Με το τέλος του διπολισμού στις διεθνείς σχέσεις, Φιλελευθερισμός και Ρεαλισμός αναπτύσσουν και παρουσιάζουν τις θέσεις, τις προτάσεις και τις προβλέψεις τους σχετικά με το μέλλον του μεταψυχροπολεμικού κόσμου και τις προοπτικές για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Η αισιόδοξη εκτίμηση για το μεταδιπολικό διεθνές περιβάλλον ασφάλειας προήλθε από το φιλελεύθερο παράδειγμα. H φιλελεύθερη θεώρηση αντιλαμβάνεται τον μεταψυχροπολεμικό κόσμο πιο ειρηνικό, σταθερό και ασφαλή. Την ειρηνική αυτή σταθερότητα ενδυναμώνουν και συντηρούν η διάδοση της δημοκρατίας και η προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο ευεργετικός ρόλος των διεθνών θεσμών που μειώνουν τις τάσεις αποσταθεροποίησης της διεθνούς αναρχίας και η συμβολή της ελεύθερης αγοράς και του εμπορίου. Στον αντίποδα της αισιόδοξης εκδοχής για τον υπό διαμόρφωση κόσμο, έτσι όπως αυτή αναπτύχθηκε από το φιλελεύθερο παράδειγμα, βρέθηκε η ρεαλιστική σχολή σκέψης. Κατά τους ρεαλιστές, το διεθνές σύστημα θα παραμείνει άναρχο και ανταγωνιστικό και έτσι η ασφάλεια θα συνεχίσει να επιτυγχάνεται μόνο μέσω της αυτοβοήθειας (self-help), η οποία, σύμφωνα με τον Kenneth Waltz, εξακολουθεί να είναι η βασική αρχή δράσης στο κρατοκεντρικό σύστημα. Ο John Mearsheimer, συγκρίνοντας το διπολικό σύστημα με το πολυπολικό σύστημα, υποστηρίζει ότι το πρώτο εξασφαλίζει μεγαλύτερη σταθερότητα έναντι του δεύτερου. Ο ίδιος, προβλέπει επίσης την έξαρση του εθνικισμού και την αναβίωση των εθνοτικών διαφορών του παρελθόντος στις περιοχές της Νοτιανατολικής Ευρώπης και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Στο ίδιο πνεύμα, ο Samuel Huntington, με το έργο του η Σύγκρουση των Πολιτισμών, υποστήριξε ότι το τέλος του διπολισμού στις διεθνείς σχέσεις δεν θα συνοδευόταν και από το τέλος των συγκρούσεων. Αντίθετα, το διεθνές περιβάλλον θα παραμείνει ανταγωνιστικό, συγκρουσιακό και ανασφαλές, μόνο που οι συγκρούσεις στον μεταδιπολικό κόσμο δεν θα προέρχονται πια από τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές και τον στρατιωτικό ανταγωνισμό των κρατών, αλλά από τις πολιτισμικές διαφορές.
Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα διεθνές πολιτικό σύστημα ριζικών γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανακατατάξεων, το οποίο αναζητεί τη νέα ισορροπία του. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, οι αναταραχές στο διεθνές εμπόριο και τις εφοδιαστικές αλυσίδες, ο πληθωρισμός που καλπάζει, η πανδημία και η εντεινόμενη κλιματική αλλαγή, συγκαταλέγονται στις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Ο αναθεωρητισμός βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη με τις δυνάμεις του αναθεωρητισμού να καταπατούν, είτε λεκτικά, είτε με πράξεις, το Διεθνές Δίκαιο, συμβάλλοντας έτι περισσότερο τόσο στη διάβρωση του βεστφαλιανού μοντέλου διεθνούς οργάνωσης, όσο και στην απονομιμοποίηση του συστήματος δομών που αναδείχθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία οδήγησε το ΝΑΤΟ στο να αποκτήσει και πάλι ένα αποτύπωμα στην Ευρώπη απαραίτητο για την ασφάλεια της προς το παρόν τουλάχιστον. Η Ευρωπαϊκή Ένωση από τη δική της πλευρά ενισχύει τη συνοχή της και αναλαμβάνει σημαντικές πρωτοβουλίες στο στρατηγικό και αμυντικό επίπεδο. Αυτό λοιπόν το πολυκεντρικό σύστημα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου απαιτεί από την Ελλάδα περισσότερες ευθύνες και πρωτοβουλίες απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η Ελλάδα πρέπει να αναζητήσει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στον σκληρό πυρήνα της ενοποιητικής διαδικασίας όπως το είχε καταφέρει και στο παρελθόν με την ένταξή της την ευρωζώνη.
