεύθερους, ευρωπαϊστές και γενικώς προβληματισμένους, που έβλεπαν κυρίως γερμανικό δάκτυλο πίσω από τα βάσανα της χώρας. Κι από κοντά το δήθεν προοδευτικό λόμπι, κυρίως αμερικάνων οικονομολόγων, που προέβλεπε με βεβαιότητα την κατάρρευση του ευρώ (Στίγκλιτς, Κρούγκμαν, Γκαλμπρέιθ, Ρουμπίνι κ.α.). Οι οποίοι φυσικά, μαζί με τους ευρωπαίους συναδέλφους τους, διαψεύστηκαν παταγωδώς. Και τώρα με θράσος συνεχίζουν να ομιλούν χωρίς ίχνος αυτοκριτικής. Εκείνη την εποχή της συλλογικής αυταπάτης, λίγοι έδιναν τη πραγματική μάχη, ενώ το αντιμνημονιακό μέτωπο όλο και δυνάμωνε, μέχρι που στο τέλος έμοιαζε ανίκητο. Ένα μέτωπο, τέκνο της συγκυρίας, ανερμάτιστο και χωρίς πολιτική βάση, όπως φάνηκε στις εκλογές του Ιανουαρίου. Η κυβέρνηση που προέκυψε το 2015 αποτελούνταν από διάφορες εκφάνσεις της παραδοσιακής Αριστεράς, από στελέχη του ΠΑΣΟΚ που διαφωνούσαν εν γένει με τα μνημόνια και από στελέχη της λαϊκίστικης ΝΔ που είχε κυβερνήσει νωρίτερα για μια πενταετία. Οι χαρούμενοι «επαναστάτες», με τα στήθη φουσκωμένα από έπαρση και μαχητικότητα και οι πολύχρωμοι ψηφοφόροι που τους ανέδειξαν, πίστευαν ότι θα νικήσουν τους επάρατους δανειστές, θα καταργήσουν τα μνημόνια και θα ακυρώσουν το ψευδεπίγραφο χρέος. Κι αυτό το θεωρούσαν όχι μόνο εφικτό, αλλά και λογικό. Η μεγάλη απόδειξη της ισχύος αυτού του μετώπου ήταν το δημοψήφισμα. Ένα βροντερό όχι με κλειστές τις τράπεζες και χωρίς καμιά πραγματική προοπτική.
Η πλειοψηφία των πολιτών έχει καταλάβει ότι δεν υπήρξε καμιά σταυροφορία κάθαρσης, αλλά μόνο συντονισμένη συκοφαντία πολιτικών αντιπάλων.
Στον λαβύρινθο της πραγματικότητας. Η Αριστερά ήταν η συνεκτική ουσία αυτού του μετώπου. Κέρδισε τις εκλογές χρησιμοποιώντας όλο το οπλοστάσιο με τις παραδοσιακές βεβαιότητές της. Αλλά, μόλις ανήλθε στην εξουσία, ήταν υποχρεωμένη να δοκιμάσει αυτές τις βεβαιότητες στο αμόνι της πραγματικότητας. Είναι προφανές ότι όσοι μπλέκουν στα γρανάζια μιας αυταπάτης, αγνοούν το πάθημα τους. Θεωρούν ότι η αυταπατώμενη πεποίθηση τους είναι η ίδια η πραγματικότητα. Γενικά είναι συνηθισμένο η πραγματικότητα να παρερμηνεύεται και να δημιουργεί αυταπάτες. Όταν βρίσκεται σε φάση διαμόρφωσης, είναι πολύ πιο δύσβατη απ’ ότι νομίζουμε και δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βολικές και απλοϊκές προσεγγίσεις. Υπάρχει όμως πάντα μια συγκεκριμένη στιγμή, που οι αυταπάτες ακυρώνονται και μαζί τους όλα τα