Δευτέρα, 20 Μαρ 2017

Υπάρχει αντίδοτο στον «ψεκασμό»;

αρθρο του:

Το λεξικό της Οξφόρδης ανακήρυξε το «posttruth» (μετά – αλήθεια) ως λέξη της χρονιάς που μας πέρασε. Ο όρος post – truth χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μια πολιτική συγκυρία στην οποία τα αντικειμενικά γεγονότα επηρεάζουν λιγότερο τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης από ό,τι επικλήσεις στο θυμικό και αυθαίρετες προσωπικές απόψεις. Ουσιαστικά, πρόκειται για την υποκατάσταση της αλήθειας στις συνειδήσεις των πολιτών από διαστρεβλώσεις ή ωμά ψεύδη που εμπεδώνονται ως πραγματικά λόγω της μαζικής αναπαραγωγής τους στα social media και το διαδίκτυο και –σε δεύτερο χρόνο- στα υπόλοιπα ΜΜΕ

Και πράγματι, η λέξη αυτή φαντάζει ως η καταλληλότερη για να περιγράψει έναν κόσμο, όπου ένας δισεκατομμυριούχος πείθει τους συμπολίτες του για τον αντισυστημικό χαρακτήρα της υποψηφιότητάς του και κερδίζει τις εκλογές με βασικό σύνθημα να «ξαναμεγαλώσει την Αμερική», οδηγώντας την σε ρήξη με τους ισχυρότερους συμμάχους της και χαλαρώνοντας την πίεση προς την βασικότερη αντίπαλό της.

Μερικά επίσημα προφίλ σε Facebook και Twitter δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν το γιγαντιαίο κύμα των fake news.

Ταιριάζει όμως γάντι και στη χώρα μας: όπου σύμφωνα με μετρήσεις ένα σημαντικό –εάν όχι πλειοψηφικό- κομμάτι της κοινής γνώμης πιστεύει πως η ελληνική κρίση είναι συνωμοσία κάποιων εξωθεσμικών κέντρων ή ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και το Ευρώ ευνοεί περισσότερο τα άλλα κράτη μέλη παρά την ίδια. Για να μην αναφερθούμε σε πιο ακραίες θεωρίες που τυγχάνουν μεγάλης αποδοχής: «δεν θα χρωστούσαμε τίποτα αν παίρναμε τις γερμανικές αποζημιώσεις», «ο Βενιζέλος είναι μασόνος, ο Σημίτης Εβραίος, ο Μητσοτάκης πράκτορας των Γερμανών» και λοιπά τραγελαφικά.

Αυτά όμως είναι λίγο - πολύ γνωστά. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: γίνεται άραγε να συνεφέρουμε τους συμπολίτες μας από τις αυταπάτες τους ή τους ξεγράφουμε –τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας- και απλώς παλεύουμε για την επικράτηση δυνάμεων λογικής με σχηματισμό των απαιτούμενων συμμαχιών σε Βουλή και κοινωνία; Αν καταλήξουμε στη δεύτερη επιλογή, αυτό μπορεί να συνεπάγεται δύο πράγματα: είτε πιστεύουμε πως οι αντιλήψεις αυτές είναι κατά βάση απότοκο των κοινωνικοοικονομικών αδιεξόδων που εξωθούν τον κόσμο σε αναζήτηση μαγικών λύσεων και εύκολων αποδιοπομπαίων τράγων που ευθύνονται για όλα τα δεινά, είτε αποδεχόμαστε πως τέτοιου είδους φαντασιώσεις και θεωρίες συνωμοσίας φούντωσαν ίσως λόγω της κρίσης και των δυσκολιών, αλλά είχαν πάντοτε ισχυρότατα ερείσματα στην ελληνική κοινωνία. Μόνο που δεν προκαλούσαν τόσο θόρυβο και δεν μετουσιώνονταν σε ψήφο, καθώς τα κόμματα εξουσίας με παροχές και ανταλλάγματα «εξαγόραζαν» την υποστήριξη ακόμη και αυτών των φωνών.

