Το Κυπριακό ένα από τα μείζονα εθνικά ζητήματα στις σχέσεις της Ελλάδος με την Τουρκία, μπαίνει σε μία δύσκολη και σύνθετη φάση όσον αφορά την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων για μία μόνιμη και οριστική λύση στο πρόβλημα.
Ενώ οι συνομιλίες και διαπραγματεύσεις των προηγούμενων μηνών εξελίσσονταν ικανοποιητικά μεταξύ του Ν. Αναστασιάδη και Μ. Ακιντζί, η τελική φάση των διεργασιών στο Mont Pelerin της Ελβετίας κατέληξε σε ναυάγιο, γεγονός που έχει προσδώσει μια νέα διάσταση στην όλη διαπραγμάτευση.
Η Τουρκία αξιοποιεί στο διπλωματικό πεδίο όλα της τα χαρτιά και τα εντάσσει στον ευρύτερο γεωπολιτικό χάρτη.
Βέβαια, όσοι γνωρίζουν καλά τα θέματα της διπλωματίας και ιδίως του Κυπριακού, επισημαίνουν ότι το παιχνίδι χάθηκε στις εγγυήσεις καθώς στο εδαφικό υπήρχε ήδη προσέγγιση όσον αφορά τα ποσοστά κατοχής τόσο του ελληνοκυπριακού κράτους όσο και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Μάλιστα η σύγκλιση στο εδαφικό κατέληγε κοντά στο 28.7% για τους τουρκοκύπριους που είναι το ποσοστό που προέβλεπε το σχέδιο Ανάν.
Από την άλλη η Τουρκία πεισματικά αρνείται την άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από το νησί και επιδιώκει επί της ουσίας να διατηρήσει τον στρατό κατοχής, ακόμα και με συμφωνία επί του εδαφικού και των συνταγματικών ζητημάτων.
Ήταν λοιπόν αναμενόμενο, όπως και έγινε, η Τουρκία να μην αφήσει την τουρκοκυπριακή κοινότητα να οδηγήσει μέχρι τέλους όλες τις πτυχές των ανοιχτών θεμάτων, πολύ περισσότερο στα δύο κομβικά ζητήματα που είναι το εδαφικό και των εγγυήσεων, χωρίς την δική της έγκριση.
Αυτή τη στιγμή εκκρεμεί σε επίπεδο ηγετών Ελλάδας και Τουρκίας συνάντηση, με στόχο να βρεθεί μια κοινή συνισταμένη στο θέμα των εγγυήσεων, έτσι ώστε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις, αν κριθεί εφικτό, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ από εκεί που έμειναν στην Ελβετία.
Βέβαια η Τουρκία αξιοποιεί στο διπλωματικό πεδίο όλα της τα χαρτιά και τα εντάσσει στον ευρύτερο γεωπολιτικό χάρτη και την παρουσία της στη ΝΑ Μεσόγειο.
Οι διαφωνίες της Τουρκίας δεν έχουν να κάνουν τόσο με ζητήματα που αφορούν το μέλλον των τουρκοκυπρίων, αλλά το πώς διασφαλίζεται το συμφέρον της μέσα από μια ενιαία τουρκική ενεργειακή πολιτική και πώς μπορεί συμμετέχοντας σε μία κοινά χαραγμένη ΑΟΖ, να συνεκμεταλλευθεί κοιτάσματα τα οποία θα την αναβαθμίσουν γεωστρατηγικά.
Το νέο δόγμα που επιχειρεί να εισάγει ο Τούρκος Πρόεδρος την κάνει επικίνδυνη και απρόβλεπτη.
Αυτή την παραπάνω διάσταση, η Τουρκία την βλέπει σε αντιδιαστολή και με τον ρόλο της στην Συρία και την μονομερή εμπλοκή της στον αφοπλισμό του ISIS, εκδιώκοντας ταυτόχρονα τους Κούρδους των περιοχών που συνορεύουν με την Τουρκία και αποθώντας κάθε προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων για την δημιουργία ενός Κουρδικού κράτους.
