Η γνωστή φράση «όταν φτερνίζεται η Αμερική, τα άλλα κράτη παθαίνουν πνευμονία» ισχύει προφανώς όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην πολιτική, με την έννοια ότι οι επιπτώσεις που προκαλούνται παγκοσμίως είναι προδήλως καθοριστικές, έως και καταλυτικές. Δε χωρά αμφιβολία ότι το σοκ από το αποτέλεσμα της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ άφησε, σε πρώτη φάση, αποσβολωμένους τους περισσότερους αναλυτές και πολιτικούς σε όλο τον κόσμο. Στη συνέχεια όμως είναι επόμενο να δώσει τη θέση του στην προσπάθεια εξήγησης του φαινομένου και στην αναζήτηση της νέας πορείας για τις ηττημένες πολιτικές δυνάμεις. Γι΄αυτό δεν προκαλεί έκπληξη ο καταιγισμός των σχετικών δημοσιευμάτων.
Όσοι περιορίζουν τα αίτια της επικράτησης του Τραμπ απλά μόνο σε λάθη στρατηγικής του επιτελείου της Κλίντον, δηλαδή στο γνωστό θέμα με το FBI και τις διαρροές από το WikiLeaks, στον διεκδικητή του χρίσματος των Δημοκρατικών Μπέρνυ Σάντερς και αλλού, μάλλον αφήνουν έξω τη δύναμη που είναι πρωτίστως υπεύθυνη για τη δημιουργία του εφιάλτη στον οποίο τώρα συνειδητοποιούμε ότι βρεθήκαμε: το νεοφιλελευθερισμό.
Ο εξτρεμισμός «τύπου Τραμπ» σαν δύναμη είναι κατά πολύ ασθενέστερος του νεοφιλελευθερισμού.
Ο εξτρεμισμός «τύπου Τραμπ» σαν δύναμη είναι κατά πολύ ασθενέστερος του νεοφιλελευθερισμού, τον οποίο φυσικά ενστερνίστηκε η Χίλαρυ Κλίντον, πορευόμενη το γνωστό «τρίτο δρόμο» των Μπιλ Κλίντον και Τόνυ Μπλερ. Δεν έγινε εδώ κατανοητή, ή υποτιμήθηκε σε μεγάλο βαθμό, η πραγματικότητα που βγάζει μάτια, ότι δηλαδή σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού σήμερα υπάρχει διάχυτος πολύς πόνος. Με τις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού, όπως η χωρίς όρια απελευθέρωση των αγορών, οι ιδιωτικοποιήσεις, η λιτότητα που δεν κινείται στη γραμμή του νοικοκυρέματος των οικονομικών του κράτους και η γιγάντωση των εταιρειών, όλοι αυτοί οι άνθρωποι είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει δραματικά. Έχασαν συντάξεις, εισοδήματα, κοινωνική ασφάλεια, και το κυριότερο, ίσως βλέπουν το μέλλον των παιδιών τους να είναι πολύ πιο αβέβαιο από το δικό τους συνεχώς απειλούμενο παρόν.
Την ίδια στιγμή έγιναν μάρτυρες της ραγδαίας ανόδου της λεγόμενης «κοινωνικής τάξης του Νταβός», ενός υπερσυνδεδεμένου δικτύου τραπεζιτών, δισεκατομμυριούχων της τεχνολογίας, εκλεγμένων ηγετών κρατών προσκολλημένων στα συμφέροντα αυτά, ακόμη και αστέρων του Χόλυγουντ, που έκαναν όλο το πράγμα να μοιάζει ανυπόφορα φανταχτερό και συνάμα άκρως προκλητικό. Η επιτυχία για τη μεγάλη αποκλεισμένη μάζα των πολιτών ήταν ένα πάρτυ στο οποίο αυτοί δεν ήταν καλεσμένοι, και το χειρότερο, αισθάνονταν βαθιά μέσα τους ότι όλος αυτός ο αυξανόμενος πλούτος και η δύναμη συνδέονται άμεσα με κάποιο τρόπο με τα δικά τους αυξανόμενα χρέη και τη συνεχή εξασθένηση της δικής τους θέσης. Κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο και μη ανεκτό πλέον για τους ανθρώπους που η ασφάλεια και η σιγουριά ήταν μέχρι πρότινος συνώνυμο της ζωής τους.
Ο Τραμπ μίλησε κατευθείαν στον πόνο αυτό, όπως κάνουν εξάλλου και όλα τα ανερχόμενα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη (όπως υπήρξε τέτοια αναλογία και στο Brexit). Απάντησε με ένα νοσταλγικό εθνικισμό και με μία οργή για τους απόμακρους γραφειοκρατικούς θεσμούς – το κατεστημένο γενικά και αόριστα, όπως είναι η κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον, η συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με τη Βόρεια Αμερική NAFTA, ο παγκόσμιος οργανισμός εμπορίου WTO ή η ΕΕ. Απάντησε επίσης «σφυροκοπώντας» τους μετανάστες και τους έγχρωμους, στοχοποιώντας τους μουσουλμάνους αδιακρίτως και υποβαθμίζοντας τις γυναίκες.
Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι συμπολίτες του Αμερικανοί ήταν απελπισμένοι και παραμελημένοι επί χρόνια και από τα δύο κόμματα και ότι ο θυμός και η ανάγκη να πάρουν εκδίκηση από το σύστημα μεγάλωνε διαρκώς. Σαν τηλεοπτικός αστέρας που τους άρεσε, τους αποκοίμισε και κατάφερε να τους εξαπατήσει χοντρά, ώστε ανυποψίαστα να υλοποιήσει το σχέδιο του, αν μπορέσει να καταστρέψει στην ουσία και τα δύο κόμματα. Η νίκη του Τραμπ επομένως δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Ποτέ δεν ήταν κάτι αστείο. Το ότι αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο, απλώς τον ενίσχυε μέχρι το τέλος. Με βάση τα παραπάνω, η ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος και κατ΄ επέκταση όλων όσοι προεξοφλούσαν τη νίκη της Χίλαρυ Κλίντον είναι παταγώδης και οι συντελεστές της αποδεικνύονται δυστυχώς αξιοθρήνητοι.
Ο νεοφασισμός δεν αποτελεί απάντηση στα προβλήματα της ανασφάλειας και της ανισότητας.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι ο νεοφασισμός αποτελεί την απάντηση στα προβλήματα της ανασφάλειας και της ανισότητας που εντείνονται ανησυχητικά. Μια τέτοια αντίληψη δεν πρόκειται να παγιωθεί, ούτε μπορεί να πάει πολύ μακριά. Η πραγματικότητα είναι ότι η Χίλαρυ Κλίντον πήρε τις περισσότερες ψήφους. Η πλειοψηφία των Αμερικανών την προτίμησε αντί του Ντόναλντ Τραμπ. Η πλειοψηφία των πολιτών δεν έπαψε ξαφνικά να θεωρεί ότι υπάρχει η κλιματική αλλαγή, να θεωρεί ότι οι γυναίκες θα πρέπει να αμείβονται το ίδιο με τους άντρες, να θεωρεί ότι η πανεπιστημιακή μόρφωση δεν θα πρέπει να συνοδεύεται από χρέη, να θέλει αύξηση του κατώτατου μισθού και να απαιτεί καθολικό σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Τίποτε από αυτά δεν έχει αλλάξει. Οι Ηνωμένες πολιτείες παραμένουν μια χώρα όπου η πλειοψηφία συμφωνεί με την «φιλελεύθερη» θέση. Απλώς δεν κατάφερε μέχρι τώρα να βρει την κατάλληλη ηγεσία και να της αναθέσει την υλοποίηση της θέσης αυτής.
Είναι ξεκάθαρο επίσης ότι σε όλες τις εκλογές υπάρχει μόνο η ψήφος επιλογής, δεν υπάρχει ψήφος διαμαρτυρίας. Αναμφισβήτητα, οι ψηφοφόροι σε ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο έχουν το δικαίωμα του θυμού και της αγανάκτησης προς τους πολιτικούς, θεωρώντας τους σε πολλές περιπτώσεις υπεύθυνους για την υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου τους και για τον εκφυλισμό των δημοκρατικών θεσμών. Ακριβώς εδώ χρειάζεται η κατάλληλη πολιτική ατζέντα που να κατευθύνει τη δικαιολογημένη οργή εκεί που αυτή ανήκει και ταυτόχρονα να δίνει ολιστικές λύσεις που πολεμούν την ανασφάλεια και την ανισότητα και ενώνουν αντί να διαιρούν την κοινωνία.
Η σοσιαλδημοκρατία είναι ο χώρος που δίνει τέτοιες δυνατότητες. Εκεί είναι δυνατόν να τεθεί στο τραπέζι μια πραγματικά γνήσια και ρεαλιστική «αναδιανεμητική» πρόταση, ένα αποτελεσματικό σχέδιο που να χτυπήσει πολιτικούς και πολιτικές που στηρίζουν και ενισχύουν την υπερσυγκέντρωση δισεκατομμυρίων σε μια τόσο ισχνή μειοψηφία πολιτών ανά τον κόσμο καταστρέφοντας τις προοπτικές των υπόλοιπων. Είναι βάσιμο να ελπίζει κανείς πως η δίψα για μια τέτοια αλλαγή πλεύσης θα αυξάνεται καθημερινά. Όσο για την απαιτούμενη πολιτική ηγεσία, είναι δεδομένο ότι υπάρχει πληθώρα εν δυνάμει ικανών πολιτικών που μπορούν να εμπνεύσουν και να συνασπιστούν στο χώρο αυτό.Το ρεύμα της αντι-πολιτικής, στο οποίο οι πράξεις και τα επιχειρήματα έχουν αντικατασταθεί από συνθήματα, σύμβολα και εντυπωσιασμούς, μπορεί να ηττηθεί και να ξανακερδηθεί σύντομα η τάξη των απλών πολιτών και των εργαζομένων. Εν κατακλείδι, ένα ριζοσπαστικό κίνημα δημοκρατικού σοσιαλισμού αποτελεί τη γνήσια απάντηση στο μίσος και το φόβο που αντιπροσωπεύει ο Τραμπ στο σημερινό ταραγμένο κόσμο.
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Edward Hopper (1882 –1967), Moonlight Interior