Ο Νίκος Γκιώνης γράφει για τον εθνικολαϊκισμός ως κατάσταση των πραγμάτων: «Κατά συνέπεια τι είναι ως κοινωνικός και νοητικός χώρος ο εθνικολαϊκισμός; Απαντώ, ορίζοντάς τον ως κατάσταση των πραγμάτων …μια αραιή λέμφος που διατρέχει πολλούς ζωτικούς ιστούς δίχως να είναι αίμα. Εθνολαϊκιστής μπορεί νάναι κάποιος, που ο βασικός του αυτοπροσδιορισμός να χαρακτηρίζεται αλλιώς. Ο εθνολαϊκισμός ως ρέουσα κατάσταση των πραγμάτων σε συνθήκες κοινωνικής ακηδίας δηλ. αφροντισιάς περιέχει μπόλικο λαϊκισμό αλλά όχι μόνο. Ο παλιός αιρετικός διανοούμενος της πολωνικής Αλληλεγγύης Άντ.Μίεχνιτς, είχε δώσει έναν σαφή όσο και λιτό ορισμό του. Είχε πεί πως ποπουλισμός είναι η ακραία υποχώρηση του σαφούς μπροστά στην καλπάζουσα χύδην υπεραπλούστευση.»

Ο Γιώργος Προκοπάκης γράφει για τη διαχείριση του μνημονίου: «Η επομένη της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, είναι και η έναρξη της εφαρμογής της πολιτικής των θηριωδών πλεονασμάτων, σε περίοδο μηδενικής ανάπτυξης. Τα data συνηγορούν πως μέρος τουλάχιστον των πλεονασμάτων ήταν πλασματικό ή προσωρινό. Βασικό εργαλείο διαχείρισης ήταν το βραχυπρόθεσμο χρέος, διαφόρων μορφών, το οποίο έχει φθάσει σε αστρονομικό ύψος με προοπτική περαιτέρω αύξησης. Η πολιτική της δημιουργίας «μαξιλαριού για καθαρή έξοδο» φαίνεται να αποτυγχάνει ως προς το σκέλος της συνεισφοράς των αγορών – ή θα είναι πανάκριβη επιλογή. Προκαλεί εντύπωση η διαχειριστική πολιτική της μη διαπραγμάτευσης της χρήσης των πόρων του μνημονίου που περισσεύουν για την αντικατάσταση ακριβού δανεισμού»

Ο Γιώργος Στρατόπουλος στο άρθρο του γράφει για την ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους: «Η ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους παραμένει αναγκαιότητα αντίστοιχη με την αναγκαιότητα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους. Είναι μια από τις τελευταίες πράξεις του ελληνικού δράματος και δεν αποφεύγεται. Όπως ξέρουμε, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έγινε τόσο δυσβάσταχτο, επειδή η χώρα έχασε το ¼ του ΑΕΠ της και, προς αντιμετώπιση της υπερχρέωσης, η Ευρώπη προσέφερε τεράστια ελάφρυνση χρέους μέσω επιμηκύνσεων και χαμηλών επιτοκίων (OSI). Αλλά η τεράστια μείωση του ΑΕΠ είχε αντίστοιχες δραματικές επιπτώσεις και στο ιδιωτικό χρέος. Τα νοικοκυριά απώλεσαν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους, του «δικού τους ΑΕΠ». Και για τους ίδιους λόγους, το ιδιωτικό χρέος έγινε δυσβάσταχτο.»

Ο Γιώργος Τζογόπουλος γράφει για τις σχέσεις της Ευρώπης με τις κινεζικές επενδύσεις: «Για ακόμα μία φορά, η Ευρώπη δεν ασχολείται με τη ρίζα του κακού αλλά απλώς μετριάζει τις συνέπειες. Στο νέο κεφάλαιο των σινοευρωπαϊκών σχέσεων που έχει πια ανοίξει, επιδιώκει να περιορίσει την κινεζική επιρροή ενώ έχει ανάγκη τα κινεζικά κεφάλαια για να τονώσει την αναιμική ανάπτυξή της. Μάλιστα, το σημαντικό πλεονέκτημα της Κίνας παραμένει η ικανότητά της να πείθει τους πολιτικούς και τις κοινωνίες στην Ευρώπη να συνεργάζονται μαζί της σε τομείς όπου η Δύση απουσιάζει. Ρεαλιστικά στόχος της Ένωσης δεν είναι να απαρνηθεί το κινεζικό «win-win» αλλά να επιβάλει όσο το δυνατόν περισσότερους όρους της σε αυτό.»

Η Χριστίνα Παπανικολάου γράφει για τον ψηφιακό μετασχηματισμό των Συστημάτων Υγείας: «Την τελευταία δεκαετία πολλά Σ.Υ. εφαρμόζουν νέες τεχνικές διοίκησης και διαχείρισης, αλλά και βαθύτερες οργανωτικές και λειτουργικές αλλαγές, που στοχεύουν στην αναίρεση των “στεγανοποιήσεων” και του κατακερματισμού ανάμεσα στα διάφορα επίπεδα παραγωγής και παροχής Υπηρεσιών Υγείας. Επιδιώκεται η λειτουργική και διοικητική σύγκλιση μεταξύ ΠΦΥ και Νοσοκομειακής περίθαλψης, μεταξύ υπηρεσιών αποκατάστασης και κατ’ οίκων φροντίδας, αλλά και γενικότερα μεταξύ Υγειονομικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Πρόνοιας και κοινωνικής προστασίας. Αυτές οι αλλαγές υπηρετούν κυρίως ένα νέο κλινικό μοντέλο διαχείρισης ασθενών και ασθενειών, αυτό της ολοκληρωμένης και συνεκτικής φροντίδας Υγείας»

Ο Νίκος Κασκαβέλης γράφει για το εγγενές «ρίσκο» της δημοκρατίας και οι ισορροπίες του κοινοβουλευτισμού: «Έχουμε γίνει μάρτυρες απίστευτων ως χθες συμβάντων. Ο κάθε Υπουργός, με κάλυψη άνωθεν, φέρνει προς ψήφιση το οτιδήποτε. Από προκλητικές αυξήσεις θέσεων μετακλητών (και των αποδοχών τους), έως χαριστικές ρυθμίσεις και από άχρηστες δημιουργίες νέων υπηρεσιών, έως αναχρονιστικές ιδεοληψίες. Και όλα με την αλαζονική βεβαιότητα της μονιμότητας της εξουσίας τους και του απολύτως ανεξέλεγκτου. Ακόμα και σε περιπτώσεις που υπάρχει βάσιμη υποψία, αρκετή για να δικαιολογήσει έλεγχο (εξεταστικές) και εκεί υπάρχει κυνική κάλυψη. Όλα καλύπτονται και κανείς δεν έχει την παραμικρή ανησυχία ή διάθεση για οποιαδήποτε απολογία.»