Ο Κωνσταντίνος Κορίκης εξετάζει τη συμβολή των social media στην εκλογή του Τράμπ. «Τα νούμερα είναι συγκλονιστικά. Από την 1η Ιανουαρίου μέχρι την 6η Νοεμβρίου του 2016, ο Ντόναλντ Τραμπ και η Χίλαρι Κλίντον είχαν συγκεντρώσει συνολικά 48.986.921 ακολούθους σε Facebook, Twitter και Instagram. Σε αυτά τα τρία δίκτυα, οι δημοσιεύσεις τους είχαν προσελκύσει 495.120.770 διαδράσεις (likes, shares και retweets). Τα περισσότερα από αυτά πήγαν στον Tραμπ.» σημειώνει ο συγγραφέας και εκτιμά πως «η περίπτωση του Τραμπ σε συνδυασμό με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα αλλάξουν ριζικά το πολιτικό μάρκετινγκ»

Ο Ανδρέας Πανταζόπουλος αναλύει τα αίτια της νίκης Τράμπ εξηγώντας πως «το αίτημα της προστασίας, μέσα σε έναν ασταθή κόσμο σε μετάβαση, δεν αφορά μόνον την κοινωνική και οικονομική διάσταση της σημερινής κρίσης, την πτώση μέρους της μεσαίας τάξης, αλλά ταυτοχρόνως τέμνεται με την ως τώρα βασική πολιτισμική συνθήκη της ύπαρξής της, την εθνική ταυτότητα, τα πραγματικά και τα φαντασιακά της σύνορα» και τονίζει πως «η πολιτισμική ανασφάλεια, αυτό είναι το πρόβλημα, το οποίο οι δεξιοί λαϊκιστές το μεταφράζουν σε πολιτικές «εθνικής προτίμησης» και πολιτισμικού ρατσισμού». Ο συγγραφέας σημειώνει ότι «η αντιμετώπιση του φαινομένου δεν είναι εύκολη υπόθεση»

Ο Δημήτρης Κούρκουλας αναλύοντας τις επιπτώσεις της εκλογής Τράμπ στις ΗΠΑ εκτιμά πως σύντομα «θα γίνεται ολοένα και πιο εμφανής η κενότητα των πολιτικών επαγγελιών του» και πως «η κατάρρευση θα είναι ραγδαία και το πολιτικό κόστος, για τον ίδιο και για τη χώρα του, μεγάλο». Ο συγγραφέας υποστηρίζει πως «ακόμα και αν ο νέος Πρόεδρος ξεχάσει τις προεκλογικές εξαγγελίες και κάνει την παγκοσμίως πλέον γνωστή ελληνική «kolotoumba» δεν θα μπορέσει να ανακτήσει την ήδη χαμένη του αξιοπιστία» και τονίζει πως αυτό θα «ενισχύσει τις δυνάμεις εκείνες που παραμένουν σταθερές στην υπεράσπιση των θεμελιωδών αξιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης»

Ο Παναγιώτης Δουδωνής παραθέτει κάποιες πρώτες σκέψεις με αφορμή τα αποτελέσματα των αμερικάνικων εκλογών που δεν αποτέλεσαν ένα μεμονωμένο φαινόμενο αλλά μια «τυπολογία που έχει παγιωθεί»: «πολιτικοί αναλυτές αποθεώνουν τη μελλοντική επικράτηση του Ορθού Λόγου μέσα από την έκφραση του λαού, δημοσκοπήσεις δίνουν εικόνα ριζικά διαφορετική της τελικής, οι τόνοι ανεβαίνουν. Ύστερα έρχονται τα ανησυχητικά πρώτα αποτελέσματα και η τελική επικράτηση του Παραλόγου και αντισυστημικού». Ο συγγραφέας εκτιμά πως πρέπει «να επανεπεξεργαστούμε τις δομές που θα κάνουν τον λόγο να ακούγεται και να αξιολογείται» και υποστηρίζει την ανάγκη «να βρούμε τους καλύτερους που θα αντιπαρατεθούν απέναντι στο Παράλογο»

Ο Γιώργος Παπακωνσταντής στο άρθρο του παρουσιάζει την πολιτική κατάσταση και τονίζει την άμεση ανάγκη ύπαρξης του προοδευτικού κέντρου. «Η χώρα καταστρέφεται και οι περισσότεροι δεν έχουμε πάρει χαμπάρι ότι αν δεν ανασκουμπωθούμε, δεν θα μας σώσουν ούτε τα ξανθά γένη, ούτε τα Νεφελίμ, ούτε ο Σώρρας, ούτε καν ο καλός Θεός της Ελλάδας. Μόνοι μας, με σωστή ηγεσία, με σχέδιο και κόπο» επισημαίνει ο συγγραφέα και σημειώνει πως «Η ευθύνη λοιπόν που βαρύνει τις ηγεσίες των κομματιών –και όχι κομμάτων- του κέντρου, είναι να υπερβούν τις μικροπολιτικές περιχαρακώσεις τους και να ενωθούν ξεκινώντας από μηδενική βάση»

 

Ο Δημήτρης Κουρέτας γράφει για την ερευνητική πολιτική στα ΑΕΙ σημειώνοντας ότι «κάθε Ελληνικό ΑΕΙ θα έπρεπε δομημένα να  προσπαθεί να δημιουργήσει συστηματικά τις βάσεις για τη διαμόρφωση μίας ερευνητικής στρατηγικής που θα του επιτρέψουν να ευθυγραμμιστεί με τις διαφαινόμενες ερευνητικές προτεραιότητες που τίθενται από τη ΓΓΕΤ εν όψει της νέας Προγραμματικής Περιόδου, με ορίζοντα το 2020». Ο συγγραφέας τονίζει πως «η διαμόρφωση μίας στρατηγικής δημιουργίας και αξιοποίησης γνώσεων, δηλαδή  μίας ερευνητικής στρατηγικής, στηρίζεται στην αντίληψη της οργανωσιακής γνώσης» και συμπληρώνει ότι «η γνώση αυτή πρέπει να είναι διαχειρίσιμη συστηματικά με στόχο τη βελτίωση της βιωσιμότητας του οργανισμού»