συναισθήματα και οι προσμονές, που είχαν καλλιεργήσει. Τότε ακριβώς τελειώνουν όλες οι συζητήσεις, τα στοιχήματα πάνε περίπατο και οι αυταπάτες χάνουν και τα τελευταία επιχειρήματα τους. Είναι η στιγμή που, μετά από ένα πλήθος φανερών και κρυφών διεργασιών, τα γεγονότα και οι εξελίξεις μάς οδηγούν σε ένα τελικό ξεκάθαρο δίλημμα. Σε ένα δίλημμα που όλοι πια το βλέπουν και κανείς δεν το αμφισβητεί. Κι όταν το τελικό δίλημμα σχηματοποιηθεί, τότε δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά μόνο η μία εκ των δύο επιλογών του διλήμματος. Τον Ιούλιο του 2015 το τελικό δίλημμα ήταν ανεξαρτησία μέσω άτακτης χρεοκοπίας ή νέα συμφωνία με τους δανειστές, νέο μνημόνιο. Η παλαιοημερολογίτικη επανάσταση έφτασε ασθμαίνουσα και αιφνιδιασμένη σ’ ένα τελικό δίλημμα που δεν το περίμενε. Μέχρι τότε πάλευε έχοντας υπ’ όψη της τη νίκη ή την ήττα. Μόνο που τώρα, η υποτιθέμενη νίκη είχε αποκτήσει όλα τα χαρακτηριστικά μιας κατακλυσμιαίας ήττας. Κι από εκείνες τις ημέρες του Ιουλίου άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Πρώτα ήρθε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, που οδήγησε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Κι έπειτα, σιγά-σιγά, το αντιμνημονιακό μέτωπο της οργής και της τύφλωσης άρχισε να ξεθωριάζει, να χάνει την ορμή του και τη συνεκτικότητά του. Έπαψε να παρελαύνει με σταθερό κι αποφασιστικό βήμα. Τώρα πια τρέκλιζε με το βήμα του μεθυσμένου που δεν ξέρει πού να πάει. Αλλά παρ’ όλο που τα αντιμνημονιακά συνθήματα του Ιανουαρίου είχαν εκπέσει, παρ’ όλη την εκκωφαντική ήττα του Ιουλίου, το απερχόμενο κυβερνητικό μπλοκ είχε ένα ακόμη μεγάλο όπλο στη διάθεση του. Είχε ξοδέψει την ελπίδα του Ιανουαρίου, είχε όμως στη φαρέτρα του μια ακόμα ελπίδα, εξ ίσου ισχυρή και αξιόπιστη στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Η μετάλλαξη της ελπίδας κι όχι του ΣΥΡΙΖΑ. Όταν η κυβέρνηση σύρθηκε στο τρίτο μνημόνιο, τον Ιούλιο, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ αξιολόγησαν λάθος αυτή την εξέλιξη. Πρώτα απ’ όλα ένιωσαν μια δικαίωση, γιατί ο αντιμνημονιακός τους αντίπαλος έγινε κι αυτός μνημονιακός. Κι αμέσως έκαναν παντιέρα τους τον όρο «κωλοτούμπα». Υιοθετώντας την κωλοτούμπα, εκτίμησαν λαθεμένα ότι η μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε την πόρτα της κανονικότητας. Ότι αυτό το «επαναστατημένο» κόμμα αποφάσισε να ενταχθεί στο δημοκρατικό