Η τρέχουσα περίοδος ανανεωμένου γεωπολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και των περιφερειακών παικτών του διεθνούς συστήματος, αναδεικνύει τη σημασία μιας συγκροτημένης Εθνικής Στρατηγικής, που επιτρέπει στην πατρίδα μας όχι απλώς να αντιδρά, αλλά να δημιουργεί τις προϋποθέσεις διπλωματικής, στρατιωτικής και οικονομικής ισχυροποίησης, συγχρονιζόμενη με την μεγάλη εικόνα και λαμβάνοντας υπόψη το αναδιατασσόμενο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα σε εταίρους, συμμάχους και ανταγωνιστές.
Η Ελλάδα χρειάζεται μια «Επανάσταση της Κοινής Λογικής
Η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει κατοχυρώσει μεταπολιτευτικά ένα πολύ σημαντικό κεκτημένο. Τις ιστορικές αποφάσεις για τον δυτικό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, που λήφθηκαν μετά το 1974 και για μισό αιώνα ισχύον ανεξαρτήτως της εναλλαγής στην εξουσία κομμάτων με διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές. H συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα στην αρχή και αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και στην Βορειοατλαντική Συμμαχία, έδωσε τη δυνατότητα να διευρύνει τόσο τους ορίζοντες της εξωτερικής πολιτικής της όσο και την ατζέντα των ζητημάτων ελληνικού ενδιαφέροντος, ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου. Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, η χώρα μας έχει συνδέσει το μέλλον της θεσμικά και πολιτικά με μια ομάδα αναπτυγμένων οικονομιών και εδραιωμένων δημοκρατιών. Η Ελλάδα μετέχει στην ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία στον σκληρό πυρήνα της ολοκλήρωσης που είναι η ζώνη του ευρώ και όλες οι κινήσεις της συνδέονται, ευτυχώς, με αυτή την στρατηγική επιλογή της. Ευρισκόμενη όμως σ’ ένα ευαίσθητο στρατηγικό τμήμα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα γειτονεύει με τις ασταθείς περιοχές των Βαλκανίων και της Μεσογείου και αντιμετωπίζει μια ουσιαστική απειλή από τη γειτονική τους Τουρκία. Για αυτό και δεν αρκεί σήμερα η απλή συμμετοχή της χώρας μας σε έναν συνασπισμό (π.χ. ΝΑΤΟ ή ΕΕ). Απαιτείται προσαρμογή στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, με ενεργό συμμετοχή στην ενωμένη Ευρώπη, στην ευρωζώνη και στο ΝΑΤΟ, με ενεργό συμμετοχή στον σχεδιασμό περιφερειακών πρωτοβουλιών για την ειρήνη και τη σταθερότητα, με αναβαθμισμένο γεωπολιτικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο, με προβολή ήπιας ισχύος στα Δυτικά Βαλκάνια και πέρα από αυτά, με ενεργό συμμετοχή στους διεθνείς οργανισμούς και στα διεθνή fora.
