Σάββατο, 31 Μαρ 2018

Οι μεγάλοι κίνδυνοι για την τουρκική οικονομία

αρθρο του:

Η Τουρκία στα χρόνια της πρωθυπουργίας και προεδρίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατάφερε μετά από σημαντικές μεταρρυθμίσεις κυρίως την πρώτη πενταετία διακυβέρνησης να κάνει σημαντικά βήματα προόδου πετυχαίνοντας αξιοθαύμαστους ρυθμούς ανάπτυξης που ξεπερνούσαν το 6% σχεδόν κάθε χρόνο.

Αναμφισβήτητα η Τουρκία έχει καταστεί σε μία περιφερειακή δύναμη και κατάφερε με την παραγωγική της δυναμικότητα να ενταχθεί στο club του G20 με τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου.

Παρ’όλα αυτά, φθάνοντας στο 2016 και στο κομβικό σημείο του αποτυχημένου πραξικοπήματος τον Ιούλιο, υπήρξε μία αναμενόμενη οικονομική στασιμότητα, με σημαντικό πλήγμα τόσο στον τουρισμό όσο και στις εξαγωγές της χώρας.

Οι συνεχείς εσωτερικές εκκαθαρίσεις παράλληλα με την εσωτερική τρομοκρατία δημιούργησαν συνθήκες πολιτικής αστάθειας, ενώ μόλις ενάμισυ χρόνο μετά αρχίζει ξανά η οικονομία να βρίσκει τους ρυθμούς της αλλά από ένα διαφορετικό σημείο ισορροπίας που μπορεί να προκαλέσει ασυμμετρίες στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.

Η Τουρκία πρέπει να ξανασκεφθεί σοβαρά πόσο μπορεί να συντηρεί πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα με τους γείτονές της. 

Μπορεί η Τουρκία να έχει ακόμα χαμηλό δείκτη χρέους ως προς το ΑΕΠ το οποίο κινείται κοντά στο 50%, αν και αυξημένο αρκετά τα τελευταία χρόνια, όμως υπάρχουν σημάδια αστάθειας που αρκετοί αναλυτές έχουν κατά καιρούς αναδείξει.

Η χώρα περνά σε μία φάση υπερθέρμανσης της οικονομίας που δεν είναι σαφές που μπορεί να οδηγήσει καθώς μπορεί να εκτροχιάσει τόσο τη νομισματική της πολιτική όσο και την όποια προσέγγιση επιχειρεί να έχει με την ΕΕ για το θέμα της ένταξης.

Πιο συγκεκριμένα για πολλά χρόνια με εντολή του προέδρου Ερντογάν, οι τράπεζες έδιναν πολλά και φθηνά δάνεια σε ιδιώτες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και μάλιστα με την εγγύηση χαμηλού επιτοκίου από το δημόσιο γεγονός που επιβάρυνε τον κρατικό προϋπολογισμό. Μάλιστα υπολογίζεται ότι αυτές οι πιστώσεις έχουν υπερβεί τα 50 δις ευρώ και παρά το ότι είναι με ευνοϊκούς όρους, είναι άγνωστο αν μπορούν στο μέλλον να αποπληρωθούν στο ακέραιο δημιουργώντας πρόσθετα προβλήματα στην οικονομία.

Ένα επίσης από τα βασικά προβλήματα της χώρας είναι η συνεχής υποτίμηση της Τουρκικής λίρας η οποία ενώ έχανε σταδιακά έδαφος τα τελευταία χρόνια, από το 2016 και μετά διολίσθησε πάνω από 10% με αποτέλεσμα αρκετές μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόβλημα ρευστότητας ενώ άλλες οδηγήθηκαν στην χρεωκοπία.

Όσο μάλιστα η Τουρκία εμπλέκεται σε πολεμικές συρράξεις στην Συρία και απειλεί σε Αιγαίο και Κύπρο, η σταθερότητα της ισοτιμίας χάνεται όλο και περισσότερο με αποτέλεσμα την συνεχώς δυσκολότερη αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους της χώρας.

Παρά το γεγονός ότι η υποτίμηση ενίσχυσε σημαντικά τις εξαγωγές όπως αναμενόταν και τις αύξησε σε επίπεδα άνω των 100 δις ευρώ, υπήρξε και η αντίρροπη δύναμη των ταχέως αυξανόμενων εισαγωγών σε επίπεδα άνω των 300 δις ευρώ κυρίως σε πολύτιμα μέταλλα αλλά και πετρέλαιο.

Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας και την μείωση της ανταγωνιστικότητάς της διεθνώς.

Μάλιστα το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί άνω του 5% επί του ΑΕΠ, ενώ ο πληθωρισμός κυρίως από το 2016 και μετά έχει σαφείς αυξητικές τάσεις στα επίπεδα του 10% το οποίο είναι πολύ μακριά από τον στόχο της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας.

Συμπερασματικά θα λέγαμε, ότι με αυξημένο πληθωρισμό, που ισοδυναμεί με μειωμένα διαθέσιμα εισοδήματα, έλλειψη ανταγωνιστικότητας αλλά και σημαντική πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό, η Τουρκία πρέπει να ξανασκεφθεί σοβαρά πόσο μπορεί να συντηρεί πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα με τους γείτονές της αλλά και να αναλώνεται σε μία κούρσα εξοπλισμών η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές ανισορροπίες μέσω μίας δημοσιονομικής εκτροπής.


* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο είναι: Russell Drysdale, Man reading a paper

Ρεντούμης, Μελέτης

Ο Μελέτης Ρεντούμης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αποφοιτώντας από το τμήμα Οικονομικής Επιστήμης. Συνέχισε για μεταπτυχιακά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, με αντικείμενο τις Ευρωπαϊκές Σπουδές και εξειδίκευση στα χρηματοοικονομικά και τις χρηματοδοτήσεις. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, για περίπου ένα χρόνο, πάνω στο ερευνητικό πεδίο της ασφάλισης και τιμολόγησης των πληροφοριών μεγάλων συστημάτων. Το 2007 ως στέλεχος της Eurobank ανέλαβε υπεύθυνος για θέματα στρατηγικών συμφωνιών με μεγάλους προμηθευτές καθώς και για την διαχείριση του κόστους. Από το 2015 παραμένει στον Όμιλο της Eurobank ως επικεφαλής Συντονισμού Διεθνών Δραστηριοτήτων για θέματα Προμηθειών.