και ευρωπαϊκό τόξο. Αυτή ήταν η μεγάλη αυταπάτη της αντιπολίτευσης. Κι ως γνωστόν οι αυταπάτες σε εμποδίζουν να δεις την πραγματικότητα και να ερμηνεύσεις αξιόπιστα τις συγκυρίες. Με παντιέρα λοιπόν την κωλοτούμπα, η αντιπολίτευση δεν πήρε χαμπάρι πώς η Αριστερά είχε ήδη μεταλλάξει τη χρεοκοπημένη αντιμνημονιακή ελπίδα. Κι έτσι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ οδηγήθηκαν ως πρόβατα επί σφαγή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Η νέα μεταλλαγμένη ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η κάθαρση. Διακήρυξε την έναρξη ενός ανένδοτου κατά της διαπλοκής και της διαφθοράς. Τώρα πια δεν θα έσκιζε τα μνημόνια, που αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσαν εύκολα να νικηθούν, αλλά θα τιμωρούσε παραδειγματικά όσους μας οδήγησαν σ’ αυτά. Η νέα ελπίδα δεν προέκυψε από κάποιο πολιτικό σχεδιασμό, αλλά ήταν η φυσική συνέχεια της τραυματισμένης επαναστατικότητας. Το σκεπτικό ήταν απλό: Τίποτα από το καινούριο μνημόνιο, που αναγκαστήκαμε να υπογράψουμε, δε θα περνούσε χωρίς αντίσταση και παράλληλα έχουμε όλο τον χρόνο να τιμωρήσουμε τους κλέφτες, που κυβέρνησαν νωρίτερα και μας οδήγησαν στη χρεοκοπία. Εκ του αποτελέσματος, η νέα ελπίδα κτύπησε διάνα. Για τους πληγωμένους οπαδούς ήταν μεγάλο το δέλεαρ της κάθαρσης και της τιμωρίας των υπευθύνων του παλιού πολιτικού συστήματος. Στο μεταξύ η αντιπολίτευση βαυκαλίζονταν με την υποτιθέμενη «κωλοτούμπα» και μπερδευόταν για αρκετό καιρό, με το πώς η κυβέρνηση διαχειριζόταν το καινούριο μνημόνιο και την εξουσία. Η έναρξη της κάθαρσης ξεκίνησε με τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά ποιος μιλάει γι’ αυτή σήμερα; Ποιος ασχολείται με τη δήθεν διαπλοκή του MEGA, όταν η διαπλοκή των κυβερνώντων έχει γίνει πλέον ολοφάνερη; Λογαριασμοί άνοιξαν χωρίς κανένα αποτέλεσμα, μέχρι που στο τέλος φτάσαμε και στις επιπόλαια στημένες πλεκτάνες με αδαείς ψευδομάρτυρες. Και δεν είναι μόνο όσα γνωρίσαμε από τα πρωτοσέλιδα. Στη σιωπή και μακριά από την επικαιρότητα, εκατοντάδες είναι τα θύματα που σύρθηκαν άδικα στα δικαστήρια και στους ανακριτές. Σπιλώθηκαν υπολήψεις και δολοφονήθηκαν χαρακτήρες. Τώρα πια η πλειοψηφία των πολιτών έχει καταλάβει ότι δεν υπήρξε καμιά σταυροφορία κάθαρσης, αλλά μόνο συντονισμένη συκοφαντία πολιτικών αντιπάλων. Χρειάστηκε περισσότερος χρόνος αλλά και η δεύτερη ελπίδα κατέπεσε με εκκωφαντικό θόρυβο.