Σήμερα, η Ελλάδα συνιστά πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και περιφερειακό ενεργειακό κόμβο. Ο Διαδριατικός Αγωγός (ΤΑΡ) και το Αμερικανικό Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο (LNG), σε συνδυασμό με το FSRU της Αλεξανδρούπολης, τις αποθήκες αερίου σε περιοχές όπως η Καβάλα, καθώς και το Διασυνδετήριο Αγωγό Ελλάδος – Βουλγαρίας (IGB), καταδεικνύουν μία ακόμα σημαντική παράμετρο της ανθεκτικότητας που η Ελλάδα οικοδομεί για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, καθώς επίσης αντανακλά την περιφερειακή ηγεσία της Χώρας και τον αναβαθμισμένο ρόλο της Βορείου Ελλάδος και της Αλεξανδρούπολης. Η στρατηγική σύμπλευση της Χώρας με τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως προωθητής της γεωπολιτικής και διπλωματικής παρουσίας της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο και συνολικότερα. Η ανανέωση της αμυντικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ, το επικαιροποιημένο πρωτόκολλο της Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας (MCDA) μεταξύ Ελλάδος – ΗΠΑ και οι συνεδριάσεις των ομάδων εργασίας του σχήματος 3+1 (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, και Ηνωμένες Πολιτείες) αποτελούν απτές αποδείξεις. Την ίδια στιγμή, η εμβάθυνση των σχέσεων Ελλάδος – Ισραήλ δημιουργεί σημαντικές δυνατότητες αμοιβαίως επωφελούς συνεργασίας σε σειρά τομέων, όπως η οικονομία, η άμυνα, το εμπόριο, ο τουρισμός, οι επενδύσεις, η αγροτική ανάπτυξη, η τεχνολογία, η ενέργεια, το περιβάλλον, η ναυτιλία και η εκπαίδευση. Η Ελλάδα θα πρέπει να παραδειγματιστεί από το Ισραήλ, μια χώρα που συνεχίζει να αντιμετωπίζει ένα άκρως δυσμενές περιβάλλον ασφάλειας, και έχει επενδύσει με μεγάλη επιτυχία στον κρίσιμο τομέα της αμυντικής βιομηχανίας προς όφελος της εθνικής ασφάλειας και οικονομίας, με τον ιδιωτικό τομέα να συνεργάζεται στενά με εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα της χώρας. Με «όπλα» την Παιδεία, την νέα τεχνολογία και τον γεωεπιχειρηματικό δυναμισμό, το Ισραήλ εξασφάλισε ευημερία και σημαντική υπεραξία στις διεθνείς σχέσεις της χώρας,
Παράλληλα, η χώρα μας πρέπει να συνεχίσει να ενισχύει τις σχέσεις της με όλους τους σημαντικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής. Ειδικότερα τις διμερείς σχέσεις με συμμάχους και εταίρους. Πέραν των εταίρων και συμμάχων, απαραίτητη είναι η επιδίωξη διεύρυνσης των σχέσεων με χώρες με τις οποίες υπάρχουν παραδοσιακοί δεσμοί και συμφέροντα. Επίσης πρέπει να αναπτυχθούν περισσότερο οι σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και Βορείου Αφρικής, όπως επίσης και με τις λεγόμενες «αναδυόμενες» οικονομικές δυνάμεις της Ασίας, της Ωκεανίας, της Λατινικής Αμερικής αλλά και της Αφρικής.
Περαιτέρω, ως η πρώτη χώρα της Βαλκανικής χερσονήσου που έγινε μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, η Ελλάδα έχει εθνικό συμφέρον αλλά και ηθικό χρέος να βοηθήσει το σύνολο της περιοχής να ενταχθεί στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, με κοινό τελικό σκοπό ένα καλύτερο ευρωπαϊκό μέλλον για όλους. Με ανεπτυγμένη οικονομία και ισχυρές Ένοπλές Δυνάμεις, μπορεί πλέον με αυτοπεποίθηση να αρθεί πάνω από τις εθνοτικές έριδες και τους αναχρονιστικούς αλυτρωτισμούς, που ιστορικά ταλανίζουν την περιοχή, επιτελώντας τον σταθεροποιητικό και ηγετικό της ρόλο στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, βραχυπρόθεσμα είναι σίγουρο πως οι προκλητικές ενέργειες, η κλιμακούμενη ρητορική όξυνσης, οι συνεχείς απειλές και το σκηνικό έντασης θα υποχωρήσουν, μεταξύ άλλων και λόγω της έμπρακτης αλληλεγγύης που επέδειξε στη γείτονα Χώρα ο ελληνικός λαός μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στη νότια και νοτιοανατολική Τουρκία.