Και στις δυο περιπτώσεις το συμπέρασμα είναι κοινό: ας «τα βρούνε» μεταξύ τους οι πολιτικές δυνάμεις, στο εσωτερικό των οποίων κυριαρχούν η λογική κι ο ρεαλισμός, μπας και ξεκολλήσει η χώρα από το βούρκο και στη συνέχεια θα υποχωρήσουν σταδιακά κι οι λεγόμενες «ψεκασμένες» θεωρίες. Έπειτα, με αλλαγές στην Παιδεία και με έναν πιο ποιοτικό πολιτικό λόγο μπορούν να τεθούν τα θεμέλια, ώστε οι αντιλήψεις αυτές να μην επανεμφανισθούν με την ίδια ευκολία στο προσκήνιο.

Είναι αλήθεια πως η στρατηγική αυτή έχει βάση. Υπάρχει πράγματι ένα σημαντικό κομμάτι του εκλογικού σώματος τόσο εμμονικά προσκολλημένο σε φαντασιώσεις που αυτή τη στιγμή απλά δεν είναι διεκδικήσιμο. Ως εκ τούτου, η ενασχόληση με αυτό αποτελεί μάταιη δαπάνη ενέργειας και μόνο αλλοίωση του στίγματος μπορεί να επιφέρει, επιτείνοντας την σύγχυση στην κοινωνία.

Μπορεί να υπάρξει ισχυρό ανάχωμα άμεσο αντίδοτο στον «ψεκασμό».

Αυτό που πολλοί ξεχνούν, ωστόσο, είναι πως ανάμεσα στο κομμάτι αυτό και στους πλήρως συνειδητοποιημένους ως προς την αναγκαιότητα παραμονής στο Ευρώ και εκσυγχρονισμού της χώρας, υφίσταται και μια τρίτη ομάδα συμπολιτών μας, η οποία είναι και η μάλλον πολυπληθέστερη: οι μπερδεμένοι. Αυτοί που αιωρούνται, αμφιταλαντεύονται, ακούνε και τους μεν και τους δε, έχοντας –κατά κανόνα- επαφή με την κοινή λογική, δίχως να έχουν όμως πάντα καλή εικόνα των οικονομικών, πολιτικών και διεθνοπολιτικών δεδομένων. Το αποτέλεσμα; Να παρασύρονται ανάλογα με τις συνθήκες και το ρεύμα της εποχής προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Πρόκειται για τους ψηφοφόρους που όποιος τους κερδίσει, κερδίζει και τις εκλογές. Και αυτούς οφείλουμε όχι απλώς να τους κερδίσουμε προσωρινά, αλλά να τους «κλειδώσουμε» δια παντός, πείθοντάς τους για την ορθότητα της στρατηγικής μας. Ιδίως τους νεότερους, των οποίων η πολιτική – εκλογική συμπεριφορά είναι ακόμα πιο εύπλαστη.

Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια διαφορετική προσέγγιση: με ανάδειξη προσώπων καταρτισμένων και κατά το δυνατόν άφθαρτων, ικανών να αναπαράγουν με απλά λόγια, επιμονή και επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα πραγματικά στοιχεία και ουσιαστικά επιχειρήματα, πείθοντας για την καλύτερη προοπτική που προσφέρει η στρατηγική μας· όχι με «ξύλινους» πολιτικάντηδες του χθες. Με σύμβολα φρέσκα κι ελκυστικά· όχι με λάβαρα του παρελθόντος που μυρίζουν ναφθαλίνη. Με διαρκή επικαιροποίηση θέσεων που να απαντούν στα πρακτικά προβλήματα του πολίτη· όχι με ξεχασμένα κλισέ και τσιτάτα.