Δυο ριζικά διαφορετικοί κόσμοι. Δεν είναι μόνο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ξόδεψε τις δύο εμβληματικές του ελπίδες, το αντιμνημόνιο και την κάθαρση. Είναι που αλλοίωσε και τον ίδιο του τον χαρακτήρα, βιώνοντας επί τέσσερα χρόνια την εξουσία σ’ ένα περιβάλλον ξένο και ανοίκειο. Είναι ένα κόμμα με βαθιές αριστερές καταβολές και όπως ήταν φυσικό δυσκολευόταν να προσανατολιστεί, ασκώντας εξουσία, σε συνθήκες δημοκρατίας και ελεύθερης οικονομίας. Έκανε σοβαρές προσπάθειες προσαρμογής. Πιο πολύ όμως προσπαθούσε να προσαρμόσει τον ξένο κόσμο που συνάντησε στη δική του κοσμοθεωρία, παρά να προσαρμοστεί ο ίδιος. Την ίδια τη δημοκρατία την αντιλαμβάνεται αλλιώς. Αποδέχεται την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, αλλά μόνο μέσα σ’ ένα περιφραγμένο και ασφαλή τρόπο σκέψης. Όσοι κινούνται έξω από την περίφραξη είναι ντε φάκτο αντίπαλοι και πρέπει να εξουδετερωθούν. Η Αριστερά επίσης δεν κατανοεί το νόημα του διαχωρισμού των εξουσιών και την ύπαρξη ανεξάρτητων αρχών. Όταν είσαι βέβαιος ότι εκπροσωπείς το δίκαιο και την αλήθεια, τότε ο μόνος διαχωρισμός που χρειάζεσαι είναι «εμείς ή οι άλλοι». Αλλά και η ελεύθερη οικονομία αποδείχθηκε για τον ΣΥΡΙΖΑ ένας άλυτος γρίφος. Κατανοεί τη συνεισφορά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην ανάπτυξη, αλλά, λόγω μιας θολής αντίληψης περί ανισοτήτων, δεν θεωρεί δίκαιο η ιδιωτική πρωτοβουλία να νέμεται τα νόμιμα κέρδη της επιχειρηματικότητας. Γι’ αυτό εφηύρε τον νεολογισμό «δίκαιη ανάπτυξη». Που σημαίνει ότι τα κέρδη του ιδιωτικού τομέα, μέσω της υπερφορολόγησης, οφείλουν να κατευθύνονται στο αγαθό κράτος, που είναι αγαθό και ελεήμον, μόνο όταν βρίσκεται στα χέρια της εκ προοιμίου δίκαιης και ηθικής Αριστεράς. Μπερδεμένος και χαμένος σε ανακολουθίες και αντιφάσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ απέδειξε ότι ανήκει σε έναν άλλον κόσμο. Απολύτως ξένο με τον κόσμο που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε δημοκρατία και ελεύθερη οικονομία. Δεν αντιλαμβάνεται το νόημα μιας δημοκρατίας που παρακολουθεί τις εξελίξεις, αλλάζει και βελτιώνεται. Ούτε το νόημα μιας ελεύθερης οικονομίας, που επίσης παρακολουθεί τις εξελίξεις, αλλάζει και βελτιώνεται. Μιας ελεύθερης οικονομίας που εδώ και δεκαετίες χρησιμοποιεί το κράτος σαν ρυθμιστή, αλλά όχι σαν πατερούλη. Μιας ελεύθερης οικονομίας, που, επειδή παράγει πλούτο, εδώ και δεκαετίες έχει ανακαλύψει και αναπτύξει το κοινωνικό κράτος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως τον γνωρίζουμε, δεν θα έχει ποτέ τη δυνατότητα να επανέλθει στην εξουσία στο μέλλον.
Η αρχή του τέλους. Η σημαδιακή ημερομηνία της μεγάλης κρίσης ήταν οι εκλογές του Οκτωβρίου του 2009. Τότε που η χώρα, αφελής και αμέριμνη, αδυνατούσε να διαβάσει τα σημάδια των καιρών. Τότε που οι νικητές απλά χαίρονταν τη νίκη τους και οι ηττημένοι απλά δεν μπορούσαν να χωνέψουν την ήττα τους. Τότε που η άγνοια ήταν ο σπόρος της μεγάλης αυταπάτης που κοντοζύγωνε, μαζί με τη χρεοκοπία και τον ερχομό του ΔΝΤ. Πέρασαν μια σειρά από επώδυνα χρόνια και όλοι πια γνωρίζουν, ότι το τέλος και τρίτου μνημονίου, στην Ιθάκη τον περασμένο Αύγουστο, δεν ήταν το πραγματικό τέλος. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια, για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε, ότι η χώρα μας δεν ήταν κανενός είδους πειραματόζωο, ούτε θύμα κάποιας διεθνούς συνομωσίας. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια, για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε, ότι από την κρίση θα βγαίναμε μόνο με μεταρρυθμίσεις που θα ευνοούσαν την ανάπτυξη, που θα έφερναν νέο πλούτο, ο οποίος θα διαχεόταν σε όλη την κοινωνία. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια, για να αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ότι το κοινωνικό κράτος αποκτάει υπόσταση μόνο όταν αυξάνεται το ΑΕΠ. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια, για να αρχίσουμε να ξεφεύγουμε από τις διάφορες αυταπάτες, που παγίδευσαν τον τρόπο σκέψης, μετά την αιφνιδιαστική χρεοκοπία της χώρας. Χρειάστηκε να περάσουν δέκα χρόνια για να δούμε φως στην άκρη του τούνελ και το φως να μην είναι το τρένο που έρχεται κατά πάνω μας. Είναι η πρώτη φορά, μετά από δέκα χρόνια, που το πεδίο είναι ελεύθερο. Είναι η πρώτη φορά, μετά από δέκα χρόνια, που η χώρα είναι έτοιμη να προχωρήσει σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Είναι η πρώτη φορά, μετά από δέκα χρόνια, που χωρίς φανφάρες και κραυγές, χωρίς ψευδαισθήσεις κι αυταπάτες, υπάρχει μια σοβαρή ελπίδα για το αύριο. Και είναι απολύτως βέβαιο ότι οι εκλογές της 7ης Ιουλίου θα είναι η αρχή του τέλους.