Μπορεί οι εκλογές σε Ελλάδα και Τουρκία να γίνουν η αρχή μιας νέας εποχής; Δεν αποκλείεται καθόλου στην τελευταία του θητεία ο Τούρκος Πρόεδρος να επιχειρήσει να κατασκευάσει μια κληρονομιά, στην οποία θα περιλαμβάνεται η οικονομική ανοικοδόμηση και η επίλυση των διαφορών με τους γείτονες της Τουρκίας. Δύσκολα, όμως, μπορεί να φανταστεί κανείς ότι η όποια βελτίωση σε επίπεδο κλίματος, ακόμα και η άμεση αποκατάσταση της απευθείας επικοινωνίας του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Προέδρο, μπορεί να μεταφραστεί σε αλλαγή στρατηγικού προσανατολισμού, από ένα αυταρχικό καθεστώς, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, το οποίο παραμένει εκφραστής ενός επικίνδυνου αναθεωρητισμού και μεγαλοϊδεατισμού. Εξίσου δύσκολό φαίνεται η ηγεσία Ερντογάν να είναι διατεθειμένη να κάνει στροφή από την αυτόνομη πορείας της προς μια Δύση που θα την ελέγχει για τις σχέσεις καλής γειτονίας της και για την ποιότητα της δημοκρατίας και των θεσμών της, επιστρέφοντας στην εφαρμογή των κριτηρίων ένταξης και εγκαταλείποντας το νέο-οθωμανικό αφήγημα της μαξιμαλιστικής «Γαλάζιας Πατρίδας».
Το αύριο είναι ήδη εδώ.
Για αυτό και προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα συνεχίσει να είναι η αντιμετώπιση του τουρκικού επεκτατισμού τόσο στο Αιγαίο, που αμφισβητείται ευθέως η κυριαρχία των νησιών, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου μέσω του τουρκολιβυκού μνημονίου αμφισβητούνται επίσης τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση, το όποιο παράθυρο ανοίξει για επαφές, και όποιες πρωτοβουλίες αναληφθούν από την Δύση (ΕΕ – ΗΠΑ) δεν μπορεί παρά να γίνει χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και στις πάγιες ελληνικές θέσεις, και κυρίως έχοντας η Ελλάδα την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία προωθώντας τα εθνικά της συμφέροντα και κεφαλαιοποιώντας τις προσπάθειες των τελευταίων ετών. Η ελληνική πραγματικότητα δεν μπορεί άλλο να τρέφεται από λαϊκίστικές αυταπάτες και βολικές ψευδαισθήσεις, να στηρίζεται σε απλοϊκές εξηγήσεις και τελικά να οδηγείται στη δημιουργία εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας το σύνδρομο μιας Ελλάδας φοβικής, περίκλειστης, περιχαρακωμένης στα νότια όρια της βαλκανικής χερσονήσου.
Με πρόταγμα το αξιακό παράδειγμα του φιλελεύθερου διεθνισμού και πυρήνα του εθνικού συμφέροντος τον γεωπολιτικό ρεαλισμό, να αναπτύξουμε μια Εθνική Στρατηγική που αποπνέει αυτοπεποίθηση και σιγουριά. Η Ελληνική Διπλωματία χρειάζεται να σχεδιάσει δράσεις, να εμπλουτίσει και να επικαιροποιήσει το οπλοστάσιό της, με στόχο την αποτελεσματική συνύπαρξη μακρόχρονης συνοχής και τακτικής ευελιξίας. Ο κόσμος προχωρά και η ζωή εξελίσσεται. Για αυτό και η εμμονή σε αναφορές του παρελθόντος δεν αφορά κανένα. Αν κάτι τελικά χρειαζόμαστε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στην Ελλάδα είναι μια «Επανάσταση της Κοινής Λογικής». Η έκβαση θα κριθεί από τις πολιτικές επιλογές που θα κάνουμε σε Ελλάδα και ΕΕ. Το αύριο πάντως είναι ήδη εδώ.