Όλα τα παραπάνω γεγονότα είναι άμεσα συνδεδεμένα, όσο και αν δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Αν η Τουρκία εξέλθει ηττημένη από την όποια λύση στην επόμενη μέρα στην Συρία, με αναβάθμιση των Κούρδων, τότε θα επιταχύνει την επιθετικότητά της τόσο απέναντι στο Κυπριακό όσο και στο Αιγαίο, προσπαθώντας να παίξει με τους δικούς της όρους, διεκδικώντας μεγαλύτερο ρόλο στην περιοχή.
Είναι βέβαιο πώς ο φόβος της προσάρτησης των κατεχόμενων εδαφών στην Κύπρο, δεν πρέπει να υποτιμάται, καθώς μέσω της Κύπρου πιθανότατα η Τουρκία να επιχειρήσει να δώσει ταυτόχρονα πολλές απαντήσεις και μηνύματα.
Αφενός απέναντι στην Ελλάδα για την επερχόμενη στάση της στο Αιγαίο, όσον αφορά τις γκρίζες ζώνες και αφετέρου τόσο προς την ΕΕ που διακόπτει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις μαζί της, όσο και προς τις ΗΠΑ, ώστε να κατανοήσουν ότι δεν μπορούν να την αγνοούν ως περιφερειακή δύναμη και σύμμαχο στο ΝΑΤΟ.
Σε κάθε περίπτωση το νέο δόγμα που επιχειρεί να εισάγει ο Τούρκος Πρόεδρος όσον αφορά την αμφισβήτηση διεθνών συνθηκών και ενός γενικότερου απομονωτισμού της Τουρκίας, την κάνει επικίνδυνη και απρόβλεπτη και κάθε άλλο παρά μπορεί να εφησυχάζει κανείς όσον αφορά τις διμερείς σχέσεις κυρίως για την επίλυση του Κυπριακού προβλήματος.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμείνει παρατηρητής των εξελίξεων.
Η διαρκής ριζοσπαστικοποίηση της γείτονος ενδέχεται να δημιουργήσει χάσμα στο Κυπριακό στην προοπτική επίλυσης αν όχι όξυνση της κατάστασης μεταξύ των δύο λαών πάνω στο νησί.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες τόσο του ΟΗΕ, μέσω των ειδικών συμβούλων που συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις όσο και της ΕΕ, των ΗΠΑ αλλά και της Μ. Βρετανίας ως εγγυήτρια δύναμη στην Κύπρο, ώστε τελικά να ευοδωθούν οι προσπάθειες επανένωσης του νησιού μέσα από μία κοινά αποδεκτή Ομοσπονδιακή λύση ώστε ν’ αποφευχθεί η defacto διχοτόμηση.
Τέλος, η Ελλάδα από την πλευρά της οφείλει να κρατήσει στάση προσέγγισης προς την Άγκυρα και όχι περιχαράκωσης γύρω από τον ΟΗΕ ή την ΕΕ. Τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας οφείλει πρωτίστως να τα υπερασπιστεί η ίδια διευρύνοντας όπου είναι εφικτό το πεδίο των συμμαχιών της.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμείνει παρατηρητής των εξελίξεων αναμένοντας την όποια απόφαση έγκρισης της συμφωνίας μόνο από την Κύπρο, καθώς οποιαδήποτε αποτυχία στις συνομιλίες μετά και το φιάσκο της απόρριψης του σχεδίου Ανάν, αφενός θα οδηγήσει σε χειροτέρευση των όρων σε κάποια μελλοντική επίλυση, αφετέρου θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις στο Αιγαίο με απρόβλεπτες συνέπειες.
Απώτερος στόχος είναι και παραμένει, μια αμοιβαία αποδεκτή λύση του Κυπριακού προς όφελος και των δύο λαών, ενισχύοντας έτσι την ειρήνη και σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου και της Μεσογείου.
* O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Georges-Pierre Seurat (1859 –1891), The mower