Το μετά. Αρκετοί είναι οι πολιτευτές που επενδύουν στον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και λίγο πριν από την αναμενόμενη συντριπτική ήττα του. Επενδύουν γιατί πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να είναι ο ένας από τους δύο πυλώνες του νέου δικομματισμού. Δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ανήκει σε έναν άλλο κόσμο. Και ότι ο δικομματισμός, σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου, πάντα αποτελούνταν από δύο μεγάλα κόμματα, που και τα δύο αποδέχονταν τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας. Η Αριστερά όμως δεν είναι δυνατό να αποδεχθεί συνειδητά αυτούς τους κανόνες. Εμποδίζεται από τη πολιτική και οικονομική της κοσμοθεωρία που έχει βαθιές ρίζες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως τον γνωρίζουμε, δεν θα έχει ποτέ τη δυνατότητα να επανέλθει στην εξουσία στο μέλλον. Η παρένθεση της Αριστεράς ισχύει. Μόνο που ήταν μεγάλης διαρκείας, με βάση την επικαιρότητα, αλλά πολύ σύντομη με βάση τον ιστορικό χρόνο. Οι εποχές πλέον δεν επιδέχονται κλειστές, απομονωμένες και δεσποτικές κοινωνίες. Και δυστυχώς, όσοι έντιμοι συμπολίτες μας έχουν επενδύσει τα όνειρα τους στην παραδεισένια αριστερή κοσμοθεωρία, θα συνεχίσουν να υφίστανται την τραγωδία της ψευδαίσθησης τους. Κι όσοι λαϊκιστές του ευρύτερου χώρου επενδύουν στην επάνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, απλά θα εμπλακούν σε μελλοντικές ομφαλοσκοπήσεις και σε μελλοντικούς καυγάδες. Γιατί δικομματισμός προς το παρόν δεν θα υπάρξει. Όπως σωστά είπε ο Βενιζέλος, ο χώρος από το σημερινό ΚΙΝΑΛ μέχρι και τον ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει ένα κενό. Και θα υπάρξουν πολλές διεργασίες μετά τις εκλογές, που αργά ή γρήγορα θα τον αναδιαμορφώσουν, απωθώντας τις αριστερές ιδεοληψίες στα άκρα. Και τότε θα αρχίσουμε να συζητάμε για τον νέο δικομματισμό. Όλα όμως θα εξαρτηθούν από τα ηγετικά χαρίσματα που θα επιδείξει ο Μητσοτάκης. Αν θα καταφέρει να οδηγήσει τη χώρα σε πραγματικές κι όχι fake μεταρρυθμίσεις. Αν τα καταφέρει, που είναι και το πιθανότερο, η σημερινή ελπίδα θα γίνει αύριο πραγματικότητα, αλλιώς….
*Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Leonid Afremov, The way to hope