Και φυσικά με έξυπνη και αντισυμβατική χρήση των νέων τεχνολογικών εργαλείων. Κακά τα ψέματα: μερικά επίσημα προφίλ προσώπων και κομμάτων σε Facebook και Twitter δεν αρκούν για να αντιμετωπίσουν το γιγαντιαίο κύμα των fake news, όσο καλαίσθητα κι αν προσπαθούν να διαδώσουν το μήνυμά τους. Χρειάζεται συστηματική και συντονισμένη δουλειά από ομάδες ανθρώπων με σκοπό την κυριαρχία στα social media, μέσω των οποίων δέχεται τα περισσότερα πολιτικά του ερεθίσματα ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και σίγουρα το μεγαλύτερο μέρος της νέας γενιάς. Χρειάζεται διείσδυση στα κοινά αυτά με έμμεσο –συχνά- τρόπο, επιστρατεύοντας το χιούμορ, το τρολάρισμα ακόμη και τον προσεκτικό σχολιασμό πιο ανάλαφρων θεμάτων της επικαιρότητας.

Το κοινό των «μπερδεμένων» δεν είναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο κι επομένως δεν θα μπει εύκολα στη διαδικασία να αναζητήσει το πρόγραμμα και τις θέσεις όλων των πολιτικών φορέων για να τα μελετήσει, να τα συγκρίνει και να επιλέξει το καλύτερο. Το πιθανότερο θα είναι να στραφεί σε αυτόν που θα έρθει ο ίδιος να το προσεγγίσει μέσα από κάτι με το οποίο έρχεται ούτως ή άλλως σε επαφή στον ελεύθερο χρόνο του: μια σατιρική εκπομπή ή ένα late night show στην τηλεόραση, ένα αθλητικό site, μια χιουμοριστικού περιεχομένου σελίδα στο Facebook. Αν και απαιτείται τήρηση του μέτρου προκειμένου να αποφευχθεί πάση θυσία η γελοιοποίηση, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η εικόνα του σοβαροφανούς, «ατσαλάκωτου» πολιτικού έχει προ πολλού πεθάνει.

Αλλά το βασικότερο είναι το εξής: να υποστηρίζουμε τις αυτονόητες –για εμάς- αλήθειες με αυτοπεποίθηση και αταλάντευτη αποφασιστικότητα. Κι αυτό να συμβαίνει από τα καφενεία μέχρι τα κεντρικά δελτία ειδήσεων. Χωρίς φοβικά σύνδρομα, χωρίς ενδοτική ή ενοχική διάθεση, χωρίς κουτοπόνηρες σκέψεις πως αν «βάλουμε λίγο νερό στο κρασί μας» θα πείσουμε ίσως περισσότερους. Τέτοιου είδους εκπτώσεις το μόνο που πετυχαίνουν είναι να νομιμοποιούν την αντζέντα του αντιπάλου, συμφιλιώνοντας μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας με τις ακραίες θέσεις του και χαρίζοντάς του μεσοπρόθεσμα την ιδεολογική ηγεμονία. Είναι, άλλωστε, προφανές: αν ο ψηφοφόρος μυηθεί στον εθνολαϊκισμό, θα προτιμήσει τον γνήσιο εθνολαϊκιστή κι όχι τον συμβιβασμένο. Κι ακόμη κι αν εν τέλει απορρίψει τον γνήσιο, όντας απογοητευμένος από τη διακυβέρνησή του –όπως συμβαίνει τώρα με τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ- σύντομα θα βρει πιστό αντίγραφό του, εφόσον στο μεταξύ δεν του έχουμε αλλάξει μυαλά.

Επιστρέφοντας, λοιπόν, στο αρχικό ερώτημα: άμεσο αντίδοτο στον «ψεκασμό» μπορεί να μην υπάρχει, σίγουρα όμως μπορεί να υπάρξει ισχυρό ανάχωμα.


 

Τέλλης, Δημήτρης

Ο Δημήτρης Τέλλης γεννήθηκε το 1995 στη Θεσσαλονίκη. Είναι φοιτητής Νομικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Αρθρογραφεί στο thetoc.gr και είναι συντονιστής των PES Activists της Κομοτηνής και υπεύθυνος διασύνδεσης του PES Greece με τη νέα γενιά πανελλαδικά. Επίσης, εργάζεται ως research assistant σε ερευνητικό πρόγραμμα για τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας φαρμάκων που χρηματοδοτείται από το Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, ενώ είναι και μέλος της οργανωτικής ομάδας του TEDx Komotini.