Ο Νίκος Τσολακίδης εξετάζει πιο μπορεί να είναι το πιθανό επόμενο πολιτικό τοπίο καθώς «η δημαγωγική οπερέτα των λαϊκιστών οδεύει προς το τέλος της και το φινάλε προδιαγράφεται ίδιο με την αρχή της». Ο συγγραφές θέτει τα ερωτήματα: «Μετά την ανευθυνότητα, τι; Μετά τον ψευτο – επαναστάτη δήθεν αναμορφωτή της Ευρώπης, ποιος; Μετά από τόσους κόπους και θυσίες, γιατί;» και εξηγεί πως είναι «πλέον η εποχή των επιλογών και είναι ο καιρός να αποφασίσουμε τι θα κρατήσουμε από αυτόν τον παλιό μας εαυτό που μας έφερε ως εδώ και τι θα πετάξουμε οριστικά στα σκουπίδια.»

Ο Γιάννης Μαντζίκος εξετάζει τις σχέσεις πολιτικών-στρατιωτικών υπό τον Τράμπ όπως για παράδειγμα την επιλογή του Ντοναλντ Τραμπ για το Υπουργείο Αμύνης τον στρατηγός Τζειμς Μάτις, ο λεγόμενος «τρελός σκύλος».  Σύμφωνα με τον συγγραφέα «η επιλογή Μάτις γεννά ερωτήματα για τις λεγόμενες σχέσεις στρατιωτικών-πολιτικών, την σχέση που αφορά δηλαδή τον πολιτικό έλεγχο του στρατού», και υπενθυμίζει τη ρήση του Κλεμάνσο : «ο πόλεμος είναι πολύ σημαντικός για τον αφήσουμε στους στρατηγούς». Ο συγγραφέας εκτιμά πως «το μεγαλύτερο ρίσκο που παίρνει λοιπόν ο Ντόναλντ Τράμπ με την τοποθέτηση των στρατιωτικών είναι ενδεχομένως ο κίνδυνος (υπερ) πολιτικοποίησης του Αμερικανικού στρατού».

Ο Μελέτης Ρεντούμης εξετάζει το ζήτημα της ανόδου της ακροδεξιάς «ως ρυθμιστές των εξελίξεων σε βασικά εθνικά θέματα» με την αφορμή την κρίση στο προσφυγικό. Ο συγγραφέας τονίζει πως «η απειλή για την ΕΕ δεν είναι οι πρόσφυγες  καθώς αποτελούν κάτω από το 1% του συνολικού πληθυσμού της Ένωσης στο χειρότερο σενάριο» αλλά εκτιμά πως «το μεγάλο διακύβευμα είναι η διατήρηση της συνοχής και των αξιών της ΕΕ». «Αν η ακροδεξιά επικρατήσει και παγιωθεί, τότε όποια μεταγενέστερη λύση και να δοθεί στο προσφυγικό θα είναι κενή περιεχομένου, καθώς θα έχει ήδη ξεκινήσει η διάλυση του ευρωπαϊκού οράματος» σημειώνει.

Ο Νίκος Γκιώνης μιλάει για τον ποπουλισμό πού «οδεύει από  το ατομικό στο συλλογικό και προκειμένου να ισχυροποιείται ομαδοποιεί τα καταστροφικά ένστικτα, που εν τω μεταξύ έχουν γίνει ιδεολογικά πλαίσια, ενάντια στον ίδιο τον ατομικό εαυτό» και για τον εθνικισμό, εκτιμώντας πως «το μείγμα εθνικισμού και ποπουλισμού δεν χάνει, απλώς  περιπτωσιακώς ηττάται μέχρι – αναλόγως της κοινωνίας και της  οικονομίας – να  επιχειρήσει να επανέλθει». Ο συγγραφέας τονίζει πως «μόνον ένα αρραγές μέτωπο διπλής και τρίδιπλης τοιχοποιϊας με προγραμματικές στερεότητες ανάμεσα στις δυνάμεις της – κατά τεκμήριο – λογικής μπορεί να  αμυνθεί και να φτιάχνει, συνάμα»

Ο Δημήτρης Παπουτσής εξετάζει το ζήτημα της εκλογικής αποχής, του «ιδιωτεύειν», εξηγώντας πως «σχεδόν ένας στους δύο πολίτες απέχει από την κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας, που είναι οι εκλογές». Ο συγγραφέας τονίζει πως «με την εκλογική αποχή, όταν είναι  συνειδητή επιλογή, περιορίζεται η πολιτική ελευθερία και η πολιτική συμμετοχή του ατόμου, παράγοντες που αποτελούν θεμελιώδη συστατικά του δημοκρατικού πολιτεύματος και απαραίτητες προϋποθέσεις για τη πρόοδο του δικαιότερου πολιτεύματος από την αρχαιότητα έως σήμερα, έναντι όλων των άλλων πολιτευμάτων» και τονίζει πως «η αντιμετώπιση του φαινομένου της ιδιώτευσης απαιτεί βαθιά γνώση και κατανόηση των όσων συμβαίνουν γύρω μας»

Ο Αντώνης Τριφύλλης εξετάζει τις ομοιότητες του καθεστώτος Ορτέγκα στη Νικαράγουα με τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΝΕΛ συμπεραίνοντας πως είναι εκκωφαντικές: «Ο Ορτέγκα σταμάτησε τον ένοπλο, κέρδισε μια πρώτη τετραετία εκλογικά, έχασε και από τους αντιπάλους και από το 2006 κυβερνά αδιάλειπτα. Με τη δεύτερη εκλογή του άρχισε συστηματικά να αλώνει τις δομές της εξουσίας. Και με την πολιτική του απέκτησε χρήσιμους φίλους από το δεξιό στρατόπεδο». Ο συγγραφέας όμως εκτιμά πως στην Ελλάδα τα πράγματα θα εξελιχθούν διαφορετικά, καθώς «όση οργή κι αν υπάρχει στην κοινωνία, όταν το ζήτημα γίνεται ζήτημα Δημοκρατίας, τότε οι Έλληνες βρίσκονται στην ίδια πλευρά.»