Οι Βρετανικές εκλογές της 8ης Ιουνίου ολοκληρώθηκαν και εκεί που όλοι ανέμεναν έναν εκλογικό περίπατο των συντηρητικών της Τερέζας Μέι σύμφωνα πάντα με τις δημοσκοπήσεις, ξαφνικά έγινε η μεγάλη έκπληξη και οι εργατικοί βρέθηκαν μία ανάσα από την εξουσία κόβωντας και επίσημα τον δρόμο των συντηρητικών στην αυτοδυναμία.
Πιο συγκεκριμένα το τελικό αποτέλεσμα που οδηγεί για μία ακόμη φορά σε δικομματισμό στην Βρετανία, έδειξε 42% για τους συντηρητικούς και 40% για τους εργατικούς, ένα δηλαδή ισχνό προβάδισμα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει την άνεση για την δημιουργία μιας κυβέρνησης πλειοψηφίας.
Αντιθέτως, η Τερέζα Μέι αφού ενημέρωσε την βασίλισσα Ελισάβετ, προέβη στον σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας και όχι συνεργασίας ή συνασπισμού κατά τα φαινόμενα με το Βορειο-Ιρλανδικό κόμμα DUP το οποίο έρχεται κυριολεκτικά ως σανίδα σωτηρίας για τους συντηρητικούς την δεδομένη στιγμή.
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός έχασε κατά κράτος.
Το θέμα βέβαια που τίθεται από δω και πέρα, είναι πόσος θα είναι ο πολιτικός βίος της συγκεκριμένης κυβέρνησης καθώς ήδη η Τερέζα Μέι ανέμενε μία άνετη πλειοψηφία ώστε να διαπραγματευθεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ένα σκληρό Brexit, ανοίγοντας όλα τα χαρτιά της όσον αφορά το μεταναστευτικό αλλά και την πρόσβαση στην ενιαία αγορά.
Επί της ουσίας η Βρετανίδα πρωθυπουργός, παγιδεύτηκε από τις εξελίξεις, θέλοντας να ενισχύσει μέσω της εκλογικής διαδικασίας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος υπέρ του Brexit και τελικά έχασε κατά κράτος.
Ακολούθησε την ίδια λάθος συνταγή με τον προκάτοχό της Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος είχε εγκλωβιστεί από την υπόσχεση του δημοψηφίσματος για την έξοδο της Μ.Βρετανίας από την ΕΕ, όταν δεν συνέτρεχε κανένας λόγος να κινητοποιήσει ολόκληρο τον Βρετανικό λαό και να πυροδοτήσει μέσω αυτής της διαδικασίας ακόμη και αποσχιστικές τάσεις εντός του Ηνωμένου Βασιλείου με την αντίδραση της Σκωτίας κατά του Brexit.
Τώρα η Τερέζα Μέι καλείται να διαχειριστεί μια δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας, καθώς ο στόχος πλέον είναι πολλαπλός εντός και εκτός των τειχών της Μεγάλης Βρετανίας.
Αρχικά πρέπει να διατηρηθεί η κυβερνητική και κοινοβουλευτική συνοχή έτσι ώστε με την ανοχή του DUP να ισχύσει μια κυβέρνηση συντηρητικών που θα μπορεί να λύσει τα βασικά εσωτερικά ζητήματα της χώρας, κυρίως το θέμα της τρομοκρατίας που την ταλανίζει ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, όπου ίσως χρειαστούν να περάσουν από το κοινοβούλιο αρκετά νομοσχέδια με ανατροπές στ’ ανθρώπινα δικαιώματα όσον αφορά τον έλεγχο υπόπτων και την πιθανή εμπλοκή τους σε τρομοκρατικές ενέργειες.
Πέραν αυτού η πρωθυπουργός οφείλει να κατευνάσει τα πνεύματα στο εσωτερικό των συντηρητικών μετά τα απογοητευτικά ποσοστά και την έλλειψη αυτοδυναμίας ώστε να μην υπάρξει μια περίοδος εσωστρέφειας που θ’αποπροσανατολίσει από τα πραγματικά προβλήματα.
Όσον αφορά το εξωτερικό περιβάλλον το μείζον ζήτημα δεν είναι άλλο από την διαχείριση του Brexit και το πλαίσιο διαπραγματεύσης με τους θεσμούς της ΕΕ, καθώς ακόμα και τώρα δεν υπάρχει ξεκάθαρη στρατηγική για το πόσο σκληρή μπορεί πλέον να γίνει η Βρετανία και αν θα επιδιώξει έστω και με κόστος την πρόσβασή της στην ελεύθερη αγορά και στο λεγόμενο κοινοτικό κεκτημένο.
Η Βρετανία καλείται να λύσει τον γόρδιο δεσμό ανάμεσα στην κυβερνητική αλλά και εθνική συνοχή.
Αν η συνοχή της κυβέρνησης κινδυνεύσει μέσω των νομοσχεδίων για επαναφορά στην εθνική νομοθεσία πολλών ευρωπαϊκών νόμων, τότε ενδέχεται να τιναχτεί ξανά στον αέρα ο σχεδιασμός για το Brexit με απρόβλεπτες συνέπειες τόσο για την Βρετανία όσο και για την Ευρώπη.
Συνέπεια της παραπάνω πολιτικής θα είναι το πρόσωπο που θα δείξει η Βρετανία στις διεθνείς αγορές, η πρόσβαση που θα έχει, τα επιτόκια με τα οποία θα δανείζεται και η πίεση που θα δεχθεί η στερλίνα από το ευρώ, κάνοντας βέβαια με αυτό τον τρόπο το τουριστικό προϊόν όλων των ευρωπαϊκών προορισμών ολοένα και ακριβότερο για τους Βρετανούς.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η Βρετανία καλείται να λύσει τον γόρδιο δεσμό ανάμεσα στην κυβερνητική αλλά και εθνική συνοχή, με την ταυτόχρονη διαχείριση της απόσχισης από την ΕΕ, με τρόπο οικονομικά αλλά και κοινωνικά βιώσιμο.
Παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι η επιπολαιότητα των πολιτικών ενεργειών πρυτάνευσε και πάλι γεγονός που φάνηκε από την πρόωρη προκήρυξη των εκλογών και την ελπίδα για άνετη εκλογική επικράτηση που διαψεύστηκε περίτρανα δημιουργώντας σαφέστατες πολιτικές συνέπειες που μένει να δούμε πώς τελικά θα ερμηνευθούν από το εκλογικό σώμα και τους πολίτες.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Robert Braithwaite Martineau (1826 –1869), The Last Day in the Old Home